Η προαναγγελία «τυμπάνων του πολέμου» από τα χείλη του Κυριάκου Μητσοτάκη αναφορικά με τα εργασιακά ήρθε να επιβεβαιώσει γιια μια ακόμη φορά την στρατηγική στόχευση της κυβέρνησης.

Υπάρχει άλλωστε το υπο επεξεργασία νομοσχέδιο του υπουργείου Εργασίας, το οποίο αναμένεται να διαλύσει και τις τελευταίες αμφιβολίες (αν είχαν μείνει σε κάποιους) επί του ζητήματος.

Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα πληροφορίες, η κυβέρνηση μέσω του συγκεκριμένου νομοθετήματος στοχεύει να επιβάλει πλήρη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας.

Συγκεκριμένα, οι αλλαγές θα αφορούν το χρόνο εργασίας ο οποίος θα μπορεί να διευθετηθεί μεταξύ 35 και 45 ωρών εβδομαδιαίως κατόπιν συμφωνίας εργαζόμενου και εργοδότη σε επίπεδο επιχείρησης. Οι επιπλέον ώρες δε θα χρεώνονται ως υπερωρίες, άρα και δεν θα πληρώνονται, αλλά θα «επιστρέφονται» στον εργαζόμενο ως ρεπό ή ημέρες άδειας. Ταυτόχρονα το νέο νομοσχέδιο θα προβλέπει την αύξηση του πλαφόν των υπερωριών σε όλους τους κλάδους στις 120 ώρες το εξάμηνο από 98 που ισχύει σήμερα, ενώ ακόμη «μεγαλύτερη ευελιξία» θα παρέχεται από τη δυνατότητα που θα έχουν οι επιχειρήσεις να προσαρμόζουν σε πραγματικό χρόνο τις ώρες εργασίας του εργαζόμενου.

Όλα αυτά έρχονται να εναρμονιστούν πλήρως με τις επιταγές του περίφημου πορίσματος της επιτροπής Πισσαρίδη, αλλά κυρίως -όπως αναφέρουν οι καλά γνωρίζοντες- με τα «θέλω» εργοδοτικών φορέων, όπως ο ΣΕΒ.

Η κυβέρνηση όμως δε δείχνει διατεθειμένη να μείνει εκεί, καθώς πάλι δια στόματος του Κυριάκου Μητσοτάκη έβαλε στο στόχαστρο και το νόμο 1264/82 (για την προστασία των συνδικαλιστικών ελευθεριών) της κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου.

Δεν πρέπει επιπλέον κανείς να ξεχνάει πως οι προωθούμενες αλλαγές νομοτελειακά θα λειτουργήσουν αθροιστικά στο «μαύρο» τοπίο που φρόντισε να διαμορφώσει η κυβέρνηση στην αγορά εργασίας με πρόσχημα την κρίση του κοροναϊού, αλλά και σε όλες τις μνημονιακές αντεργατικές ρυθμίσεις της τελευταίας δεκαετίας.

Η Ελλάδα ως εξαίρεση στον ευρωπαϊκό κανόνα

«Αποδεικνύεται μια ακόμη φορά ότι ο βαρέλι της εργασιακής απορρύθμισης δεν έχει πάτο. Μιλάμε για Καιάδα» σημειώνει χαρακτηριστικά μιλώντας στο tvxs.gr ο εργατολόγος και επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Απόστολος Καψάλης, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «βασικός στόχος είναι να έχει τη δυνατότητα ο εργοδότης να μειώνει την προστασία από την εργατική νομοθεσία το κόστος που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο για την τσέπη του χωρίς προσκόμματα διοικητικής φύσης».

