Στην οδό υπ’ αριθμόν 21, στην Αντιόχεια, στην επαρχία Χατάι της νότιας Τουρκίας, βρίσκονταν ως την Κυριακή τα σπίτια δεκάδων οικογενειών. Τη Δευτέρα, δεν απέμενε σχεδόν τίποτα όρθιο.
Ο πιο καταστροφικός σεισμός που χτύπησε την Τουρκία από το 1999 γέμισε τον δρόμο πελώριους σωρούς από συντρίμμια. Άφησε όσους επέζησαν άστεγους, να ψάχνουν απεγνωσμένα αγνοούμενους συγγενείς, σοκαρισμένους, να προσπαθούν ακόμα να χωνέψουν τι τους συνέβη.
Τα σωστικά συνεργεία δυσκολεύονται να φθάσουν σε κάποιες από τις περιοχές που επλήγησαν σκληρότερα στη χώρα, εξαιτίας των κατεστραμμένων δρόμων, της κακοκαιρίας, της έλλειψης επαρκών πόρων, βαρέων μηχανημάτων.
«Οι λέξεις δεν λένε να βγουν, μου έχουν κολλήσει στον λαιμό. Το κλάμα δεν είναι γιατρικό πια», παραδέχτηκε χθες ο Χαλίλ Γκέντσογλου.
Το κέντρο της πόλης του μοιάζει, συνέχισε, σαν «πόλη φάντασμα».
«Γυρίσαμε 50 χρόνια πίσω. Οι ζωές μας καταστράφηκαν. Τα παιδιά μας έχουν βαθιά ψυχικά τραύματα. Κάθε σπίτι έχασε τουλάχιστον δυο-τρεις ανθρώπους».
Δυσκολεύεται να βρει κανείς έστω ένα κτίριο όρθιο στην οδό 21. Συντρίμμια όσο φθάνει το μάτι. Από τα ερείπια αυτών που ήταν ως την Κυριακή τα σπίτια τους ανασύρθηκαν δεκάδες τραυματίες. Άνθρωποι στέκονται στον δρόμο αποσβολωμένοι, δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους.
Ο Αμπντουλκαντίρ Ντοάν έχασε τους γονείς του στον σεισμό. Θέλει να ελπίζει πως θα σώσουν τον εξάδελφό του.
«Θέλουμε να σώσουν τις γυναίκες μας, τους συγγενείς μας, τους ανθρώπους που καταπλακώθηκαν. Αυτή είναι η προτεραιότητα για εμάς, επειδή αυτό που θέλουμε είναι να κρατηθούμε στη ζωή μαζί τους. Ο εξάδελφός μου είναι θαμμένος στα συντρίμμια κι εγώ είμαι εδώ και δεν μπορώ να κάνω τίποτα» για να βγει ζωντανός, είπε.