Είναι αλήθεια ότι η ευρωπαϊκή διπλωματία δεν έχει καταγράψει πολλές επιτυχίες στο ενεργητικό της τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Μάλλον το αντίθετο, αν κρίνει κανείς από την (πρώην) Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, τη Συρία, την Ουκρανία και τη Λιβύη. Αυτό, όμως, δεν φαίνεται να πτοεί τη νέα πρόεδρο τη Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, η οποία συναγωνίζεται σε φιλοδοξία τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν: Για εκείνη, η Ευρώπη οφείλει να γίνει μια παγκόσμια γεωπολιτική δύναμη, περισσότερο ενωμένη και αποφασιστική. Μια δύναμη που θα ασκεί επιρροή αντίστοιχη με την οικονομική και εμπορική της ισχύ. Εν τούτοις, μια σύντομη έρευνα θα αρκούσε για να καταγραφεί πόσες φορές έχουν ακουστεί οι ίδιες ακριβώς διακηρύξεις από τους προκατόχους της νυν προέδρου της Επιτροπής -ή από τους προκατόχους του νέου Ύπατου Εκπροσώπου της ΕΕ για την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφάλειας -τι τίτλος, αλήθεια- Ζοσέπ Μπορέλ. Για την ώρα, πάντως, η Ευρώπη υφίσταται τη μία ταπείνωση μετά την άλλη.

Η παράνομη, με όποιο μέτρο κι κριθεί, ενέργεια του Προέδρου Τραμπ να διατάξει την εκτέλεση του Ιρανού στρατηγού Κασέμ Σουλεϊμανί τίναξε στον αέρα την ήδη παραπαίουσα συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, τη μοναδική ίσως ευρωπαϊκή διπλωματική επιτυχία των τελευταίων ετών. Στη Συρία, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η Ευρώπη έχει σηκώσει τα χέρια ψηλά, αποδεχόμενη την αδυναμία της να επηρεάσει όχι μόνο τις εξελίξεις προς τον τερματισμό του πολέμου, αλλά και την επόμενη μέρα της πολύπαθης αυτής χώρας. Και στη Λιβύη, για το σχεδόν δεκαετή εμφύλιο πόλεμο της οποίας οι Ευρωπαίοι φέρουν με-γάλο μέρος της ευθύνης, διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη υποστηρίζουν διαφορετικές παρατάξεις – ας ονομάσουμε έτσι ομαδοποιήσεις που θυμίζουν φυλαρχίες. Η διάσκεψη του Βερολίνου, μια απόπειρα της Γερμανίας να αναλάβει την πρωτοβουλία εν ονόματι της Ευρώπης, είχε μάλλον πενιχρά αποτελέσματα. Άλλωστε, το προηγούμενο διάστημα η Ευρώπη είχε δείξει ότι το μόνο που πραγματικά την ενδιαφέρει στο ζήτημα της Λιβύης είναι να υπάρχει κάποια οντότητα, με την οποία να μπορεί να έρθει σε ένα διακανονισμό, ώστε να μην φτάνουν οι προσφυγικές και οι μεταναστευτικές ροές από την Αφρική στις ακτές της.

Κοινός παρονομαστής, η πλήρης αδυναμία συγκρότησης μιας κοινής θέσης, πέρα από αυτό που κάθε «μεγάλη» ευρωπαϊκή δύναμη ή ομάδα ευρωπαϊκών κρατών αντιλαμβάνεται ως δικό της συμφέρον: πράγματι, όταν γίνεται λόγος για την απουσία της Ευρώπης από τα γεγονότα του ευρύτερου γεωπολιτικού της περιβάλλοντος, θα ήταν ίσως σωστό να συμπληρώνεται από τη διευκρίνιση «σε ποια Ευρώπη» από όλες αναφερόμαστε.

