του Τάσου Αναστασόπουλου
Η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, στην Αθήνα, μας δίνει την ευκαιρία να ξαναμιλήσουμε, για την θέση της μέγαλης αυτής χώρας, στον κόσμο και την ακάθεκτη πορεία της, προς την κατάκτηση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας, η οποία δεν πρόκειται να αργήσει, εκτός και αν ανακοπεί, μέσα από έναν στοχευμένο μεγάλο πόλεμο, τον οποίο θα μπορούσε να διεξαγάγει η Ουάσινγκτων.
Όπως έχουμε γράψει, πολλές φορές, η Κίνα, σε επίπεδο ΑΕΠ, μετρούμενο, σε όρους αγοραστικής δύναμης, έχει ξεπεράσει το αμερικανικό, ήδη, από το 2014 και έκτοτε, χρόνο, με τον χρόνο, η απόσταση μεγαλώνει, ανάμεσα στα άλλα και λόγω των άνισων επιπέδων ανάπτυξης της κινεζικής και της αμερικανικής οικονομίας, όπως προκύπτει και από τα δημοσιευμένα στοιχεία, στο Factbook της αμερικανικής CIA, σύμφωνα με τα οποία, το κινεζικό ΑΕΠ, έφθασε, το 2017, στα 23,21 τρισ. $, με ετήσιο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης, ίσο με 6,9%, ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ ανήλθε στα 19,49 τρισ. $, με ετήσιο ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης, ίσο με 2,2%.
Βέβαια, το αμερικανικό ΑΕΠ, μετρούμενο με όρους επίσημων συναλλαγματικών αξιών, εμφανίζεται ως μεγαλύτερο του κινεζικού (19,49 τρισ. $, έναντι 12,01 τρισ. $), αλλά αυτή η μέτρηση δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα της δύναμης και του πλούτου των δύο οικονομιών και πέραν τούτου, μέσα σε όχι πολλά χρόνια – και σίγουρα πολύ πριν το 2049, που η, τότε, ηγεσία του Πεκίνου, που θα διαδεχθεί την σημερινή, εορτάσει την 100η επέτειο, από την ίδρυση της «Λαϊκής Δημοκρατίας» της Κίνας –, η κινεζική οικονομία θα ξεπεράσει και θα αφήσει πίσω την την αμερικανική και σε αυτό το επίπεδο σύγκρισης των ΑΕΠ των δύο χωρών.
Η αιτία αυτής της δυσμενούς, για τις Η.Π.Α. και την Δύση, εξέλιξη βρίσκεται, στο τεράστιο στρατηγικό λάθος της αμερικανικής ελίτ, που, για χάρη της γραφειοκρατικής τεχνοδομής των αμερικανικών πολυεθνικών επιχειρήσεων, επέτρεψε την είσοδο της Κίνας, στις διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, αμέσως μετά την κατάρρευση της «Σοβιετικής Ένωσης», γεγονός το οποίο οδήγησε, στην, επί δύο δεκαετίες, φρενήρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας αυτής, της οποίας η οικονομική μεγέθυνση, παρά την μερική ανακοπή των ρυθμών της, συνεχίζεται και διατηρείται σε επίπεδα πολύ μεγαλύτερα των αμερικανικών και των δυτικών ρυθμών ανάπτυξης.
Κάπως έτσι, απέτυχε ο αμερικανικός στρατηγικός σχεδιασμός, ο οποίος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, στοχεύει στην διατήρηση, επ’ αόριστον της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας, στον πλανήτη, μέσα από την αποτροπή της ανάδυσης ενός νέου αντιπάλου, σε αυτό το επίπεδο, με τον μηχανισμό της παγκοσμιοποίησης, ο οποίος – υποτίθεται ότι – θα αποτρέψει την δημιουργία και την εμφάνιση μικρότερης εμβέλειας αντιπάλων, που θα έχουν την φιλοδοξία να ανταγωνιστούν την Ουάσινγκτων, έστω και σε περιφερειακό επίπεδο.
