Τρεις δεκαετίες μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη έχει μετατραπεί σε ένα πεδίο μάχης για τη νέα παγκόσμια τάξη. Οι ρωσικές απειλές για εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις που έχουν προαναγγελθεί ως απάντηση αποτελούν την πιο άμεση πρόκληση για μια ήπειρο που πρέπει να ξανασκεφτεί τη θέση της στον κόσμο και τις προοπτικές μιας στρατηγικής αυτονομίας. Το σενάριο μιας μεγάλης ενεργειακής κρίσης εξαιτίας μιας απότομης μείωσης των ποσοτήτων φυσικού αερίου που διοχετεύονται στην Ευρώπη συμπληρώνει το κάδρο. Αλλά και η Κίνα, που επιδιώκει όλο και πιο μεθοδευμένα να εδραιώσει τα συμφέροντά της και να μειώσει τη δυτική ηγεμονία, θέτει σε δοκιμασία τον παγκόσμιο ρόλο της ΕΕ.
Φαίνεται, έτσι, πως ζούμε μια πραγματική «στιγμή της αλήθειας», για να χρησιμοποιήσουμε τη φράση του Ρώσου απεσταλμένου στον ΟΑΣΕ, την περασμένη εβδομάδα. Και είναι έτσι, καθώς η Μόσχα έχει ανεβάσει πολύ τις διεκδικήσεις της, συμπληρώνοντάς τις με μια πρωτοφανή ανάπτυξη δυνάμεων στα σύνορα με την Ουκρανία. Την ίδια στιγμή, το Πεκίνο θέτει την Ευρώπη προ των ευθυνών της, όπως δείχνει η κρίση με τη Λιθουανία εξαιτίας της αναγνώρισης της Ταϊβάν.
Μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις, μέχρι ποιου σημείου μπορεί η ΕΕ να επιδιώξει μια στρατηγική αυτονομία; Μήπως αυτή την ώρα πρέπει να ευθυγραμμιστεί με την Ουάσινγκτον στους κόλπους του ΝΑΤΟ; Αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, από την πλευρά τους, πόσο πρέπει να εμπλακούν στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία, αφού η απόλυτη προτεραιότητά τους είναι η Κίνα;
Ο κίνδυνος η κρίση να κλιμακωθεί είναι μεγάλος. Το Κρεμλίνο έχει απαιτήσεις που η Δύση δεν μπορεί να δεχθεί. Η Μόσχα ζητά το ΝΑΤΟ να μην επεκταθεί προς ανατολάς και οι χώρες που εντάχθηκαν σε αυτό μετά το 1997 να μην έχουν στρατιωτικά μέσα. Ουσιαστικά, ο Βλαντίμιρ Πούτιν θέλει να γυρίσει το ρολόι πίσω στον εικοστό αιώνα.
Το ΝΑΤΟ, παρόλο που δεν είναι διατεθειμένο να δεχθεί προς το παρόν την Ουκρανία στους κόλπους του, θεωρεί απαράδεκτο να διατυπώνονται εξωτερικά βέτο και να εμποδίζονται ανεξάρτητες χώρες να επιλέξουν ελεύθερα την εξωτερική τους πολιτική. Η Συμμαχία είναι έτοιμη, πάντως, να προσφέρει εγγυήσεις ασφαλείας μέσω της διαπραγμάτευσης νέων συνθηκών για τον έλεγχο των εξοπλισμών.
«Αν πραγματικά τον ενδιέφεραν ζητήματα ασφαλείας, όπως λέει, ο Πούτιν θα διαπραγματευόταν συνθήκες για τον έλεγχο των εξοπλισμών και θα αποσπούσε καλύτερους όρους σε σχέση με τη δεκαετία του 1990», σχολιάζει ο Ίβο Ντάαλντερ, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και σήμερα πρόεδρος του Συμβουλίου του Σικάγου για τις Παγκόσμιας Υποθέσεις. «Το πρόβλημα είναι, όμως, ότι δεν ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο, αλλά για να έχει τον έλεγχο των γειτονικών χωρών για πολιτικούς λόγους. Δεν θέλει πραγματικά ανεξάρτητες χώρες δίπλα του, γιατί αυτό θα συνιστούσε απειλή για την εξουσία του».
Ενώπιον τόσο αγεφύρωτων διαφορών και τόσο ανοιχτών απειλών, όλοι προσπαθούν να αντιληφθούν τι θα γίνει. Το Κρεμλίνο χρησιμοποιεί τον αόριστο όρο μιας «τεχνικοστρατιωτικής» απάντησης σε περίπτωση που οι απαιτήσεις του δεν γίνουν δεκτές. «Ο όρος αυτός δεν παραπέμπει σε εισβολή», εκτιμά ο Μαξίμ Σουσκόφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Μελετών του Πανεπιστημίου MGIMO της Μόσχας. «Ίσως το επόμενο βήμα να είναι η ανάπτυξη νέων όπλων στο Ντονμπάς, ενδεχομένως και στο Καλίνινγκραντ.»
Πολύ δύσκολη θεωρεί τη ρήξη και η Κάντρι Λιίκ, ερευνήτρια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων και ειδικός στις σχέσεις Δύσης και Ρωσίας. «Κάτι τέτοιο θα οδηγούσε τη Ρωσία στην αγκαλιά της Κίνας, μια επιλογή που επίσης δεν είναι αποδεκτή. Πιο πιθανή θεωρείται λοιπόν η αύξηση της πίεσης χωρίς να υπάρξει ρήξη».
(*) Ο Αντρέα Ρίτσι είναι αρθρογράφος της El Pais
(Πηγή: El Pais)