Μέχρι πρόσφατα, η πεποίθηση ότι η Ρωσία θα τιμωρούνταν αργά ή γρήγορα, και μάλλον γρήγορα, με μια ταπεινωτική ήττα για την εισβολή της στην Ουκρανία ήταν ευρέως διαδομένη στο Κίεβο, στην Ουάσιγκτον και στο Λονδίνο. Η απώθηση των εισβολέων από τα περίχωρα του Κιέβου και του Χάρκοβο, των δύο μεγαλύτερων ουκρανικών πόλεων, είχε δημιουργήσει την πεποίθηση ότι ο ουκρανικός στρατός ήταν σε θέση όχι μόνο να αποκρούσει τη ρωσική επίθεση, αλλά και να ανακαταλάβει τις περιοχές του Ντονμπάς που είχε χάσει το 2014, ή ακόμη και την Κριμαία. «Η Ρωσία χάνει», έγραφε στις 16 Μαΐου το κύριο άρθρο της Washington Post, εκτιμώντας ότι «δεν είναι η ώρα για μια συμφωνημένη κατάπαυση του πυρός, όπως προτείνουν Γαλλία, Γερμανία και Ιταλία». Οχι, τότε ήταν η ώρα για το τσάκισμα του ρωσικού στρατού, όπως δήλωνε ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Λόιντ Οστιν ή και για την ανατροπή του Πούτιν, όπως εννοούσε ο Τζο Μπάιντεν όταν χαρακτήριζε τον Ρώσο πρόεδρο «χασάπη», ο οποίος «δεν μπορεί να μείνει στην εξουσία». Την περιρρέουσα ατμόσφαιρα συμπύκνωσε η πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Τζούλιαν Σμιθ, πρώην βοηθός του Μπάιντεν σε θέματα εθνικής ασφάλειας: «Αυτό που επιδιώκουμε είναι μια στρατηγική ήττα της Ρωσίας».
Καθώς συμπληρώνονταν 100 ημέρες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής, η απαισιοδοξία άλλαζε στρατόπεδο. Οι Ρώσοι έχουν σχεδόν θέσει υπό τον έλεγχό τους το Σεβεροντονέτσκ, την τρίτη στρατηγικής σημασίας πόλη που καταλαμβάνουν, μετά τη Χερσώνα και τη Μαριούπολη. Πρακτικά ολόκληρη η επαρχία Λουγκάνσκ έχει περάσει υπό τον έλεγχό τους και αν τις επόμενες εβδομάδες συμβεί το ίδιο και στη γειτονική επαρχία Ντονέτσκ, τότε ολόκληρο το Ντονμπάς, η βιομηχανική καρδιά της Ουκρανίας, θα βρίσκεται στα χέρια τους. Ηδη, οι Ρώσοι ελέγχουν πάνω από το 20% του ουκρανικού εδάφους –έκταση μεγαλύτερη από εκείνη της Ελλάδας– και περισσότερο από το 80% των ακτών της χώρας, η οικονομία της οποίας έχει συρρικνωθεί κατά το ήμισυ. Το μεγαλύτερο πυρηνικό εργοστάσιο της Ευρώπης και το λιμάνι της Μαριούπολης ξανάρχισαν να λειτουργούν για τους Ρώσους και τους ρωσόφωνους συμμάχους τους. Ρεπορτάζ που δημοσιεύθηκε στους New York Times της Τετάρτης περιέγραφε τις πολύ μεγάλες απώλειες και τα φαινόμενα κατάρρευσης του ηθικού στις τάξεις του ουκρανικού στρατού. Με δυο λόγια, η λογική της παράτασης του πολέμου για την πάση θυσία ταπείνωση της Ρωσίας και του Πούτιν κινδυνεύει να έχει ως παράπλευρη απώλεια πρώτα απ’ όλα την ίδια την Ουκρανία και τον λαό της.
Στρατηγικές απώλειες
Η παράταση της σύγκρουσης θέτει σε δεινή δοκιμασία την ενότητα της Δύσης καθώς οι επιπτώσεις γίνονται αφόρητες.
