Η ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ, τα αληθινά αίτια της ήττας, τα χαμηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και ο στόχος της ΝΔ

Του Σταύρου Χριστακόπουλου

Ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία επιχειρεί την προγραμματική ανασύνταξη, την πολιτική και στελεχική διεύρυνση και την οργανωτική ανασυγκρότηση και επανεκκίνηση ενεργοποιώντας μια διαδικασία που αρχίζει εντός του Ιανουαρίου και ολοκληρώνεται τον Απρίλιο με την Ψηφιακή Προγραμματική Συνδιάσκεψη.

Ανεξάρτητα από το αν θα τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα, το ζήτημα είναι ο βαθμός επιτυχίας του εγχειρήματος, καθώς τα εμπόδια δεν είναι λίγα. Το πρώτο σοβαρό στοιχείο για προβληματισμό είναι οι πολύ χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρότι η κυβέρνηση αντιμετωπίζει τη μια κρίση μετά την άλλη από την αρχή της θητείας της, παρότι η ίδια κάνει ουκ ολίγα λάθη και πολύ συχνά μεταδίδει εικόνα σύγχυσης, παρότι τα πολύ σοβαρά κενά του κρατικού μηχανισμού έχουν τύχει της ελάχιστης δυνατής – έως μηδαμινής – μέριμνας από την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανακάμπτει. Μια πρώτη σταχυολόγηση μπορεί να αναδείξει μια σειρά αιτίες, όπως αυτές έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς από διάφορες πλευρές:
● Η κοινωνία αναγνωρίζει στην κυβέρνηση το ελαφρυντικό της ποσότητας και του μεγέθους των κρίσεων που αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει.
● Οι σοβαρότερες από αυτές τις κρίσεις είναι εξωγενείς (μεταναστευτικό, ελληνοτουρκικά, κορωνοϊός) και δεν προκλήθηκαν από εσωτερικούς χειρισμούς.
● Η κυβέρνηση κινήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με γνώμονα τη διαχείριση απροσδόκητων κρίσεων και δεν έχει προλάβει να ασκήσει την πολιτική της επιλογής της, άρα κρίνεται λιγότερο αυστηρά.
● Υπάρχουν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας πολύ δυσαρεστημένα από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία εξακολουθούν να τοποθετούνται πολύ αρνητικά απέναντί του.
● Η μιντιακή υπεροπλία της κυβέρνησης είναι συντριπτική.
● Η κυβέρνηση εξαγοράζει τη στήριξη των ΜΜΕ με διαρκείς χρηματοδοτήσεις.
● Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε ειλικρινή κυβερνητικό απολογισμό και αυτοκριτική και συνεπώς η ουσιαστική πολιτική επανεκκίνησή του έχει αργήσει.
● Οι εσωτερικές ιδεολογικές διαφοροποιήσεις δεν έχουν επιτρέψει στον ΣΥΡΙΖΑ να ανασυνταχθεί προγραμματικά.
Όλες οι παραπάνω εικαζόμενες αιτίες της δημοσκοπικής καθήλωσης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης έχουν έναν κυμαινόμενο βαθμό αλήθειας, αλλά καμιά δεν έχει τόση ισχύ ώστε να μην ανατρέπεται μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.

Ο στόχος της Ν.Δ.

Καθ’ όλη την περίοδο της διακυβέρνησής της η Ν.Δ. έχει – μεταξύ των άλλων – έναν ξεκάθαρο στόχο: να κρατήσει το κεφάλι του ΣΥΡΙΖΑ «κάτω από το νερό» ώστε να μην παίρνει πολιτικές ανάσες. Εάν προσδιορίσουμε την επιφάνεια του «νερού» στο δημοσκοπικό 25%, δεν θα είμαστε μακριά από την αλήθεια.

