Πριν ακόμα προλάβει η ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων να ολοκληρώσει τις εργασίες της και να καταλήξει στην εισήγηση που θα κάνει προς το υπουργείο Εσωτερικών για το ζήτημα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού, η Νέα Δημοκρατία έσπευσε να επιτεθεί στην κυβέρνηση, κατηγορώντας την ότι «εμπαίζει τους εκατοντάδες χιλιάδες Ελληνες που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης».
Την κατηγόρησε ακόμα ότι ετοιμάζεται να φέρει ένα νομοσχέδιο «που καταστρατηγεί τη συνταγματική αρχή της ισότητας ψήφου» και την κάλεσε «να μη διανοηθεί» να το καταθέσει, αλλά να υπερψηφίσει τη δική της σχετική πρόταση. Με αυτόν τον τρόπο η Ν.Δ. προεξοφλούσε την αρνητική στάση που θα κρατήσει και σε αυτό το ζήτημα.
Η επίθεση αυτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης πραγματοποιήθηκε με αφορμή το βασικό θέμα της εφημερίδας «Καθημερινή» της 1/2/2019 («Παιχνίδια» με την ψήφο των αποδήμων), το οποίο μιλούσε για «πρόταση – εμπαιγμό των Ελλήνων του Εξωτερικού», δημοσιοποιώντας διαρροή, σύμφωνα με την οποία, η πλειοψηφία στην αρμόδια επιτροπή -υπό την προεδρία του γ.γ. του ΥΠΕΣ Κώστα Πουλάκη- προκρίνει ως λύση τη δημιουργία τριών βουλευτικών εδρών για τους «απόδημους», των οποίων η ψήφος δεν θα προσμετράται στο σύνολο της επικράτειας.
Βέβαια, συζήτηση για συγκεκριμένο αριθμό βουλευτικών εδρών δεν έχει μέχρι στιγμής γίνει στην επιτροπή, ενώ υπάρχουν εισηγήσεις για σαφώς μεγαλύτερο αριθμό εδρών. Το δημοσίευμα, μάλιστα, επικαλούνταν την άποψη «παροικούντων την Ιερουσαλήμ» περί «κατάφωρης αντισυνταγματικότητας» της πρότασης αυτής και έλεγε ακόμα ότι υπάρχουν και δύο μειοψηφήσαντες στην επιτροπή.
Και την επόμενη μέρα, με επιστολή του στην ίδια εφημερίδα, ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος γνωστοποιούσε ότι οι μειοψηφήσαντες είναι ο ίδιος και ο καθηγητής Σπ. Βλαχόπουλος, οι οποίοι και θεωρούν ότι «αντίκειται προς το Σύνταγμα η μη λήψη υπ’ όψιν της ψήφου των εκλογέων εξωτερικού στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα», δυναμιτίζοντας έτσι το κλίμα μέσα στην επιτροπή. Υπενθυμίζουμε ότι μιλώντας στην «Εφ.Συν.» (19.05.2018), ο κ. Αλιβιζάτος υποστήριζε πως πρέπει μεν η ψήφος των αποδήμων να λαμβάνεται υπόψη στο συνολικό αποτέλεσμα, ωστόσο να αφορά την εκλογή περιορισμένου αριθμού βουλευτών.
Οσο για τη Ν.Δ., η οποία θέλει οι απόδημοι να ψηφίζουν κόμμα (και όχι βουλευτές, όπως δηλαδή συμβαίνει με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας) και να προσμετρώνται στο αποτέλεσμα της επικράτειας, έχει παραδοσιακά στόχο τη διεύρυνση του εκλογικού της ακροατηρίου, θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα κοινό κατά βάση συντηρητικό και δεξιό. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ’ την αρχή.
