Το γεωπολιτικό «τετράγωνο» ΗΠΑ- Ρωσίας- Ιράν- Σ. Αραβίας… Ο ρόλος των τιμών του πετρελαίου στην ισορροπία της Μέσης Ανατολής

Οι ΗΠΑ παραμένουν ο ισχυρότερος παίκτης αλλά δεν διαθέτουν το μονοπώλιο της στρατιωτικο-διπλωματικής ισχύος που διέθεταν στις δύο πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες. Η Ρωσία πλέον αποτελεί αξιόπιστο γεωπολιτικό και στρατιωτικό εταίρο επιλογής για εκείνες τις χώρες, τα καθεστώτα και τις πολιτικές δυνάμεις που η Ουάσινγκτον αντιμάχεται ή έχει αποξενώσει λόγω του δημοκρατικού πειραματισμού της προεδρίας Obama, ενώ η Μόσχα έχει εκ νέου αποκτήσει (στην Συρία) ή επιδιώκει να αποκτήσει (στην Λιβύη και την Υεμένη) τις βάσεις και τις υποδομές για την προβολή της περιφερειακής της ισχύος εις το διηνεκές, επεκτείνοντας εκ νέου την ιστορική της επιρροή στην Αίγυπτο.

Οι δομικές γεωστρατηγικές αλλαγές που σημειώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής κατά την τελευταία επταετία μετέβαλλαν δραστικά τόσο το επίπεδο όσο και την ποιότητα των απειλών που πλέον υποσκάπτουν κατά τρόπον πρωτοφανή την περιφερειακή σταθερότητα της ζωτικότερης πετρελαιοπαραγωγικής ζώνης του πλανήτη. Αν και μεγάλο μέρος αυτών των μεταβολών προέκυψαν συνεπεία των αραβικών εξεγέρσεων που ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα σε Αίγυπτο, Λιβύη, Συρία, Μπαχρέιν και Υεμένη το 2011, οι ρίζες αυτών των αλλαγών μπορεί να εντοπιστούν στον τρόπο με τον οποίο οι κυβερνήσεις των Αμερικανών προέδρων Bush Jr. και Obama διαχειρίστηκαν την ανοικτή πληγή της στρατιωτικής τους εμπλοκής τους στο Ιράκ.

Η στρατηγική μυωπία των υπερ-συντηρητικών γερακιών της κυβέρνησης Bush Jr. έως και το 2006 είχε οδηγήσει την Ουάσινγκτον σε μια πολιτική αδιεξόδου καθώς όλες οι υποθέσεις εργασίας του Πενταγώνου και του Λευκού Οίκου για τις δυνατότητες μετατροπής του Ιράκ σε φυτώριο προώθησης της «δημοκρατίας» στη Μέση Ανατολή είχαν διαψευσθεί οικτρά. Οι Αμερικανοί στρατηγιστές βρίσκονταν ενώπιον ενός διερυνόμενου τέλματος, σε μια κατάσταση άρνησης αναφορικά με το μέγεθος των πολλαπλών εξεγέρσεων που αντιμετώπιζαν στο Ιράκ και του υπερπολλαπλάσιου υλικού και ανθρώπινου κόστους που θα είχε -σε σχέση με αυτό που αρχικά υπολόγιζαν- η απόφασή τους να ανατρέψουν τον Saddam Hussein το 2003.