  1. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ μείνει κάτω απ’ αυτό το ποσοστό επί μακρόν, τότε δεν θα καταφέρει να αναπτύξει δυναμική εξουσίας, η εσωστρέφεια θα κατατρώει τις προσπάθειες ανάκαμψης, πιθανώς κάποιες ηγετικές φιλοδοξίες θα ανακύψουν στο εσωτερικό του και, όση κι αν είναι η ενίσχυση της τελευταίας στιγμής, οι επόμενες εκλογές θα χαθούν με βεβαιότητα.
  2. Μόνο εάν καταφέρει εντός του 2021 να σπάσει αυτό το όριο θα μπορέσει να καταστεί απειλή για τη Ν.Δ. – άγνωστο σε ποιον βαθμό.
    Για τον λόγο αυτόν το κυβερνών κόμμα, εκτός από την ξεκάθαρη μιντιακή υπεροπλία του, χρησιμοποιεί – στοχευμένα, αν κρίνουμε από το πολιτικό τάιμινγκ – καθ’ υπερβολήν διάφορες μικρής σημασίας και πολιτικής εμβέλειας υποθέσεις που προκύπτουν από τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, των οποίων η επικοινωνιακή ισχύς είναι περιορισμένη και ενίοτε δεν ξεπερνάει την εβδομάδα.
    Η κυβέρνηση έχει απόλυτη ανάγκη να κερδίσει πολιτικό χρόνο μέχρι να βρεθεί – εάν βρεθεί – σε θέση να αξιοποιήσει τους εξαιρετικά υψηλούς, λόγω της πανδημίας, ευρωπαϊκούς πόρους για να θερμάνει την οικονομία και να δώσει το σύνθημα για ανάκαμψη. Εάν ώς τότε καταφέρει να κρατήσει στα σημερινά χαμηλά τον ΣΥΡΙΖΑ, οι πιθανότητές της να φτάσει στις επόμενες κάλπες χωρίς σοβαρά προβλήματα αυξάνονται θεαματικά.

Τα αίτια της ήττας

Το μεγάλο ερώτημα, το οποίο όπως προείπαμε, δεν έχει απαντηθεί ειλικρινώς και εξαντλητικά ενάμιση χρόνο από την άνετη εκλογική του ήττα, είναι: Γιατί έχασε; Εδώ οι απαντήσεις είναι πολλές, ανάλογα με την οπτική του καθενός, αλλά θα σταθούμε στις πιο κρίσιμες.

Κατ’ αρχάς είναι κρίσιμο να πούμε ότι η αναρρίχηση στη δεύτερη θέση το 2012 και οι νίκες του από το 2014 έως το 2016 οφείλονταν στο «αντιμνημόνιο» σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ όσο ο ίδιος και πολλοί άλλοι πιστεύουν. Πολύ περισσότερο οφείλονταν στην απαξίωση και την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ και την αναζήτηση ενός νέου πολιτικού προορισμού από τους ψηφοφόρους του. Με άλλα λόγια δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ που έκανε αριστερή την κοινωνία, αλλά η κοινωνία που αναζήτησε μια νέα κομματική έκφραση.
Η απαίτηση αυτού του κόσμου δεν ήταν η κατάργηση του μνημονίου «μ’ έναν νόμο και ένα άρθρο», αλλά ένα φρένο στη μνημονιακή κατηφόρα που οδηγούσε ολοταχώς στην εξαθλίωση.
● Γι’ αυτό ξαναψήφισε ΣΥΡΙΖΑ μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου.
● Γι’ αυτό η αποχώρηση των βέρων αντιμνημονιακών από τον ΣΥΡΙΖΑ τους οδήγησε στο πολιτικό περιθώριο.
● Γι’ αυτό ένα τμήμα της κοινωνίας, το οποίο ωφελήθηκε από την «ταξικά μεροληπτική» πολιτική της κυβέρνησής του, αγνόησε τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και αποτέλεσε εν συνεχεία τον σκληρό εκλογικό του πυρήνα.
● Γι’ αυτό ένα άλλο τμήμα τον εγκατέλειψε πολύ σύντομα μετά την επανεκλογή του το 2016, όταν διαπίστωσε ότι η ολοκλήρωση της εφαρμογής του μνημονίου και της κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης θα γινόταν εις βάρος του, με την τεράστια φορολογική και ασφαλιστική του επιβάρυνση.
Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε το γεγονός ότι φόρτωσε σε μια πληθυσμιακή μειονότητα με ιδιαιτέρως ευμετάβλητο πολιτικό και εκλογικό προσανατολισμό – τη διαρκώς διολισθαίνουσα προς το βάραθρο «μεσαία τάξη» – ένα εξαιρετικά δυσανάλογο οικονομικό βάρος, το απαξίωσε και το διέσυρε ως «κίνημα της γραβάτας» και το έστειλε απέναντι από την αρχή κιόλας της κυβερνητικής του θητείας.

