Οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να μάθουν τι ακριβώς έψαχναν οι πράκτορες του FBI στη βίλα του Ντόναλντ Τραμπ στη Φλόριντα, με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για άκρως απόρρητα έγγραφα τα οποία – όσο κι αν φαντάζει απίστευτο – αφορούν στο πυρηνικό οπλοστάσιο των Ηνωμένων Πολιτειών.

Την ίδια στιγμή, οι Αμερικανοί – ή, τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος τους – αναρωτιούνται εάν ο προηγούμενος πρόεδρος προέβη σε ενέργειες οι οποίες έθεσαν σε κίνδυνο την ασφάλεια της χώρας και αγγίζουν τα όρια της εθνικής προδοσίας. Ή, αντιθέτως, εάν όλα είναι αποτέλεσμα του μεγαλύτερου «κυνηγιού μαγισσών» στην ιστορία, όπως καταγγέλει ο ίδιος.

Ολοένα περισσότεροι, πάντως, ολοένα πιο ανοιχτά, θέτουν το καίριο ερώτημα που απασχολεί τις ΗΠΑ και, πρακτικά, όλο τον κόσμο: Βρίσκεται σε κίνδυνο η αμερικανική δημοκρατία; Και αν ναι, πόσο σοβαρός και μεγάλος είναι αυτός;

Κραυγή αγωνίας

Οι διαπρεπείς ακαδημαϊκοί ιστορικοί, πάντως, οι οποίοι προσκλήθηκαν από τον Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο την περασμένη εβδομάδα, για μια ανεπίσημη ιδιωτική συζήτηση μαζί του, μοιάζουν να είναι εξαιρετικά ανήσυχοι. Γι’ αυτό και, όπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ της εφημερίδας Washington Post, μετέφεραν στον πρόεδρο της χώρας την εκτίμηση ότι η δημοκρατία κλυδωνίζεται – την ώρα, μάλιστα, που (για όσους αγαπούν τη σημειολογία…) έξω μαινόταν μια καταιγίδα με κεραυνούς.

Οι ακαδημαϊκοί, σύμφωνα με το ίδιο ρεπορτάζ, έκαναν λόγο για «την πιο επικίνδυνη στιγμή στη σύγχρονη ιστορία όσον αφορά στη δημοκρατική διακυβέρνηση». Την παρομοίασαν δε με «τα χρόνια πριν από τις εκλογές του 1860, όταν ο Αβραάμ Λίνκολν προειδοποιούσε ότι ένα Κογκρέσο τόσο διχασμένο απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό δεν μπορεί να σταθεί, καθώς και με την πορεία προς τις εκλογές του 1940, όταν ο τότε πρόεδρος Φραγκλίνος Ντ. Ρούζβελτ έδινε μάχη κατά της αυξανόμενης εσωτερικής συμπάθειας προς τον ευρωπαϊκό φασισμό και την αντίσταση στο σενάριο συμμετοχής των ΗΠΑ στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Δημοσκόπηση – γροθιά

Δεν πρόκειται, όπως όλα δείχνουν, για ιδιοτροπία κάποιων ανθρώπων οι οποίοι είναι χαμένοι στον κόσμο τους και δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει, όπως αποδεικνύει και έρευνα της NPR/Ipsos που δημοσιοποιήθηκε στις αρχές του 2022, με αφορμή την πρώτη επέτειο από την εισβολή του οργισμένου όχλου των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο.

Με βάση τα ευρήματά της, λοιπόν, πάνω από 6 στους 10 Αμερικανούς (64%) πιστεύουν πως η δημοκρατία στη χώρα τους βρίσκεται «σε κρίση και σε κίνδυνο κατάρρευσης». Η άποψη αυτή μοιάζει να κυριαρχεί τόσο στους Ρεπουμπλικάνους όσο και στους Δημοκρατικούς, αν και για διαφορετικούς λόγους: Για τους μεν, το βασικό είναι η πίστη τους ότι στις εκλογές του 2020 εκλάπη η νίκη από τον Τραμπ, ενώ για τους δε κυρίαρχο ρόλο παίζει η εκτίμηση πως το «Μεγάλο Ψέμα» των αντιπάλων τους αποκτά ολοένα πιο βαθιές ρίζες στην κοινωνία.

Ανησυχητικό είναι, επίσης, ένα ακόμη εύρημα της συγκεκριμένης έρευνας: Το ένα πέμπτο των ερωτηθέντων δικαιολογεί τη χρήση βίας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας (από εκείνους που θεωρεί ότι την απειλούν). Η εξήγηση είναι ότι αν και δεν αποτελούν πλειοψηφία, αντιπροσωπεύουν σίγουρα μια δυναμική μειοψηφία η οποία δικαιολογεί τους φόβους ορισμένων ότι το σενάριο ενός εμφυλίου πολέμου στις ΗΠΑ δεν μπορεί να αποκλειστεί…

Δύσκολη η επιβίωση

Από την πλευρά του, μιλώντας στον Guardian, ο καθηγητής πολιτικών επιστημών του Χάρβαρντ, Στίβεν Λεβίτσκι, αφού περιγράφει τον Τραμπ ως έναν άνθρωπο του οποίου η εικόνα παραπέμπει ευθέως σε «ηγέτη πραξικοπήματος» με λατινοαμερικάνικα χαρακτηριστικά, δεν κρύβει την ανησυχία του για το πολιτικό σύστημα και το μέλλον του.