Μη μπορώντας να ακολουθήσουν μια ριζοσπαστική πολιτική που θα νομιμοποιούσε διεθνώς τον από το 2005 χαραγμένο στο ομοσπονδιακό σύνταγμα του Ιράκ, εσωτερικό του διαμελισμό με βάση την δογματική ή εθνοτική συγκέντρωση πληθυσμών, οι ΗΠΑ αποφάσισαν να αξιοποιήσουν την στρατιωτική τους ισχύ για να στηρίξουν τις ομοσπονδιακές δομές του ιρακινού κράτους. Το εάν αυτές οι δομές θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε ένα πραγματικά βιώσιμο και λειτουργικό κράτος μετά την ενδεχόμενη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων είτε διέλαθε της προσοχής των Αμερικανών ιθυνόντων είτε θεωρήθηκε ήσσονος σημασίας παράγων μπροστά στην ανάγκη να περιορισθεί η δραματικά αυξανόμενη ιρανική επιρροή στο Ιράκ και μέσω αυτού σε όλη τη Μέση Ανατολή. Η ανικανότητα της Ουάσινγκτον να έρθει σε κάποια μορφή συνεννόησης με τις σουνιτικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις οι οποίες επεβίωσαν της πτώσης του Saddam Hussein, προκάλεσε την πρώτη φάση της σουνιτικής εξέγερσης που όμως πολύ γρήγορα έλαβε τη μορφή ενός ανοικτού εμφυλίου πολέμου στην βάση σεκταριστικών διαφορών μεταξύ των Σουνιτών και των Σιιτών του Ιράκ, καθώς η ιρακινή αντίσταση αποτέλεσε το δεύτερο, μετά το ψυχροπολεμικό Αφγανιστάν, πεδίο διεξαγωγής της διεθνούς τζιχάντ κατά των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Το καθεστώς του Assad στην Συρία, πιστό στην ανάγκη έξωσης των Αμερικανών από το Ιράκ και σε στενή συμμαχία με το Ιράν ως επιφανές τμήμα του λεγόμενου σιιτικού άξονα ήδη από την αντι-σανταμική τους συμμαχία το 1982, αποτέλεσε μια από τις βασικές διόδους τροφοδοσίας και υποστήριξης των σουνιτικών ομάδων αντίστασης που γρήγορα ενσωματώθηκαν ή επισκιάστηκαν από την εισαγωγή τζιχαντιστικών πυρήνων, οι οποίοι μετέτρεψαν την αντιαμερικανική εξέγερση σε έναν παράλληλο αδελφοκτόνο δογματικό πόλεμο. Οι τζιχαντιστές που έθεσαν υπό την έλεγχο τους μεγάλο κομμάτι του σουνιτικού τμήματος του Ιράκ την περίοδο 2004-2007 δεν είχαν μόνο ως στόχο την εκδίωξη των Αμερικανών από το Ιράκ αλλά τη μετατροπή του σε ένα σουνιτικό Χαλιφάτο που θα προϋπέθετε ακόμη και την φυσική εξόντωση των «αποστατών» Σιιτών, οι οποίοι ήρθαν για πρώτη φορά στην εξουσία μετά το τέλος των οθωμανο-σαφαβιδικών πολέμων του 17ου και 18ου αιώνα.

Αν και το αυτο-αποκαλούμενο Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ, που αυτονομήθηκε στην πράξη και από επιχειρησιακή και από ιδεολογική άποψη από την Al-Qaeda ήδη από το 2005, ουδέποτε είχε επαρκή ισχύ για να επιτύχει οποιονδήποτε από τους δύο αυτούς στόχους, πέτυχε να δηλητηριάσει σε τέτοιο σημείο τις σχέσεις των δύο κύριων θρησκευτικών ιρακινών ομάδων που κατέστρεψε την πιθανότητα επιτυχίας των βασικών πολιτικών στοχεύσεων της Ουάσιγκτον: Την λειτουργικότητα δηλαδή ενός ομόσπονδου ιρακινού κράτους που θα περιόριζε τις ηγεμονικές φιλοδοξίες και την επιρροή της Τεχεράνης. Η στρατιωτική ήττα των τζιχαντιστών έως το 2010 και ο περιορισμός της δράσης των υποστηριζόμενων από την Τεχεράνη σιιτικών πολιτοφυλάκων, μέρος των οποίων ενσωματώθηκε στα ομοσπονδιακά σώματα ασφαλείας κατά την κυβέρνηση του al-Maliki, οδήγησε τους Αμερικανούς στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι είχαν κερδίσει και το πολιτικό στοίχημα του πολέμου.