Η Ν.Δ. διέγνωσε εγκαίρως το κενό, προσεταιρίστηκε το ίδιο τμήμα του εκλογικού σώματος και διαμόρφωσε από την αρχή της προεδρίας του Κυριάκου Μητσοτάκη τους όρους μιας ευρείας εκλογικής νίκης. Έκτοτε καμιά πρωτοβουλία, κανένα τέχνασμα και καμιά εξαγγελία δεν το έπεισε να επιστρέψει.

Καθ’ ομολογίαν του Αλέξη Τσίπρα, η οποία διατυπώθηκε μεταξύ ευρωεκλογών και εθνικών εκλογών, εκλογική αιμορραγία επέφερε και η Συμφωνία των Πρεσπών, και μάλιστα όχι μόνο στον Βορρά, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Οι Πρέσπες και η μεταναστευτική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν σοβαρά επικοινωνιακά όπλα στη φαρέτρα της Ν.Δ., ωστόσο το σκηνικό της ήττας είχε στηθεί κατά κύριο λόγο στο πεδίο της οικονομίας.
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο επ’ αυτού πάντως είναι πως, παρότι η διαχείριση του «Μακεδονικού» κόστισε, στον ΣΥΡΙΖΑ, εξακολουθεί να αποτελεί ιδεολογική και πολιτική σημαία και προτείνεται από κάποιους ως μοντέλο για λύση στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά…

Και τώρα;

Η ανασύνταξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι μια σοβαρή υπόθεση για τον ίδιο, ωστόσο εδώ και πολλά χρόνια το πολιτικό κλίμα το διαμορφώνουν κατά κύριο λόγο τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων και αισθητά λιγότερο οι εξαγγελίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Εάν, εν προκειμένω, δεν κριθεί αποτυχημένη η νυν κυβέρνηση, δεν φαίνεται ότι μπορεί να ανατραπεί το πολιτικό σκηνικό.
Γι’ αυτό εξάλλου επισημάναμε εξαρχής ότι η Ν.Δ. επιχειρεί να κερδίσει πολιτικό χρόνο ώστε – με κύριο όπλο τον μαζικό εμβολιασμό σε αυτή τη φάση – να περιορίσει τις απώλειες που είναι πολύ πιθανό ότι θα επιφέρει η εξάντληση της αντοχής επιχειρηματιών και εργαζομένων στον χώρο της μικρής επιχειρηματικότητας, ο οποίος μαστίζεται από την τρομακτική απώλεια εσόδων ελέω της πανδημίας και των λοκντάουν.

Αυτό το στοιχείο ωστόσο δεν απαλλάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ από την ανάγκη και την υποχρέωση να έχει σαφείς και συγκροτημένες θέσεις, να δίνει τις μάχες για αύξηση της επιρροής του στο Κέντρο του πολιτικού συστήματος – αφού η συμπαράταξη της Αριστεράς δεν είναι ρεαλιστική επιδίωξη –, να αναζητεί κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και να επιχειρεί να προσεταιριστεί εκ νέου ακόμη και εκείνο το τμήμα του εκλογικού σώματος που τον εγκατέλειψε θυμωμένο.
Ήδη, στο πλαίσιο αυτό, κατά τη διάρκεια της πανδημίας πληθαίνουν και εντείνονται οι αναφορές του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα στα όλο και μεγαλύτερα δεινά της μεσαίας τάξης και οι κατηγορίες προς τη Ν.Δ. ότι πρώτα την παραπλάνησε και τώρα την οδηγεί στην οικονομική εξόντωση μέσω της άστοχης διαχείρισης των μέτρων περιορισμού της κινητικότητας.

Υπ’ αυτήν την έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην ομολογεί δημοσίως τι έφταιξε, αλλά ήδη ρίχνει γέφυρες προς αυτό το τμήμα της κοινωνίας και της οικονομίας που κυρίως επλήγη από τη διακυβέρνησή του. Το μεγάλο στοίχημα της πολιτικής ανάκαμψής του, όπως προείπαμε, θα παιχτεί τώρα, στη διάρκεια του 2021, και προφανώς στην Κουμουνδούρου αντιλαμβάνονται ότι μόνο με διόρθωση ημαρτημένων μπορούν να το κερδίσουν…

Πόσο φταίνε τα ΜΜΕ;

Στην πολιτική μας μυθολογία τα μέσα ενημέρωσης είναι παντοδύναμα, μοιάζουν με δράκους που έχουν δυο κεφάλια και όποιος τα έχει μαζί του είναι εσαεί κυρίαρχος του πολιτικού συστήματος. Όμως, παρότι η μιντιακή ισχύς δεν είναι αμελητέο μέγεθος, δεν έχει τις διαστάσεις που της προσδίδει η καθημερινή πολιτική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ – όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παντού στον κόσμο.