Είναι αλήθεια ότι η βασανιστική προέλαση του ρωσικού στρατού στο Ντονμπάς δεν προσφέρεται για θριαμβολογίες από την πλευρά της Μόσχας. Τα όποια (ασταθή και αμφισβητήσιμα) εδαφικά κέρδη της στην Ουκρανία είναι πολύ αμφίβολο αν θα ισοσταθμίζουν τις στρατηγικές της απώλειες στον διεθνή στίβο, όπως η επικείμενη ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, η συρρίκνωση της ρωσικής οικονομίας περίπου κατά 10%, η αποκοπή της από τη δυτική τεχνολογία και αγορά ενέργειας, αλλά και η τεράστια απώλεια ηθικού κεφαλαίου λόγω του κατακτητικού πολέμου που εξαπέλυσε. Ολα αυτά, όμως, ελάχιστα θα παρηγορούν το Κίεβο και την Ουάσιγκτον εάν ο Πούτιν πανηγυρίζει σε λίγο καιρό ότι ξανάφερε στους Μεγαλορώσους το μεγαλύτερο μέρος της Νοβοροσίγια, δηλαδή των εύφορων, μέχρι χθες ουκρανικών εδαφών, που κατάκτησε η Μεγάλη Αικατερίνη πολεμώντας τους Οθωμανούς.
Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν πολύ επώδυνη και για το διεθνές κύρος της Αμερικής, η οποία προετοιμαζόταν γι’ αυτή τη «σύγκρουση μέσω πληρεξουσίων» με τη Ρωσία εδώ και χρόνια: το 2016, ο τότε πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, με αντιπρόεδρο και διαχειριστή της ουκρανικής του πολιτικής τον Τζο Μπάιντεν, είχε στείλει στο Κίεβο τον Τζον Αμπιζαϊντ, πρώην επικεφαλής των αμερικανικών, κατοχικών δυνάμεων στο Ιράκ, ως ειδικό απεσταλμένο του στο ουκρανικό υπουργείο Αμυνας με αποστολή την αναδιοργάνωση του ουκρανικού στρατού. Αλλά όλα τα σχέδια κρίνονται στο πεδίο της μάχης. Προκειμένου να αποτραπούν τα χειρότερα, για την ουκρανική κυριαρχία και το αμερικανικό γόητρο, ο Μπάιντεν αποφάσισε αυτή τη βδομάδα να στείλει στην Ουκρανία τα εξελιγμένα συστήματα πυροβολικού HIMARS (πολλαπλούς εκτοξευτές με βεληνεκές 80 χιλιομέτρων και δορυφορική καθοδήγηση), μεγεθύνοντας τον κίνδυνο άμεσης ρήξης με τη Ρωσία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει μπροστά του μια δύσκολη κούρσα ταχύτητας, καθώς όσο παρατείνεται ο πόλεμος, τόσο οι ρωγμές στο Δυτικό στρατόπεδο κινδυνεύουν να γίνουν τεκτονικά ρήγματα. Κι αυτό ισχύει ειδικά στην Ευρώπη, η οποία, σε αντίθεση με την Αμερική, πληρώνει τεράστιο τίμημα – και μόνο το γεγονός ότι στη Γερμανία ο πληθωρισμός φτάνει το 8% ξυπνώντας φαντάσματα του μεσοπολέμου, λέει πολλά. Ηδη Γαλλία, Ιταλία και ως ένα βαθμό Γερμανία πιέζουν για άμεση κατάπαυση του πυρός, παίρνοντας αποστάσεις από τις ΗΠΑ, με τον Ντράγκι να καταθέτει σχέδιο ειρήνευσης και τους Σολτς και Μακρόν να σηκώνουν τα τηλέφωνα για να συζητήσουν με τον Πούτιν, προκαλώντας έκρηξη οργής του Πολωνού πρωθυπουργού Ματέους Μοραβιέτσκι, ο οποίος τους ρώτησε δηκτικά αν θα συζητούσαν και με τον Χίτλερ, τον Στάλιν ή τον Πολ Ποτ.
