Παρακινημένος από το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Πέτρου Μανταίου στο φύλλο της 25/11, με τίτλο «Μπάχαλο, μπαχαλάκηδες και έκπτωση πολιτικού λόγου», είπα να επανέλθω στο θέμα. Λοιπόν, ως γνωστόν, το νέο κυβερνητικό δόγμα της «κανονικότητας» προβλέπει όλο και λιγότερο χώρο για τους πάσης φύσεως αποκλίνοντες.
Οι ασχημονούντες πραιτοριανοί του κ. Χρυσοχοΐδη ξεβρακώνουν διαδηλωτές, εκκενώνουν καταλήψεις, ξυλοκοπούν φοιτητές, κάνουν τους νταήδες σε κατατρεγμένους πρόσφυγες και μετανάστες, ενώ συμπεριφέρονται σαν στρατός κατοχής σε ορισμένα «καυτά» σημεία, όπως τα Εξάρχεια, για να καταστήσουν σαφές πως οι ημέρες των «μπαχαλάκηδων», όπως τους χαρακτήρισε ο κ. Μητσοτάκης, παρήλθαν οριστικά. Στον ΣΚΑΪ, ο πρωθυπουργός, μιλώντας προσφάτως στον κ. Αυτιά, ήταν σαφής: «Να τελειώνουμε με τις γιάφκες, τους μπαχαλάκηδες και τα εργαστήρια κατασκευής μολότοφ».
Από πού προέρχεται και τι σημαίνει η λέξη «μπάχαλο», που παράγει τους «μπάχαλους» ή τους «μπαχαλάκηδες»;
Το Μείζον Ελληνικό Λεξικό δεν δίνει καμία ετυμολογία, ενώ το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως το «μπάχαλο», χωρίς πληθυντικό, σημαίνει κατάσταση μεγάλης σύγχυσης, ανακατωσούρα. Παράδειγμα: άρχισαν να φωνάζουν όλοι μαζί κι έγινε μπάχαλο. Συνώνυμα της λέξης: χάος, άνω-κάτω. Το Λεξικό καταλήγει πως το «μπάχαλο» είναι μια ηχομιμητική λέξη με σχηματισμό κατ’ αναλογίαν με το κρόταλο, ρόπαλο, θρύψαλο, κ.λπ.
Το Βικιλεξικό συμφωνεί με τον κ. Μπαμπινιώτη μεν, αλλά προτείνει και μια άλλη ετυμολόγηση: από την αραβική λέξη «bihali», που σημαίνει «διάλυση». Το διαδικτυακό λεξικό αναφέρει πως στον ενικό η λέξη σημαίνει (στην αργκό) «μπέρδεμα, ακαταστασία», ενώ στον πληθυντικό, (τα μπάχαλα) είναι τα «επεισόδια, οι συγκρούσεις με την αστυνομία».
Η ετυμολόγηση από το Βικιλεξικό της λέξης «μπάχαλο» πλησιάζει και σε μια άλλη σχετική ετυμολογία που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο. Την παραθέτω με επιφύλαξη, καθώς δεν είναι δυνατόν να διασταυρωθεί. Το «μπάχαλο» λοιπόν είναι παραφθαρμένη η λέξη «μπαχαολλά», της οποίας η σημασία είναι «η δόξα του Θεού» στην ορολογία της θρησκείας Μπαχάι.
Αυτή η δόξα του Θεού, αυτό το «μπαχαολλά», αποδίδεται από τους πιστούς της Μπαχάι στα ιερά πρόσωπα, που αυτό το δόγμα τιμά και σέβεται ως αγγελιαφόρους του Θεού, δηλαδή στον Αβραάμ, τον Μωυσή, τον Κρίσνα, τον Βούδα, τον Ζωροάστρη, τον Ιησού και τον Μωάμεθ.
Η πίστη Μπαχάι θεωρείται η συνέχεια της πίστης Μπαμπί, που ιδρύθηκε στο Ιράν από τον Σαγιέντ Αλι-Μουχάμαντ Σιράζι (1819-1850), τον επονομαζόμενο Μπαμπ (η Πύλη). Αυτός ο Μπαμπ, εν είδει Ιωάννη Προδρόμου, προανήγγειλε την έλευση μιας παρουσίας μεγαλύτερης από τον ίδιο, που ήταν ο Μιζρά Χουσεΐν-Αλί-ι-Νουρί, δηλαδή ο τελευταίος Μπαχά’ο’λλά(χ), η εσχάτη «δόξα του Θεού»…
Η πίστη Μπαχάι είναι ένα αμάλγαμα όλων των θρησκειών που αντιστοιχούν στα ιερά πρόσωπα που προαναφέραμε. Συνεπώς, εδώ έχουμε μια -πώς να την πούμε- δογματική ανακατωσούρα, ένα «μπάχαλο»…
Αυτή η εξήγηση της προέλευσης της λέξης «μπάχαλο», ε, όσο να ’ναι δίνει έναν άλλο αέρα, μια άλλη ακτινοβολία στους μπαχαλάκηδες, σ’ αυτούς δηλαδή που αρέσκονται να δημιουργούν αναίτια μπάχαλα, επεισόδια που διασαλεύουν την έννομο τάξη, που προξενούν αλόγιστες καταστροφές, είτε εμφορούμενοι από μια μηδενιστική ιδεολογία, είτε λειτουργώντας ως προβοκάτορες.
