ΤΟ 1994, ο George F. Kennan* μίλησε στο Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων με την ευκαιρία των ενενηκοστών γενεθλίων του. Τα σχόλιά του, τα οποία δημοσιεύτηκαν στους New York Times, συνεχίζουν να είναι εξαιρετικά επικαιρα. Επικεντρώθηκαν στη διαρκή ενασχόληση με το κορυφαίο αντικείμενο της καριέρας του: τις αμερικανικές σχέσεις με τη Ρωσία.
Υπενθύμισε ότι αρχικά είχε υποστηρίξει μια πολιτική περιορισμού της Σοβιετικής Ένωσης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία εφάρμοσε σε μεγάλο βαθμό η κυβέρνηση Τρούμαν. Αλλά ο Kennan παρατήρησε επίσης ότι αφού η Δύση είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν θα επέτρεπε στον Στάλιν να κάνει περαιτέρω εισβολή στην Ευρώπη, απογοητεύτηκε όταν ανακάλυψε ότι ούτε η Ουάσιγκτον ούτε οι δυτικοί σύμμαχοι είχαν πραγματικό συμφέρον να ξεκινήσουν συζητήσεις με τη Μόσχα. «Αυτό που ήθελαν αυτοί και οι άλλοι», είπε ο Kennan, «από τη Μόσχα, σε σχέση με το μέλλον της Ευρώπης, ήταν ουσιαστικά η «άνευ όρων παράδοση». Ήταν έτοιμοι να το περιμένουν. Και αυτή ήταν η αρχή των σαράντα χρόνων ψυχρού πολέμου».
Οι ισόβιες ανησυχίες του Kennan για αυτό που του άρεσε να αποκαλεί νομικιστική-ηθική προσέγγιση της Αμερικής στις εξωτερικές υποθέσεις επικεντρώθηκαν γύρω από την έννοια της «άνευ όρων παράδοσης». Στο βιβλίο του American Diplomacy 1900-1950, για παράδειγμα, ο Kennan επέκρινε τους Αμερικανούς διπλωμάτες στο γύρισμα του εικοστού αιώνα για αυτό που θεωρούσε ως την τάση τους να εξυψώσουν την ηθική πάνω από τον πολιτικό ρεαλισμό σχετικά με τα τρέχοντα γεγονότα. Ο Κένναν ήταν επίσης ανήσυχος για τον Γούντροου Γουίλσον και την παρέμβασή του στον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο — για πάνω από δεκαοκτώ μήνες, ξεκινώντας τον Αύγουστο του 1918, περισσότεροι από 7.000 Αμερικανοί στάλθηκαν στη Σιβηρία. Οι επιφυλάξεις του Kennan, ωστόσο, σχετικά με την επικύρωση από τον Franklin D. Roosevelt για μια πολιτική άνευ όρων παράδοσης στη Διάσκεψη της Καζαμπλάνκα το 1943 προς τις δυνάμεις του Άξονα αποδείχθηκαν αδικαιολόγητες.
Ο Kennan αντιλαμβανόταν την αμερικανική εξωτερική πολιτική, τις περισσότερες φορές, ως μια άσκηση ιδεαλισμού. Πάντα κάπως σκεπτικιστής για τα δημοκρατικά καθεστώτα, τα οποία ήταν επιρρεπή στα παρορμητικά πάθη των πλήθων, ο Kennan έζησε ή επιδίωκε να ζήσει στον υψηλό κόσμο των πολιτικών όπως ο Castlereagh, ο Metternich και ο Bismarck. Η εξέχουσα καταστροφή για τον Κένναν ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Ένα από τα τελευταία του βιβλία ονομαζόταν The Decline of Bismarck’s European Order. Σε αυτό, ο Kennan αποκάλυπτε: «Έφτασα να δω τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο… ως το μεγάλο γεγονός που… βρισκόταν στην καρδιά της αποτυχίας και της παρακμής αυτού του δυτικού πολιτισμού».
Αυτό που ονόμασε «παραληρηματική ευφορία» των πλήθων στη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία ήταν η αιτία για μια κόλαση βγαλμένη από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, που διαμόρφωσε τον εικοστό αιώνα, οδηγώντας στην κατάρρευση των δυναστείων των Χοεντσόλερν, των Αψβούργων και των Ρομανόφ και στην άνοδο του Μπολσεβικισμού και του ναζισμού.
Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο Kennan προβληματιζόταν από την ιδέα ότι μια ηθικολογική αναζήτηση για νίκη επί του κομμουνισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε έναν νέο καταποντισμό των δημοκρατιών, μόνο που αυτή τη φορά θα γινόταν με πυρηνικά όπλα. Το αποτέλεσμα θα ήταν η καταστροφή της ίδιας της ανθρωπότητας.
Ίσως, λοιπόν, δεν θα έπρεπε να αποτελεί εντελώς έκπληξη το γεγονός ότι ο Κένναν δεν ασπάστηκε την «θριαμβολογία» – την πεποίθηση δηλαδή ότι η ιστορία είχε φτάσει στο τέλος της, ότι ο εθνικισμός ήταν κατάλοιπο του παρελθόντος και ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία θα κυριαρχούσε σε κάθε γωνιά του πλανήτη μετά την πτώση της κόκκινης σημαίας πάνω από το Κρεμλίνο τον Δεκέμβριο του 1991.
Αντίθετα, στις παρατηρήσεις του το 1994, σημείωσε ότι μια νέα και ταραχώδης εποχή — μια εποχή που πίστευε ότι η Αμερική δεν ήταν καλά προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει — αναδυόταν. Τρία χρόνια αργότερα, σε μια επιστολή προς τον πρώην εκδότη αυτού του περιοδικού, Όουεν Χάρις, ο Κένναν εξέφρασε την ανησυχία του για την επέκταση του ΝΑΤΟ το 1997: «Δεν σκοπεύαμε, είμαι βέβαιος, να ξεγελάσουμε τους Ρώσους. αλλά οι πραγματικοί καθοριστικοί παράγοντες της μετέπειτα συμπεριφοράς μας – η έλλειψη συντονισμού της πολιτικής με τη στρατιωτική ηγεσία και ο ερασιτεχνισμός της μεταγενέστερης διπλωματίας του Λευκού Οίκου – θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια πραγματική πρόθεση εξαπάτησης».
Καθώς οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και η Ρωσία εμπλέκονται σε μια ακραία αντιπαράθεση για την Ουκρανία, οι προβληματισμοί του Kennan έχουν αποκτήσει νέα σημασία. Η εισβολή του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία προκαλεί μια νέα συζήτηση για τον ρόλο της Αμερικής στο εξωτερικό. Πρέπει να λειτουργεί ως παγκόσμιος αστυνομικός, όπως πρότεινε ο Πρόεδρος Volodymyr Zelenskyy στην ομιλία του στο Κογκρέσο; Ή μήπως η υπέρβαση θα οδηγήσει στο είδος της παγκόσμιας καταστροφής που φοβόταν ο Kennan κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου;
Μέχρι πρόσφατα, οι ρεαλιστές είχαν σε μεγάλο βαθμό το πάνω χέρι στον καθορισμό των αμερικανικών εθνικών συμφερόντων από ότι οι φιλελεύθεροι διεθνιστές. Τα θλιβερά αποτελέσματα των πολέμων στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ φάνηκαν να παρέχουν στο στρατόπεδο των ρεαλιστών μια σταθερή βάση. Ο σκοπός τους προωθήθηκε από την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ με το δόγμα «Πρώτα η Αμερική», το οποίο εξήγγειλε για πρώτη φορά στην ομιλία στο ξενοδοχείο Mayflower τον Απρίλιο του 2016.
Οι θέσεις του είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τον επαναπροσανατολισμό της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής μακριά από μια σταθερή αγκαλιά του ΝΑΤΟ και προς την ενασχόληση με τις εσωτερικές υποθέσεις των ΗΠΑ. Πράγματι, σε μια δεύτερη θητεία, ο Τραμπ, όπως ανέφερε ο πρώην σύμβουλός του για την εθνική ασφάλεια Τζον Μπόλτον, θα μπορούσε κάλλιστα να είχε αποσυρθεί από το ΝΑΤΟ ή τουλάχιστον να είχε ξεκαθαρίσει ότι το άρθρο 5, που εγγυάται μια κοινή άμυνα, θα ήταν πλέον ανενεργό και άχρηστο.
