Η επόμενη μέρα της συνάντησης Μητσοτάκη – Ερντογάν βρίσκει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως τοπίο στην ομίχλη, η Αθήνα δείχνει προς μια κατεύθυνση αποδραματοποίησης αλλά ουδείς μιλά για εκτόνωση, και – με εμφανή καθυστέρηση – σε Μαξίμου και κυβέρνηση αντιλαμβάνονται ο απεγκλωβισμός από το ναρκοπέδιο που στήνει η Άγκυρα στην ανατολική Μεσόγειο.
«Ετοιμαζόμαστε για όλα τα ενδεχόμενα σε όλα τα επίπεδα με την Τουρκία» δήλωσε το πρωί ο υπουργός Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος, ο οποίες μετείχε στην συνάντηση των δύο αντιπροσωπειών στο Λονδίνο, και πρόσθεσε: «Σαφώς η συμπεριφορά της μας προβληματίζει, και πρέπει να μας προβληματίζει αλλά όχι και να μας φοβίζει». Και χθες ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μετά το τετ-α-τετ με τον Ερντογάν, αναγνώρισε πως η σχέση με την Τουρκία θα παραμείνει «δύσκολη».
Στην πραγματικότητα, εκείνο που προβληματίζει την κυβέρνηση – εάν δεν την φοβίζει κόλας, με δεδομένη την υποτίμηση του ζητήματος τους προηγούμενους μήνες – είναι η εμπέδωση της πραγματικότητας σε ό,τι αφορά τους σχεδιασμούς του Ερντογάν.
Σύμφωνα με έμπειρους διπλωματικούς παράγοντες οι σχεδιασμοί αυτοί δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από την μεθοδική κλιμάκωση της στρατηγικής για δημιουργία τετελεσμένων και νέων γκρίζων ζωνών στην ανατολική Μεσόγειο. Και μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να προσδοκά εκτόνωση επενδύοντας στην «πίεση του διεθνούς παράγοντα» και στην «απειλή απομόνωσης της Τουρκίας», όμως στην πραγματικότητα ο Ερντογάν δεν νιώθει καθόλου μόνος σ’ αυτή την κλιμάκωση – ή, τουλάχιστον, έχει πετύχει μια πολύ… βολική μοναξιά:
Παρά την εσχάτως… κυκλοθυμική σχέση του με τις ΗΠΑ, στο Λονδίνο συναντήθηκε κατ’ ιδίαν επί μία ώρα με τον Ντόναλντ Τραμπ, έχει χτίσει – έστω και σε επίπεδο τακτικής συμμαχίας – ισχυρούς διαύλους με την Ρωσία του Πούτιν και το ΝΑΤΟ, στο επίσημο ανακοινωθέν του, δεν πήρε την παραμικρή θέση για την προκλητική έναντι της Ελλάδας συμφωνία με την Λιβύη. («Όπως δεν έχει πάρει ποτέ θέση στα ελληνοτουρκικά από το 1973 και μετά, σύμφωνα με την χαρακτηριστική επισήμανση έμπειρου διπλωμάτη).
Ως εκ τούτων, ο Ερντογάν δεν έχει κανέναν λόγο να εγκαταλείψει το σχέδιό του ο οποίο έχει εκπονηθεί με προσοχή και εκτελείται με απόλυτη σταθερότητα – ένα σχέδιο που, ουσιαστικά, δεν είναι άλλο από την στρατηγική της «Γαλάζιας Πατρίδας». Και στην παρούσα φάση του ενεργοποιεί την απειλεί τουρκικών γεωτρήσεων νότια της Κρήτης, ή άλλως «διαγράφει» ευθέως και κατά πλήρη παράβαση του διεθνούς δικαίου την ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Διπλωμάτες και αναλυτές που παρακολουθούν στενά τις κινήσεις της Άγκυρας τους τελευταίους μήνες επισημαίνουν ότι η τακτική αυτή συνοδεύεται πλέον και από μια ενισχυμένη γεωπολιτική αυτοπεποίθηση. Η Τουρκία του Ερντογάν θεωρεί πλέον ότι είναι μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που μπορεί να αγνοεί την Ευρωπαϊκή Ένωση, να διαπραγματεύεται ισότιμα με την Ουάσιγκτον, να κάνει κοινούς σχεδιασμούς με την Ρωσία και, παράλληλα, να παραμένει κομβικός κρίκος του ΝΑΤΟ.
Με αυτό το δεδομένο οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν πως όταν δηλώνει πως δεν θα μείνει εκτός του νέου ενεργειακού χάρτη της Μεσογείου το εννοεί, όπως επίσης εννοεί και το αίτημα για «δίκαιη μοιρασιά» των υδρογονανθράκων, ανεξαρτήτως εάν συνοδεύει αυτό το αίτημα με κινήσεις που παραβιάζουν κατάφωρα το διεθνές δίκαιο.
Η συμφωνία της με την Λιβύη για την χάραξη θαλάσσιων συνόρων εκτιμάται, σ’ αυτό το πλέγμα, ως προειδοποίηση. Ο Ερντογάν, κατά την πάγια πρακτική του, ανοίγει το κεφάλαιο που θέλει, αναμένοντας τις διεθνείς αντιδράσεις για να προχωρήσει ή να επανακαθορίσει την θέση του.
Ως εκ τούτων, το τουρκο-λυβικό Μνημόνιο εκλαμβάνεται ως «statement» για τα επόμενα βήματά του. Αυτά τα βήματα, στην χειρότερη και πλέον ανησυχητική περίπτωση, θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν αποστολή τουρκικών γεωτρύπανων νότια της Κρήτης, στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Δεν θεωρείται ισχυρό σενάριο γιατί, προφανώς, συνιστά ευθεία παραβίαση της ελληνικής κυριαρχίας με ό,τι θα μπορούσε να συνεπάγεται σε όλα τα επίπεδα.
Πολύ πιο εφικτό όμως και πιθανό θεωρείται να κατορθώσει να παγιώσει μια ακόμη «γκρίζα ζώνη» επεκτείνοντας τις διεκδικήσεις του από την κυπριακή ΑΟΖ εντός και της ελληνικής πλέον θαλάσσιας επικράτειας. Το εάν θα το πετύχει εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις – έγκαιρες – διπλωματικές αντιδράσεις και τα αντίμετρα της ελληνικής πλευράς.