Οι υπουργοί Ενέργειας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατέληξαν σήμερα, με αρκετή δυσκολία είναι αλήθεια, σε μια «πολιτική απόφαση» για τη μείωση του κόστους της ενέργειας.
Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια απόφαση η οποία δεν λύνει ουσιαστικά το πρόβλημα, ενώ μεταθέτει την ευθύνη στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Το βασικό επιχείρημα για τον (επώδυνο για τους Ευρωπαίους) συμβιβασμό δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι επικράτησε ο φόβος ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα υλοποιήσει την απειλή του. Ότι, δηλαδή, θα επιβάλει πλήρες εμπάργκο, διακόπτοντας πλήρως τη ροή και από τους άλλους αγωγούς – πέραν του Nord Stream ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έπεσε θύμα σαμποτάζ.
Οι αντιθέσεις και τα διδάγματα της κρίσης
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι ότι «27» απέφυγαν τα «καυτά σημεία» και κυρίως την επιβολή πλαφόν στις τιμές προμήθειας του φυσικού αερίου, που θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη. Αποδεικνύοντας, για μια ακόμη φορά, ότι αδυνατούν να βρουν κοινή γραμμή σε θέματα που έχουν ζωτική σημασία για την Ευρώπη.
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι από την ενεργειακή κρίση, η οποία όλα δείχνουν πως ακόμη δεν έχει ακόμη κορυφωθεί, μπορούν να εξαχθούν και άλλα πολύτιμα συμπεράσματα.
Ένα τέτοιο είναι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι οι συνήθως «σοφοί» και προνοητικοί Γερμανοί πιάστηκαν στον ύπνο και βρίσκονται σήμερα αντιμέτωποι με σοβαρότατο πρόβλημα και με την απειλή μιας βαθιάς ύφεσης. Αντιθέτως, οι «τεμπέληδες» Ιταλοί έχουν καταφέρει να δράσουν εγκαίρως και να δώσουν αποτελεσματικές λύσεις – έστω κι αν αυτό δεν τους απαλλάσσει πλήρως από τα προβλήματα.
Ο συναγερμός του Ντράγκι
Πράγματι, όπως σημειώνει και το σχετικό ρεπορτάζ του Reuters, αμέσως μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, η (απερχόμενη πλέον) κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι σήμανε γενικό συναγερμό στη Ρώμη. Όχι τυχαία, φυσικά, αλλά επειδή πρόβλεψε ότι θα μπορούσαν να προκληθούν σοβαρά οικονομικά προβλήματα για τις ιταλικές επιχειρήσεις, αλλά και να κινδυνεύσει η Ιταλία να «παγώσει» τον επόμενοι χειμώνα, λόγω έλλειψης φυσικού αερίου.
Ανάμεσα στα άλλα, λοιπόν, ο Ντράγκι «επιστράτευσε» και τον επικεφαλής του μεγαλύτερου ενεργειακού ομίλου της χώρας, της κρατικά ελεγχόμενης ENI. Έτσι, τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο Κλάουντιο Ντεσκάλτσι ξεκίνησε ένα μαραθώνιο επαφών και περιοδειών, με σκοπό να διασφαλίσει εναλλακτικές πηγές για την προμήθεια αερίου, επισκεπτόμενος χώρες της περιοχής με πλούσια αποθέματα – όπως η Αλγερία, η Αγκόλα, η Αίγυπτος και η Δημοκρατία του Κογκό.
«Η εκτίμηση της οποίας χαίρει ο Ντεσκάλτσι σε αρκετές αφρικανικές χώρες αποτέλεσε, αναμφίβολα, ένα πλεονέκτημα», σχολίασε ο Αλμπέρτο Κλο, πρώην υπουργός Βιομηχανίας και μέλος του ΔΣ της ENI. Παρ’ όλα αυτά, η επιτυχία θα πρέπει πρωτίστως να πιστωθεί στον Ντράγκι, τη διορατικότητά του και την ταχύτητα με την οποία ενήργησε.
