Το ενδεχόμενο στην Ιταλία να επικρατήσουν οι δυνάμεις του λαϊκισμού και πολιτικά κόμματα που ενδεχομένως ακούν με ευχαρίστηση μηνύματα από το Κρεμλίνο φοβούνται στην Ευρώπη, καθώς οι δημοσκοπήσεις για τις εκλογές που γίνονται σήμερα στη χώρα προκρίνουν την συντηρητική συμμαχία στην οποία συμμετέχει το ακροδεξιό κόμμα «Αδελφοί της Ιταλίας», με επικεφαλής την Τζόρτζια Μελόνι.
Στο συντηρητικό μέτωπο συμμετέχει ακόμα η Λέγκα του Μσατέο Σαλβίνι και το Φόρτσα Ιτάλι του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Στο κεντροαριστερό μέτωπο συμμετέχουν το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα, το «Περισσότερη Ευρώπη, κεντρώο, φιλελεύθερο κόμμα με την Έμπα Μπονίνο, η Συμμαχία Οικολόγων και Ιταλικής Αριστεράς και η Επιλογή Πολιτών.
Ως ανεξάρτητη δύναμη κατεβαίνει το Κίνημα Πέντε Αστέρων, ενώ μεμονωμένα ως κόμματα κατεβαίνουν ακόμα στις εκλογές η «Ζωντανή Ιταλία και η «Δράση», τα οποία πρόσφατα δημιούργησαν τον λεγόμενο «Κεντρώο Πόλο». Ο εκλογικός νόμος με τον οποίο διεξάγεται η σημερινή αναμέτρηση εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το 2018 και βασίζεται κατά δυο τρίτα στην απλή αναλογική και κατά ένα τρίτο στο πλειοψηφικό. Μόλις κλείσουν οι κάλπες, τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης της Ιταλίας πρόκειται να παρουσιάσουν σειρά Exit Poll, ενώ η καταμέτρηση των ψήφων αναμένεται να ολοκληρωθεί τη Δευτέρα το πρωί.
Οι προβλέψεις
Αν επαληθευτούν οι δημοσκοπήσεις, για πρώτη φορά στην Ιταλία –την τρίτη οικονομία της ΕΕ και ιδρυτικό της μέλος– θα αναλάβει την εξουσία η πλέον ακροδεξιά κυβέρνηση στην μεταπολεμική της ιστορία. Το εθνικιστικό κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι «Αδέλφια της Ιταλίας» το ευρωσκεπτικιστικό, επίσης εθνικιστικό δεξιό κόμμα, «Λέγκα» του Ματέο Σαλβίνι και η δεξιά «Forza Italia», του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μπορεί κάλλιστα να εξασφαλίσουν σαφή πλειοψηφία απόψε. Ωστόσο ο συγκεκριμένος συνασπισμός στέλνει αντιφατικά μηνύματα, που ανησυχούν την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Από τη μια, η Τζόρτζια Μελόνι παρουσιάζεται φιλοατλαντική, ενώ από την άλλη ο Σαλβίνι και ο Μπερλουσκόνι παρουσιάζονται αρκετά ανεκτικοί απέναντι στον πρόεδρο της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν.
Όσον αφορά το κράτος δικαίου, τις θεμελιώδεις ελευθερίες, τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, την ισότητα των φύλων, ή ακόμα τη μετανάστευση, η Ρώμη θα βρεθεί αναμφίβολα πιο κοντά στις θέσεις της Ουγγαρίας ή της Πολωνίας, κρίνοντας από τις προεκλογικές δηλώσεις της Μελόνι.
Οι Βρυξέλλες
Το ερώτημα για τις Βρυξέλλες είναι αν θα είναι δυνατή η ανάπτυξη εποικοδομητικής συνεργασίας με τέτοια κυβέρνηση ή αν θα εκδηλωθούν εντάσεις σε κρίσιμα ζητήματα, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας, η ενέργεια, η οικονομία, το μεταναστευτικό, τα ατομικά δικαιώματα και οι ελευθερίες. Οι πρόσφατες δηλώσεις του Μπερλουσκόνι για τον Πούτιν προςε αυτή την κατεύθυνση δείχνουν.
Οι Βρυξέλλες ανησυχούν επίσης γιατί η Τζόρτζια Μελόνι έχει ήδη ανακοινώσει ότι επιθυμεί να επαναδιαπραγματευτεί μέρος των όρων που συνοδεύουν το ιταλικό σχέδιο ανάκαμψης, συνολικού ύψους 191,5 δισεκ. ευρώ — πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσό που έχει δοθεί σε οποιαδήποτε χώρα μέλος της ΕΕ από το Ταμείο Ανάκαμψης (NextGenerationEU). Όμως τα περιθώρια για διαπραγμάτευση είναι στενά και κανείς στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δεν θα ήθελε να δει να παγώνουν οι μεταρρυθμίσεις που έθεσε σε εφαρμογή ο απερχόμενος ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι. Με το δημόσιο χρέος της Ιταλίας πάνω από το 150% του ΑΕΠ της, η χώρα δεν έχει περιθώρια για ελιγμούς.
Οι απειλές της Φον ντερ Λάιεν
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έστειλε κατηγορηματικό, αν και κάπως άκομψο, μήνυμα από το Πανεπιστήμιο του Πρίνστον: «Θα συνεργαστούμε με οποιαδήποτε δημοκρατική κυβέρνηση θέλει να συνεργαστεί μαζί μας», όμως «αν τα πράγματα πάνε στραβά, έχουμε τα εργαλεία» για να αντιδράσουμε, δήλωσε η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η επικεφαλής της Κομισιόν έφερε ως παράδειγμα την Πολωνία και την Ουγγαρία, δύο χώρες που «τιμωρήθηκαν» με το πάγωμα κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως συμβαίνει πάντα, και αυτή τη φορά οι Βρυξέλλες θα αναμείνουν τα πρώτα δείγματα γραφής της επόμενης ιταλικής κυβέρνησης. «Θα δούμε το αποτέλεσμα των εκλογών» είπε η πρόεδρος της Κομισιόν.
Η μάλλον απροσδόκητη παρέμβαση της φον ντερ Λάιεν, η οποία από την αρχή της θητείας της δεν είχε εκφραστεί ποτέ τόσο ξεκάθαρα πριν από εκλογές, αν μη τι άλλο πιστοποιεί πόσο έντονος προβληματισμός επικρατεί στα ανώτατα επίπεδα των ευρωπαϊκών θεσμών και τη βούληση των Βρυξελλών να σταλεί σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση.