«Πάνω από 52.000 αθώοι άμαχοι, παιδιά, γυναίκες, νέοι, γέροι και ιερωμένοι, σφαγιάστηκαν αδιακρίτως», αναφέρουν σε κοινή ανακοίνωσή τους το Κόμμα Ανεξαρτησίας της Τιγκράι (Tigray Independence Party, TIP), το κόμμα SAWET (Salsay Weyane Tigray) και το κόμμα Μεγάλη Τιγκράι-Μπεϊτόνα (Great Tigray [Baytona]).
Πόλεις και χωριά ισοπεδώθηκαν από το πυροβολικό, υγειονομικές και εκπαιδευτικές υποδομές λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν, χώροι λατρείας υπέστησαν επιθέσεις, στηλιτεύουν τα τρία κόμματα.
«Οι εξωδικαστικές δολοφονίες και οι ομαδικοί βιασμοί μετατράπηκαν σε καθημερινές πρακτικές», λένε οι αντιπολιτευόμενες παρατάξεις.
Η σύρραξη εκτόπισε πάνω από τρία εκατομμύρια πολίτες, ενώ 6,5 εκατομμύρια κάτοικοι της Τιγκράι έχουν ανάγκη ανθρωπιστική βοήθεια, εκτιμούν.
Διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ ζητούν να τους επιτραπεί να αποκτήσουν πρόσβαση στην περιοχή, όπου οι περιορισμοί στις τηλεπικοινωνίες κάνουν πολύ δύσκολη κάθε αποτίμηση της κατάστασης.
Υπό πίεση από τα Ηνωμένα Έθνη, η αιθιοπική κυβέρνηση του Άμπι Άχμεντ συμφώνησε τον Δεκέμβριο να παραχωρήσει σε οργανώσεις αρωγής πρόσβαση σε περιοχές που πέρασαν στον έλεγχο του ομοσπονδιακού στρατού.
Όμως έναν μήνα αργότερα, εργαζόμενοι σε οργανώσεις αρωγής αδυνατούσαν να φθάσουν σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της επαρχίας. Ορισμένες από τις οργανώσεις, για παράδειγμα ο αιθιοπικός Ερυθρός Σταυρός και η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου (ΔΕΕΣ), κάνουν λόγο για «γραφειοκρατικά εμπόδια».
Ο ομοσπονδιακός στρατός διεξάγει ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις από τον Νοέμβριο εναντίον του Λαϊκού Απελευθερωτικού Μετώπου της Τιγκράι (TPLF), στην εξουσία στη βόρεια επαρχία της Αιθιοπίας, που αψηφούσε την κυβέρνηση του Άμπι Άχμεντ.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανακήρυξε τη νίκη της στις αρχές Δεκεμβρίου, όμως εξακολουθούν να υπάρχουν τομείς της Τιγκράι όπου οι εχθροπραξίες συνεχίζονται.