Ο κύριος Καψάλης αναφέρει αρχικά πως «αντικειμενικά δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως έχουμε ενώπιόν μας μια πολύ δύσκολα διαχειρίσιμη κατάσταση για οποιαδήποτε κυβέρνηση. Είναι δύσκολη η εξίσωση πώς θα στηρίξει κάποιος τους εργαζόμενους χωρίς να οδηγηθούν σε χρεοκοπία οι μικρές και αδύναμες επιχειρήσεις, με δεδομένο πως έχεις μια οικονομία, η οποία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στον τουρισμό και είναι εκτεθειμένη σε γεωπολιτικές κρίσεις, κρίσεις τύπου κοροναϊού ή χρηματοπιστωτικές κρίσεις τύπου 2010. Έχει αποδειχτεί ότι ως οικονομία αλλά κι ως αγορά εργασίας καταρρέουμε από τους πρώτους κι επανερχόμαστε από τους τελευταίους».

«Φαίνεται λοιπόν πως η κυβέρνηση ενώπιον αυτής της κατάστασης και υποκύπτοντας στην πίεση που δέχεται από τους εργοδοτικούς φορείς -δυστυχώς δεν υπάρχει πίεση από τους εργατικούς φορείς-, τους δίνει τη δυνατότητα να έχουν φθηνότερη εργασία σε αυτή τη συγκυρία» σημειώνει και συνεχίζει: «Δύο πράγματα πρέπει να επισημάνουμε εδώ: Πρώτον, η Ελλάδα κατ’ εξαίρεση από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης (το Συν-Εργασία, το SURE κλπ) έχουν μια και μοναδική ιδιαιτερότητα: δεν είναι σε υποχρεωτική αλλά σε εθελοντική βάση. Εδώ δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη ΑΝ θέλει να βγάλει τον εργαζόμενο σε εκ περιτροπής εργασίας, ΑΝ θέλει να επιβάλει μερικά απασχόληση, ΑΝ θέλει να τον βάλει στο Συν-Εργασία, ΑΝ θέλει να τον βάλει να κάνει υπερωρίες (που δε θα πληρωθεί αλλά θα τις πάρει σε ρεπό), αν,  αν, αν…» προσθέτει.

Όπως υπογραμμίζει διαφορετική είναι η προσέγγιση σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. «Για παράδειγμα στη Γερμανία, η οποία έλαβε πιο αυστηρά μέτρα, είναι υποχρεωτικό. Εφόσον δηλαδή ως επιχείρηση πως έχεις μια συγκεκριμένη μείωση τζίρου, είσαι υποχρεωμένος να εφαρμόσεις συγκεκριμένη μορφή ελαστικής εργασίας, την οποία “ουαί και αλίμονό σου” αν την παραβιάσεις. Κάνει δηλαδή το κράτος ένα δώρο στις επιχειρήσεις εις βάρος της μισθωτής εργασίας, αλλά είναι αυτό και μόνο αυτό. Δεν μπορείς δηλαδή να κάνεις είτε το ένα είτε το άλλο με τον εργαζόμενο, ή να τον κρατήσεις με μια μορφή εργασίας ή να τον απολύσεις ή να πράξεις οτιδήποτε άλλο θεωρείς πως σε βολεύει. Αντίθετα, είσαι υποχρεωμένος να μην τον απολύσεις ή να κάνεις οτιδήποτε άλλο εις βάρος τους πέραν τη δυνατότητας που σου παρέχει το γερμανικό κράτος. Δεν δίνεται, με άλλα λόγια, στον εργοδότη το περιθώριο να “παίξει” με διάφορες επιλογές, να τις συνδυάσει και να χαθεί τελικά η μπάλα» αναφέρει ο κύριος Καψάλης.

«Αντίθετα, εδώ έχουμε παμπολλά παραδείγματα αυθαιρεσίας, που “πατάνε” στα κυβερνητικά μέτρα.. Είχαμε για παράδειγμα πρόσφατα καταγγελίες από εργαζομένους πως τέθηκαν σε εκ περιτροπής εργασίας  στο πλαίσιο του  Συν-Εργασία, αλλά “στο μιλητό” είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν ένα τετράωρο την ημέρα. Κάτι τέτοιο εξυπακούεται πως είναι ανεπίτρεπτο» προσθέτει.