Η παγκοσμιοποίηση, όπως ήταν φυσικό, αυτό που κάνει, είναι το να ευνοήσει την Κίνα, η οποία, 20 χρόνια μετά, εμφανίζεται ως το αντίπαλο δέος των ΗΠΑ, στην διεκδίκηση της πλανητικής πρωτοκαθεδρίας και την απειλεί να την αφήσει πολύ πίσω της, όχι πολύ μακριά, από σήμερα. Οι Αμερικανοί ηγέτες απεδείχθησαν, στρατηγικά, ανόητοι. Και μάλιστα, πολύ ανόητοι. Ανόητοι, εξ οιήσεως, η οποία συνοδεύτηκε από την επιθυμία της εξυπηρέτησης, όπως, ήδη, γράψαμε, των μεσοπρόθεσμων συμφερόντων της τεχνοδομής των μεγάλων επιχειρήσεων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Κίνα δεν ήταν απειλή, για τις ΗΠΑ και την δυτική συμμαχία. Η υπανάπτυκτη κινεζική οικονομία, με ένα ΑΕΠ, το οποίο, μόλις, έφθανε το 30% του αμερικανικού, δεν μπορούσε να χρηματοδοτήσει κάποια αξιόπιστη – έστω και μικρή – στρατιωτική απειλή, για την αμερικανική ελίτ, ενώ η ίδια η κινεζική ενδοχώρα εμφανίζεται ως και τελικά, γίνεται ένας κερδοφόρος παράδεισος, για τις αμερικανικές και τις δυτικές πολυεθνικές επιχειρήσεις, επειδή, απλούστατα, το κυβερνόν Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, υπό τον Ντενγκ Ξιάοπινγκ και μετέπειτα, με τους διαδόχους του, παρέχει στην γραφειοκρατία των μεγάλων επιχειρήσεων της Δύσης ένα τεράστιο απόθεμα πειθαρχημένου και χαμηλού κόστους εργατικού δυναμικού, ενώ, παράλληλα και με γοργούς ρυθμούς, αναπτύσσεται και μια τεράστια τοπική αγορά, η οποία εκτείνεται, περίπου, στο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία του Πεκίνου χρησιμοποιεί, όπως είναι φυσικό, όλες τις ξένες επενδύσεις, για την φρενήρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας της, ενώ οι πολυεθνικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ έφθασαν, πέρυσι, να κάνουν χρυσές δουλειές, στην Κίνα, αφού οι πωλήσεις τους έφθασαν, στα 500 δισ. $ και ξεπερνούν, κατά 100 δισ. $, το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα, το οποίο φθάνει, τα 400 δισ. $. Έτσι, ενώ το 1995 η Κίνα, βρισκόταν, στην 11η θέση, στον κατάλογο, με τις χώρες που έκαναν τις περισσότερες εξαγωγές, τώρα, βρίσκεται στην 1η θέση.
Σε μια πρώτη φάση, η οποία κράτησε αρκετό χρόνο, η εξέλιξη αυτή ευνοεί το αμερικανικό καταναλωτικό κοινό, του οποίου η αγοραστική δύναμη αυξάνεται, λόγω της εισαγωγής φθηνών εμπορευμάτων, που παράγονται, στην κινεζική επικράτεια, αλλά και το αμερικανικό κράτος ωφελείται, αφού οι Κινέζοι ηγέτες, προκειμένου να κρατήσουν την ισοτιμία γουάν και δολλαρίου, αγοράζουν τεράστιες ποσότητες του αμερικανικού νομίσματος και δευτερευόντως, του αμερικανικού δημόσιου χρέους, γεγονός που σημαίνει χαμηλά επιτόκια δανεισμού και επιτρέπει, επί μακρόν, φθηνές πιστώσεις, για τις ΗΠΑ. Κάτι το οποίο, πλέον, έχει τελειώσει, αν και το δολλάριο διατηρεί, ακόμη, την ισχύ του, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα.