Υπάρχει, βέβαια, και ο αντίλογος. Γιατί, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, είναι τόσο σημαντικό να είναι η Ευρώπη παρούσα στα διεθνή δρώμενα; Γιατί να μην στραφεί προς το εσωτερικό της, ολοκληρώνοντας τη δικτύωση μεταξύ των λαών και των κρατών της και εστιάζοντας στην πρόοδο, την ευημερία και την ευζωία των ίδιων των Ευρωπαίων, χωρίς να εμπλέκεται στο αέναο παγκόσμιο παίγνιο ισχύος; Γιατί να μην αποχωρήσει, επιτέλους, από τη διεθνή σκηνή, έπειτα από πέντε αιώνες πρωταγωνιστικού ρόλου που δεν έχουν αφήσει και το καλύτερο ιστορικό αποτύπωμα, αν σκεφτεί κανείς τη θλιβερή ιστορία της αποικιοκρατίας; Πρόκειται για επιχειρήματα όχι χωρίς βάση. Και είναι αλήθεια, ένας «υπέροχος» ευρωπαϊκός απομονωτισμός και η εσωστρέφεια είναι ελκυστικές ιδέες, ιδίως σε μια εποχή, που προφανέστατα η Ευρώπη -και η Δύση ευρύτερα-  δεν θα έχει τον πρώτο λόγο. Ούτε το δεύτερο, μάλλον. Ωστόσο, είναι συγχρόνως και μια επικίνδυνη φαντασίωση. Όσο ουτοπικό αποδείχτηκε το εφεύρημα του «Ευρωπαϊκού 21ου Αιώνα» που ήταν αρκετά δημοφιλές πριν από την παγκόσμια οικονομική κρίση, άλλο τόσο είναι να πιστεύει κανείς ότι η Ευρώπη μπορεί να αφήσει τον κόσμο να την προσπεράσει, κρύβοντας το κεφάλι της στην άμμο. Εάν η Ευρώπη δεν ενδιαφέρεται πλέον για τον κόσμο, αυτό δεν σημαίνει ότι και ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για την Ευρώπη και ότι θα την αφήσει να απολαύσει τη «συνταξιοδότησή» της με ησυχία. Πολλώ δε μάλλον ο κόσμος του Αιώνα της Διασύνδεσης.

Για την Ελλάδα, όλα αυτά οδηγούν σε μια επώδυνη προσγείωση στην πραγματικότητα. Για τρεις δεκαετίες η χώρα είχε συνδέσει την ασφάλεια της με την ευρωπαϊκή της πορεία. Η κοινή λογική υπαγόρευε ότι η ένταξη της Ελλάδας στο «σκληρό πυρήνα της Ευρώπης» θα ήταν η καλύτερη εγγύηση έναντι «εξωτερικών απειλών», ενώ η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας έδινε στην ελληνική διπλωματία ένα μοχλό πίεσης και, συγχρόνως, αποτελούσε μία μέθοδο «εξευρωπαϊσμού» της γειτονικής χώρας, μέσω της οποίας -έλεγε η θεωρία- η Άγκυρα θα ερχόταν σταδιακά πιο κοντά στον ευρωπαϊκό τρόπο επίλυσης διαφορών. Είναι προφανές ότι ήδη βρισκόμαστε σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ανύπαρκτη. Ούτε, όμως, η ίδια η Τουρκία δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τον «εξευρωπαϊσμό» της. Αντιθέτως, δείχνει μια ιδιαίτερη ικανότητα να χρησιμοποιεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων ευρωπαϊκών κρατών προς όφελός της, αντιμετωπίζοντας τους Ευρωπαίους τουλάχιστον ως ίση προς ίσους. Η ελληνική απάντηση δεν θα μπορούσε να είναι άλλη από την προσαρμογή της διπλωματίας της στα νέα δεδομένα και στην άσκηση μιας ενεργητικής και πολύπλευρης εξωτερικής πολιτικής που θα ενίσχυε το κύρος και τη θέση της χώρας στους νέους ευρωπαϊκούς και διεθνείς συσχετισμούς. Μιας εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή που είχε οδηγήσει στο προηγούμενο διάστημα στη Συμφωνία των Πρεσπών και στη διαμόρφωση ενός πλαισίου συνεργασίας στον ευρωπαϊκό Νότο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η εξωτερική πολιτική σήμερα ολοφάνερα λείπει.

*Του Γιάννη Γούναρη, Δικηγόρου, LLM London School of Economics, Διδάκτορα Νομικής ΕΚΠΑ

*H ανάλυση περιλαμβάνεται στο 28ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων που δημοσιεύεται στο www.enainstitute.org