Η συναίνεση του αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ στην απόφαση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να εισβάλει στη Συρία με σκοπό τη δημιουργία ζώνης ασφαλείας και την απώθηση των κουρδικών δυνάμεων πέραν αυτής, σε βάθος περίπου 30 χιλιομέτρων από τα συροτουρκικά σύνορα, παρακολουθείται πολύ στενά από την Αθήνα. Παρά τη σύσφιγξη των σχέσεων Ελλάδος – Ηνωμένων Πολιτειών, όπως αυτή καταγράφηκε από την υπογραφή στις 5 Οκτωβρίου του Πρωτοκόλλου Τροποποίησης του Παραρτήματος της διμερούς αμυντικής συμφωνίας (MDCA) κατά την επίσκεψη του Μάικ Πομπέο και την επιτυχημένη ολοκλήρωση του 2ου Γύρου του Στρατηγικού Διαλόγου, η κίνηση Τραμπ ερμηνεύεται από πολλές πλευρές ως άλλη μία ένδειξη ότι στη σημερινή Ουάσιγκτον ουδείς επιτρέπεται «να βάζει όλα τα αβγά του σε ένα καλάθι».
Η κίνηση του αμερικανού προέδρου να αγνοήσει τις προτάσεις των επιτελών του σε σχέση με τη Συρία αποδεικνύει τον κατακερματισμό στη διαδικασία λήψης αποφάσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες και προκαλεί προβληματισμό σχετικά με το ποιος θα ήταν ο ασφαλέστερος δίαυλος επικοινωνίας για την Αθήνα σε περίπτωση ενός ατυχήματος ή ενός θερμού επεισοδίου στο ελληνοτουρκικό μέτωπο του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Θα αρκεί να σηκώσει κάποιος το τηλέφωνο στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ή στο Πεντάγωνο; Ή μήπως πρέπει να εγκαινιαστεί ένας απευθείας δίαυλος επικοινωνίας με τον Λευκό Οίκο για παν ενδεχόμενο;
Ηδη από την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, διπλωματικές πηγές με άριστη γνώση του παρασκηνίου εξέφραζαν την ανησυχία που τους προκαλούσε η «χημεία» που έβλεπαν ότι υπήρχε μεταξύ των κ.κ. Τραμπ και Ερντογάν. Αυτό ήταν ένα επίπεδο που η ελληνική πλευρά δεν μπορούσε να επηρεάσει. Μπορεί ορισμένοι να μη δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στις διαπροσωπικές σχέσεις των ηγετών, αλλά η προσέγγιση αυτή είναι μάλλον λανθασμένη. Η επίδειξη «πολιτικού ανδρισμού» φαίνεται να ελκύει τους δύο προέδρους. Παράλληλα, ο κ. Τραμπ έδειξε τόσο στην περίπτωση της προμήθειας από την Αγκυρα του ρωσικού αντιπυραυλικού συστήματος S-400 όσο και σε αυτή της εξόδου της Τουρκίας από την κοινοπραξία κατασκευής των αεροσκαφών 5ης γενιάς F-35 ότι δεν θέλει να πιέσει υπερβολικά τον κ. Ερντογάν. Αλλωστε, στην τηλεφωνική τους επικοινωνία δεν συζητήθηκε μόνο το Συριακό, αλλά επίσης οικονομικά και αμυντικά θέματα. Σύμφωνα δε με ορισμένες πληροφορίες, ο κ. Τραμπ δεν υποστήριξε την τουρκική εισβολή, αλλά επιχείρησε να μεταπείσει τον κ. Ερντογάν προσφέροντάς του μια επίσημη πρόσκληση να επισκεφθεί τον Λευκό Οίκο (η επίσκεψη ανακοινώθηκε ότι θα πραγματοποιηθεί στις 13 Νοεμβρίου) αλλά και την επιστροφή της Τουρκίας στο πρόγραμμα των F-35 ώστε να προχωρήσει η αγορά τους.
Το Κογκρέσο ετοιμάζεται να εξετάσει νέο νομοσχέδιο για την επιβολή κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας, το οποίο προωθούν οι γερουσιαστές Λίντσεϊ Γκρέιαμ (στενός φίλος του προέδρου που αιφνιδίως μετέβαλε στάση) και Κρις βαν Χόλεν. Αν το νομοσχέδιο εγκριθεί, τι θα πράξει ο αμερικανός πρόεδρος; Πρόκειται για ερώτημα που δεν έχει εύκολη απάντηση, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι θα διασφαλιστεί η απαραίτητη πλειοψηφία για να παρακαμφθεί το προεδρικό βέτο. Επιπλέον, ο κ. Τραμπ εμφανίστηκε να απειλεί – εν μέσω της… καταιγίδας των ανακόλουθων τιτιβισμάτων του – για επιβολή κυρώσεων που θα ισοπεδώσουν την τουρκική οικονομία. Προφανώς κινείται με γνώμονα τις κυρώσεις που φέρονται να διασφάλισαν την απελευθέρωση του πάστορα Αντριου Μπράνσον.