Τεχνικές δυσκολίες
Η υπόθεση της λεγόμενης «ψήφου των αποδήμων» δεν έχει αντιμετωπιστεί μέχρι σήμερα, και οι σχετικές απόπειρες έχουν αποδειχτεί αλυσιτελείς όχι μόνο επειδή υπάρχουν πολλές τεχνικές δυσκολίες για την ένταξη των «αποδήμων» στην εκλογική διαδικασία, αλλά και επειδή δεν έχει μέχρι σήμερα προσδιοριστεί με σαφήνεια ποιοι είναι οι «απόδημοι» ή οι «ομογενείς» που πρέπει να τους αφορά το μέτρο.
Κάτω από τον γενικό αυτό όρο, υπονοούνται οι μόνιμοι μετανάστες (όσοι δηλαδή έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελλάδα και εγκαθίστανται σε χώρα του εξωτερικού για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους), οι προσωρινοί μετανάστες (όσοι μεταβαίνουν για μικρότερο του έτους ή λ.χ. ναυτολογούνται), αλλά και οι «ομογενείς» ή «ομοεθνείς» (μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού, γεννημένοι στην Ελλάδα ή καταγόμενοι από Ελληνες γονείς).
Αυτή η τελευταία κατηγορία, που διακρίνεται σε μετανάστες πρώτης γενιάς, ομογενείς δεύτερης ή τρίτης γενιάς κοκ, μπαίνει υποχρεωτικά στο κάδρο, αφού η Ελλάδα έχει ίσως την παγκόσμια πρωτοτυπία ο Κώδικας Ιθαγένειας να προβλέπει ότι ένας μετανάστης στο εξωτερικό, ακόμα και πέμπτης γενιάς, μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια και άρα να εγγραφεί και στους εκλογικούς καταλόγους.
Και βέβαια αυτή είναι η κατηγορία εκλογέων που στην πραγματικότητα προκαλεί τις περισσότερες συζητήσεις, γιατί εμπεριέχει έναν τόσο μεγάλο αριθμό δυνητικών ψηφοφόρων, οι οποίοι ενδεχομένως έχουν μια νοσταλγία για μια χώρα που όμως δεν γνωρίζουν και όχι βιοτικούς δεσμούς μαζί της, και που η συμμετοχή τους στην εκλογική διαδικασία μπορεί να επιδράσει καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια, μπορεί η Αστόρια να βγάζει κυβερνήσεις στην Ελλάδα.
Μεταξύ των κατηγοριών αυτών υπάρχει, λοιπόν, μια σύγχυση, η οποία δεν είναι πάντοτε αθώα. Σκοπίμως, λ.χ., η Ν.Δ. αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της πρότασης νόμου που έχει καταθέσει στην κατηγορία των πολιτών που υποχρεώθηκαν να μεταναστεύσουν κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση, αλλά οι προτεινόμενες ρυθμίσεις αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των νέων εκλογέων και οι άλλες κατηγορίες.
Επίσης, σκοπίμως μπερδεύονται οι προβλέψεις του άρθρου 108 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στην υποχρέωση του κράτους «να μεριμνά για τη ζωή του απόδημου Ελληνισμού και τη διατήρηση των δεσμών του με τη μητέρα Πατρίδα» και του άρθρου 54 παρ. 4, στο οποίο με την αναθεώρηση του 2001 έχει προστεθεί η δυνητική περίπτωση να παραχωρηθεί εκλογικό δικαίωμα στους εκτός Ελλάδας πολίτες: «Νόμος που ψηφίζεται με την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών μπορεί να ορίζει τα σχετικά με την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκλογείς που βρίσκονται έξω από την Επικράτεια».
Κάτω, όμως, από το «αθώο» και αυτονόητο αίτημα να ισχύει η αρχή της καθολικότητας της ψήφου και για τους εκτός επικράτειας πολίτες, υποκρύπτεται η σαφής διάθεση πολιτικής εκμετάλλευσης του ζητήματος προκειμένου να ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό της χώρας. Το αποκαλύπτει με ωμό τρόπο ο προσωπικός βιογράφος του Κώστα Καραμανλή, Μανώλης Κοττάκης: «Ο πρώην πρωθυπουργός αποπειράθηκε να αλλάξει τους βασικούς συσχετισμούς της μεταπολίτευσης υπέρ της Κεντροδεξιάς με την ψήφο των αποδήμων» (βλ. «Καραμανλής off the record», εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2011, σ. 472).
