Τα όσα προέκυψαν από την διακυβερνητική σύνοδο Ισπανίας-Τουρκίας, με κορυφαία τη συμφωνία για την αγορά από την γείτονα αεροπλανοφόρου ισπανικής κατασκευής, προκάλεσαν την εύλογη αντίδραση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ωστόσο δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία. Διότι όλο το προηγούμενο διάστημα η Ισπανία (σε συντονισμό συνήθως με την Γερμανία, αλλά με ακόμη μεγαλύτερο ζήλο από αυτήν) υπήρξε θιασώτης της προώθησης της “θετικής ατζέντας” στις σχέσεις της Ε.Ε. με την Άγκυρα – και αυτό εν πλήρει επιγνώσει των ενστάσεων Αθήνας και Λευκωσίας.
Χαρακτηριστικά ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ισπανίας Πέδρο Σάντσεθ ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο, με την ευκαιρία της συγκέντρωσης όλων των Ισπανών πρεσβευτών στο Οβιέδο, τόνιζε: “Αντιλαμβανόμαστε ότι η σχέση της Ε.Ε. με την Άγκυρα πρέπει να ενσωματώνει μια διάσταση αλληλεγγύης με την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά προφανώς, εφόσον πρόκειται για στρατηγικό εταίρο, για μια υποψήφια προς ένταξη στην Ε.Ε. ώρα και σύμμαχο στο ΝΑΤΟ, χρειάζεται να οικοδομήσουμε θετική ατζέντα”.
Προανήγγειλε μάλιστα ότι η προγραμματιζόμενη ισπανο-τουρκική σύνοδος κορυφής, που εντέλει πραγματοποιήθηκε χθες, θα “δώσει ώθηση σε χειρονομίες που θα αλλάξουν την παρούσα ανησυχητική δυναμική και θα συνεισφέρουν στην εμπέδωση της δικής μας παρουσίας στην Ευρώπη, καθώς και των καλών σχέσεων ανάμεσα στην Τουρκία και το σύνολο της Ε.Ε.”.
Είναι αποκαλυπτικό ότι στην ομιλία του εκείνη ο Πέδρο Σάντσεθ δεν ήταν εξίσου ενθουσιώδης σε ό,τι αφορά τον διάλογο με έναν άλλο, και μάλιστα μεγάλο, γείτονα της Ε.Ε., την Ρωσία. “Δεν είναι θέμα απλώς να μιλάμε με τη Ρωσία, αλλά να γνωρίζουμε επακριβώς για ποιό θέμα θέλουμε να μιλήσουμε και γιατί”, είπε.
Στρατιωτική βιομηχανία και τράπεζες
Με την Άγκυρα είναι πάλι σαφές το “τι” και το “γιατί”. Οι ανάγκες της Τουρκίας για εξοπλιστική τεχνογνωσία συνταιριάζουν αρμονικά με τις φιλοδοξίες της αναδυόμενης ισπανικής στρατιωτικής βιομηχανίας, με “ατμομηχανή” τα ναυπηγεία της Navantia, αποφέροντας επικερδείς συμφωνίες. Αρκεί και μόνο να αναλογισθεί κανείς ότι οι παραγγελίες της Τουρκίας στον ισπανικό εξοπλιστικό κλάδο συναγωνίζονται αυτές της Σαουδικής Αραβίας, μεγαλύτερου “πελάτη” παγκοσμίως της σχετικής αγοράς.
Και έπεται συνέχεια, καθώς Μαδρίτη και Άγκυρα διαπραγματεύονται και την προμήθεια υποβρυχίου, drones και αεροσκαφών κάθετης απονήωσης.
Επιπλέον, η διμερής συνεργασία επεκτείνεται και στον χρηματοπιστωτικό κλάδο, όπως καταδεικνύει η ανακοίνωση της εξαγοράς της τουρκικής τράπεζας Garanti από τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ισπανίας, BBVA.
Όλα αυτά αρκούν για να συμπεράνει κανείς ότι αφενός το καθεστώς του Ερντογάν πάντα θα βρίσκει διεξόδους διεθνών συμπράξεων, παρά τη θρυλούμενη απομόνωσή του, και ότι αφετέρου οι εθνικές προτεραιότητες εξακολουθούν να καταρρακώνουν κάθε έννοια κοινής ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής.
Όμως η ισπανο-τουρκική σχέση υπακούει σε κάτι βαθύτερο από τις συναλλακτικές ευκαιρίες. Διόλου τυχαία, άρχισε να οικοδομείται πριν από 17 χρόνια (επί πρωθυπουργίας του επίσης Σοσιαλιστή Χοσέ Θαπατέρο και με τον Ερντογάν ακόμη νέο στην εξουσία) στο επίπεδο της “μαλακής ισχύος”, όταν οι δύο χώρες συγκρότησαν τη “Συμμαχία των Πολιτισμών”, στη σκιά του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”.
Μεσογειακή συσχετισμοί
Η θερμή σχέση Άγκυρας και Μαδρίτης θα πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα των μεσογειακών συσχετισμών.
Οι δύο αυτές μεσαίες δυνάμεις, τοποθετημένες στα αντίθετα άκρα της Μεσογείου, είναι σχεδόν υποχρεωμένες να συμπράξουν, εάν επιθυμούν να κατοχυρώσουν αυτοτέλεια έναντι των ισχυρότερων παικτών της περιοχής, ιδίως τώρα που έπειτα από αλλεπάλληλες τριβές η Ιταλία και η Γαλλία δείχνουν να ευθυγραμμίζονται.
Για την Ισπανία, ειδικότερα, η σύμπραξη αυτή αποτελεί και ενδο-ευρωπαϊκό “χαρτί”, καθώς ουδέποτε την έθελξε η ιδέα ενός “μπλοκ του Νότου”, το οποίο όχι μόνο θα συνιστά “δεύτερη ταχύτητα” έναντι του ευρωπαϊκού κέντρου, αλλά και σίγουρα δεν θα τελεί υπό ισπανική ηγεσία.
Πηγή: capital.gr