Από ιταλικό κρας τεστ θα περάσει η ευρωπαϊκή οικονομία τον επόμενο μήνα και κυρίως οι χώρες του Νότου οι οποίες δέχονται τις «επιθέσεις» των αγορών στα ομόλογα λόγω των αβεβαιοτήτων στην Ιταλία, την ενεργειακή κρίση και τις ανησυχίες για είσοδο της Ευρώπης σε ύφεση.
Η επόμενη ημέρα των ιταλικών εκλογών δεν έφερε μεγάλη αναταραχή καθώς οι επενδυτές είχαν προεξοφλήσει το αποτέλεσμα. Η εικόνα στα ομόλογα ήταν ταραγμένη στα επίπεδα περίπου των προηγουμένων ημερών: Οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων παραμένουν σε υψηλά 9 ετών πάνω από το 4%. Και η Ελλάδα βλέπει οι αποδόσεις στο 10ετες ομόλογο να είναι κολλημένες στο 4,6%-4,7%. Η Ιταλία δεν είναι ο μόνος λόγος για την άνοδο του κόστους δανεισμού καθότι το κλίμα έχει επηρεάσει μήνες τώρα η επιθετική πολιτική που ακολουθούν οι κεντρικές τράπεζες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σε συνδυασμό με το πληθωριστικό ράλι.
Οι αναλυτές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου εξαιτίας των φόβων για ύφεση το 2023 το οποίο αρνητικό οικονομικό κλίμα θα επιδεινωθεί με μία παράλληλα πολιτική αστάθεια στην Ιταλία. Για την ευρωζώνη το 2023, η Deutsche Bank αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις της αναμένοντας τώρα συρρίκνωση του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ κατά 2,2%, καθώς θεωρεί πλέον «πολύ καλοπροαίρετη» την προηγούμενη εκτίμησή της για ήπια ύφεση μόλις κατά 0,3% τον επόμενο χρόνο. Η αναθεώρηση περιλαμβάνει το σύνολο των μεγάλων οικονομιών με την ύφεση στη Γερμανία να εκτιμάται για το 2023 στο 3,5% (από -1% προηγουμένως), στη Γαλλία στο -1,2% (από -0,3%), στην Ιταλία στο -1,8% (από -0,2%) και στην Ισπανία στο -1% (από 0,8%).
Στάση αναμονής
Ως προς την Ιταλία, οι επενδυτές βρίσκονται στάση «αναμονής». Το δύσκολο κομμάτι ξεκινά μετά από τον Οκτώβριο όταν και θα φανεί η οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης για το δημοσιονομικό και μεταρρυθμιστικό μέλλον της Ιταλίας. Οι αγορές βρίσκονται σε «ετοιμότητα» να επιτεθούν στην περίπτωση που το δημοσιονομικό νοικοκύρεμα εκτροχιαστεί και ειδικά για τις χώρες του Νότου, εξ ου και η ελληνική κυβέρνηση έχει το βλέμμα στην επενδυτική βαθμίδα και φυσικά στις προσεκτικές κινήσεις στην οικονομική πολιτική. Έτσι, οποιαδήποτε καθυστέρηση στην ψήφιση μεταρρυθμίσεων στο Σχέδιο Ανάκαμψης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πρόσβαση στα κεφάλαια και ίσως την επιλεξιμότητα για το νέο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ. Όλα τα παραπάνω έρχονται σε συνδυασμό με την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ΕΕ και την αποφυγή συγκρούσεων.
Υπενθυμίζεται ότι η Ιταλία έχει σωρεύσει χρέος 2,7 τρισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 150% του ΑΕΠ. Είναι ο δεύτερος υψηλότερος λόγος χρέους προς ΑΕΠ στην ευρωζώνη έπειτα από αυτόν της Ελλάδας. Και μολονότι η Ιταλία κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ κατά 6,6% το 2021, ποσοστό χωρίς προηγούμενο από το 1976, εκφράζονται οι αμφιβολίες για το κατά πόσον θα μπορεί να εξυπηρετήσει τις δανειακές της ανάγκες και να θα μπορέσει να υποστηρίξει η νέα κυβέρνηση το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα για να λάβει χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αλλαγή πλεύσης
Ως προς την Ελλάδα, οι συνθήκες στις αγορές έχουν αλλάξει το σχεδιασμό της χώρας για νέα έξοδο στις αγορές έως το τέλος του έτους και την έκδοση πράσινου ομολόγου – όπου οι παράγοντες αύξησης των αποδόσεων δεν είναι μόνο η Ιταλία, αλλά και είναι η άνοδος των επιτοκίων και η ενεργειακή. Το ελληνικό Δημόσιο έχει αντλήσει φέτος το 70% περίπου του δανειακού σχεδιασμού που ήταν 10 δισ. ευρώ. Δηλαδή 5,5 δισ. Ευρώ από εκδόσεις ομολόγων, 1,5 δισ. ευρώ από το reopening του 7ετούς, 1 δισ. ευρώ από το νέο 5ετές.
Οι οικονομικές επιπτώσεις των φόβων αστάθειας στην Ιταλία – σε συνδυασμό με το δύσκολο χειμώνα λόγω ενεργειακής κρίσης- προς το παρόν δεν φτάνουν στην ελληνική οικονομία. Οι επενδυτές δεν βλέπουν κάποιο ρίσκο ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, και την ίδια ώρα το δανειακό πρόγραμμα εφέτος έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Τα ταμειακά διαθέσιμα επίσης φτάνουν τα 39 δισ. Ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι η χώρα είναι προστατευμένη ακόμα και αν οι συνθήκες στις αγορές είναι αποτρεπτικές για δανεισμό και καλύπτει το κόστος εξυπηρέτησης.