Σε παλαιότερα άρθρα δείξαμε την Ουκρανία ως καταλύτη στην όξυνση του ανταγωνισμού ΗΠΑ-Ρωσίας. Σε αυτή τη βάση τονίσαμε ότι η στρατιωτικοποίηση της αντιπαράθεσης εκεί, κλιμακώνει τη διαμάχη Ουάσιγκτον-Μόσχας σε όλα τα επιμέρους ζητήματα της. Σήμερα θα κινηθούμε αντίστροφα. Θα παρουσιάσουμε γιατί η νέα δυναμική της διαμάχης τους σε δύο επιμέρους ζητήματα εντείνει γενικά τον αμερικανορωσικό ανταγωνισμό, επιβαρύνοντας τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Ξεχωρίζουμε τη μετάβαση στην «πράσινη» ενέργεια. Εκεί οι ΗΠΑ ηγούνται στην ανάπτυξη τεχνολογιών, αγορών και κανονιστικών πλαισίων, όταν οι εξαγωγές ορυκτών καυσίμων (ο/κ) είναι η ατμομηχανή της οικονομίας της Ρωσίας, ενώ οι ΑΠΕ μετέχουν ελάχιστα στην πρωτογενή ενεργειακή της τροφοδοσία (TPES). Αντίθετα η Ρωσία είναι κορυφαίος διεθνώς προμηθευτής ο/κ, ενώ οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους παραμένουν τρωτοί στις ανόδους των πετρελαϊκών τιμών και στην πολιτική χειραγώγηση του εμπορίου υδρογονανθράκων (υ/α). Έτσι από την «πράσινη» μετάβαση ευνοούνται οι ΗΠΑ, αλλά πλήττεται η Ρωσία.
Επίσης επικεντρώνουμε στην αποδυνάμωση του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος. Όσο η διεθνής ζήτηση για δολάρια είναι υψηλή οι ΗΠΑ μπορούν να αντλούν χρήματα από το χρέος τους και να συμπιέζουν τον πληθωρισμό, παρά τα εμπορικά ελλείματα που σωρεύουν. Επίσης ευνοείται ο έλεγχος τους επί του πλαισίου των διεθνών οικονομικών συναλλαγών, στο οποίο κινείται και η Ρωσία. Συνεπώς η αποδυνάμωση του δολαρίου είναι θετική για τη Μόσχα, άλλα αρνητική για την Ουάσιγκτον.
Παραδοσιακά πολιτικοί και οικονομικοί λόγοι καθιστούν τα ζητήματα πολύ σημαντικά για τις δύο δυνάμεις. Η «πράσινη» ενέργεια απειλεί τη Ρωσία με οικονομική καταστροφή και με στέρηση του κύριου εργαλείου της στην άσκηση διεθνούς επιρροής, ενώ καθιστά τις ΗΠΑ διαμορφωτή-ρυθμιστή του διεθνούς ενεργειακού πλαισίου και αυξάνει την ενεργειακή ασφάλεια των ίδιων και των συμμάχων τους. Αντίστοιχα η αποδυνάμωση του δολαρίου απειλεί την οικονομική και κατ’ επέκταση στρατιωτική πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ενώ αυξάνει την οικονομική και άρα πολιτική ελευθερία της Ρωσίας. Επακόλουθα τα δύο κράτη ανταγωνίζονται ούτως ή άλλως για την εδραίωση-επιτάχυνση ή/και αναστροφή-επιβράδυνση των δύο τάσεων.
Ωστόσο ο πόλεμος στην Ουκρανία αυξάνει κατά πολύ τη σημασία των δύο ζητημάτων για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία, καθώς τα συνδέει με την ανακύψασα ψυχρή(;) αντιπαράθεση τους. Συγκεκριμένα τα σχετίζει με την ικανότητα της Ρωσίας να επιβιώνει των Δυτικών κυρώσεων και να διατηρεί επιρροή σε Ευρώπη και Ινδοειρηνικό, αλλά και με την αντίστοιχη των ΗΠΑ να πειθαρχούν τους συμμάχους τους και να απορροφούν τους οικονομικούς κραδασμούς του ενεργειακού διαζυγίου Δύσης-Ρωσίας. Συνακόλουθα η δυναμική της αμερικανορωσικής διαμάχης για το δολάριο και την «πράσινη» ενέργεια οξύνεται απότομα.
