Του Μιχάλη Ψύλου
psilosm@naftemporiki.gr
Το 1931, ο Τζέιμς Τρούσλοου Άνταμς στο μυθιστόρημά του «Αμερικανικό Έπος», χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο: «αμερικανικό όνειρο». Όπως γράφει, «αυτό είναι το όνειρο μιας χώρας στην οποία η ζωή θα πρέπει να είναι καλύτερη, πλουσιότερη και πληρέστερη για όλους, με ευκαιρίες για τον καθένα ανάλογα με την ικανότητα ή τα επιτεύγματά του». Δεν πρόκειται απλά ένα όνειρο για υψηλούς μισθούς και καλύτερα αυτοκίνητα, αλλά για την κατάσταση όπου κάθε άνδρας και γυναίκα, θα μπορούν να αναπτυχθούν χωρίς εμπόδια, ανεξάρτητα από τις τυχαίες συνθήκες γέννησης ή κοινωνικής θέσης», τόνιζε ο Άνταμς.
Για πολλούς αναλυτές, η απλούστερη έκφραση του «αμερικανικού ονείρου» ήταν η πίστη στην οικονομική κινητικότητα, η βεβαιότητα ότι τα παιδιά μας θα ζήσουν καλύτερα από τους γονείς τους, διασφαλίζοντας μια πιο άνετη ζωή μεσαίας τάξης.
Ωστόσο, όπως διαπίστωσε μια πρόσφατη δημοσκόπηση You/Gov, πολλοί Αμερικανοί συμμερίζονται την πεποίθηση ότι το αμερικανικό όνειρο σβήνει, αν δεν είναι ήδη νεκρό. Λιγότεροι από τους μισούς (43%) των αμερικανών ενηλίκων πιστεύουν ότι το αμερικανικό όνειρο υπάρχει, ενώ το 35% δεν το πιστεύει και το 23% δεν είναι σίγουρο αν υπάρχει. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι Ρεπουμπλικάνοι (62%) και τα άτομα 65 ετών και άνω (53%) εξακολουθούν να πιστεύουν στο «αμερικανικό όνειρο».
Αντίθετα, πολλοί Δημοκρατικοί και οι περισσότεροι νέοι κάτω των 30 ετών δεν πιστεύουν σε αυτό ή είναι αβέβαιοι.
Δέκα ημέρες πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για την ανανέωση του Κογκρέσου, οι δημοσκοπήσεις δίνουν και μια άλλη διάσταση του «ονείρου»: Η κοινωνική κατάσταση της χώρας αποκαλύπτει δύο Αμερικές που ζουν δίπλα-δίπλα. «Για να είμαι ειλικρινής, νομίζω ότι η πλειοψηφία των Αμερικανών σήμερα μισούν και τα δύο μεγάλα κόμματα», υποστηρίζει ο Αμερικανός αναλυτής Μπρέναν Γκίλμορ. Όποιος και να κερδίσει δηλαδή στις εκλογές , δεν θα αλλάξει καταλυτικά τη ζωή του μέσου Αμερικανού.
Η αξιολόγησή του Γκίλμορ δεν έχει βέβαια την «επιστημονική» αξία των δημοσκοπήσεων που πραγματοποιούνται σε ολόκληρη τη χώρα. Ωστόσο, πολλοί παρατηρητές της αμερικανικής πολιτικής ζωής εξιστορούν με τον ίδιο τρόπο αυτήν την ατελείωτη απογοήτευση εκατομμυρίων Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, που δηλώνουν πώς δεν αποδέχονται πολλές από τις επιλογές των δυο μεγάλων κομμάτων. Αυτή η απότομη κρίση της σχέσης που έχουν οι πολίτες της μεγαλύτερης δυτικής δημοκρατίας με την πολιτική, δεν είναι ανεξήγητη. Και δεν συμβαίνει μόνο στην Αμερική, αλλά έχει διαβεί και τον Ατλαντικό.
Το Ίδρυμα Ράσελ Σέιτζ (RSF) σε έρευνά του εξέφρασε μια παρόμοια ανησυχία: «Η αύξηση της οικονομικής ανισότητας τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες θέτει υπό αμφισβήτηση την ιδέα ότι οποιοσδήποτε, ανεξάρτητα από το καθεστώς των γονέων του, μπορεί να επιτύχει το Αμερικανικό Όνειρο». Αλλά και ο οικονομολόγος του Χάρβαρντ, Ρέιζ Κετί σημειώνει ότι «ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του «αμερικανικού ονείρου» είναι η φιλοδοξία ότι τα παιδιά θα έχουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τους γονείς τους».
Αλλά δύο σημαντικές μακροοικονομικές τάσεις επηρέασαν τα εισοδήματα των παιδιών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1980 σε σχέση με αυτά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1940: χαμηλότεροι ρυθμοί αύξησης του ΑΕΠ και μεγαλύτερη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου. Σήμερα, η εισοδηματική ανισότητα είναι αυτή που αμαυρώνει ό,τι έχει απομείνει από το αμερικανικό όνειρο. Τίποτα δεν καταγράφει καλύτερα αυτή την αλλαγή από τη μείωση της αγοράς πρώτης κατοικίας.
Από την ανάκαμψη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ιδιοκτησία συμβόλιζε την εκπλήρωση του αμερικανικού ονείρου. Μια δημοσκόπηση του 2022 διαπίστωσε ότι σχεδόν τα τρία τέταρτα (74%) των Αμερικανών θεωρούν ότι το να έχουν ένα σπίτι είναι πάνω από την καριέρα, την οικογένεια και το κολέγιο ως ένδειξη ευημερίας.
Η Εθνική Ένωση Μεσιτών (NAR) αναφέρει μείωση κατά 38% στις αγορές κατοικίας το 2022 σε σχέση με πέρυσι – το χαμηλότερο ποσοστό από το 1987. Οι σημαντικές αυξήσεις τιμών και το ογκούμενο κόστος των στεγαστικών δανείων, λόγω της επιθετικής αύξησης των βασικών επιτοκίων της Fed,μπορεί να ξεθωριάσουν για τα καλά το «αμερικανικό όνειρο».