Μια μυστηριώδης ασθένεια που προκαλεί πονοκεφάλους και πυρετό σκότωσε τουλάχιστον πέντε ανθρώπους στην Τανζανία.
Οι επικεφαλής υγείας της χώρας της Ανατολικής Αφρικής, που βρίσκεται ακριβώς νότια της Κένυας, περιέγραψε την ασθένεια ως «περίεργη». Οι αρχές έστειλαν μια ομάδα γιατρών για να προσπαθήσουν να καταλάβουν για τι ασθένεια πρόκειται.
Επτά περιπτώσεις έχουν αναφερθεί στη βορειοδυτική περιοχή της Καγκέρα. Τα συμπτώματα της ασθένειας περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκεφάλους, κόπωση και ρινορραγίες, δήλωσε στο BBC ο επικεφαλής ιατρός της κυβέρνησης Tumaini Nagu.
«Η κυβέρνηση σχημάτισε μια περιφερειακή ομάδα επαγγελματιών υπό την ομάδα ταχείας αντίδρασης που ερευνούν αυτή την άγνωστη ασθένεια», είπε ο Nagu. Επίσης, σημείωσε ότι οι κάτοικοι στην περιοχή Kagera πρέπει να αποφεύγουν την επαφή με μολυσμένα άτομα και να παραμείνουν ήρεμοι.
Τον Ιούλιο του περασμένου έτους, τρία άτομα με παρόμοια συμπτώματα πέθαναν έπειτα από ξέσπασμα στη νότια περιοχή Λίντι της Τανζανίας. Περισσότερα από 20 κρούσματα αναφέρθηκαν εκείνη την εποχή. Οι έρευνες αργότερα ταυτοποίησαν την ασθένεια ως λεπτοσπείρωση, γνωστή και ως νόσο του Weil.
Η νόσος του Weil είναι μια σπάνια λοίμωξη που μεταδίδεται με τα ούρα ζώων συμπεριλαμβανομένων των αρουραίων, ποντικών, αγελάδων, χοίρων και σκύλων. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν πυρετό, πονοκέφαλο, αίσθημα κόπωσης και αδιαθεσία, πόνους στους μύες και τις αρθρώσεις, κόκκινα μάτια και απώλεια όρεξης. Σοβαρές περιπτώσεις λοίμωξης μπορεί να προκαλέσουν κίτρινο δέρμα και μάτια, πρησμένους αστραγάλους, πόδια ή χέρια, πόνο στο στήθος, δύσπνοια ή βήχα με αίμα.
Η ασθένεια μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντιβιοτικά και μπορεί να χρειαστούν από μερικές ημέρες έως μερικές εβδομάδες για να υποχωρήσει. Αλλά χωρίς θεραπεία, η λοίμωξη θα μπορούσε να πάρει μήνες για να υποχωρήσει και θα μπορούσε να προκαλέσει απειλητική για τη ζωή νεφρική και ηπατική ανεπάρκεια.
Αν και το 90% των περιπτώσεων είναι ήπιες, μεταξύ 5% και 15% εξελίσσονται σε σοβαρή μορφή που μπορεί να προκαλέσει ανεπάρκεια οργάνων, ακόμη και θάνατο. Μεταξύ 1% και 5% των περιπτώσεων είναι θανατηφόρες.