Ενώ ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε την κυβέρνηση υποσχόμενος να αποκαταστήσει τους δεσμούς της Αμερικής με το ΝΑΤΟ, ουσιαστικά τήρησε τις Συμφωνίες της Ντόχα του Τραμπ με τους Ταλιμπάν, αποχωρώντας από το Αφγανιστάν τον Αύγουστο, προς μεγάλη απογοήτευση της ελίτ της εξωτερικής πολιτικής της Ουάσιγκτον. Με τους Ευρωπαίους συμμάχους να απογοητεύονται από την απόφαση του Μπάιντεν για το Αφγανιστάν και να ανησυχούν για μια αμερικανική στροφή στην Ασία, οι προθέσεις του για μια ειδική σχέση με την Ευρώπη φαίνονταν στην καλύτερη περίπτωση διφορούμενες.
Αυτό γρήγορα άλλαξε. Το επίσημο εγχείρημα του Πούτιν για την Ουκρανία έχει κυριαρχήσει στη συζήτηση για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει επιστρέψει στην άνεση της αντιπολίτευσης ώστε να επιτίθεται πλέον στη Ρωσία και να εγκαλεί τους Δημοκρατικούς ως μαλθακούς στην αντιμετώπιση της «ρωσικής απειλής».
Οι ισχυρισμοί Ρεπουμπλικάνων, όπως ο βουλευτής Madison Cawthorn, ότι ο Zelenskyy είναι «σκάρτος» ή ο ισχυρισμός του πρώην προέδρου Donald Trump ότι ο Πούτιν εισέβαλε «από ενδιαφέρον» για την Ουκρανία, συναντούν ψυχρή υποδοχή. Σε μια συνέντευξη του στην Washington Examiner, ο ίδιος ο Τραμπ επιχείρησε κάτι σαν διόρθωση, υποστηρίζοντας ότι ήταν «έκπληκτος» που ο Πούτιν δεν μπλόφαρε απλώς. Ο Πούτιν, είπε, «έχει αλλάξει. Είναι πολύ λυπηρό για τον κόσμο. Έχει αλλάξει πολύ».
Η αλλαγή έρχεται και στην Ευρώπη. Εκεί που η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ήταν κάποτε ουραγός όσον αφορά τις στρατιωτικές της δαπάνες, τώρα δεσμεύεται να δαπανήσει περισσότερα από 100 δισεκατομμύρια δολάρια για την άμυνα τους επόμενους 12 μήνες. Η Φινλανδία και η Σουηδία σκέφτονται να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απέρριψε τις συζητήσεις του ότι το ΝΑΤΟ είναι «εγκεφαλικά νεκρό». Αν είχε λειτουργήσει το σχέδιο του Πούτιν για μια εισβολή blitzkrieg, θα μπορούσε να διχάσει τη Δύση καθώς αυτή άργησε να απαντήσει.
Συνέβη όμως το αντίστροφο. Η διάρκεια του πολέμου που ακόμα συνεχίζεται, οδήγησε στην αναγέννηση του παλιού «φιλελεύθερου γερακιού» και του νεοσυντηρητικού συνασπισμού που σχηματίστηκε μετά το 1989 για να πιέσει για την αμερικανική επέμβαση στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή.
Αυτός ο νεοσυντηρητικός, πολεμοκάπηλος για πολλούς συνασπισμός, βασίζεται στην πεποίθηση ότι η αμερικανική πρωτοκαθεδρία στο εξωτερικό, που εκδηλώθηκε με τον θρίαμβο επί της Σοβιετικής Ένωσης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο κύμα εκδημοκρατισμού, βασισμένο στο παγκόσμιο ελεύθερο εμπόριο, που θα προέκυπτε σε μια νέα ειρηνική εποχή.
Η ιδέα, όπως το έθεσε ο Kennan στην ομιλία του το 1994, ήταν ότι η Δύση είχε κινηθεί σωστά κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αφού η άνευ όρων παράδοση της ΕΣΣΔ είχε επιτευχθεί.