Αλλά η πραγματική απειλή, για τις ΗΠΑ, δεν είναι, απλώς και μόνον, οι εξελίξεις, στο επίπεδο των μακροοικονομικών μεγεθών τους, σε σύγκριση, με τα αντίστοιχα μακροοικονομικά μεγέθη της Κίνας. Βέβαια και αυτά παίζουν ρόλο και είναι σημαντικά, όμως, ο άμεσος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η Ουάσινγκτων, βρίσκεται στο γεγονός της ραγδαίας τεχνολογικής προόδου της Κίνας, η οποία έχει δημιουργήσει τεράστιους βιομηχανικούς κλάδους, από την τεχνητή νοημοσύνη, μέχρι την βιοτεχνολογία και από τηλεπικοινωνιακή τεχνολογία 5G της Huawei, την οποία καταδιώκει η κυβέρνηση του προέδρου Donald Trump, μέχρι την κβαντική υπολογιστική και οδεύει στο να εκτοπίσει τις ΗΠΑ, από την πρώτη θέση, στο επιστημονικοτεχνολογικό κλάδο, εάν δεν το έχει, ήδη, πράξει.
Έτσι, η Κίνα, πολύ γρήγορα, έπαυσε να είναι ένας χώρος, για το κερδοφόρο πάρτυ των αμερικανικών πολυεθνικών. Η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας έχει παύσει, προ πολλού, να είναι, απλώς, ποσοτική και η χώρα δεν είναι πια ένας απλός αντιγραφέας της όποιας δευτερεύουσας και τριτεύουσας σημασίας τεχνολογίας των Δυτικών.
Η Κίνα έχει μια καινοτόμο οικονομία, δεδομένου του γεγονότος ότι το 40% των παγκόσμιων ευρεσιτεχνιών είναι κινεζικές, ένα ποσοστό το οποίο είναι, αθροιστικά, μεγαλύτερο, από το αντίστοιχο των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας και η κινεζική ηγεσία, με το σχέδιο «Made in China 2025», έχει σκοπό, με την επιταχυνόμενη τεχνολογική πρόοδο της κινεζικής οικονομίας, όχι μόνο, να αναπτύξει την βιομηχανία της χώρας, αλλά και να επιτύχει την, περίπου, πλήρη βιομηχανική της αυτονομία, σε 10 τομείς της οικονομίας, που αποτελούν κλειδιά, για την ολοκλήρωση του σχεδίου, για την επίτευξη της κινεζικής πρωτοκαθεδρίας, στον πλανήτη.
Με αυτόν τον τρόπο, τα κινεζικά προϊόντα και οι υπηρεσίες γίνονται περισσότερο ανταγωνιστικά και μεσομακροπρόθεσμα πρόκειται να απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία των πολυεθνικών των ΗΠΑ και της Δύσης. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που, για την αμερικανική ελίτ είναι μη επιθυμητό και μη αποδεκτό. Αλλά, εάν οι Αμερικανοί ηγέτες δεν προξενήσουν έναν μεγάλο πόλεμο, θα υποχρεωθούν να το αποδεχθούν.
Όπως έχει πει, άλλωστε, ο Peter Navarro, ο σύμβουλος του προέδρου Donald Trump, εάν η Κίνα καταλάβει τους τομείς αυτούς (τεχνητή νοημοσύνη, τη ρομποτική και την κβαντική υπολογιστική ως τα αυτοκατευθυνόμενα οχήματα), οι ΗΠΑ δεν θα έχουν κανένα οικονομικό μέλλον. «Δεν κινδυνεύει μόνο η αμερικανική ευημερία» λέει ο Peter Navarro. «Η πνευματική ιδιοκτησία, την οποία προσπαθεί να πάρει η Κίνα, αποτελεί τον βασικό της στόχο και παίζει ρόλο – κλειδί, για την συνέχιση της στρατιωτικής κυριαρχίας των ΗΠΑ».
