‘Παπαγαλάκια’ της Άγκυρας οι Ιταλοί Ριζοσπάστες

ΟΙ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΤΟΥΡΚΟΥ ΑΝΘΕΛΛΗΝΑ ΜΟΥΣΟΛΙΝΙ, σήμερα ομοϊδεάτες του Σημίτη.

Στις 6 Ιουνίου, ενώ ο Πορθητής ετοιμαζόταν να εισβάλει στην κυπριακή ΑΟΖ, σε αίθουσα της ιταλικής Γερουσίας πραγματοποιήθηκε δημόσια εκδήλωση υπέρ της Τουρκίας. Τη διοργάνωσαν το Forum Τουρκία-ΕΕ και η διακομματική ομάδα βουλευτών και γερουσιαστών που αποκαλείται «Η Τουρκία στην Ευρώπη αμέσως».

Πίσω από το forum και την κοινοβουλευτική ομάδα βρίσκονται οι Ιταλοί Ριζοσπάστες, ένα μικρό κόμμα με ελάχιστα μέλη αλλά δυσανάλογη επιρροή κυρίως στον χώρο της ιταλικής κεντροαριστεράς. Πίσω από τους Ριζοσπάστες κρύβεται η τουρκική Πρεσβεία στη Ρώμη ­-μετά τον αιφνιδιασμό που ακολούθησε την υπόθεση Οτσαλάν, η Άγκυρα υπερδιπλασίασε τον αριθμό των διπλωματών και αύξησε τα κονδύλια της πρεσβείας της.

Διοργανωτής της εκδήλωσης ήταν ο Μαριάνο Τζουστίνο, στέλεχος του Ριζοσπαστικού Κόμματος, διευθυντής του περιοδικού Diritto e Libertà («Δίκαιο και Ελευθερία»), το τελευταίο τεύχος του οποίου κυκλοφόρησε το 2012. Ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο στην αναγκαιότητα να ενταχθεί αμέσως η Τουρκία στην ΕΕ. Αλλά και το προηγούμενο τεύχος, που κυκλοφόρησε το 2011, είχε αφιέρωμα στην Τουρκία. Οι αρθρογράφοι ήταν ουσιαστικά οι ίδιοι.

Ο ενθουσιασμός για την Τουρκία οδήγησε τον Τζουστίνο να εγκατασταθεί για κάποιο διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, ενώ πριν λίγα χρόνια επέστρεψε στη Ρώμη και εργάζεται ως «ειδικός περί τουρκικών θεμάτων» στον ραδιοφωνικό σταθμό Radio Radicale.

Στη συνάντηση συμμετείχαν και άλλοι εκπρόσωποι του τουρκικού λόμπυ στην Ιταλία. Ο συνταξιοδοτηθείς πρεσβευτής Κάρλο Μαρσίλι, επί παραδείγματι, αγάπησε την Τουρκία μέσα από τη σχέση του με τη νέα, εκ Τουρκίας, σύζυγό του. Μετά τη συνταξιοδότησή του το 2010, ο Μαρσίλι προσέφερε για κάποιους μήνες τις υπηρεσίες του ως «ειδήμων περί Τουρκίας» στην τράπεζα Unicredit, αργότερα προσπάθησε να συνεργαστεί με τον όμιλο οπλικών συστημάτων Leonardo, αλλά τελικά μόνον η Άγκυρα φαίνεται να εκτιμά τις υπηρεσίες του.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και στον Μαουρίτσιο Τούρκο, «συντονιστή της Γραμματείας του Ριζοσπαστικού Κόμματος». Το 2007 ως βουλευτής, είχε πρωταγωνιστήσει σε μια προκλητική ενέργεια στην ιταλική Βουλή: είχε καλέσει τον «υπουργό Εξωτερικών» του ψευδοκράτους  Avci Turgay να αποδώσει στον ίδιο και σε έναν ακόμη εκπρόσωπο του Ριζοσπαστικού Κόμματος την «τουρκοκυπριακή υπηκοότητα». Ο άλλος επίδοξος «Τουρκοκύπριος» ήταν ο Μάρκο Περντούκα, τότε συνεργάτης ενός υφυπουργού Εξωτερικών. Ο Περντούκα, που ήταν ο πραγματικός σκηνοθέτης της σεμνής τελετής στην ιταλική Βουλή, θα αναλάβει από τότε την εργολαβία της προώθησης της Τουρκίας και του ψευδοκράτους.