ΤΑ ΛΑΘΗ ΤΟΥ ΟΜΠΑΜΑ

Ο διάδοχος του Bush Jr., ο Barack Hussein Obama, προχώρησε σε αυτό το λογικό άλμα ίσως διότι αυτό το συμπέρασμα «έδενε» με την αντιπολεμική μεταστροφή της αμερικανικής κοινής γνώμης η οποία παγιώθηκε κατά την περίοδο της δεύτερης τετραετίας του προκατόχου του. Ο ίδιος άλλωστε εκμεταλλεύθηκε αυτή τη μεταστροφή για να διασφαλίσει την εκλογή του το 2008. Ο νέος Αμερικανός πρόεδρος επιχειρούσε με αυτή του την επιλογή να επιστρέψει τις ΗΠΑ στον παραδοσιακό τους ρόλο ως εξωχώριου εξισορροπιστή (offshore balancer) της ισορροπίας δυνάμεων στη Μέση Ανατολή, ρόλο που οι Αμερικανοί είχαν διαδραματίσει κατά την διάρκεια της περιόδου της πιστής εφαρμογής του δόγματος Carter (1979-2003).

Η απόφαση του Bush Jr. να εισβάλλει στο Ιράκ και να παραμείνει στο διηνεκές ως de facto κατοχική δύναμη καθιστούσε τις ΗΠΑ αναπόφευκτα τμήμα και παραγωγό του δομικού προβλήματος αποσταθεροποίησης της Μέσης Ανατολής. Η ανάλυση του Obama ήταν σωστή ως προς το συγκεκριμένο σημείο. Το σφάλμα του ίσως να εντοπίζεται στο ότι υπερεκτίμησε την δυνατότητα της ιρακινής κυβέρνησης και των ομοσπονδιακών δομών που η ίδια η Ουάσινγκτον είχε οικοδομήσει στο Ιράκ με κορυφαίο τον ιρακινό στρατό, να λειτουργήσουν χωρίς την προστατευτική παρουσία του αμερικανικού στρατού.

Ακόμη και εάν ένας σουνιτικο-σιιτικός εθνικός ιρακινός στρατός ήταν σε θέση να αναλάβει την διατήρηση της τάξης μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, θα έπρεπε κανείς να αναμένει την παραμονή μερικών δεκάδων χιλιάδων Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ σε βάσεις στρατηγικά τοποθετημένες, έτσι ώστε να εγγυώνται την ασφαλή λειτουργία των τεράστιων πετρελαιοπαραγωγών πεδίων του βόρειου, και πρωτίστως νοτιοδυτικού και νοτιοανατολικού Ιράκ, όπου και εντοπίζεται το 80% του συνόλου των ενεργών πετρελαιοπαραγωγών πεδίων της χώρας. Ακόμη και η έκθεση του δικομματικού Iraq Study Group που σε συνάρτηση με την απώλεια του ελέγχου του Κογκρέσου από τους Ρεπουμπλικάνους τον Νοέμβριο του 2006, συνέβαλε στην αποχώρηση των Rumsfeld και Wolfowitz από την ηγεσία του Πενταγώνου, προέβλεπε ήδη από το 2006 την αορίστου χρόνου παραμονή περίπου 20.000 Αμερικανών στρατιωτικών σε υποστηρικτικό ρόλο της όποιας ιρακινής κυβέρνησης τελικά επικρατούσε στους παράλληλους εμφυλίους πολέμους που διέλυαν την εθνική συγκρότηση της χώρας.

Εξ’ ίσου σημαντικό ήταν το λάθος του προέδρου Obama να υποτιμήσει την επιρροή που είχε οικοδομήσει η Τεχεράνη έναντι σχεδόν του συνόλου του σιιτικού πολιτικού φάσματος του Ιράκ για μια περίπου δεκαετία μετά την πτώση του σανταμικού καθεστώτος. Όταν, όμως, ο Obama υποχρεώθηκε να φύγει από την κυβέρνηση al-Maliki, θα έπρεπε να γνωρίζει ότι το Ιράκ που άφηνε πίσω του δεν ήταν ούτε «σταθερό» ούτε «αυτοδύναμο» όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε στις 14 Δεκεμβρίου 2011. Το αποτέλεσμα ήταν ότι όταν ο Obama συνειδητοποίησε το λάθος του, η απόπειρα των Αμερικανών να κρατήσουν έστω και 3.000-5.000 στρατιώτες στο Ιράκ πέραν της διορίας υποχώρησης της 31ης Δεκεμβρίου 2011, συγκρούστηκε τόσο με τις εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες της ιρακινής πολιτικής σκηνής όσο και με την καταλυτική ιρανική πολιτική επιρροή επί της Βαγδάτης, που εδραιώθηκε με την κυβέρνηση του al-Maliki.

