Νησί με ειδυλλιακές ακρογιαλιές, πυκνή βλάστηση και χαμηλούς λόφους, ο Πόρος οφείλει την ονομασία του στο στενό πέρασμα («πόρο») που τον χωρίζει από τις αντικρινές πελοποννησιακές ακτές.
Ο κοσμοπολίτικος Πόρος με την αξιόλογη ναυτική παράδοση και την αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική του προσελκύει πολυάριθμους παραθεριστές και λάτρεις των θαλάσσιων εκδρομών.
Η ονομαστή πολιτεία του Πόρου, τόπος ερωτικός και γαλήνιος, αποτέλεσε στο διάβα του χρόνου πηγή έμπνευσης για σημαντικές προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών.
Ο Γιώργος Σεφέρης έγραψε ότι το κανάλι, η επικοινωνία με βάρκες, η χλιδή, η νωχέλεια και ο αισθησιακός πειρασμός του Πόρου φέρνουν στο νου τη Βενετία.
Ο Μαρκ Σαγκάλ αναφέρθηκε στο φως του Πόρου, το μοναδικό αυτό φως, της απερίγραπτης διαφάνειας και απαλότητας.
Τον Πόρο στολίζουν το θαλάσσιο στενό, τα γραφικά καλντερίμια, τα καλοδιατηρημένα νεοκλασικά και τα παραδοσιακά σπίτια, το Ρολόι και ο Ναύσταθμος, η περίφημη βίλα Γαλήνη, το ιερό του Ποσειδώνα, η μονή της Ζωοδόχου Πηγής Καλαυρείας.
Συνδεδεμένος, σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, με τη γέννηση του Θησέα, ο Πόρος αποτελούνταν κατά την αρχαιότητα από δύο νησιά, την Καλαύρεια ή Καλαυρία και τη Σφαιρία (η χερσόνησος όπου είναι χτισμένη η σύγχρονη κωμόπολη του Πόρου).
Η κατοίκηση στον Πόρο ανάγεται στους Προϊστορικούς Χρόνους.
Το νησί γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του τον 7ο αιώνα π.X., όταν το ιερό του Καλαυρεάτη Ποσειδώνα υπήρξε το κέντρο της Αμφικτιονίας της Kαλαυρείας, στην οποία μετείχαν ακόμη η Αθήνα, η Ερμιόνη, η Επίδαυρος, η Αίγινα, οι Πρασιές, η Ναυπλία και ο Μινύειος Ορχομενός.
Κατά τους Αρχαϊκούς και τους Κλασικούς Χρόνους (7ος-4ος αιώνας π.Χ.) ο Πόρος ανήκε στην επικράτεια της Τροιζήνας.
Αξιόλογη υπήρξε η συμβολή των κατοίκων του Πόρου στον Αγώνα του 1821.
Από το Σεπτέμβριο έως το Δεκέμβριο του 1828 συναντήθηκαν στο νησί οι εκπρόσωποι της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, για να καθορίσουν τα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Ο Πόρος υπήρξε ο πρώτος ναύσταθμος του νεότερου ελληνικού κράτους, από το 1827 (έτος ιδρύσεώς του) έως το 1878 (έτος μεταφοράς του ναυστάθμου στη Σαλαμίνα).