Σε αυτή τη βάση οι δύο δυνάμεις προωθούν με μεγαλύτερη ένταση τους σχεδιασμούς τους. Οι ΗΠΑ κλιμακώνουν την πίεση και τα κίνητρα προς τη «διεθνή κοινότητα» για την απομάκρυνση της από την παραγωγή-κατανάλωση ο/κ, αλλά και προς τους παραγωγούς ο/κ ώστε οι τιμές της ενέργειας να μείνουν διαχειρίσιμες κατά την περίοδο της μετάβασης, παρά τη μείωση του όγκου των Ρωσικών εξαγωγών. Αντίστοιχα κινείται και η Ρωσία προκειμένου να αυξηθεί το μερίδιο των εθνικών νομισμάτων ή άλλων διεθνών αποθεματικών στο διεθνές εμπόριο, ιδίως στο τεράστιας αξίας εμπόριο πετρελαίου. Σε αυτό το φόντο η διεθνής πολιτική καθίσταται ακόμη πιο πολύπλοκη και σκοτεινή.
Ρόλο κλειδί στις εξελίξεις αποκτά το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, ο ηγέτης του ΟΠΕΚ. Στο καρτέλ αναλογεί το 80,4% των διεθνών αποθεμάτων πετρελαίου και το 60% των διεθνών εξαγωγών, όταν τα ο/κ υπερβαίνουν το 80% στην παγκόσμια TPES και ο «μαύρος χρυσός», η βάση τιμολόγησης των υ/α, προηγείται με 30%. Πρόσθετα το ΒΣΑ δεσμεύεται από τη δεκαετία του ’70 με συμφωνία με τις ΗΠΑ, ώστε να αξιοποιεί τα δολάρια από την πώληση του πετρελαίου του για την αγορά Αμερικανικών ομολόγων. Ως εκ τούτων η στάση του ΒΣΑ προς την «πράσινη» μετάβαση, στη διαμόρφωση των τιμών ενέργειας και στο νόμισμα της εμπορίας του πετρελαίου είναι καθοριστικής σημασίας.
Γι’ αυτό το λόγο χρίζουν προσοχής δύο γεγονότα: Α) Η δήλωση του υπ. οικονομικών του ΒΣΑ για πιθανές πωλήσεις πετρελαίου σε Ευρώ ή σε Ριάλ στις 17/01, η οποία ακολουθεί αναφορών για πωλήσεις ακόμα και σε Γουάν. Β) Η επιμονή του υπερ-καρτέλ που ηγούνται ΒΣΑ-Ρωσία, ΟΠΕΚ+, να ακολουθήσει την ίδια ρότα στην παραγωγή πετρελαίου, γεγονός που Δυτικοί αναλυτές αποδίδουν στο ΒΣΑ. Γι’ αυτούς η τιμή των 80$ που κυμαίνεται το βαρέλι Brent καλύπτει μεν τα 78$ που χρειάζεται το Βασίλειο το 2023 για να ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό του, όμως υπολείπεται κατά πολύ των 114$ που θέλει η Ρωσία. Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν το ΒΣΑ επιχειρεί να προωθήσει τη δική του ατζέντα, παζαρεύοντας τη στάση του στους σχεδιασμούς της Ρωσίας και των ΗΠΑ.
