Το να χαρακτηρίσει κανείς τον Ντέιβιντ Μπάουι, ως ένα “fashion icon”, έναν τίτλο που έχει μπει δίπλα σε πολλούς άλλους καλλιτέχνες, είναι μάλλον λίγο. Η θέση του παραμένει μοναδική στην ποπ κουλτούρα όσα χρόνια κι αν περάσουν και λίγοι είναι αυτοί που έχουν επηρεάσει τη μόδα τόσο βαθιά όσο εκείνος.
Kανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να συνδυάσει το avant-garde με το underground, το φτηνό με το κλασάτο, την χαρά με την αναστάτωση καλύτερα από τον Bowie. Ο καλλιτέχνης εξερεύνησε περισσότερο από τον καθένα το ίδιο του το φύλο και την σεξουαλικότητά του μέσα από δυνατές εικόνες και ήχους εισάγοντας τόσες καινούριες ιδέες, από την πρώτη στιγμή κιόλας που τόλμησε να φορέσει τις glittery μπότες του.
Αποτέλεσε πολλές φορές πρότυπο για πολύ κόσμο, δίνοντας την ευκαιρία στον καθένα μας ξεχωριστά να εξερευνήσει τις διαφορετικές πτυχές του εαυτού του. Για κείνον, η σύλληψη μιας ιδέας σήμαινε ότι έπρεπε να κοπιάσει πραγματικά και να ξαναβρεί χαμένα και μη στοιχεία του εαυτού του. Το ενδυματολογικό ύφος του Μπάουι είναι ταυτόχρονα το εργαλείο της αυτοαναπαραγωγής του και αυτό αποδεικνύεται καθώς δεν έμοιαζε σε κανέναν και κανέναν δεν του έμοιαζε. Το στιλ του ποτέ δεν ήταν γι’ αυτόν προϊόν της μόδας και της φαντασίας κάποιου σχεδιαστή. Ο Μπάουι έφτιαχνε τη δική του μόδα, ανάλογα με τους χαρακτήρες που επινοούσε για τους δίσκους του, που θα ενσάρκωνε πάνω στη σκηνή και ενίοτε στην ίδια του τη ζωή.
Ο χαμαιλέοντας της γκλαμ ροκ
Ο χαρακτήρας “Ziggy Stardust” του Μπάουι έγινε μεγάλη επιτυχία την άνοιξη του 1972, ξεκινώντας από το single “Starman”. Κάνοντας μία ανασκόπηση στην εξαιρετική του καριέρα, αυτή ήταν η στιγμή που απέδωσαν οι καρποί της δημιουργικής του οντότητας.
Τρία χρόνια μετά την τεράστια επιτυχία του Space Oddity, που είχε σκαρφαλώσει στο νούμερο ένα των charts παγκοσμίως, ο Μπάουι είχε καταφέρει να βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των μέσων ενημέρωσης που τον αποθέωναν για τη σεξουαλική του απελευθέρωση, τα φανταχτερά του κοστούμια, τα πορτοκαλί μαλλιά του, το ιδιαίτερο στιλ του και τις ωραίες μελωδίες του. Αλλά στην πραγματικότητα ο Μπάουι είχε πίσω του μια δεκαετία γεμάτη μουσικές αποτυχίες που δεν αναγνωρίστηκαν και καταστροφικές στιλιστικές εμφανίσεις.
Αυτό που έχουμε ξεχάσει είναι το γεγονός ότι ο ο Μπάουι προσπαθούσε για περίπου δέκα χρόνια να γίνει επιτυχημένος πριν πετύχει με το Ziggy Stardust, δηλαδή σχεδόν όλη τη δεκαετία του ’60. Από τότε που κυκλοφόρησε τα single “Liza Jane” και “King Bees” το 1964, όταν ακόμα υπέγραφε με το όνομα Τζόουνς, ο Μπάουι χτυπούσε απεγνωσμένα πόρτες για να αποκτήσει δημοσιότητα στο χώρο της μουσικής, με σχεδόν καμία επιτυχία. Εκείνο το διάστημα είχε δοκιμάσει να ασχοληθεί με πολλά είδη μουσικής, από την R&B, την ποπ, τη φολκ και την ηλεκτρονική μέχρι να βρει κάποιο αντίκρισμα.
Παρά τα διαφορετικά είδη που δοκίμασε τη δεκαετία του 1960, πάντα ερχόταν δεύτερος, καθώς κάθε φορά που προσπαθούσε να κάνει κάτι καινούριο, αυτό είχε ήδη γίνει πιο πριν. Έτσι την εποχή που ντυνόταν σαν αστέρας της σόουλ μουσικής, με πιο φίνα ρούχα και μακριά μαλλιά κανείς δεν τον είχε προσέξει ιδιαίτερα. Και αφού τα έμφυτα μουσικά του ταλέντα δεν αποκαλύφθηκαν μέχρι τη δεκαετία του ’70, οι διάφοροι χαρακτήρες του ’60 πέρασαν απαρατήρητοι.