Μέτρα που λειτουργούν αθροιστικά

Το δεύτερο ζήτημα που θέτει ο κύριος Καψάλης έχει να κάνει το γεγονός «ότι τα μέτρα που έχει εισαγάγει η ελληνική έννομη τάξη λειτουργούν αθροιστικά με όλη την υπόλοιπη εργασιακή απορρύθμιση, η οποία είχε εισαχθεί τα προηγούμενα χρόνια, όπως η “κανονική” μερική απασχόληση, η “κανονική” εκ περιτροπής κλπ. Άρα λοιπόν ο εργοδότης δεν επιλέγει και δεν επέλεγε το Συν-Εργασία, γιατί είχε όλα τα υπόλοιπα εφόδια. Αν το συνδυάσεις αυτό με τη μη υποχρεωτικότητα των μέτρων, όπως έχουν οι υπόλοιπες ευρωπαΪκές χώρες προκειμένου να ελέγχουν την κατάσταση, και συνυπολογίζεις την μεγάλη παραβατικότητα που έχουμε εδώ, την αδήλωτη εργασία, καταλαβαίνεις πως είμαστε πολύ μακριά από το να ξέρουμε πώς θα επιδράσουν όλα τα αυτά μαζί στο εργασιακό τοπίο» όπως λέει.

Ταυτόχρονα, ο κύριος Καψάλης δείχνει να με συμμερίζεται πολλές από τις απόψεις που εκφράζονται σχετικά με την κυβερνητική στρατηγική.

«Προσωπικά διαφωνώ κάθετα με την κυρίαρχη άποψη πως η κυβέρνηση αξιοποιεί τη συγκυρία του κοροναϊού για προχωρήσει στην περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Κι αυτό γιατί είναι προφανές ότι φρόντισε να “ξηλώσει” ό,τι είχε απομείνει από την εργασιακή νομοθεσία με το που ανέλαβε την διακυβέρνηση το καλοκαίρι του 2019. Μιλάω για το μίνι μνημόνιο που πέρασε ο Άδωνις Γεωργιάδης, μιλάω για τις αλλαγές στον ΣΕΠΕ, για μικρές αλλαγές στα εργασιακά, οι οποίες νομοθετήθηκαν πριν από τον κοροναϊό. Κυρίως όμως γιατί -και θλίβομαι που το λέω- το εργατικό κίνημα και η Αριστερά δεν ασκούν αυτή τη στιγμή καμιά επιρροή στη λήψη αποφάσεων. Καμιά επιρροή δε δέχεται επί της ουσίας η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή από τα συνδικάτα και τα κόμματα που στηρίζουν τον κόσμο της εργασίας. Οπότε είτε είχαμε κοροναϊό είτε δεν είχαμε, είτε φύγει ο κοροναϊός είτε όχι, άμα θέλει να ξηλώσει την εργατική νομοθεσία, δεν χρειάζεται καμία πανδημία για νομιμοποιήσει μια τέτοια παρέμβαση» σημειώνει και προσθέτει: «Στην πραγματικότητα, μιλάμε για απορρυθμίσεις της εργατικής νομοθεσίας, οι οποίες ενδεχομένως να μην είχαν γίνει αν δεν είχαμε τον κοροναϊό, αλλά προστιθέμενες στα μέτρα που είχαν ληφθεί την περίοδο 2010-2019 πολλαπλασιάζουν αθροιστικά τις επιπτώσεις στην αγορά  εργασίας».