Δεν τους ενδιαφέρει η διεθνής νομιμότητα

Την προκλητική εκδήλωση παρακολουθήσαμε περίπου είκοσι άτομα, σχεδόν όλοι μέλη του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Ως ο μοναδικός δημοσιογράφος στη συνάντηση, ρώτησα τους δύο «Τουρκοκύπριους» Ριζοσπάστες ποιον σκοπό είχε η πρωτοβουλία τους. Ο Τούρκο ανέλαβε να απαντήσει υβρίζοντας τους Έλληνες όχι μόνον γιατί ενέταξαν την Κύπρο στην Ευρώπη «εξαπατώντας τη διεθνή κοινότητα», αλλά και για μια σειρά από λόγους που ήταν στενά συνδεδεμένοι με την τουρκική προπαγάνδα: Με «το όχι τους στο Σχέδιο Αννάν οι Έλληνες της Κύπρου απέδειξαν ότι θέλουν να εκδιώξουν την τουρκική μειονότητα», καθώς πρόκειται για «λαό ανέντιμο, για κλέφτες και απατεώνες, που οχυρώνονται πίσω από αρχαίους προγόνους των οποίων είναι ανάξιοι».

Η πρέσβης της Κυπριακής Δημοκρατίας Αθηνά Μαυρονικόλα θέλησε να εκφράσει τη διαμαρτυρία της στην ηγεσία του Ριζοσπαστικού Κόμματος. Η ηγέτις του Έμμα Μπονίνο αρνήθηκε να την συναντήσει και η πρέσβης τελικά συναντήθηκε με τη Ρίτα Μπερναρντίνι, μέλος της γραμματείας, και κάποιον υπεύθυνο «διεθνών σχέσεων». Η συνάντηση διεξήχθη σε έντονο κλίμα, καθώς οι Ριζοσπάστες έδειξαν προκλητική αδιαφορία για τα επιχειρήματα της κ. Μαυρονικόλα, λέγοντας ότι «δεν τους ενδιαφέρει η διεθνής νομιμότητα» και επέμειναν ότι αυτή είναι η πολιτική του κόμματός τους, όπως καθορίστηκε από την ιδία την Μπονίνο.

Ήταν ακριβώς έτσι: η Μπονίνο είχε από καιρό αναλάβει με φανατισμό να προωθήσει την τουρκική υποψηφιότητα, επαναλαμβάνοντας συστηματικά την επιχειρηματολογία της Άγκυρας: η Ευρώπη «δεν πρέπει να είναι χριστιανική λέσχη», «η Τουρκία είναι η μόνη ισλαμική δημοκρατία», αν η Ευρώπη διακόψει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις «δεν θα μπορεί να ασκήσει την επιρροή της στην Άγκυρα», και άλλα παρόμοια.

Έως το 2007 επικεφαλής του τουρκικού λόμπυ στην Ιταλία ήταν ο διαβόητος καθηγητής Αουγκούστο Σινάγκρα, δεδηλωμένος φασίστας και μέλος της μασονικής Στοάς Π2. Η επιρροή του ήταν αναγκαστικά περιορισμένη, καθώς δεν ήταν σε θέση να κινηθεί με άνεση πέρα από τον χώρο της άκρας δεξιάς.

Η φαεινή ιδέα Βελτρόνι

Οι Ιταλοί Ριζοσπάστες, με επικεφαλής τον Περντούκα, ανέλαβαν να καλύψουν το κενό για λογαριασμό της Άγκυρας. Ο Περντούκα συνεργάστηκε με τον Σινάγκρα προκειμένου να ανοίξει το Δεκέμβριο του 2007 στη Ρώμη γραφείο του ψευδοκράτους (έκλεισε μετά λίγα χρόνια) με τη μορφή της «εμπορικής εταιρείας περιορισμένης ευθύνης» υπό την επωνυμία TRNC. Σε αντάλλαγμα, ο Περντούκα για περισσότερο από μια δεκαετία έκανε τις καλοκαιρινές διακοπές του στα Κατεχόμενα, συνήθως σε ξενοδοχείο άλλοτε ιδιοκτησίας ελληνοκύπριου, καθώς ήταν για χρόνια επίσημος προσκεκλημένος στους εορτασμούς για την τουρκική εισβολή.

Το 2008 ο τότε γραμματέας του Δημοκρατικού Κόμματος Βάλτερ Βελτρόνι είχε τη φαεινή ιδέα να περιλάβει τους Ριζοσπάστες στο ψηφοδέλτιο. Το αποτέλεσμα ήταν να εκλεγεί ο Περντούκα στη Γερουσία και ο Τούρκο στη Βουλή. Εκεί, ο Περντούκα ανέλαβε να προωθεί τα τουρκικά συμφέροντα υποβάλλοντας συχνά επερωτήσεις καθ’ υπόδειξιν της πρεσβείας.

Προσπαθούσε να περάσει μέτρα υπέρ του τουρισμού στα Κατεχόμενα, ενώ έκανε και προσηλυτισμό: έπεισε τον Πάολο Αμάτο, έναν άγνωστο γερουσιαστή του Μπερλουσκόνι, να πάρει κι αυτός την «τουρκοκυπριακή υπηκοότητα» ώστε να τον συνοδεύει στις θερινές διακοπές του στα Κατεχόμενα. Σε κάθε συνάντηση του υπουργού Εξωτερικών της Κύπρου με τα μέλη της Επιτροπής Εξωτερικών του ιταλικού Κοινοβουλίου ο Περντούκα ήταν παρών και επαναλάμβανε τις θέσεις της Άγκυρας.

