Η Κοινότητα Κρατών της Ανατολικής Αφρικής (East African Community-EAC) είναι ένας διακυβερνητικός οργανισμός, που ιδρύθηκε το 1967 ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας οικονομικής συνεργασίας μεταξύ της Δημοκρατίας της Ουγκάντα, της Δημοκρατίας της Κένυας, της Δημοκρατίας της Ταγκανίκα -που πλέον αποτελεί μέρος της Τανζανίας- και της Ηνωμένης Δημοκρατίας της Τανζανίας.
Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,
Διαλύθηκε το 1977, λόγω εσωτερικών διαφωνιών μεταξύ των κρατών-μελών και επανιδρύθηκε τον Ιούλιο του 2000. Το 2007, προσχώρησαν η Δημοκρατία της Ρουάντα και η Δημοκρατία του Μπουρούντι, ενώ το 2016 προσχώρησε και η Δημοκρατία του Νότιου Σουδάν. Όραμα του οργανισμού είναι «μία ευημερούσα, ανταγωνιστική, σταθερή και πολιτικά ενωμένη ανατολική Αφρική» και αποστολή του είναι «να διευρύνει και να εμβαθύνει την πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική ενοποίηση, με στόχο να βελτιώσει την ποιότητα ζωής των λαών της ανατολικής Αφρικής (…)», μέσα από την βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
Ορισμένα στοιχεία για την Κοινότητα Κρατών Ανατολικής Αφρικής (2018)
Πληθυσμός (σε εκατομμύρια) | 184,8 |
Εξαγωγές (σε US$, δισεκατομμύρια) | 29,3 |
Εισαγωγές (σε US$, δισεκατομμύρια) | 45,5 |
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (σε US$, δισεκατομμύρια) | 197,8 |
Κατά κεφαλήν (σε US$) | 1.070 |
Έκταση (σε τ.χλμ.) | 2.467.202 |
Πηγή: United Nations Conference on Trade and Development, statistical database (http://unctadstat.unctad.org)
Ορόσημο της περιφερειακής ενοποίησης, στα πλαίσια της EAC, αποτελεί η τελωνειακή ένωση, που τέθηκε σε ισχύ το 2005. Μεταξύ των κρατών-μελών, διεξάγεται ελεύθερο εμπόριο με μηδενικούς δασμούς σε αγαθά και υπηρεσίες, ενώ έχει συμφωνηθεί ένας κοινός δασμός για τις εισαγωγές εκτός του οργανισμού. Ανάμεσα στις ρυθμίσεις της EAC είναι, επίσης, η κοινή αγορά (σε ισχύ από το 2010), που διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, προσώπων και εργασίας στα κράτη-μέλη. Αρχές της κοινής αγοράς είναι, επίσης, η μη-διάκριση, η ίση μεταχείριση προς τους κατοίκους των άλλων κρατών-μελών και η πλήρης διαφάνεια.
Το πρωτόκολλο για τη Νομισματική Ένωση Ανατολικής Αφρικής υπογράφηκε το 2013 και, έτσι, άνοιξε τον δρόμο, ώστε τα κράτη-μέλη προοδευτικά να αποκτήσουν ένα κοινό νόμισμα. Κατά τη διαδικασία αυτή, που προγραμματιζόταν να ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του 2023, τα κράτη στοχεύουν να εναρμονίσουν τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές τους και να ιδρύσουν μία Κεντρική Τράπεζα Ανατολικής Αφρικής.
Στο μέλλον, στόχος είναι ο οργανισμός να γίνει η βάση για μία Ομοσπονδία Ανατολικής Αφρικής, να επιτευχθεί δηλαδή και πολιτική ενοποίηση των κρατών. Θεωρητικά, η διοίκηση της Ομοσπονδίας θα αποτελείται από έναν Πρόεδρο και ένα κοινό κοινοβούλιο. Τον Μάιο του 2017, επιλέχθηκε ως μεταβατικό το μοντέλο της συνομοσπονδίας, με στόχο να υιοθετηθεί πλήρως ως το 2023, ενώ, τον Σεπτέμβριο του 2018, διαρθρώθηκε μία ομάδα ειδικών, σε μια πρώτη προσπάθεια σύνταξης ενός κοινού περιφερειακού Συντάγματος.