Το μερίδιο των Ρώσων σε Ιταλία-Γερμανία
Με βάση τα επίσημα στοιχεία, η Ιταλία κατανάλωσε πέρυσι 29 δισ. κυβικά μέτρα ρωσικού αερίου, που αντιπροσωπεύει το 40% των εισαγωγών της για τη συγκεκριμένη χρονιά. Ήδη, όμως, βρίσκεται σε διαδικασία υποκατάστασης περίπου 10,5 δισ. κυβικών με αγορές από άλλες χώρες, ενώ έχει κλείσει και συμφωνίες για την προμήθεια περισσότερου LNG, πιθανότατα από την άνοιξη.
Από την άλλη, η Γερμανία κάλυψε πέρυσι το 58% της εγχώριας κατανάλωσης με την εισαγωγή 58 δισ. κυβικών μέτρων αερίου που εισήγαγε από τη Ρωσία. Και μάλιστα, κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον Nord Stream 1, που θεωρούνταν ως μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας και απολύτως ασφαλής – ενώ καταστρώνονταν μεγαλεπήβολα σχέδια και για τον Nord Stream 2, από τη στιγμή που θα ξεκινούσε τη λειτουργία του.
Οι εξελίξεις, όμως, προσγείωσαν απότομα το Βερολίνο. Σε μια στιγμή, μάλιστα, που η νέα τροκομματική κυβέρνηση του Όλαφ Σολτς δεν είχε καταφέρει ακόμη να «πατήσει» στα πόδια της, καθώς διαδέχθηκε μόλις στο τέλος του 2021 εκείνη της Ανγκελα Μέρκελ. Της τέως καγκελαρίου η οποία μπορεί να δήλωσε ότι «με επαρκή ισχύ και αυτοπεποίθηση μπορεί και αυτή η κρίση να ξεπεραστεί», η αλήθεια όμως είναι ότι φέρει το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τις επιλογές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια.
«Καμπανάκι» από το 2014
Αξίζει να σημειωθεί, άλλωστε, ότι ενώ η Ιταλία άρχισε να εξετάζει τρόπους διαφοροποίησης των προμηθευτών της από το 2014, όταν η Ρωσία προχώρησε στην προσάρτηση της Κριμαίας, η Γερμανία επέλεξε να εντείνει την ενεργειακή εξάρτησή της από τη Μόσχα. Προφανώς δε, το έκανε στη βάση κάποιων πολιτικών και οικονομικών υπολογισμών που έκανε η τότε κυβέρνηση και τα επιτελεία της.
Με άλλα λόγια: Η οικονομία επικράτησε συντριπτικά στους σχεδιασμούς, με αποτέλεσμα η πολιτική να υποταχθεί σε αυτήν. Έτσι, κυριάρχησε το γνωστό δόγμα «Wandel durch Handel» (αλλαγή μέσω του εμπορίου), το οποίο θεωρούνταν ότι όχι απλώς θα διασφαλίσει τις μπίζνες των γερμανικών επιχειρήσεων στη ρωσική αγορά και τη διαρκή ροή φτηνού σχετικά αερίου στη χώρα, αλλά και ότι – αργά αλλά σταθερά – θα σπρώξει τη Ρωσία και τον Πούτιν προς την Ευρώπη και συνολικά τη Δύση.
Χωρίς τον ξενοδόχο…
Σε αυτή τη βάση, ελήφθησαν και οι αποφάσεις που τώρα κινδυνεύουν να αποδειχθούν μοιραίες. Αγορά όσο το δυνατόν περισσότερου φυσικού αερίου από τη Ρωσία και μη κατασκευή σταθμών υποδοχής και αποθήκευσης υγροποιημένου αερίου (LNG), που θα μπορούσαν να δώσουν μια λύση.
Η Μέρκελ και ο Σύνδεσμος Γερμανικών Βιομηχανιών, όμως, λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Οι σχεδιασμοί τους ήταν κοντόφθαλμοι και δεν λάμβαναν υπόψη όσο θα έπρεπε την ένταση των διεθνών ανταγωνισμών, τις μετακινήσεις των γεωπολιτικών και οικονομικών τεκτονικών πλακών και, βεβαίως, τις προθέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αποδεικνύεται, έτσι, με τον πλέον οδυνηρό τρόπο, ότι η Γερμανία ήταν και παραμένει ένας οικονομικός «γίγαντας», που στήριζε και την πολιτική του επιρροή σχεδόν αποκλειστικά στην οικονομική ισχύ. Τα πράγματα, όμως, δείχνουν να έχουν αλλάξει.