Η σημασία όμως της αποτροπής δημιουργίας ενός κουρδικού διαδρόμου στα νότια σύνορα της Τουρκίας αποτελεί ζήτημα υψίστης εθνικής σημασίας για τον κ. Ερντογάν και ίσως να είναι διατεθειμένος να απορροφήσει το κόστος οικονομικών κυρώσεων. Υπενθυμίζεται ότι αυτή είναι η τρίτη τουρκική επιχείρηση εντός συριακού εδάφους. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2016 με επίκεντρο την Τζαραμπλούς και η δεύτερη τον Ιανουάριο του 2018 με επίκεντρο το Αφρίν. Σε όλες ο στόχος είναι ένας: η αποτροπή ενιαιοποίησης των εδαφών υπό κουρδικό έλεγχο. Αλλωστε πρέπει να σημειωθεί ότι ο πληθυσμός των δύο περιοχών όπου επικεντρώνεται η νέα τουρκική επιχείρηση, του Τελ Αμπιάντ και του Ρας αλ Αϊν, είναι άνω του 80% αραβικός.
Η αποφασιστικότητα της Αγκυρας να προχωρήσει στην επιχείρηση «Πηγή Ειρήνης», παρά τις προηγούμενες υποχωρήσεις των Αμερικανών σε σειρά απαιτήσεων και τη διαμόρφωση κοινού μηχανισμού για περιπολίες στην κρίσιμη περιοχή της Βορειοανατολικής Συρίας, μπορεί να έχει σοβαρές επιπτώσεις σε μια σειρά θεμάτων που ενδιαφέρουν την Ελλάδα. Ενα από τα βασικότερα και αμεσότερα ζητήματα είναι το Μεταναστευτικό/Προσφυγικό. Η τουρκική πλευρά φέρεται να έχει παράσχει διαβεβαιώσεις στους Αμερικανούς αλλά και στους Ρώσους ότι η εισβολή έχει συγκεκριμένους και περιορισμένους σκοπούς. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η Ουάσιγκτον και η Μόσχα βρίσκονται σε, έστω άτυπη, συνεννόηση και αυτό εξηγεί ότι έθεσαν βέτο στην έκδοση Κοινής Δήλωσης που είχαν προωθήσει τα πέντε ευρωπαϊκά κράτη-μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (Γαλλία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Βέλγιο, Πολωνία).
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με την ανακοίνωση του Κρεμλίνου μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του κ. Ερντογάν με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν το κρίσιμο σημείο είναι ο σεβασμός της ενότητας και της εδαφικής ακεραιότητας της Συρίας. Από εκεί και πέρα και σε σχέση με τη διαμόρφωση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών της μεταπολεμικής Συρίας, η τράπουλα θα μοιραστεί κυρίως ανάμεσα σε Μόσχα, Αγκυρα και Τεχεράνη.
Αν η τουρκική επιχείρηση είναι σύντομη, τότε θα αποφευχθεί ίσως ο εκτοπισμός περισσότερων ανθρώπων από τις εστίες τους. Αν, ωστόσο, οι τουρκικές δυνάμεις καθηλωθούν από την αντίσταση των Κούρδων της Συρίας, τότε ένα νέο προσφυγικό κύμα, με προφανή κατεύθυνση την Ευρώπη (άρα την Ελλάδα) δεν μπορεί να αποκλειστεί. Πρόκειται για εφιαλτικό σενάριο. Την ίδια στιγμή, ο κ. Ερντογάν έχει επανειλημμένως εκφράσει την πρόθεσή του να προχωρήσει στη μετεγκατάσταση σύρων προσφύγων εντός της ζώνης ασφαλείας. Ο ίδιος ομιλεί για μεταφορά ως και 2 εκατομμυρίων προσφύγων και θεωρεί ότι θα λάβει και σχετική χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Τούτος είναι ο λόγος που ο τούρκος πρόεδρος υψώνει τους τόνους και απειλεί να ανοίξει τις… πύλες για να πλημμυρίσει με πρόσφυγες η Ευρώπη.
Ενας κυνικός παρατηρητής θα μπορούσε να πει ότι η μετεγκατάσταση προσφύγων από το τουρκικό στο συριακό έδαφος ίσως να ήταν θετική εξέλιξη για την Ελλάδα. Αυτή τη στιγμή, ο τούρκος πρόεδρος αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα με τους πρόσφυγες. Η πλειοψηφία τους έχει μετακινηθεί στην Κωνσταντινούπολη και αυτός κρίνεται ως ένας από τους λόγους που χάθηκε η δημαρχία της πόλης. Παράλληλα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η τουρκική κοινή γνώμη εκφράζει έντονη δυσαρέσκεια για την παρουσία των προσφύγων και υποστηρίζει, σε συντριπτικά ποσοστά, την επιστροφή τους στη Συρία. Με το βλέμμα στο μέλλον, αλλά και στην εμφάνιση νέων πολιτικών κομμάτων από πρώην συνοδοιπόρους του, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν πρέπει να διαμορφώσει τους κατάλληλους συσχετισμούς για τη συνέχιση της κυριαρχίας του.