Όλα αυτά άλλαξαν με τον “Ziggy Stardust”. Με αυτόν τον χαρακτήρα και όλους τους υπόλοιπους που ακολούθησαν, “Aladdin Sane”, “Diamond Dog”, “Gouster” και “Thin White Duke”, ο Μπάουι προσαρμοζόταν σε μία ιδέα που του ταίριαζε απόλυτα. Ήταν κάτι που είχε δημιουργήσει με την τότε γυναίκα του Angie, μια ιδέα, έναν χαρακτήρα στον οποίο είχε πλήρη εμπιστοσύνη.
Τέσσερα χρόνια μετά την εκπληκτική επιτυχία του άλμπουμ “The Rise and Fall of Ziggy Stardust” και του “Spiders from Mars”, ήταν πλέον σε θέση να παίξει με το νέο του χαρακτήρα που είχε διαλέξει μόνος του, σίγουρος πλέον ότι δεν θα χάσει τους υποστηρικτές του, που ήταν πάρα πολλοί.
Σημειώνεται, ότι ήδη από την επιτυχία της glam rock περσόνας του Ziggy Stardust, ο Μπάουι κατανάλωνε τεράστιες ποσότητες κοκαΐνης φλερτάροντας με το θάνατο. Υπό την επήρεια των ναρκωτικών είχε καταλήξει για ένα χρονικό διάστημα παρανοϊκός, φθάνοντας σε σημείο να πιστεύει ότι τον είχε κυριεύσει ο διάβολος. Η υπερβολική χρήση κοκαΐνης είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφεί η μύτη του σε τέτοιο βαθμό που αναγκάστηκε να υποβληθεί σε επεμβάσεις ενίσχυσης του χόνδρου.
Τα χρόνια 1974 έως το 1976 είναι, όπως λέει, «οι πιο σκοτεινές μέρες της ζωής μου», μέρες ξέφρενης κατανάλωσης κοκαΐνης, που οδήγησαν στην δημιουργία του άλμπουμ Station to Station και της περσόνας του Λεπτού Λευκού Δούκα, του «τρελού αριστοκράτη» με τα λευκά πουκάμισα και το μαύρο γιλέκο.
Σημειώνεται μάλιστα, ότι το 1976, που βρισκόταν στο Λος Άντζελες έπαθε μια σοβαρή ψυχική βλάβη που προκλήθηκε από τα ναρκωτικά και μετακόμισε στο Βερολίνο, αποκτώντας μια πιο πανκ εμφάνιση με το άλμπουμ “Low and Heroes”.
Από εκεί και μετά, ο Μπάουι ξεκίνησε να αλλάζει ασταμάτητα στιλ και παρουσιαστικό. Για την ακρίβεια κάθε 18 μήνες, με στόχο να ανακαλύψει και πάλι τον εαυτό του με την εικόνα που θέλει και κατ’ επέκταση να δημιουργήσει τη μουσική που θέλει. Πολλές φορές έκανε εκκεντρικές εμφανίσεις μεταμορφώνοντας εντελώς τον εαυτό του, όπως στο άλμπουμ “Let’s Dance” και “Tonight” τη δεκαετία του 1980, ενώ άλλες φαινόταν να είναι λίγο τσαπατσούλης με οτιδήποτε είχε να κάνει με το στιλ του. Παρόλο αυτά, είχε πάντα την ικανότητα να κλέβει τις εντυπώσεις, ακόμα κι όταν δεν το επιδίωκε. Έχοντας γίνει είδωλο πια, ακόμα και οι πιο κάζουαλ εμφανίσεις του θεωρήθηκαν επιτυχημένες.
Υπάρχουν δύο πράγματα που είναι προκαλούν ενδιαφέρον εδώ. Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι πήρε στον Μπάουι μία δεκαετία για να φτάσει στην κορυφή, εκμεταλλεύτηκε την επιτυχία του Ziggy Stardust όσο περισσότερο μπορούσε. Εξάλλου, αν εξετάσει κανείς όλες τις αλλαγές των κοστουμιών του Μπάουι τη δεκαετία του 1960, θα παρατηρήσει ότι η αναζήτηση του είχε ξεκινήσει από παλιά, αν και δεν αποκλείεται να τη εκμεταλλέυτηκε τη μόδα επειδή αναζητούσε να βρει κάτι που θα του εξασφάλιζε την επιτυχία.
Έτσι όταν δημιούργησε τον Ziggy Stardust, επιτεύχθηκε μια μεγάλη του φιλοδοξία. Έχοντας πια πετύχει τον στόχο του, ξεκίνησε να ξεδιπλώνει όλη τη δημιουργικότητα του και γι’ αυτό υιοθέτησε τόσους πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σκεφτείτε απλά, πόσο εύκολο θα ήταν γι αυτόν να δημιουργήσει μία παρόμοια “περσόνα”, ένα Ziggy 2 ή έναν Ziggy Redux, αλλά αυτός επέλεξε να παρουσιάσει στο έπακρο την δημιουργικότητα του.