Ανάμεσα στις υποχρεώσεις του νεοεκλεγέντος γερουσιαστή ήταν να διοργανώνει τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο μια δημόσια εκδήλωση υπέρ της Τουρκίας, όπου ο Περντούκα μετέφραζε από τα αγγλικά τις ομιλίες του εκάστοτε Τούρκου Πρέσβη. Σε κάποιες από αυτές δημιουργήθηκαν εντάσεις καθώς το προσωπικό ασφαλείας της τουρκικής Πρεσβείας απαιτούσε να ελέγξει την είσοδο στην ιταλική Γερουσία. Ο Περντούκα πάντως εκτελούσε ανελλιπώς τη δέσμευσή του αυτή ακόμη κι όταν, στις εκλογές του 2013, παρέμεινε εκτός Κοινοβουλίου. Και κατόπιν, φέτος, παρέδωσε τη σκυτάλη στον Τζουστίνο.

Ξαφνικός έρωτας

Πολλοί στην Ιταλία απορούν για τον ξαφνικό έρωτα ανάμεσα σε ένα αυταρχικό ισλαμιστικό καθεστώς και ένα αριστερό κόμμα της Ευρώπης. Μια πρώτη απάντηση είναι ότι το ιταλικό Ριζοσπαστικό Κόμμα παρουσιάστηκε για κάποιες δεκαετίες ως «αριστερό» διότι υπερασπίστηκε με σθένος στην καθολική Ιταλία κάποια στοιχειώδη δικαιώματα των πολιτών, όπως το διαζύγιο και τις αμβλώσεις.

Στην πραγματικότητα, το κόμμα που ίδρυσε ο Μάρκο Πανέλα ήταν διάσπαση του Φιλελεύθερου Κόμματος και πάντα κινήθηκε στον φιλελεύθερο και νεοφιλελεύθερο χώρο, τόσο σε θέματα οικονομικής όσο και εξωτερικής πολιτικής. Ενδεικτικά, το κόμμα αυτό ουδέποτε εξέφρασε αντιρρήσεις για τους αμερικανικούς πολέμους από το Βιετνάμ και δώθε, ουδέποτε άσκησε κριτική  σε χώρες όπως το Ισραήλ.

Το 1994 η Μπονίνο, εξελέγη στο ιταλικό  Κοινοβούλιο με το κόμμα του Μπερλουσκόνι, ο οποίος τη διόρισε στην Κομισιόν. Σύντομα όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί καθώς συνεργάτης της κατηγορήθηκε για σκάνδαλα. Στις επόμενες ευρωεκλογές δημιούργησε μια εφήμερη «Λίστα Μπονίνο», εξελέγη στο Στρασβούργο και εντάχθηκε στην ομάδα της άκρας δεξιάς. Όταν άρχισε να οσμίζεται ότι το αστέρι του Μπερλουσκόνι οδηγείται στη δύση του, η Ριζοσπάστρια άρχισε να φλερτάρει με την κεντροαριστερά, καταφέρνοντας το 2013 να διοριστεί υπουργός Εξωτερικών. Ήταν η περίοδος που στις επίσημες ανακοινώσεις του ιταλικού υπουργείου Εξωτερικών δεν υπήρχε Κυπριακή Δημοκρατία παρά μόνον Κύπρος.

Η εξουσιομανία και οι υπόγειες διασυνδέσεις της Μπονίνο προκάλεσαν την οργή του ιδρυτή και χαρισματικού ηγέτη του Ριζοσπαστικού Κόμματος Μάρκο Πανέλα, ο οποίος, λίγο πριν τον θάνατό του το 2016,  εξαπέλυσε δημόσια επίθεση εναντίον της με την κατηγορία ότι χρησιμοποιεί το κόμμα για προσωπικές επιδιώξεις. Λίγες μόνον εβδομάδες μετά τον θάνατο του Πανέλα, η Μπονίνο προχώρησε σε διάσπαση του Ριζοσπαστικού Κόμματος με την πρόθεση να εξασφαλίσει τον έλεγχο του ραδιοφωνικού σταθμού Radio Radicale.

Για μυστηριώδεις λόγους ο ραδιοφωνικός σταθμός χρηματοδοτείται από το ιταλικό δημόσιο με 12,7 εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τώρα που η ιταλική κυβέρνηση ανήγγειλε ότι θα διακόψει τη χρηματοδότηση, οι Ριζοσπάστες διαμαρτύρονται για το «πλήγμα εναντίον της ελευθερίας έκφρασης» και η Τουρκία ενισχύει και τροφοδοτεί το φιλικό της λόμπυ, με ανατολίτικη γενναιοδωρία.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.