Ποιες είναι οι κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα εφαρμόσει ο Τζο Μπάϊντεν όταν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο;
Manlio Dinucci, Comite Valmy,10-11-20
Mετάφραση: Μ. Στυλιανού
Ποιες είναι οι κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα εφαρμόσει ο Τζο Μπάϊντεν όταν εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο; Τις προανήγγειλε σε ένα λεπτομερές άρθρο του στο περιοδικό Foreign Affairs (Μάρτιος/Απρίλιος 2020), το οποίο αποτέλεσε τη βάση του Προγράμματος που εγκρίθηκε τον Αύγουστο από το Δημοκρατικό Κόμμα . Ο τίτλος τα λέει όλα. « Γιατί η Αμερική οφείλει πάλι να ηγηθεί. Διάσωση της Εξωτερικής Πολιτικής των ΗΠΑ μετά τον Τραμπ.»
Ο Μπάϊντεν συνοψίζει το πρόγραμμα εξωτερικής πολιτικής του ως εξής: Ενώ «ο πρόεδρος Tραμπ έχει μειώσει, αποδυναμώσει και εγκαταλείψει τους συμμάχους και τους εταίρους μας και έχει παραιτηθεί από την αμερικανική ηγεσία, ως πρόεδρος θα αναλάβω αμέσως δράση για να ανανεώσω τις συμμαχίες των Ηνωμένων Πολιτειών, και να διασφαλίσω ότι η Αμερική, για άλλη μια φορά, ηγείται του κόσμου».
Η πρώτη πράξη θα είναι η ενίσχυση του ΝΑΤΟ, το οποίο είναι “η καρδιά της εθνικής ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών”. Γι’ αυτό ο Μπάϊντεν θα κάνει τις «απαραίτητες επενδύσεις» ώστε οι Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν «την πιο ισχυρή στρατιωτική δύναμη στον κόσμο» και, ταυτόχρονα, θα διασφαλίσει ότι «οι σύμμαχοί μας στο ΝΑΤΟ θα αυξάνουν τις δαπάνες τους για την άμυνα» σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχει ήδη αναλάβει η κυβέρνηση Ομπάμα- Μπάϊντεν.
Η δεύτερη πράξη θα είναι να συγκληθεί, κατά το πρώτο έτος της προεδρίας του, μια “Παγκόσμια Διάσκεψη Κορυφής για τη Δημοκρατία”: Θα συμμετάσχουν “τα έθνη του ελεύθερου κόσμου και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που σε όλο τον κόσμο βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της υπεράσπισης της δημοκρατίας”. Η Σύνοδος Κορυφής θα αποφασίσει για «συλλογική δράση κατά των παγκόσμιων απειλών». Πάνω απ’ όλα, να “αντιμετωπίσει τη ρωσική επιθετικότητα, διατηρώντας την αιχμή των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Συμμαχίας και επιβάλλοντας πραγματικό κόστος στη Ρωσία για τις παραβιάσεις των διεθνών κανόνων”. Και ταυτόχρονα, θα “οικοδομήσουμε ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια στις επιθετικές ενέργειες και τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από την πλευρά της Κίνας, η οποία διευρύνει την παγκόσμια εμβέλεια της”.
Δεδομένου ότι «ο κόσμος δεν οργανώνεται μόνος του», επισημαίνει ο Μπάϊντεν, οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει για άλλη μια φορά «να διαδραματίσουν το ρόλο του οδηγού στη σύνταξη των κανόνων, όπως έκαναν για 70 χρόνια υπό τους Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς προέδρους, μέχρι να φτάσει ο Τραμπ». Αυτές είναι οι βασικές γραμμές της ατζέντας εξωτερικής πολιτικής στην οποία έχει δεσμευτεί να λειτουργήσει η κυβέρνηση Μπάϊντεν .
Το πρόγραμμα – που καταστρώθηκε με τη συμμετοχή περισσότερων από 2.000 συμβούλων εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας σε 20 ομάδες εργασίας – δεν είναι μόνο η ατζέντα του Μπάϊντεν και του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι στην πραγματικότητα η έκφραση μιας διακομματικής παράταξης, η ύπαρξη της οποίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι θεμελιώδεις αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής, κυρίως εκείνες που σχετίζονται με τους πολέμους, λαμβάνονται στις Ηνωμένες Πολιτείες σε δικομματική βάση.
Αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι περισσότεροι από 130 ανώτεροι Δημοκρατικοί αξιωματούχοι (συνταξιούχοι και εν ενεργεία) εξέδωσαν μια δήλωση ψηφοφορίας στις 20 Αυγούστου κατά του Ρεπουμπλικανού Τραμπ και υπέρ του Δημοκρατικού Μπάιντεν. Μεταξύ αυτών ο Τζων Νεγρεπόντε, διορισμένος από τον Πρόεδρο George W. Bush το 2004-2007, πρώτος πρεσβευτής στο Ιράκ (με αποστολή να καταστείλει την αντίσταση) και έπειτα επικεφαλής των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών.
Επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι ο Δημοκρατικός Μπάιντεν, τότε πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Γερουσίας, υποστήριξε την απόφαση του Ρεπουμπλικανού Προέδρου Μπους να επιτεθεί και να εισβάλει στο Αφγανιστάν το 2001 και, το 2002, εισήγαγε ένα δικομματικό ψήφισμα 77 γερουσιαστών που εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο Μπους να επιτεθεί και να εισβάλει στο Ιράκ με ψευδή κατηγορία για κατοχή όπλων μαζικής καταστροφής.
Επίσης, κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Μπους, όταν οι αμερικανικές δυνάμεις απέτυχαν να ελέγξουν το κατεχόμενο Ιράκ, ο Μπάιντεν ψήφισε ένα σχέδιο στη Γερουσία το 2007 για την “αποκέντρωση του Ιράκ σε τρεις αυτόνομες περιοχές – Κουρδικές, Σουνιτών και Σιιτών”: με άλλα λόγια, τον διαμελισμό της χώρας για να εξυπηρετήσει τη στρατηγική των ΗΠΑ.
Ομοίως, όταν ο Τζο Μπάιντεν υπηρέτησε δύο θητείες ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ομπάμα, οι Ρεπουμπλικάνοι υποστήριξαν τις αποφάσεις των Δημοκρατικών για τον πόλεμο κατά της Λιβύης, την επιχείρηση στη Συρία και τη νέα αντιπαράθεση με τη Ρωσία.
Η διακομματική εξουσία, η οποία δεν εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις, συνεχίζει να εργάζεται για την “Αμερική, για άλλη μια φορά, για να καθοδηγήσει τον κόσμο”