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη Δημοκρατία μέσω του Δικαίου, γνωστή και ως Επιτροπή της Βενετίας (Venice Commission), έχει μεν υποδείξει την ευρωπαϊκή τάση να αποδοθεί ψήφος στους αποδήμους, αλλά έχει επισημάνει και τα αρνητικά στοιχεία μιας τέτοιας επιλογής:
-
- Οι εκτός Επικρατείας ενδιαφέρονται λιγότερο, ή είναι λιγότερο γνώστες της καθημερινότητας, των προβλημάτων και των πολιτικών πραγμάτων της χώρας καταγωγής τους, συνεπώς ο πολιτικός τους σύνδεσμος με αυτήν αναγκαία ατονεί.
- Υπάρχει δυσκολία στην επικοινώνηση προεκλογικών προγραμμάτων στους εκτός Επικρατείας.
- Οι εκτός Επικρατείας πολίτες δεν υφίστανται άμεσα τις συνέπειες της ψήφου τους.
- Οι εκτός Επικρατείας ενδιαφέρονται λιγότερο, ή είναι λιγότερο γνώστες της καθημερινότητας, των προβλημάτων και των πολιτικών πραγμάτων της χώρας καταγωγής τους, συνεπώς ο πολιτικός τους σύνδεσμος με αυτήν αναγκαία ατονεί.
- Υπάρχει δυσκολία στην επικοινώνηση προεκλογικών προγραμμάτων στους εκτός Επικρατείας.
- Οι εκτός Επικρατείας πολίτες δεν υφίστανται άμεσα τις συνέπειες της ψήφου τους.
Βεβαίως αυτές οι ενστάσεις δεν αφορούν τους μετανάστες της κρίσης, αλλά ισχύουν στο ακέραιο για τους λεγόμενους «ομογενείς» δεύτερης και τρίτης γενιάς. Γι’ αυτόν τον λόγο, στην περίπτωση κρατών που έχουν μεγάλο αριθμό πολιτών που ζουν στο εξωτερικό, και συνεπώς οι ψήφοι αυτών θα μπορούσαν να επηρεάσουν αισθητά το εκλογικό αποτέλεσμα, η Επιτροπή της Βενετίας θεωρεί πιο ενδεδειγμένη την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση μέσω προκαθορισμένου αριθμού εκλεγμένων κοινοβουλευτικών εκπροσώπων.
Βέλτιστη πρακτική ακολουθούν κατά την Επιτροπή της Βενετίας οι περιπτώσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες επέλεξαν να αμβλύνουν τις συνέπειες της μαζικότητας της συμμετοχής των εκτός επικράτειας, αναγνωρίζοντας στους τελευταίους δικαίωμα εκπροσώπησης μέσω προκαθορισμένου αριθμού βουλευτών ή γερουσιαστών (12 γερουσιαστές για τη Γαλλία, 12 βουλευτές και 4 γερουσιαστές για την Ιταλία, 4 βουλευτές για την Πορτογαλία) (βλ. Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου [ΕΕΔΑ], «Διευκόλυνση άσκησης δικαιώματος ψήφου από τους εκτός επικρατείας Ελληνες πολίτες. Εκθεση», Δεκέμβριος 2017).
Αλλες χώρες έχουν προτιμήσει να βάλουν περιορισμούς στη δυνατότητα ψήφου των αποδήμων. Κράτη, λ.χ., όπως η Γερμανία, η Δανία, η Μάλτα, η Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αποκλείουν όσους βρίσκονται εκτός επικράτειας πάνω από ένα χρονικό όριο (π.χ. 10 χρόνια).
Αλλωστε και η ίδια η ΕΕΔΑ περιλαμβάνει στις εισηγήσεις της προς το ελληνικό κράτος τόσο τους περιορισμούς στη δυνατότητα ψήφου των αποδήμων όσο και την πρόταση η ψήφος αυτή να μετρά μόνο για τρεις έδρες του ψηφοδελτίου Επικρατείας και να μην προσμετράται για την εξαγωγή του εκλογικού μέτρου.