Δέκα περίπου χρόνια μετά την απελευθέρωση του Ιράκ από την δικτατορία του Saddam Hussein, οι αμερικανικές δυνάμεις που άφησαν σχεδόν 5.000 νεκρούς στα ιρακινά χώματα, εκδιώχθηκαν παρά την βούληση της Ουάσινγκτον από την πλουσιότερη πετρελαιοφόρα περιοχή της Μέσης Ανατολής μετά την Σαουδική Αραβία, με βεβαιωμένα αποθέματα πετρελαίου εφάμιλλα με εκείνα του Ιράν. Η παρουσία των αμερικανικών πετρελαϊκών εταιριών στο Ιράκ είναι ιδιαιτέρως περιορισμένη και επικεντρώνεται στην συμμετοχή της Exxon στην αύξηση της παραγωγής πετρελαίου από το πεδίο West Qurna και στην παρουσία της Chevron στην Erbil του κουρδικού Ιράκ, όπου ακόμη δεν έχει ολοκληρώσει το εξερευνητικό/γεωτρητικό της έργο.

Οι Αμερικανοί σε καμία περίπτωση δεν ελέγχουν ή ποδηγετούν τις ιρακινές πετρελαϊκές επιλογές και δεν τέθηκε ποτέ ουσιαστικό ζήτημα αποχώρησης του Ιράκ από τον ΟΠΕΚ, του οποίου η χώρα αποτελεί ιδρυτικό μέλος, και μετατροπής του σε αμερικανικό πετρελαϊκό προτεκτοράτο. Εάν οι Αμερικανοί εισέβαλλαν στο Ιράκ για να το ελέγξουν από πετρελαϊκή άποψη, όπως διατείνονται διάφοροι αναλυτές, μάλλον θα πρέπει να έχουν απογοητευθεί από το αποτέλεσμα.

Είναι δε αξιοσημείωτο ότι όταν αποχώρησαν οι Αμερικανοί το 2011, η ιρακινή πετρελαϊκή παραγωγή είχε αυξηθεί οριακά από τα 2,5 εκατομμύρια βαρέλια/ημέρα του 2001 στα 2,8 εκατ. β/η το 2011. Η εντυπωσιακή αύξηση της ιρακινής πετρελαϊκής παραγωγής που πλέον έχει φτάσει να ανταγωνίζεται εκείνη του Ιράν και μετά βεβαιότητας θα την ξεπεράσει «διασφαλίζοντας» την δεύτερη θέση στο εσωτερικό του ΟΠΕΚ μετά την επανενεργοποίηση των αμερικανικών κυρώσεων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018, αποτελεί επίτευγμα των ιρακινών κυβερνήσεων. Παρά την πίεση του ISIS, ιδίως μετά το 2014, οι Ιρακινοί αύξησαν την παραγωγή τους από τα 2,8 εκατ. β/η το 2011 στα 4,52 εκατ. β/η το 2017, μια αύξηση σχεδόν της τάξης του 65%, επίτευγμα που κατά την ίδια περίοδο ξεπέρασαν μόνο οι ΗΠΑ . Ενδεικτικό του μεγέθους που έχει το ιρακινό επίτευγμα είναι το γεγονός ότι το ιστορικό ζενίθ της ιρακινής πετρελαϊκής παραγωγής (3,75 εκατ. β/η) είχε σημειωθεί το 1979, πριν ο Saddam Hussein βυθίσει την χώρα του σε 24 χρόνια αδιάκοπων πολέμων και διεθνών οικονομικών κυρώσεων.