Η συνεννόηση Τραμπ – Ερντογάν σε σχέση με τη Συρία συνιστά μια εξέλιξη που θα έπρεπε να συνυπολογιστεί από όσους λαμβάνουν αποφάσεις τόσο στην Αθήνα όσο και στη Λευκωσία. Αν και οι ελληνοαμερικανικές και οι κυπροαμερικανικές σχέσεις διάγουν θετική περίοδο, η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να αποτελέσει μια απόλυτη ασφαλιστική δικλίδα για την αποτροπή των τουρκικών ενεργειών. Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο με αφορμή τον ανταγωνισμό για τους υδρογονάνθρακες αλλά και οι επόμενες κινήσεις στο Κυπριακό συνιστούν ένα καλό παράδειγμα.
Ο Μάικ Πομπέο υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός στις δημόσιες δηλώσεις του αναφορικά με τις τουρκικές δραστηριότητες στην περιοχή. Παρά τους δημόσιους πανηγυρισμούς, απέφυγε να προχωρήσει σε δηλώσεις που θα ενοχλούσαν την Αγκυρα σε σχέση με την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη. Η αναφορά του σε «διεθνή ύδατα» είναι χαρακτηριστική. Ακόμη και σήμερα, παρά τη «δηλητηριασμένη» κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις μετά την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του κ. Ερντογάν το 2016, η γειτονική χώρα εξακολουθεί να είναι ένας περιφερειακός δρων που δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Επιπλέον, η Τουρκία εμφανίζεται ανυποχώρητη στη στάση της στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιλογή της να προχωρήσει σε γεώτρηση εντός αδειοδοτημένου οικοπέδου από την Κυπριακή Δημοκρατία (Οικόπεδο «7») καταδεικνύει ότι δεν φοβάται την κλιμάκωση – κάτι που φαίνεται και από την εκτεταμένη στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή γύρω από το πλωτό γεωτρύπανο «Yavuz». Ανάλογη στάση είχε κρατήσει η Αγκυρα και τον Φεβρουάριο του 2018 όταν παρενόχλησε και εξεδίωξε το γεωτρύπανο της ENI από το Οικόπεδο «3» στην ανατολική πλευρά της νήσου. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, δεν αποκλείεται η Τουρκία να προχωρήσει και σε νέα γεώτρηση εντός αδειοδοτημένου οικοπέδου. Στη Λευκωσία η δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου της ιταλικής ΕΝΙ Κλαούντιο Ντεσκάλτσι ότι δεν πρόκειται να διακινδυνεύσει έναν πόλεμο στην Ανατολική Μεσόγειο για να κάνει γεωτρήσεις προκάλεσε δυσφορία. Εξηγήσεις δόθηκαν, αλλά με δεδομένο την παρελθούσα συμπεριφορά της ιταλικής εταιρείας στο Οικόπεδο 3, ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος.
Το σημείο-κλειδί για το μέλλον του ερευνητικού προγράμματος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι ο Ιανουάριος. Τότε αναμένεται να πραγματοποιήσει γεώτρηση η γαλλική Total. Πιθανή υποχώρησή της θα αποτελούσε τεράστιο πλήγμα για τη Λευκωσία. Στην εξίσωση θα πρέπει να συνυπολογιστεί η κάκιστη σχέση Ερντογάν – Μακρόν, που εκτείνεται και σε άλλα μέτωπα (Συρία, Λιβύη). Η Λευκωσία θα επιδιώξει να κερδίσει από την ΕΕ μια νέα καταδίκη της τουρκικής προκλητικότητας και ίσως κάποια στοχευμένα μέτρα. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη ότι τα πράγματα κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση. Καθώς μάλιστα η προσοχή των Ευρωπαίων και ιδιαίτερα των Γερμανών είναι στραμμένη στην πάση θυσία διατήρηση της Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό και στη χορήγηση περισσότερων κονδυλίων στην Αγκυρα για τη διαχείριση του ζητήματος, μοιάζει δραματικά δύσκολο να πιεστεί η τουρκική πλευρά.
Ψύχραιμοι παρατηρητές εκτιμούν ότι το ζήτημα των υδρογονανθράκων έχει de facto εγγραφεί στην ατζέντα των συνομιλιών που προγραμματίζει να έχει με τον Νίκο Αναστασιάδη και τον Μουσταφά Ακιντζί ο γενικός γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες. Η συνάντηση των τριών ανδρών θα πραγματοποιηθεί μάλλον εντός του Νοεμβρίου σε ευρωπαϊκό έδαφος.