Η οικονομική εμβάθυνση έχει συμβάλλει θετικά στην οικονομική ανάπτυξη της EAC. Ιδιαίτερα σημαντικές είναι η ροή χρήματος και οι επενδύσεις, συνεπώς είναι μάλλον αναγκαίο η Κοινότητα να μεριμνήσει, ώστε να προωθείται η πρόσβαση σε κεφάλαιο και να ενισχυθεί η συμμετοχή στο χρηματιστήριο.
Η περιφερειακή ενοποίηση έχει αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία των βιομηχανιών, ενώ έχει, επίσης, συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση του εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών της. Εκτιμήσεις δείχνουν, μάλιστα, πως έχει τη δυνατότητα να αυξήσει το εμπόριο μεταξύ κρατών-μελών κατά 122%. Με βάση την ιστορία της ενοποίησης μεταξύ των χωρών αυτών και το πρωτόκολλο Νομισματικής Ένωσης, που εφαρμόζεται, η πλήρης εφαρμογή των θεσμών της κοινής αγοράς και της Τελωνειακής Ένωσης ως το κύριο μέλημα των κρατών-μελών θα είναι προς όφελος της συνολικής οικονομίας της περιοχής και θα ενισχύσει τις πιθανότητες ίδρυσης μίας επιτυχημένης Νομισματικής Ένωσης. Επίσης, κρίνεται ωφέλιμη η ίδρυση της Τράπεζας Ανατολικής Αφρικής, ώστε να λειτουργήσει ως μέσο περαιτέρω συντονισμού πολιτικών και εποπτείας (Umulisa, 2020).
Παράλληλα, ενώ, το 1991, η πλειοψηφία των κρατών-μελών απασχολούσαν περισσότερο από 75% των εργαζομένων στον πρωτογενή τομέα, και ειδικότερα στη γεωργία, με συμμετοχή στο 40-50% του ΑΕΠ, το 2018, αρκετές από αυτές είχαν πλέον κάτω από 30% συμμετοχή του τομέα στο ΑΕΠ και λιγότερο από το 70% των εργαζομένων να απασχολείται στον αγροτικό τομέα, γεγονός ενδεικτικό της διαφοροποίησης της εργασίας τα τελευταία χρόνια και της σταδιακής μεγέθυνσης των υπόλοιπων τομέων.
Βέβαια, η λειτουργία όλων αυτών των θεσμών δεν είναι πάντα ομαλή. Πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των κρατών-μελών, και συγκεκριμένα της Ουγκάντα, του Μπουρούντι και της Ρουάντα, έχουν οδηγήσει σε κλείσιμο των συνόρων, ενώ, παράλληλα, η Τανζανία και η Κένυα έχουν περιορίσει τις εισαγωγές προϊόντων από την Ουγκάντα, ενώ, εξαιτίας της πανδημίας, η Σύνοδος Κορυφής μεταξύ των ηγετών των κρατών-μελών έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά. Και καθώς τα οικονομικά προβλήματα της περιοχής δεν έχουν ακόμα επιλυθεί, με την πλειοψηφία των κατοίκων της να ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, η EAC πρέπει να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις της για επίτευξη ευημερίας και αύξηση της απασχόλησης.
Η έλλειψη μιας ουσιαστικά σταθερής βάσης συνεργασίας φάνηκε, μάλιστα, ακόμα περισσότερο, με αφορμή την επέλαση του κορωνοϊού, που στράγγιξε τον προϋπολογισμό για την υγεία, αφήνοντας τις χώρες έρμαια σε άλλες γνωστές ασθένειες, που ταλανίζουν την αφρικανική ήπειρο, όπως η ελονοσία, και χωρίς να υπάρχουν παρά ελάχιστα ίχνη κοινής αντιμετώπισης της κατάστασης. Στην προσπάθεια κάθε κράτους να αντιμετωπίσει την πανδημία με τις δικές του μόνο δυνάμεις, η κατάσταση εξελίχθηκε τραγικά, με το Νότιο Σουδάν να παραδίδεται στο έλεος του κορωνοϊού, αφού το σύστημα υγείας του υπερφορτώθηκε, και το Μπουρούντι να επιλέγει να προσποιείται πως είναι άτρωτο, μέχρι και τον θάνατο του προέδρου του, Pierre Nkurunziza. Η αποτυχία αυτή σαφώς υποδεικνύει ότι η πολιτική ενοποίηση παραμένει, ακόμα, ένας μάλλον μακρινός στόχος.