Ο ιρακινός πόλεμος (2003-2011) κόστισε στις ΗΠΑ συνολικά 1,7 τρισ. δολάρια εκ των οποίων 61 δισ. επενδύθηκαν στην ανοικοδόμηση των υποδομών και την οικοδόμηση της ομοσπονδιακής λειτουργίας της χώρας και των οργανικών θεσμών προστασίας της, με σημαντικότερο τον Ιρακινό στρατό. Ωστόσο, το μέγεθος της αμερικανικής αποτυχίας, αλλά και του στρατηγικού σφάλματος του Obama να απαγκιστρωθεί από το Ιράκ, θα αναδειχθεί μετά την επάνοδο -ήδη από το 2012- του ISIS στο σουνιτικό τρίγωνο του Ιράκ. Η κατάρρευση του κυρίως σιιτικά επανδρωμένου, ιρακινού ομοσπονδιακού στρατού απέναντι στις «ταξιαρχίες» του ISIS το πρώτο εξάμηνο του 2014, συνέβαλλαν καταλυτικά στη μετέπειτα γιγάντωση του ISIS και την αυτο-ανακήρυξή του σε Χαλιφάτο τον Ιούνιο του 2014.

Η ανικανότητα του προέδρου Obama να εμποδίσει την πλήρη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Ιράκ, δυνάμεων που θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει την αναγέννηση του ISIS όπως τον κατέκρινε ο τέως υπουργός Άμυνας του, Leon Panetta, το 2014, θα μπορούσε ενδεχομένως να δικαιολογηθεί ως μια απόφαση χαμηλού ρίσκου εάν κατά την συγκεκριμένη χρονική περίοδο όλη η υπόλοιπη περιοχή της Μέσης Ανατολής χαρακτηριζόταν από γεωπολιτική «νηνεμία», ανάλογη εκείνης της πρώτης μεταψυχροπολεμικής περιόδου (1991-2001). Ωστόσο, αντί της νηνεμίας, επικρατούσαν θυελλώδεις άνεμοι, γεωπολιτικοί «κυκλώνες» που σάρωναν δομικά συστατικά στοιχεία της περιφερειακής σταθερότητας, καθώς βασικές μονάδες του συστήματος ισορροπίας, όπως η Συρία, η Λιβύη και, από το 2014, το Ιράκ, διαλύονταν μέσα στην δίνη παράλληλων εμφύλιων σπαραγμών.

Αυτό που έκανε αυτή την κατάρρευση πιο δύσκολο να προβλεφθεί, να ελεγχθεί και να αντιμετωπισθεί ήταν ότι η διάλυση αυτών των κρατών δεν ερχόταν ως αποτέλεσμα διακρατικής βίας που προήλθε από ένα κράτος της περιοχής, όπως η επίθεση του Ιράκ εναντίον του Ιράν το 1980 και του Κουβέϊτ το 1991, ή λόγω εξω-περιφερειακής επέμβασης όπως η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979 και η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003. Οι αιτίες της διάλυσης ετούτης ήταν κατά κύριο λόγο εσωτερικές, και σχετίζονταν με τη μερική ή ολική εσωτερική απο-νομιμοποίηση των εν λόγω καθεστώτων, η οποία, ανά χώρα και κοινωνία, ελάμβανε διαφορετική, αλλά πάντοτε βίαιη μορφή, με τη μοναδική ίσως εξαίρεση της Τυνησίας.

Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους επέλεξαν είτε να εμπλακούν (Λιβύη, Συρία) είτε να μην εμπλακούν (Αίγυπτος, Ιράκ, Μπαχρέϊν, Υεμένη) στις επαναστατικές διαδικασίες που μετασχημάτισαν τη Μέση Ανατολή έως το β’ εξάμηνο το 2014 όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν το ISIS, διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο μεταβλήθηκε επί το πολυπολικότερον το σύστημα ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή. Αυτή η περιφερειακή πολυπολικότητα προέκυψε και λόγω της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Συρία, και λόγω της περαιτέρω αυτονόμησης της Αιγύπτου και του βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας από την αμερικανική ηγεμονική σφαίρα επιρροής. Αυτό δεν σημαίνει ότι η αμερικανική υπεροπλία ιδίως στο υποσύστημα του Περσικού Κόλπου έχει διαρραγεί, αλλά είναι αδιαμφισβήτητο πλέον το γεγονός ότι η αμερικανική περιφερειακή ηγεμονία που εγκαθιδρύθηκε με τον πόλεμο του Κόλπου το 1991 έχει πλέον παρέλθει, ενδεχομένως ανεπιστρεπτί.