Τα δεδομένα
Κατά συνέπεια, οι καταγγελίες της «Καθημερινής» και η αντίδραση της Ν.Δ. δεν στηρίζονται στα πραγματικά δεδομένα. Η πρόταση για «ψήφο εκπροσώπησης» που φαίνεται ότι προκρίνει η πλειοψηφία της επιτροπής εμπειρογνωμόνων εδράζεται πλήρως στην ευρωπαϊκή πρακτική. Οσο για το επιχείρημα της μειοψηφίας, ότι έτσι παραβιάζεται η αρχή της «ισότητας της ψήφου», αν δεν συνυπολογίζονται οι ψήφοι των αποδήμων στο συνολικό αποτέλεσμα, η απάντηση είναι απλή: ούτως ή άλλως με το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν είναι «ίση» η ψήφος, εφόσον σε μια εκλογική περιφέρεια κάποιος εκλέγεται με 50.000 ψήφους και σε μια άλλη με 5.000. Για την ακρίβεια, δεν υπάρχει κανένα κράτος στον κόσμο που να δίνει δικαίωμα ψήφου στους εκτός επικράτειας ίδιας βαρύτητας με την ψήφο των εντός.
Ενώ το ζήτημα αυτό σχετίζεται και με τον τελικό αριθμό βουλευτών που θα αποδοθεί στους απόδημους, όπου μια πρόταση είναι να αποφασίζεται κάθε φορά μετά τη σύνταξη των σχετικών ειδικών εκλογικών καταλόγων με μέγιστο αριθμό το 15, όπως συνταγματικά προβλέπεται για τους βουλευτές Επικρατείας.
Μέσα πάντως από τη διαδικασία αυτή αναδείχθηκε για ακόμα μια φορά ότι οι δυσκολίες προκύπτουν από το γεγονός πως η Ν.Δ. θέλει να αξιοποιήσει για κομματικούς λόγους τις σχετικές ρυθμίσεις. Και βέβαια, όταν επί χρόνια το κομματικό σύστημα αδυνατούσε να ρυθμίσει ακόμα και το ζήτημα των «ετεροδημοτών», ακριβώς επειδή η όποια λύση θα προσέκρουε σε κομματικούς υπολογισμούς, είναι εύλογο να περιμένουμε δυσκολίες κατά τη ρύθμιση ενός μέτρου που αφορά τέτοιο απροσδιόριστο αριθμό νέων εκλογέων.
Απάντηση Χαρίτση
«Η επιτροπή συνεχίζει το έργο της, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υποβάλει προς το υπουργείο Εσωτερικών το πόρισμά της. […] Μέχρι την υιοθέτηση ή την απόρριψη ενός τέτοιου πορίσματος από τον υπουργό Εσωτερικών και την κυβέρνηση, οποιαδήποτε διασπορά φημών, σεναρίων ή «πληροφοριών» τραυματίζει τον δημόσιο διάλογο, υποβαθμίζοντας τη θεσμικά οργανωμένη διαβούλευση επί του θέματος σε πρόχειρους, ερασιτεχνικούς και ευτελείς «συνταγματισμούς»», απάντησε ο υπουργός Εσωτερικών Αλ. Χαρίτσης, προσθέτοντας ότι «παλεύουμε να υλοποιήσουμε μια συνταγματική δέσμευση που οι προηγούμενες κυβερνήσεις άφησαν έωλη» και κατέληξε:
«Τα κάθε λογής και στόχευσης «παιχνίδια» με ζητήματα που αφορούν την αυθεντικότητα της έκφρασης της λαϊκής κυριαρχίας όχι μόνο δεν ωφελούν αυτούς που τα μετέρχονται, αλλά μπορεί τελικά να επωάζουν κινδύνους που υπερβαίνουν τον τρέχοντα πολιτικό χρόνο και την ευκαιριακή διαμόρφωση της επικαιρότητας».