Τις συστηματικές μεθοδεύσεις της Γερμανίας να συρρικνωθεί, και ακόμα καλύτερα να καταργηθεί, η αρχή της ομοφωνίας στα μεγάλα θέματα που απασχολούν την ΕΕ, και βέβαια τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, δείχνει να συμμερίζεται τώρα και ο Ιταλός πρωθυπουργός, Μάριο Ντράγκι
Μεταξύ συρρίκνωσης και κατάργησης βρίσκεται το βέτο στην ΕΕ. Το δραστικό κουτσούρεμα της αρχής της ομοφωνίας στη λήψη των αποφάσεων στην ΕΕ, προωθούσε με ιδιαίτερη ένταση εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία η Γερμανία. Τώρα, στο «γερμανικό στρατόπεδο» εντάσσεται και η μεγαλύτερη δύναμη του Νότου, η Ιταλία.
Η Ελλάδα και άλλες μικρές χώρες μονίμως ανθίσταντο στις γερμανικές πιέσεις της τελευταίας πενταετίας για κατάργηση του βέτο. Αδιευκρίνιστο είναι πόσο σθεναρή είναι σήμερα πλέον η θέση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτό το ζήτημα.
Η διαχρονική στάση της Ελλάδας, όπως και πάμπολλων άλλων μικρών κρατών – μελών της ΕΕ ήταν ότι η συρρίκνωση -και πολύ περισσότερο η κατάργηση- της αρχής της ομοφωνίας στην ΕΕ ωφελεί πρωτίστως τις μεγάλες χώρες και βλάπτει σοβαρότατα τις μικρές χώρες.
Τώρα, όμως, με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, το θέμα επανέρχεται με ιδιαίτερη ένταση. Βερολίνο και Ρώμη επιμένουν στην κατάργηση της ομοφωνίας (βέτο) ιδιαίτερα στα μεγάλα θέματα που απασχολούν την ΕΕ, και βέβαια τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως στην παρούσα στο Ουκρανικό και τη στάση των Ευρωπαίων έναντι της Μόσχας.
Καθίσταται οφθαλμοφανές, πάντως, ότι τα κράτη – μέλη της ΕΕ έχουν εκχωρήσει καθοριστικές αρμοδιότητές τους και πρωτοφανείς εξουσίες στην Κομισιόν, η οποία ουσιαστικά αποφασίζει και διατάσσει, και κατόπιν ερωτά τα κράτη – μέλη αν συμφωνούν. Κάτι που ξεκίνησε με ιδιαίτερη ένταση την περίοδο του κορονοϊού και κορυφώνεται με το Ουκρανικό. Ποτέ άλλοτε η Κομισιόν δεν λειτουργούσε ως κράτος εν κράτει.
Να σημειωθεί πως Επίτροπος στην Κομισιόν είναι ο Μαργαρίτης Σχοινάς, ο οποίος, κατά πληροφορίες, συμπλέει απολύτως με τη γραμμή Φον Ντερ Λάϊεν για απόδοση υπερεξουσιών στην Κομισιόν, ακόμα και κατάργηση του βέτο.
Άκρως ενδεικτική του τρόπου λειτουργίας της Κομισιόν είναι η μεθόδευση για την επιβολή του 5ου (προτελευταίου) πακέτου κυρώσεων προς τη Ρωσία, μετά τα γεγονότα της «σφαγής», κατά τους ουκρανικούς ισχυρισμούς, στη Μπούκα. Η επικεφαλής της Κομισιόν, Φον Ντερ Λάϊεν, λοιπόν, πρώτα ανακοίνωσε τις «αποφάσεις» της Κομισιόν, και κατόπιν εκλήθησαν τα κράτη – μέλη να τις εγκρίνουν ή να τις απορρίψουν (!). Ουσιαστικά, η επικεφαλής της Κομισιόν προαναγγέλλοντας «αποφάσεις», δέσμευσε ουσιαστικά τα κράτη – μέλη να τις προσυπογράψουν. Πρόκειται για πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, δήθεν στο όνομα του κατεπείγοντος.
Τώρα, με αφορμή το 6ο πακέτο κυρώσεων που συζητείται στην ΕΕ, και ειδικότερα τη σταδιακή απαγόρευση των εισαγωγών ρωσικού πετρελαίου στην Ευρώπη, εξαιτίας των διαφωνιών σειράς χώρων – μελών, επιχειρείται να ξανάρθει στο τραπέζι το θέμα της μερικής ή και ολικής κατάργησης του βέτο στα μεγάλα θέματα και ειδικά στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Της λήψης των αποφάσεων, δηλαδή, βάσει της πλειοψηφίας και όχι της ομοφωνίας.
Το θέμα αφορά άμεσα την Ελλάδα, ιδιαίτερα λόγω των ελληνο-τουρκικών και ευρω-τουρκικών σχέσεων. Εάν καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας, η χώρα μας θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσμενή θέση, αφού μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι περισσότερες εκ των οποίων έχουν στενά αλισβερίσια με την Άγκυρα, θα φροντίζουν να επιβάλλουν τη βούληση και τα συμφέροντά τους, υπονομεύοντας ευθέως την Αθήνα, την οποία άλλωστε, επανειλημμένως έχουν «αδειάσει». Εξάλλου, πέραν των ευχολογίων αλληλεγγύης προς την Ελλάδα, από το 2020 που εκδηλώθηκαν με ιδιαίτερη ένταση οι τουρκικές προκλήσεις έως σήμερα, κανένα μέτρο (κύρωση) δεν έχει ληφθεί σε βάρος της Τουρκίας.
Σε αυτή τη συγκυρία, λοιπόν, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η παρέμβαση του «ιπτάμενου Μάριο» Ντράγκι. Όπως αναφέρουν οι Financial Times, ο ίδιος ζήτησε από την ΕΕ να εγκαταλείψει τη θέση ότι οι περισσότερες αποφάσεις σε θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας θα πρέπει να εγκρίνονται μόνο με ομοφωνία.
«Πρέπει να ξεπεράσουμε αυτήν την αρχή της ομοφωνίας, η οποία οδηγεί σε μια λογική διασταυρούμενων βέτο, και να προχωρήσουμε προς αποφάσεις που λαμβάνονται με ειδική πλειοψηφία», είπε ο Ντράγκι. «Μια Ευρώπη ικανή να λαμβάνει έγκαιρες αποφάσεις είναι μια Ευρώπη που είναι πιο αξιόπιστη έναντι των πολιτών της και απέναντι στον κόσμο».