Τον Σεπτέμβριο του 2018 παρουσιάστηκε μια έκθεση του αμερικανικού Πενταγώνου, σύμφωνα με την οποία οι τομείς, που αφορούν τις τεχνολογίες, την οικονομία και τους εξοπλισμούς, είναι, στενά, συνυφασμένοι μεταξύ τους. Το τεχνολογικό προβάδισμα είναι απαραίτητο για την υπερίσχυση στον οικονομικό και τον στρατιωτικό ανταγωνισμό και την διατήρηση της στρατιωτικής πρωτοκαθεδρίας, αναφέροντας ότι:
1) «Οι κινεζικές δαπάνες, στον τομέα της Έρευνας και Ανάπτυξης, πλησιάζουν, ταχέως, τις αντίστοιχες των ΗΠΑ και πιθανότατα, θα πετύχουν ισοτιμία, κάποια στιγμή, στο εγγύς μέλλον».
2) «Μία από τις κυριότερες πρωτοβουλίες του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, στο πεδίο της βιομηχανίας, το “Made in China 2025”, επικεντρώνεται στην τεχνητή νοημοσύνη, την κβαντική υπολογιστική, τη ρομποτική, τα αυτόνομα και νέα ενεργειακά οχήματα, τις ιατρικές συσκευές υψηλής απόδοσης, τα εξαρτήματα πλοίων υψηλής τεχνολογίας, καθώς και σε άλλους ανερχόμενους τομείς, που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην εθνική άμυνα».
3) «Η στρατηγική της Κίνας για «μία Ζώνη, ένα Δρόμο», περιλαμβάνει, τόσο κινήσεις συνεργασίας, όσο και πιο επιθετικές επιλογές, στο πλαίσιο της παραπάνω πολιτικής, η Κίνα επεδίωξε την απόκτηση κρίσιμων υποδομών στις ΗΠΑ, όπως σιδηροδρόμων, λιμανιών και τηλεπικοινωνιών. Οι οικονομικές στρατηγικές της Κίνας, σε συνδυασμό, με τις δυσμενείς επιπτώσεις που επέφεραν οι βιομηχανικές πολιτικές άλλων κρατών, απειλούν, σημαντικά, την βιομηχανική βάση των ΗΠΑ και δημιουργούν, κατά συνέπεια, όλο και μεγαλύτερο κίνδυνο, στην εθνική τους ασφάλεια». (Οι συντάκτες της Έκθεσης του Πενταγώνου δεν έχουν άδικο, αφού η στρατηγική αυτή αποτελείται από ένα κινεζικό δίκτυο αχανών εμπορικών δρόμων, στην θάλασσα και στην στεριά, σε 64 χώρες και συμπεριλαμβάνει επενδύσεις, δάνεια, εμπορικές συμφωνίες και πάμπολλες Ειδικές Οικονομικές Ζώνες, με υπολογιζόμενη αξία 900 δισ. $).
4) «Η απώλεια, πάνω από 60.000 αμερικανικών εργοστασίων, μεγάλων εταιρειών και σχεδόν, 5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, στην βιομηχανία, από το 2000, απειλεί να υπονομεύσει την δυνατότητα των κατασκευαστών, στις ΗΠΑ, να ανταποκρίνονται στις εθνικές αμυντικές απαιτήσεις και δημιουργεί ανησυχία, για την υγεία της βιομηχανικής βάσης παραγωγής και άμυνας. […] Σήμερα, στηριζόμαστε σε μεμονωμένες εγχώριες πηγές, για ορισμένα προϊόντα και σε ξένες αλυσίδες ανεφοδιασμού για άλλα και ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια πιθανή αδυναμία να παράγουμε εξειδικευμένα στρατιωτικά εξαρτήματα εντός συνόρων».
Κάπως έτσι, οδηγείται, στην αποτυχία και το άλλο αμερικανικό σχέδιο, για την, εκ των έσω και μέσω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατάρρευση του κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο, μόλις πριν λίγες εβδομάδες, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo κατηγόρησε ότι σχεδιάζει την παγκόσμια επικράτησή του.