  1. Κατ’ αρχάς ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε με πολύ μικρές διαφορές δύο εκλογικές αναμετρήσεις το 2012 – Μάιο και Ιούνιο – κάνοντας ένα τεράστιο άλμα από την περιοχή του 5 έως 35% παρότι είχε απέναντί του μια τεράστια μιντιακή ισχύ.
  2. Ο ίδιος κέρδισε με μεγάλη άνεση τις ευρωεκλογές του 2014 και με μεγάλη διαφορά τις βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, το δημοψήφισμα (με συντριπτική διαφορά) του Ιουλίου και τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Παρότι το μιντιακό σύστημα ήταν καθαρά στοιχημένο εναντίον του και μεγάλοι παράγοντες της Ευρώπης απειλούσαν ευθέως – και προσβλητικά – τους ψηφοφόρους περίπου με τη συντέλεια του κόσμου εάν ψήφιζαν ΣΥΡΙΖΑ.
    Κατά πολλούς μάλιστα και τα δύο αυτά αποτελέσματα οφείλονται σε έναν βαθμό και στη σφοδρή πολεμική των ΜΜΕ!
  3. Μερικά χρόνια νωρίτερα το αποκαλούμενο «σύστημα Σημίτη», το οποίο είχε διαμορφώσει το ισχυρότερο μεταπολιτευτικό μπλοκ μιντιακής ισχύος, του οποίου στελέχη επιβιώνουν ακόμη και σήμερα σε διάφορα μετερίζια, κέρδισε μετά βίας τις εκλογές του 2000 – ύστερα από μόλις τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης – και συνετρίβη με μεγάλη άνεση το 2004, αφού είχε χάσει πολύ νωρίτερα κάθε ελπίδα επανεκλογής.
    Εάν στα παραπάνω παραδείγματα προσθέσουμε και αυτά του δημοψηφίσματος για το Brexit ή την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ εις βάρος της Χίλαρι Κλίντον το 2016 κόντρα στα κατεστημένα MME, μπορούμε βασίμως να υποστηρίξουμε ότι στην πολιτική τα μέσα ενημέρωσης δεν κερδίζουν πολέμους για λογαριασμό πολιτικών. Αντιθέτως είναι πολύ πιο βάσιμος ο ισχυρισμός ότι πολλά ΜΜΕ αλλάζουν βάρκα ανάλογα με το ρεύμα ή πουλάνε εξαιρετικά υπερτιμημένες υπηρεσίες σε πολιτικά κόμματα.
    Στην πραγματικότητα τα μέσα ενημέρωσης είναι ο λιγότερο καθοριστικός παράγοντας για την έκβαση μιας πολιτικής αναμέτρησης. Επιπλέον τα περισσότερα από τα ελληνικά μέσα διαφωνούν επί της αρχής με πολλές πλευρές της πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, άρα υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα ήταν απέναντί του.
    Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ υπέστη πολλές άδικες επιθέσεις, οι οποίες του απέδωσαν ευθύνες που δεν του αναλογούσαν σε υποθέσεις τεράστιου κοινωνικού ενδιαφέροντος (πλημμύρες στη Μάνδρα το 2017, πυρκαγιά στο Μάτι το 2018 κ.λπ.) και πρόδιδαν πολιτική εχθρότητα – η οποία εξακολουθεί και σήμερα να εκφράζεται αδιαλείπτως –, δεν αναιρεί το ότι η καθοδική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρχίσει νωρίτερα για πολύ πιο σοβαρούς και διαρκείς λόγους.
    Επομένως η διαρκής πολεμική του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον τους ενδέχεται να λειτουργεί παραπλανητικά και να συσκοτίζει τα αίτια της εκλογικής ήττας του – η οποία είχε προδιαγραφεί από το 2017 βάσει των δημοσκοπήσεων, των οποίων οι τάσεις επιβεβαιώθηκαν πλήρως στην κάλπη.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.