Η Αμερική παραμένει ο ισχυρότερος παίκτης αλλά δεν διαθέτει το μονοπώλιο της στρατιωτικο-διπλωματικής ισχύος που διέθετε στις δύο πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες. Η Ρωσία πλέον αποτελεί αξιόπιστο γεωπολιτικό και στρατιωτικό εταίρο επιλογής για εκείνες τις χώρες, τα καθεστώτα και τις πολιτικές δυνάμεις που η Ουάσινγκτον αντιμάχεται ή έχει αποξενώσει λόγω του δημοκρατικού πειραματισμού της προεδρίας Obama, ενώ η Μόσχα έχει εκ νέου αποκτήσει (στην Συρία) ή επιδιώκει να αποκτήσει (στην Λιβύη και την Υεμένη) τις βάσεις και τις υποδομές για την προβολή της περιφερειακής της ισχύος εις το διηνεκές, επεκτείνοντας εκ νέου την ιστορική της επιρροή στην Αίγυπτο .

Εξίσου σημαντικό, ή ίσως και σημαντικότερο, είναι το γεγονός ότι η στρατηγική αβελτηρία που επέδειξε η κυβέρνηση Obama είχε ως αποτέλεσμα να διαρραγεί ο βαθμός εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και στους δύο σημαντικότερους περιφερειακούς της συμμάχους, η συνεργασία των οποίων ήταν και είναι απαραίτητη για την διατήρηση της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας μετά την ανατροπή του Σάχη: Την Αίγυπτο και την Σαουδική Αραβία. Η έμμεση στήριξη ή καλύτερα η ανοχή που οι ΗΠΑ προσέφεραν στις επαναστατικές δυναμικές που αποκαθήλωσαν το καθεστώς Mubarak το 2011 και η άμεση στήριξή τους έναν μήνα αργότερα στη ΝΑΤΟϊκή επιχείρηση εκθρόνισης του Qaddafi, μπορούσαν να δικαιολογηθούν και ως μια προσπάθεια πειραματισμού της Ουάσινγκτον με την δημοκρατική δυναμική που ενδεχομένως να αναμόρφωνε την περιφερειακή πολιτική τάξη πραγμάτων, κάτι που άλλωστε διαφαίνεται και από τα απομνημονεύματα του τότε υπουργού Αμύνης των ΗΠΑ, Robert Gates .

Ο ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟΣ ΠΑΡΑΓΩΝ

Πέραν των όποιων ιδεοληπτικών τους αγκυλώσεων, οι ΗΠΑ, άλλωστε, προσπάθησαν πάντοτε σε επίπεδο Realpolitik αρχικά να συνεννοηθούν και εν γένει να μην αποξενώσουν επαναστατικές κυβερνήσεις που έρχονταν στην εξουσία σε διάφορα κράτη της Μέσης Ανατολής τα τελευταία 65 χρόνια. Επέλεγαν, δηλαδή, να υιοθετούν μια πολιτική αναμονής του τρόπου με τον οποίο θα εξελίσσετο η εξωτερική πολιτική των εν λόγω επαναστατικών δυνάμεων πριν τοποθετηθούν, χωρίς να αποκλείσουν το ενδεχόμενο μερικής στήριξης ή έστω ανοχής των επαναστατών. Αυτό έκαναν έναντι του Nasser την περίοδο 1952-1956, έναντι του Qaddafi για περίπου μια δεκαετία μετά την επανάσταση του 1969, ακόμη και έναντι των ιρανικών πολιτικών δυνάμεων που ανέτρεψαν τον Σάχη τον Δεκέμβριο του 1978 έως την άλωση της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη τον Νοέμβριο του 1979.