Η χαμένη (για τα συνδικάτα) ευκαιρία επικαιροποίησης νόμου 1264/82 και η κυβερηντική «φούρια» για την κατάργησή του

Αναφορικά με την κατάργηση του νόμου 1264/82, ο κύριος Καψάλης σημειώνει αρχικά πως  «υπάρχει μια αιρετική άποψη, την οποία συμμερίζομαι εγώ και πολύ άλλοι, σύμφωνα την οποία τα συνδικάτα -στα περιθώρια που τους δίνει το Σύνταγμα και οι διεθνείς κανόνες- θα έπρεπε να έχουν εφαρμόσει άλλου είδους προσαρμογές στο νόμο 1264, στην πραγματικότητα και τις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα των εργασιακών».

«Μολονότι είναι από τους πιο προοδευτικούς νόμους που γράφτηκαν εκείνη την εποχή (σσ αρχές της δεκατετίας του ’80)  στην Ευρώπη, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως αφορούσε μια άλλη αγορά εργασίας (για παράδειγμα δεν υπήρχαν υπηρεσίες, αλλά βιοτεχνίες), υπήρχε πρωτογενής τομέας, υπήρχε ανάγκη να αδειάσουν τα χωράφια και οι αγροί για να πάει κόσμος να δουλέψει στην αναπτυσσόμενη τότε οικονομία. Οπότε μιλάμε για οργανωμένες μεσαίου και μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις, με τακτικότητα στις αποδοχές, και σταθερές εργασιακές σχέσεις, ενώ είχαμε να κάνουμε και με χαμηλά ποσοστά ανεργίας» επισημαίνει και συνεχίζει: «Παρ’ όλα αυτά, είναι ένας νόμος που παρά τη μη επικαιροποίησή του λειτουργούσε και λειτουργεί. Τα συνδικάτα όμως, όταν είχαν τη δυνατότητα, δεν μπορέσανε να διεκδικήσουν μια αλλαγή του προς το πιο “ευέλικτο” για τη δική τους δουλειά και τις δικές τους αναγκες, με αποτέλεσμα σήμερα να μην μπορεί να προσφέρει λύσεις στις νέες μορφές απασχόλησης και στην σκληρή αγορά εργασίας, και με αφορμή την οικονομική κρίση. Εξακολουθεί όμως να περιέχει κάποιες διασφαλίσεις πολύ ενοχλητικές για την εργοδοτική πλευρά. Να θυμίσω πως -αν εξαιρέσεις τις πρόσφατες αλλαγές για τις συνδικαλιστικές άδειες, την έμμεση ανταπεργία και το 50+1 για την απεργία- είναι ο μόνος από τους νόμους για τα εργασιακά. που έχει μείνει εν πολλοίς άθικτος. Είναι δηλαδή ο μόνος θεμελιώδης εργατικός νόμος που δεν έχει “ξηλωθεί”».

Γιατί όμως επιλέγει η κυβέρνηση Μητσοτάκη να «ξηλώσει» τώρα το συγκεκριμένο νόμο; Ο κύριος Καψάλης απαντάει σχετικά: «Δύο βασικές ερμηνείες μπορεί να δοθούνε: Η μία μπορεί να είναι πως βλέπουν μπροστά τους ξεσηκωμούς και θύελλες, καθώς η οικονομία αν συνεχίσει έτσι με τον κοροναϊό θα ανατιναχθεί. Με άλλα λόγια, πιστεύουν πως ακόμη κι αυτές οι μικρές ασφαλιστικές δικλείδες προς όφελος του κόσμου της εργασίας πρέπει να εξαλειφθούν. Η δεύτερη  ανάλυση -με την οποία δε συμφωνώ αλλά οφείλω να την καταθέσω- είναι πως θεωρούν ότι μια καλή ευκαιρία να περάσουν διάφορα πράγματα σε αυτή τη συγκυρία που τα συνδικάτα είναι σε πανικό λόγω του κοροναϊού».

Τι συμβαίνει με τις επιδοτούμενες 100.000 θέσεις εργασίας;

Επιφυλακτικός εμφανίζεται και σχετικά με την κυβερνητική εξαγγελία για 100.000 θέσεις εργασίας με επιδότηση ασφαλιστικών εισφορών.