Το άλλο πράγμα που είναι σημαντικό να γνωρίζουμε για τον Ντέιβιντ Μπόουι είναι ότι πραγματικά δεν του άρεσε καθόλου η μόδα. Φυσικά, ενδιαφερόταν για το τι μπορούσε να κάνει η μόδα για αυτόν και για τη σταδιοδρομία του. Αυτές αποδυκνύεται περίτρανα και από το γεγονός ότι ποτέ δεν επιτάχθηκε στους κανόνες της.
Όσοι γνώριζαν τον Μπάουι υποστήριζαν ότι ποτέ δεν ήθελε να μείνει στη ιστορία ως κάποιος που ασχολήθηκε με τη μόδα. Η ιδέα και μόνο ότι συμβάδισε με τη μόδα της εποχής τον τρέλαινε και αυτός ήταν ο λόγος που συνέχιζε να ψάχνεται. Έχοντας περάσει μία δεκαετία όπου βρισκόταν εντελώς εκτός μόδας, μάλλον γνώριζε καλά πόσο εύκολο ήταν να αντιστραφεί αυτό αλλά με την κακή έννοια. ήξερε πολύ καλά πως να μεταλλάσσετε και είχε την τάση να φοράει κάζουαλ ρούχα, πολλά μαύρα, τζιν και πράγματα που του επέτρεψαν να περιπλανηθεί χωρίς να τον προσέξει κανείς. Κάποτε είχε πει μάλιστα ότι ο πιο εύκολος τρόπος να κυκλοφορεί κανείς στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο και να μην τον αναγνωρίζει κανείς είναι να φοράει καπέλο και να κρατάει μια ελληνική εφημερίδα.
Η αυθεντία της μεταμφίεσης
Πάνω σε αυτό έχτισε ουσιαστικά ολόκληρη την καριέρα του. Για τον Μπόουι, σκηνή και ζωή μπερδεύονται αξεδιάλυτα. Γι’ αυτόν, όλη η ύπαρξη δεν είναι παρά ένα παιχνίδι ρόλων.
Τα 80’s τον βρίσκουν ξανά σε ενδυματολογικές αναζητήσεις, με σγουρά μαλλιά, χρωματιστά κοστούμια, παπιγιόν και τιράντες, να τραγουδά μαζί με τον Freddie Mercury το Under Pressure και να σκαρφαλώνει στα charts με τα (εμπορικότατα) Let’s Dance και Absolute Beginners.
Πολύχρωμος, «συμμορφωμένος» με την εποχή αλλά πάντα αλλιώτικος από τους άλλους. Στις αρχές των 90s, μέλος των Tin Machine, κινείται σε ασπρόμαυρους τόνους, ενώ το 1995 εμφανίζεται στα MTV Europe Music Awards μέσα από καπνούς, τυλιγμένος μέσα στο oversized παλτό του, για να τραγουδήσει ξανά το “The Man Who Sold The World” και να θυμίσει ποιος κρύβεται πίσω από το σπουδαίο τραγούδι που μέχρι τότε οι νέοι της εποχής νόμιζαν πως ανήκει στον Kurt Cobain.
Πολλές φορές έχε ακουστεί η άποψη ότι πίσω από τα γυαλιστερά περιβλήματα των καλλιτεχνών, υπάρχει ένα κενό, το τίποτα. Είναι κάτι που είχε ειπωθεί και για το Μπάουι, με την μόνη διαφορά ότι αυτός δε νοιαζόταν να το παρουσιάσει. Πάντα στη ζωή του έκανε τα πράγματα με τους δικούς του όρους και αυτό συμπεριλαμβάνει ακόμα και τον τρόπο ντυσίματός του.
https://www.youtube.com/watch?v=sccRbaSNUTgrn
“Η μόδα είναι κάτι που πάντα με ενθουσίαζε. Αλλά δεν έχω αισθανθεί ποτέ την ανάγκη να είμαι μοδάτος. Όταν ήμουν νέος φυσικά είχα χρησιμοποιήσει τη μόδα επειδή ήταν απαραίτητη για τη δουλειά μου, αλλά ποτέ δε θεώρησα τον εαυτό μου στιλάτο”, είχε δηλώσει κάποτε ο Μπάουι.
Ο Μπάουι κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε τους ανθρώπους για διάφορους σκοπούς, είτε αυτοί ήταν σπουδαίοι μουσικοί, είτε στιλίστες, σχεδιαστές μόδας, χορογράφοι ή make-up artists. Αλλά από αυτή την άποψη ήταν απλά ένας ευφυής άνθρωπος, ο οποίος έβρισκε τους κατάλληλους μουσικούς και τους σωστούς ανθρώπους για να πλαισιώσουν την ομάδα του.
Για τους σχεδιαστές ήταν, είναι και θα είναι ένα σημείο αναφοράς. Μέσα στα μεγάλα ατελιέ θα ακούγονται πάντα εκφράσεις όπως «η περσινή του συλλογή ήταν εντελώς Bowie στα 80s» ή «τα χρώματα κινούνται σε παλέτα Ziggy Stardust». Εκείνο που του χρωστάμε όλοι, πάντως, είναι το πώς έκανε να μοιάζει cool το να είσαι παράξενος, αταίριαστος, αντισυμβατικός