Αλλά και μέσα στην Αμερική, η πίεση στον Μπάιντεν για πιο ρεαλιστικές προσεγγίσεις αρχίζει να ανεβαίνει. Στα 99 του χρόνια, ο Χένρι Κίσινγκερ είχε το ελεύθερο να πει δημοσίως, στο Νταβός, αυτό που πολλοί σκέφτονται, όταν καλούσε σε κάποιο συμβιβασμό για τον τερματισμό του πολέμου με επιστροφή στο status quo ante του 2014. Η σύνταξη των New York Times έγραψε ότι η στρατιωτική συντριβή της Ρωσίας είναι και μη ρεαλιστική και ανεπιθύμητη. Η «κούραση του ουκρανικού πολέμου» αρχίζει να καταβάλει και την Αμερική, όπου η δημοτικότητα του Μπάιντεν φθείρεται και οι Δημοκρατικοί ανησυχούν για τις επιπτώσεις της ακρίβειας στις εκλογές του φθινοπώρου για το Κογκρέσο. Ενδεχομένως κάτω από τις πιέσεις που δέχεται, ο Μπάιντεν έγραψε αυτή τη βδομάδα στην ίδια εφημερίδα ότι δεν επιδιώκει την ανατροπή του Πούτιν, δεν εννοεί να παρατείνει τον ουκρανικό πόλεμο και ότι τα όπλα που δίνει στους Ουκρανούς δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σε επιθέσεις εναντίον ρωσικών εδαφών. Ακόμη και ο Οστιν υποχρεώθηκε να τα γυρίσει και μίλησε με τον Ρώσο υπουργό Αμυνας Σεργκέι Σοϊγκού, ζητώντας του άμεση κατάπαυση του πυρός.
Θολό τοπίο
Με δεδομένο ότι τα αναβαθμισμένα οπλικά συστήματα που στέλνουν οι Αμερικανοί στην Ουκρανία θα χρειαστούν κάποιες εβδομάδες για να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης, δεν είναι σαφές αν θα καταφέρουν να ανακόψουν τη ρωσική προέλαση στο Ντονμπάς ή απλώς βοηθήσουν στη σταθεροποίηση των ουκρανικών θέσεων, ενόψει των διπλωματικών διαπραγματεύσεων που θα έρθουν, κάποια στιγμή, για την κατάπαυση του πυρός. Αν δεχθούμε ότι οι Ρώσοι έχουν παραιτηθεί πλέον, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενοι, από τις βλέψεις τους για την Οδησσό και το Χάρκοβο, ότι οι Ουκρανοί πολύ δύσκολα θα μπορέσουν να κηρύξουν γενική αντεπίθεση και ότι η πίεση για τερματισμό του πολέμου μέσα από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ θα ενισχύεται, τότε η στιγμή των κρίσιμων αποφάσεων μάλλον δεν θα αργήσει. Το ερώτημα είναι τι είδους ειρήνευση θα μπορούσε να προσδοκά κανείς, όταν οι θέσεις των αντιμαχομένων είναι τόσο αγεφύρωτες: ο Ζελένσκι θα αυτοκτονούσε αν δεχόταν νέο εδαφικό ακρωτηριασμό της χώρας του, ενώ είναι δύσκολο να φανταστούμε τον Πούτιν να επιστρέφει τα κέρδη που με τόσο μεγάλο τίμημα θα έχει αποκομίσει. Το πιο αισιόδοξο σενάριο θα ήταν να συμβιβαστεί ο Ζελένσκι με την ιδέα ότι η Κριμαία είναι αμετάκλητα ρωσική και η Ουκρανία ουδέτερη, να συμφωνηθεί (και να εφαρμοστεί αυτή τη φορά) κάτι σαν καινούργιο Μινσκ για το Ντονμπάς, να παραιτηθεί ο Πούτιν από εδάφη με αντάλλαγμα την άρση δυτικών κυρώσεων και να δρομολογηθεί κάτι σαν ένα νέο Ελσίνκι ανάμεσα σε μια Ρωσία και μια Δύση που, βέβαια, δεν θα γίνουν φίλοι, αλλά και δεν θα ετοιμάζονται για παγκόσμιο πόλεμο. Για την ώρα, όλα αυτά ακούγονται σαν όνειρα θερινής νυκτός, σε ένα πικρό καλοκαίρι που έχει ακόμη να θερίσει πολλούς και πολλά.