«Δυνητικά θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει κάποια πλεονεκτήματα, εφόσον μιλάμε για οργανωμένα κράτη, με προστασία των εργαζομένων από τις απολύσεις. Ακόμη κι αυτά τα πλεονεκτήματα όμως ισχύουν μόνο εφόσον ένα τέτοιο πρόγραμμα εφαρμοζόταν επικουρικά/συνδυαστικά προς κάποια άλλα πολύ πιο δομικά στοιχεία και μάλιστα με στόχευση κλαδική ή και ηλικιακή. Αν το βάλεις από μόνο του μπροστά, δεν κάνεις τίποτα» σημειώνει με νόημα.

Το πραγματικό ποσοστό της ανεργίας, οι «οικονομικά μη ενεργοί» και «αποθαρρυμένοι»

Τέλος, αναφέρεται και στο ζήτημα των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία και τις αντιδράσεις που προκαλεί η παρουσιαζόμενη μείωσή του ποσοστού της ανεργίας μέσω του «βαφτίσματος» πολλών ανέργων ως «οικονομικά μη ενεργών»

«Πρόκειται για μια διαχρονική δυσκολία στο να αποτυπωθεί η πραγματική ανεργία. Στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έχουμε επισημάνει πως πρέπει πάντοτε να προσθέτουμε ένα 5% στο ποσοστό της ανεργίας, καθώς γιατί μεταξύ των οικονομικά μη ενεργούς περιλαμβάνονται και οι “αποθαρρυμένοι”» διευκρινίζει ο κύριος Καψάλης.

«Με απλά λόγια, εάν για παράδειγμα απαντήσεις στο σχετικό ερωτηματολόγιο ότι -αν και άνεργος- έχεις μοιράσει έστω και για μια ώρα φυλλάδια τον τελευταίο μήνα, κατατάσσεται αυτομάτως στους εργαζόμενους. Ακόμη όμως κι αν δηλώσεις πως δεν έχεις δουλέψεις καθόλου, δεν κατατάσσεται αυτομάτως στους ανέργους, καθώς υπάρχει ερώτηση σχετικά με το εάν ψάχνεις δουλειά. Εάν σε αυτή την ερώτηση απαντήσεις “όχι”, δε σε ρωτάνε για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό γιατί είναι τελείως διαφορετικό πχ το “δεν ψάχνω, γιατί κέρδισα το Λόττο” από το “είμαι άνεργος, αλλά δεν ψάχνω δουλειά, γιατί δεν βρίσκω τόσα χρόνια κι έχω απογοητευτεί”. Η τελευταία απάντηση έχει να κάνει με πραγματικό αλλά “αποθαρρυμένο” άνεργο, ο οποίος υπό διαφορετικές συνθήκες θα αναζητούσε εργασία εάν για παράδειγμα είχαμε έναν ΟΑΕΔ τύπου Ολλανδίας. Σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να υπολογίζεται στους ανέργους κι όχι στους οικονομικά μη ενεργούς, όπως συμβαίνει σήμερα» και καταλήγει αναφέροντας:

«Στο ανακοινωμένο ποσοστό ανεργίας από την ΕΛΣΤΑΤ -με βάση όλες τις διεθνείς μελέτες- εφόσον προσθέσεις ένα 5%, είσαι μέσα. Εδώ βέβαια υπάρχει και το επιπλέον στοιχείο όσων βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής εργασίας. Όλοι αυτοί δε θεωρούνται άνεργοι., καθώς μπορεί επί της ουσίας να αναστέλλεται η εργασιακή σχέση τους, αλλά δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας, αλλά επίδομα ειδικού σκοπού. Δεν έχει προβλεφθεί από την ΕΛΣΤΑΤ και τη Eurostat σχετική υποκατηγορία ανέργων, οπότε χάνονται στον γενικό αριθμό».