ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ: ΔΥΟ ΤΑ είδη εθνικισμού στην χώρα μας

Για έναν νέο ιστορικό κύκλο στην Ευρώπη που “μας φέρνει στο φάσμα μιας άλλης εκδοχής του φασισμού” μιλά ο Διεθνολόγος, Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) και συγγραφέας του βιβλίου “Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν” Κωνσταντίνος Φίλης. Θεωρεί “ισορροπημένη συμφωνία” τη συμφωνία των Πρεσπών σημειώνοντας τις επιπτώσεις που θα είχε στη διεθνή θέση της χώρας η μη συμφωνία.

-Αν δεν κυρωθεί η συμφωνία των Πρεσπών από την ελληνική Βουλή όπως ζητά όλη η αντιπολίτευση (πλην Ποταμιού) θα είναι καλύτερα τα πράγματα για τη χώρα μας; Μπορεί η επόμενη κυβέρνηση να πετύχει καλύτερη συμφωνία;

Πιστεύω ότι η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μία ισορροπημένη συμφωνία, με θετικά και αρνητικά. Δεν είναι ούτε εθνικός θρίαμβος, ούτε εθνική καταστροφή. Ασφαλώς όταν συμβιβάζεσαι προκειμένου να καταλήξεις σε συμφωνία και με την πρόθεση αυτή να αντέξει στον χρόνο, προβαίνεις και σε υποχωρήσεις. Η πιο προβληματική αφορά στη μακεδονική ιθαγένεια, στο γεγονός ότι η γλώσσα δεν έμεινε αμετάφραστο makedonski και στη δυνατότητα ερμηνειών και παρερμηνειών που αφήνει η διατύπωση ορισμένων άρθρων. Από εκεί και πέρα, ωστόσο, αν θέλουμε να ενισχύσουμε τη θέση της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή, να ανασχέσουμε την επιρροή Τουρκίας, Αλβανίας, Βουλγαρίας και Σερβίας και να μετριάσουμε τον ανθελληνισμό και τον εθνικισμό κυρίως του σλαβομακεδονικού στοιχείου, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από κάπου. Και η βάση/αρχή για να προσπαθήσουμε να πετύχουμε τους παραπάνω σκοπούς δεν μπορεί παρά να είναι η επίτευξη μίας συμφωνίας για το ονοματολογικό. Επισημαίνω πως η επιτυχία μόνο δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται, αλλά η μη συμφωνία δεν θα μας προσέφερε καμία δυνατότητα αποτελεσματικής παρέμβασης υπέρ των θέσωεν μας στα δρώμενα.

-Εφόσον ολοκληρωθεί η συνταγματική αναθεώρηση στα Σκόπια, πώς διαγράφεται η επόμενη μέρα για τις διμερείς σχέσεις;

Εφόσον οι Πρέσπες ολοκληρωθούν και αρχίζουν να εφαρμόζονται με αμοιβαία καλή πίστη (αναγκαία συνθήκη πλέον μετά τις παλινωδίες Ζάεφ η προσθήκη ενός ερμηνευτικού πρωτοκόλλου στην αρχική συμφωνία, αφότου αυτή περάσει από τη Βουλή της FYROM), η Αθήνα θα έχει την ευκαιρία: να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της γείτονος (και) μέσω και του λιμανιού της Θεσσαλονίκης αλλά και συμμετέχοντας επενδυτικά στην ανοικοδόμηση της γείτονος, να εκπαιδεύσει τις ένοπλες δυνάμεις της γείτονος στην πορεία ένταξης αλλά και κατόπιν στο ΝΑΤΟ, να προσφέρει τις υπηρεσίες και την τεχνογνωσία της για τις απαραίτητες θεσμικές αλλαγές προκειμένου η πΓΔΜ να αρχίσει να εναρμονίζεται με το ευρωπαϊκό κεκτημένο ενισχύοντας τις προοπτικές ένταξής της στην ευρωπαϊκή οικογένεια (σε βάθος χρόνου). Η Συμφωνία διευκολύνει αυτές τις ενέργειες εμβάθυνσης της συνεργασίας και κατ’επέκταση της επιρροής μας, χωρίς ασφαλώς το αποτέλεσμα να είναι εξασφαλισμένο. Διότι, αν επί παραδείγματι αρχίσουν να ξεφυτρώνουν σύλλογοι, φροντιστήρια, και γενικότερα ομάδες συμφερόντων στη Βόρεια Ελλάδα που θα θελήσουν να εκμεταλλευτούν την αναγνώριση της γλώσσας και της υπηκοότητας ως «μακεδονικής» για να εγείρουν έμμεσες διεκδικήσεις εναντίον της Ελληνικής Πολιτείας ή έστω να κατοχυρώσουν την ταυτότητά τους, τότε οι κοινωνικές αντιδράσεις θα φουντώσουν σε όφελος όσων εθνικιστών επενδύουν στην αναστάτωση.

-Υπάρχει πρόβλημα εθνικισμού στη χώρα μας;

Αυτό που εντοπίζω είναι η απενοχοποίηση φωνών που μέχρι πρότινος θεωρούνταν ακραίες και οι οποίες σταδιακά γίνονται mainstream στον δημόσιο διάλογο.

Υπάρχουν (τουλάχιστον) δύο είδη εθνικισμού σήμερα στη χώρα μας: αυτός που απορρέει, όπως και σε πολλά σημεία της Γηραιάς Ηπείρου, από την αντίθεση στις κύριες επιλογές της ΕΕ και εν γένει τις πολιτικές ελίτ και συνδέεται με τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό. Η απογοήτευση και ο θυμός απέναντί τους, το αίσθημα ανασφάλειας (οικονομικής, κοινωνικής), οι ανισότητες και τα προσφυγομεταναστευτικά ρεύματα προκαλούν φόβο (συχνά και αποστροφή) για καθετί το «ξένο». Κυρίως, όμως, στρέφουν την κοινωνία στο συντηρητισμό και την επιστροφή σε παραδοσιακές αντιλήψεις και ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο αναδεικνύεται μία κρίση ταυτότητας. Έτσι, η ροπή προς τον αυταρχισμό (βλ. Πολωνία, Ουγγαρία) και η σταδιακή ανάδειξη του διλήμματος σταθερότητα ή εκπτώσεις στη δημοκρατία αποκτούν ισχυρή δυναμική. Όσο, μάλιστα, η καθεστηκυία τάξη αδυνατεί να αφουγκραστεί την κοινωνία και τα δίκαια (όχι τα παράλογα) αιτήματά της, τόσο το φαινόμενο αμφισβήτησης -που βρίσκει φωνή και σε λαϊκιστικές απόψεις και σε ακραίες αντιλήψεις- θα διογκώνεται. Αν για παράδειγμα δούμε τη ρητορική στη διαχείριση του προσφυγομετεναστευτικού, θα διαπιστώσουμε πως προτείνεται η περιχαράκωση στα εθνικά σύνορα και λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο «κέντρο»-Βρυξέλλες προκρίνεται η επιστροφή των αποφάσεων για κρίσιμα ζητήματα στο εθνικό κέντρο. Στην Ελλάδα, υπάρχουν ακόμη αντιστάσεις, αλλά σε συγκεκριμένες περιοχές.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.