Το μεγαλύτερο λάθος των ΗΠΑ έναντι της παρούσας αιγυπτιακής κυβέρνησης, που επιχειρεί να επιδιορθώσει η κυβέρνηση Trump, είναι ότι φάνηκε πρόθυμη να ακολουθήσει μια πολιτική συγκατάνευσης έναντι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας και της προεδρίας Morsi και ότι -ακόμη χειρότερο- όταν ο Morsi ανετράπη από την αντεπανάσταση του στρατηγού al-Sissi, η Ουάσινγκτον και πολλοί Ευρωπαίοι σύμμαχοί της απέφυγαν επί μακρόν να νομιμοποιήσουν και να στηρίξουν διπλωματικά το νέο καθεστώς. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία και η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαϊκών κρατών ομοθυμαδόν καταδίκασαν την αντεπανάσταση του Ιουλίου 2013 και απείχαν ή σκοπίμως «σνόμπαραν» την τελετή αναγόρευσης του στρατηγού al-Sissi στην Προεδρία της Αιγύπτου τον Ιούνιο του 2014. Ένας από τους βασικούς λόγους για την άνθιση της τριμερούς συνεργασίας Ελλάδος-Κύπρου-Αιγύπτου είναι ότι η Αθήνα και η Λευκωσία επέλεξαν επιτυχώς να διαφοροποιήσουν εγκαίρως την στάση τους υπέρ της κυβέρνησης Sissi συνειδητοποιώντας ενδεχομένως την ένταση και το βάθος της στρατηγικής συνεννόησης και σύμπραξης που χαρακτήρισε και χαρακτηρίζει την ιδεολογική και γεωπολιτική συμμαχία ανάμεσα στον Erdogan και τις δυνάμεις της Μουσουλμανικής Αδελφότητας στην Αίγυπτο, την Λιβύη και την Συρία.

Υπό το αυτό το πλαίσιο δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη το γεγονός, όπως εύστοχα σημειώνει και ο Henry Kissinger, ότι η παρούσα αιγυπτιακή κυβέρνηση είναι συνειδητά «απομακρυσμένη από μια ιστορική συμμαχία με την Αμερική, προτιμώντας μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών». Υπό αυτό το πρίσμα δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι βασικοί αμυντικοί εταίροι της Αιγύπτου δεν είναι πλέον οι ΗΠΑ αλλά πρωτίστως η Γαλλία και δευτερευόντως η Ρωσία. Δεν είναι επίσης τυχαίο το ότι οι βασικοί οικονομικοί και ενεργειακοί αρωγοί της δοκιμαζόμενης αιγυπτιακής οικονομίας κατά την περίοδο 2013-2015 δεν ήταν οι «αμέτοχες» ΗΠΑ αλλά οι πετρελαϊκές μοναρχίες της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (ΗΑΕ) και του Κουβέϊτ, που φοβούνταν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και την εξάπλωση της επιρροής της στον Περσικό Κόλπο με επίνειό της το Κατάρ.

Τα κράτη αυτά, υπό την καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας, εξέλαβαν την «εγκατάλειψη» του Mubarak από τις ΗΠΑ ως κακό προάγγελο για την αξιοπιστία που θα είχε η αμερικανική εγγύηση ασφαλείας για τα ίδια σε περίπτωση ανάγκης, ιδίως εάν αυτή η ανάγκη ελάμβανε τη μορφή μιας γενικευμένης εξέγερσης. Η «αδιαφορία» του Obama για την τύχη του Mubarak και η μη-καταδίκη των κινημάτων διαμαρτυρίας του αραβικού πολιτικού ακτιβισμού, ερμηνεύθηκε από τις αραβικές μοναρχίες του Κόλπου και κυρίως το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, ως ανατροπή ή αμφισβήτηση της διακήρυξης του προέδρου Reagan τον Απρίλιο του 1981, η οποία επεξέτεινε την εφαρμογή του Δόγματος Carter και σε δυνητικές απειλές που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τα βασιλικά καθεστώτα εκ των έσω.

Η ΣΚΛΗΡΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ Σ. ΑΡΑΒΙΑΣ

Διαβάστε ΕΔΩ τη συνέχεια του άρθρου.

Ο Δρ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ είναι επίκουρος καθηγητής Γεωπολιτικής & Ενεργειακής Πολιτικής, στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, μέλος του Δ.Σ. της Hellenic Association for Energy Economics (ΗΑΕΕ) και μέλος του ΙΑΕΕ.
foreignaffairs

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.