«Σε ένα δικομματικό σύστημα, εάν το ένα από τα δύο κόμματα δεν δεσμεύεται από τους δημοκρατικούς κανόνες του παιχνιδιού, η δημοκρατία δεν είναι πολύ πιθανό να επιβιώσει για μεγάλο χρονικό διάστημα (…) Το κόμμα έχει μετασχηματιστεί, από την κορυφή ως τη βάση, σε ένα κατά πλειοψηφία αντιδημοκρατικό κόμμα».

Δεν είναι, προφανώς, ο μόνος που βλέπει και ερμηνεύει τις εξελίξεις με αυτόν τον τρόπο. Αποκαλυπτικό είναι, για του λόγου το αληθές, σχετικό άρθρο του Μπράιαν Κλάας στο The Atlantic.

Η αγωνία του μελλοθάνατου

«Η αμερικανική δημοκρατία πεθαίνει», γράφει, υποστηρίζοντας μάλιστα – επικαλούμενος τις σπουδές και την εμπειρία του – ότι σήμερα αυτό συμβαίνει με αργό και βασανιστικό τρόπο. «Στο παρελθόν, τις περισσότερες φορές όλα τελείωναν με ένα γρήγορο θάνατο. Οι δολοφονίες μπορούν να καταπνίξουν μια δημοκρατία σε κλάσματα του δευτερολέπτου, τα πραξικοπήματα σε μία-δύο ώρες και οι επαναστάσεις σε μία ημέρα. Όμως, τον 21ο αιώνα, οι περισσότερες δημοκρατίες πεθαίνουν όπως ένας ασθενής με χρόνιο νόσημα, ο οποίος όμως είναι καταδικασμένος. Το σύστημα αδυνατίζει όσο η νόσος επεκτείνεται. Η αγωνία κυριαρχεί με τα χρόνια. Η έγκαιρη επέμβαση αυξάνει την πιθανότητα επιβίωσης, όμως όσο φουντώνει η ασθένεια τόσο τα θαύματα καθίστανται η μοναδική ελπίδα».

Ο ίδιος διαπιστώνει, επίσης ότι «υπάρχουν πολλά φάρμακα που θα μπορούσαν να θεραπεύσουν» την αμερικανική δημοκρατία. Συμπεραίνει, όμως, ότι «δυστυχώς, η πολιτική μας δυσλειτουργία σημαίνει ότι επιλέγουμε να μην τα χρησιμοποιήσουμε και, όσο περνά ο χρόνος, οι διαθέσιμες θεραπείες περιορίζονται, ενώ η νόσος οδηγεί προς το τέλος».

Τη σκυτάλη παίρνει ο Ντάρελ Γουέστ, του ινστιτούτου Brookings, ο οποίος θεωρεί ότι θα ήταν μεγάλο λάθος η υπαρξιακή απειλή που αντιμετωπίζει η δημοκρατία στις ΗΠΑ να ταυτιστεί με τον Τραμπ και τα όσα έκανε την 6η Ιανουαρίου 2021 και στη συνέχεια.

Ο Τραμπ δεν είναι η μόνη απειλή

«Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλές συστημικές απειλές για το μέλλον της δημοκρατίας, όπως οι υποψήφιοι-κλώνοι, τα νομικά πραξικοπήματα, το τοξικό περιβάλλον που επικρατεί στην πληροφόρηση, η αποδυνάμωση των θεσμών που διαθέτουν εξουσίες και η εκτεταμένη διάδοση της αντίθεσης στη βούληση της πλειοψηφίας στο πολιτικό μας σύστημα».

Την παραπάνω άποψη ενισχύει και το άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα το Project Syndicate και φέρει την υπογραφή ενός ανθρώπου με αμφιλεγόμενη προσωπικότητα και ρόλο, αλλά σε κάθε περίπτωση οξυδερκή: του Τζορτζ Σόρος.

Χωρίς να παραγνωρίζει τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν η Κίνα του Σι Τζινπίνγκ και η Ρωσία του Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Σόρος τονίζει ισχυρίζεται πως «η απειλή για τις ΗΠΑ από τους εσωτερικούς εχθρούς είναι ακόμη μεγαλύτερη. Σε αυτούς περιλαμβάνονται το Ανώτατο Δικαστήριο με τη σημερινή του σύνθεση, το οποίο ηγεμονεύεται από ακροδεξιούς εξτρεμιστές, καθώς και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Ντόναλντ Τραμπ, το οποίο και τοποθέτησε αυτούς τους εξτρεμιστές στο Δικαστήριο».

«Δημοκρατία vs αυταρχισμού»

Μετά από όλα αυτά – και από πολλά ακόμη σχετικά που θα μπορούσε κανείς να παραθέσει – δύσκολα μπορεί να υπάρχει αμφιβολία ότι κάτι κακό συμβαίνει στις ΗΠΑ, που θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία τους. Σε βαθμό, μάλιστα, που αρκετοί να εκτιμούν ότι σε μερικά χρόνια είτε δεν θα υπάρχει είτε θα έχει αλλάξει ριζικά μορφή.

Από αυτή την άποψη, οι «κοινοί θνητοί» δικαιούνται να θέσουν ένα εύλογο ερώτημα (χωρίς κανείς να τους… μπερδέψει με τον Σι και τον Πούτιν, που το κάνουν για τους δικούς τους, ευνόητους λόγους): Εάν έτσι έχουν τα πράγματα και εάν η αμερικανική δημοκρατία βρίσκεται σε κατάσταση βέρτιγκο, τότε ποιο είναι ακριβώς το νόημα του διλήμματος «δημοκρατία εναντίον αυταρχισμού», που έχει αναγορευτεί από τη Δύση ως το κυρίαρχο της εποχής μας;

Πηγή