Τώρα οι Νεοσυντηρητικοί κρίνουν ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσουν σε μετωπική επίθεση για να επιτύχουν την αλλαγή καθεστώτος. Εμβληματικός αυτής της σκληρής νοοτροπίας είναι ο γερουσιαστής Lindsey Graham, ο οποίος ζήτησε τη δολοφονία του Πούτιν στο Fox News στις αρχές Μαρτίου. Έγραψε επίσης στο Twitter: «Υπάρχει ένας Βρούτος στη Ρωσία; Υπάρχει κάποιος πιο αποτελεσματικός «συνταγματάρχης Stauffenberg» στον ρωσικό στρατό; Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα τελειώσει αυτή η ιστορία είναι να βγάλει κάποιος στη Ρωσία τον (Πούτιν) από τη μέση».
Αλλά σίγουρα δεν είναι αυτός ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να τελειώσει αυτή η σύγκρουση. Το αντίθετο μάλιστα. Η πορεία του Πούτιν στην Ουκρανία έχει αποκαλύψει την έλλειψη ικανότητας του στρατού του καθώς αποτυγχάνει να επιτύχει τους αρχικούς του στόχους. Η Δύση μπορεί κάλλιστα να βρεθεί αντιμέτωπη με δύο επιλογές: να κάνει τη Ρωσία να ματώσει ή να πιέσει για εκεχειρία.
Μια ειρήνη κατόπιν διαπραγματεύσεων που δημιουργεί μια ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή – και που σταματά την περαιτέρω αιματοχυσία – φαίνεται προφανώς προτιμότερη από την παρατεταμένη μάχη, εκτός εάν το αντικείμενο της δυτικής πολιτικής δεν είναι τίποτα λιγότερο από την άνευ όρων παράδοση – η ανατροπή του ίδιου του καθεστώτος Πούτιν και η κατάρρευση της Ρωσίας ως ενιαίο κράτος.
ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΨΥΧΡΟ ΠΟΛΕΜΟ, οι Αμερικανοί πρόεδροι φρόντιζαν να μην μετατρέψουν τις διαφωνίες μεταξύ Αμερικής και Ρωσίας, είτε αυτές ήταν η τοποθέτηση πυρηνικών πυραύλων από τον Νικίτα Χρουστσόφ στην Κούβα είτε η εισβολή του Λεονίντ Μπρέζνιεφ στο Αφγανιστάν, σε μία ευθεία σύγκρουση.
Ο υπουργός Εξωτερικών του Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, Τζον Φόστερ Ντάλες, μπορεί να υποστήριζε την ανατροπή της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, αλλά η ρητορική του αποδείχθηκε κούφια. Ακόμη και ο Ronald Reagan φρόντισε να περιορίσει τη χρήση του όρου «κακός» (evil) σε μια ομιλία του το 1983 σε ευαγγελικά ΜΜΕ στην ίδια τη σοβιετική αυτοκρατορία και όχι σε κάποιον συγκεκριμένο ηγέτη. Σε μια ειρωνική επανάληψη της ιστορίας, ο ίδιος ο Ρέιγκαν τότε είχε επικριθεί από μια δράκα νεοσυντηρητικών για «κατευνασμό του Κρεμλίνου» (!!) καθώς θριάμβευε στον Ψυχρό Πόλεμο προσεγγίζοντας τον Σοβιετικό Γενικό Γραμματέα Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και συνάπτοντας σαρωτικές συνθήκες για τον έλεγχο των όπλων μαζί του.
Όταν λοιπόν η πολιτική που επιβάλλεται από μία περίεργη συμμαχία νεοσυντηρητικών και διεθνιστών φιλελεύθερων έχει ξεπεράσει κάθε όριο, κάνοντας ακόμα και τον Kennan να μοιάζει «ενδοτικός», Ο κίνδυνος πρόκλησης ενός πυρηνικού πολέμου, είναι πλέον ορατό. Για την ακρίβεια πιο ορατός από ποτέ.
*Ο George Frost Kennan ήταν Αμερικανός διπλωμάτης και ιστορικός. Ήταν περισσότερο γνωστός ως υποστηρικτής μιας πολιτικής περιορισμού της σοβιετικής επέκτασης κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Έδωσε πολλές διαλέξεις και έγραψε επιστημονικές ιστορίες για τις σχέσεις μεταξύ ΕΣΣΔ και Ηνωμένων Πολιτειών.
Πληροφορίες από το TheNationalInterest