Αυτοί οι «μπαχαλάκηδες», ή «μπάχαλοι», τουλάχιστον για μια μερίδα του Τύπου που κανοναρχεί ένα αντίστοιχο μέρος της κοινής γνώμης, ταυτίζονται με τους διαβόητους «γνωστούς-αγνώστους», τους «κουκουλοφόρους». Υποτίθεται πως το κράτος ξέρει πολύ καλά ποιοι είναι, τα ονόματα και τις διευθύνσεις τους, αλλά για κάποιους σκοτεινούς λόγους δεν τους μαντρώνει, αφήνοντάς τους να σκορπούν το χάος και τον όλεθρο. Δεν ξέρω κατά πόσον κάτι τέτοιο ισχύει, αλλά εάν συμπεριλάβουμε στους επονείδιστους «μπαχαλάκηδες» και τους ίδιους τους αστυνομικούς που δημιουργούν επεισόδια για προβοκάτσια, ντυμένοι στα μαύρα, με κουκούλες και μολότοφ στο χέρι, όπως έχουν αποτυπωθεί σε πάμπολλα βίντεο, τότε, ναι, πράγματι, κάποιοι μπαχαλάκηδες είναι όντως γνωστοί-άγνωστοι, μιας και είναι δημόσιοι υπάλληλοι, άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας, που τα σπάνε γενικώς, για να χρεώσουν μετά τα επεισόδια ειδικώς στον αναρχικό και αντιεξουσιαστικό χώρο…
Επίσης, μπαχαλάκηδες μπορούν να χαρακτηριστούν και κάποιοι χουλιγκάνοι, κάποιοι φανατικοί οπαδοί μεγάλων ομάδων. Αυτοί βέβαια όχι απλώς διασαλεύουν την τάξη, της αλλάζουν τα φώτα, λειτουργώντας όμως σαν άτυπος ιδιωτικός στρατός του Μεγάλου Αφεντικού, που τυγχάνει Πρόεδρος στην όποια Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία. Αυτοί κι αν κάνουν μπάχαλα, αυτοί κι αν τρομοκρατούν όποιον εναντιώνεται στον Αφέντη, ο οποίος, έτσι, πείθει τους ανταγωνιστές του, το κράτος και την κοινωνία, πως η θέλησή του είναι διαταγή και πως είναι υπεράνω νόμων και τιμωριών. Αυτοί οι μπάχαλοι είναι σίγουρα γνωστοί-άγνωστοι: οι πάντες τους γνωρίζουν, ειδικά στους αθλητικούς συνδέσμους και στις τοπικές κοινωνίες, αλλά χαίρουν της προστασίας του Αφέντη.
Πάντως, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο όρος «μπαχαλάκηδες», ή «μπάχαλοι», δημιουργήθηκε από τους Ελληνες φοιτητές στη Ρουμανία της δεκαετίας του ’80, για να χαρακτηρίσουν τη συμπεριφορά των Αράβων συμφοιτητών τους, που ήταν υπερβολικά τεμπέληδες και απείθαρχοι για να ανταποκριθούν στις πανεπιστημιακές υποχρεώσεις τους. Από τότε, στα ΑΕΙ, οι μπαχαλάκηδες, ήταν εκείνοι που αντιδρούσαν μόνο και μόνο για να αντιδράσουν, χωρίς να υπηρετούν μια συγκεκριμένη ιδεολογία, αποτελώντας έναν από τους κυριότερους παράγοντες της διάλυσης και της νοσηρότητας στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αυτοί οι μπαχαλάκηδες υποτίθεται πως ενδυναμώθηκαν και πληθύνθηκαν κατά την περίοδο των ταραχών που συγκλόνισαν την Ελλάδα, μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου το 2008.
Τότε, οι μπαχαλάκηδες διασυνθέθηκαν με άλλους μπαχαλοκομάντο από τον οπαδικό χώρο και αναβαθμίστηκαν επιχειρησιακώς. Ο αναρχικός και αντιεξουσιαστικός χώρος, σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, διέρρηξε τους όποιους δεσμούς του με τους στερούμενους ιδεολογίας και σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή και θιασώτες της τυφλής βίας «μπαχαλάκηδες», μετά τον τραγικό θάνατο των αθώων υπαλλήλων στη Μαρφίν το 2010…