Δυστυχώς, για την ελίτ των Αμερικανών στρατηγιστών η εισαγωγή του δυτικπύ καπιταλισμού και η ενσωμάτωση της προηγμένης τεχνολογίας δεν οδήγησαν, στην πτώση του εκσυγχρονισμένου κομμουνιστικού καθεστώτος, αφού το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας, εφαρμόζοντας μια επικαιροποιημένη, από τον Ντενγκ Ξιάοπινγκ, εκδοχή της «Νέας Οικονομικής Πολιτικής» του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν, που ακολουθήθηκε την δεκαετία του 1920, στην «Ε.Σ.Σ.Δ.» (η οποία επικαιροποιημένη εκδοχή έχει γενικευθεί, με αποτέλεσμα το κρατικοκαπιταλιστικό μοντέλο, που ακολουθούν οι Κινέζοι νεοσταλινικοί, να θεωρείται, επισήμως, ως ένα στάδιο του σοσιαλισμού, το οποίο αποκαλείται, ως «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς»), αντί να υπονομεύσει την εξουσία του, πάνω στην οικονομία και την κοινωνία, να την έχει ενισχύσει, στο έπακρο.
Έτσι, η προστατευτική πολιτική του προέδρου Donald Trump δεν έχει να κάνει, με το αμερικανικό εμπορικό έλλειμμα. Έχει και αυτό την σημασία του, αλλά δεν είναι το κυρίαρχο πρόβλημα της Ουάσινγκτων. Οι ΗΠΑ χρειάζονται να εξασφαλίσουν μια δραστήρια βιομηχανική βάση, στην αμερικανική ενδοχώρα, η οποία βάση θα στηρίζεται σε έναν εγχώριο τομέα βιομηχανικών κατασκευών, που να μπορεί να στηρίξει την αμερικανική άμυνα, με σταθερές αλυσίδες ανεφοδιασμού, από το εξωτερικό.
Κάπου εδώ υπεισέρχεται και ο οικονομικός πόλεμος, με την Κίνα, αφού, για να ανακοπεί η άνοδος της χώρας αυτής, η παγκοσμιοποίηση πρέπει να συρρικνωθεί, επειδή είναι απαραίτητη η αποσύνδεση της αμερικανικής οικονομίας, από την κινεζική, με τον, δια της επιβολής κυρώσεων, περιορισμό των αμερικανικών επενδύσεων, στην Κίνα και των κινεζικών επενδύσεων, αρχικά, στους στρατηγικούς τομείς, στις ΗΠΑ, αλλά και στην Δύση.
Οι δασμοί που επιβάλλει ο Donald Trump, μπορεί να βλάπτουν, σε έναν βαθμό, την αμερικανική οικονομία, αλλά αυτό, στο οποίο δίνει άμεση προτεραιότητα η αμερικανική κυβέρνηση, είναι να εμποδίσει και να καθηλώσει την οικονομική και την στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας. Δεν την ενδιαφέρει μια κάποια συμφωνία, με την κινεζική ηγεσία, η οποία συμφωνία να συμφέρει, απλώς, την αμερικανική οικονομία. Αυτή είναι η ψυχρή αλήθεια.
Με λίγα λόγια, στην Ουάσινγκτων προετοιμάζονται, για ένα μελλοντικό πόλεμο, εναντίον της ανθεωρητικής δύναμης, που αντιπροσωπεύει η Κίνα και σχεδιάζουν την ριζική αναδιοργάνωση της αμερικανικής οικονομίας, με βάση αυτό το σενάριο.
Το αν και πόσο θα μπορέσουν οι Αμερικανοί στρατηγιστές να τα καταφέρουν και το αν θα διεξάγουν έναν τέτοιο πόλεμο, είναι το ζητούμενο.
Μπορεί να μην προλάβουν. Αυτό είναι πολύ πιθανό.
Και όσο καθυστερούν, γίνεται πιθανότερο…