Βέβαια μία αλλαγή μοντέλου στην ενεργειακή κατανάλωση και στις διεθνείς συναλλαγές δεν αναμένεται άμεσα. Ωστόσο γεγονότα με έντονο αντίκτυπο στην τάση αποδυνάμωσης του δολαρίου ή/και για «πράσινη» μετάβαση δε μπορούν να αποκλειστούν. Άλλωστε μία κλιμάκωση του πολέμου στην Ουκρανία αναπόφευκτα θα κινητοποιήσει εντονότερα τις ΗΠΑ και τη Ρωσία προς την αναζήτηση τους. Επιπλέον «ουδέτερες» χώρες, σαν το ΒΣΑ, μάλλον θα κινηθούν πιο αποφασιστικά προς τη μία ή την άλλη δύναμη, αν το Κίεβο (Δύση) ή η Μόσχα αποκτήσει στρατιωτικό πλεονέκτημα. Συνεπώς ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας στα δύο εξεταζόμενα ζητήματα ωθεί σε συνολική όξυνση των σχέσεων τους, με επίκεντρο αφενός την Ουκρανία και πιθανά τη Μ. Ανατολή, τη βασική περιοχή δράσης του ΒΣΑ.
Μάλιστα η κατάσταση επιβαρύνεται περεταίρω από τις προβλέψεις για μία νέα μεγάλη παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Σε αυτήν την περίπτωση ένα δολάριο υπό πίεση θα καταστήσει πολύ δυσκολότερη από πλευράς ΗΠΑ τη διαχείριση του ελλείματος των 948,1 δις$ και του χρέους των 31,5 τρις$-123,4% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα θα πιέσει τη Ρωσία μία ένταση των απωλειών στα έσοδα από τις εξαγωγές ο/κ, η οποία άρχισε να γίνεται διακριτή μετά το Μάη του 2022 ως επακόλουθο των κλιμακούμενων Δυτικών κυρώσεων -από το Μάη έως και το Δεκέμβρη υποχωρούν κατά 32%. Επακόλουθα η λήψη μέτρων για την αποφυγή των παραπάνω καταστάσεων γίνεται επείγουσα για Ουάσιγκτον και Μόσχα.
Εν κατακλείδι, σε συνθήκες εκδήλωσης νέας παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ΗΠΑ και Ρωσία ωθούνται στην κατακόρυφη κλιμάκωση του ανταγωνισμού τους σε πολύ ευαίσθητα σημεία, καθώς επιδιώκουν να κερδίσουν στην Ουκρανία. Η Ουάσιγκτον προσπαθεί να απεγκλωβίσει τη διεθνή ενεργειακή τροφοδοσία από τα ο/κ. Η Μόσχα επιχειρεί να ελευθερώσει τις διεθνείς συναλλαγές από το δολάριο. Όλα αυτά την ώρα που η οικονομική συγκυρία αναδιατάσσει ούτως ή άλλως το διεθνή συσχετισμό ισχύος, και ενώ το ΒΣΑ δείχνει πρόθυμο να εκμεταλλευτεί τον ρόλο κλειδί που έχει για την επιτυχία των σχεδίων της κάθε πλευράς. Συνακόλουθα το διεθνές περιβάλλον καθίσταται άκρως επικίνδυνο.
Μία σημαντική προώθηση των ΗΠΑ ή/και της Ρωσίας στο ενεργειακό ή/και νομισματικό πεδίο θα επιδράσει καθοριστικά στη θέση τους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως θα συμβεί με την εγκόλπωση ή όχι ενός κρίσιμου μέρους της Ουκρανίας στη Ρωσική σφαίρα επιρροής. Άλλωστε η «πράσινη» μετάβαση υποστηρίζει την αναστήλωση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ, ενώ ωθεί τον υποβιβασμό της Ρωσίας σε περιφερειακή δύναμη. Αντίστοιχα η αποδολαριοποίηση των διεθνών συναλλαγών υπονομεύει την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, ενώ ενισχύει τη θέση της Ρωσίας στο γκρουπ των μεγάλων δυνάμεων. Πέραν λοιπόν της Ουκρανίας, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Ρωσίας αποκτά άλλα δύο καυτά μέτωπα, ικανά να τον οδηγήσουν σε θερμή πολεμική αναμέτρηση.