Η ομιλία του Προκόπη Παυλόπουλου το 2017 που τεκμηριώνει για ποιον λόγο η Τουρκία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απαιτεί την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων από την Ελλάδα.
Από τον ΜΑΝΩΛΗ ΚΟΤΤΑΚΗ
«δημοκρατία»
Στις 6 Μαρτίου 2017 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος επισκέφθηκε τη Ρόδο. Εως την ημέρα εκείνη η Ελλάς δεν είχε κωδικοποιήσει την εθνική θέση της για το πώς αιτιολογεί την απόρριψη του τουρκικού αιτήματος περί αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων. Ούτε είχε επεξεργασμένη στρατηγική ώστε να ανάγει τις τουρκικές διεκδικήσεις από ελληνοτουρκική σε ευρωτουρκική διαφορά.
Ο Παυλοπουλος το έπραξε: Και για την ΑΟΖ και για τα χερσαία σύνορα στον Εβρο και για την κυριότητα των εντεταγμένων στα ευρωπαϊκά προγράμματα νησιών και βραχονησίδων. Εσυρε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προς το μέρος του μολονότι οι απάτριδες των Αθηνών τον ειρωνεύονταν για τα «ηχηρά μηνύματά» του στην Αγκυρα.
Στη Ρόδο εκείνη την ημέρα συμπλήρωσε εντυπωσιακά την εθνική θέση. Επειδή οι Τούρκοι επανέρχονται δριμύτεροι και απαιτούν να τεθεί στον διάλογο και μάλιστα ως κόκκινη γραμμή τους η αποστρατιωτικοποίηση, παραθέτω σήμερα το οικείο απόσπασμα από τη σημαντική αυτή ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία είναι όπλο -εφόσον το επιθυμούν- στη φαρέτρα του πρωθυπουργού και του υπουργού Εξωτερικών.
Εχει ως εξής:
«Τα περί αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 2 της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, πρέπει να ερμηνεύονται και υπό το φως της εκ μέρους της Ελλάδας άσκησης, έναντι της Τουρκίας, του δικαιώματος προληπτικής άμυνας (“anticipatory self-defence”), ιδίως μετά το 1974 και κατ’ ακολουθία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της εντεύθεν ραγδαίας και απροκάλυπτης αύξησης της επιθετικότητας της Τουρκίας εις βάρος της χώρας μας.
α) Το δικαίωμα προληπτικής άμυνας θεμελιώνεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες καθιερώνουν -και μάλιστα ως jus cogens- το φυσικό δικαίωμα της “ατομικής ή συλλογικής νόμιμης άμυνας” κράτους-μέλους του ΟΗΕ. Παρά δε τη διατύπωση των ως άνω διατάξεων που, primafaciae, φαίνεται να θέτουν ως προϋπόθεση της προληπτικής άμυνας την εκδηλωμένη ένοπλη επίθεση, η μεγάλη πλειοψηφία των διεθνολόγων αλλά και η ίδια η διεθνής πρακτική δέχονται ότι για την άσκηση του δικαιώματος προληπτικής άμυνας αρκεί και η επικείμενη απειλή, πολλώ μάλλον η απειλή χρήσης βίας, η οποία και συνιστά ευθεία παραβίαση των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 4 του Χάρτη του ΟΗΕ. Ετσι, π.χ., οι ΗΠΑ, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, προσέφυγαν στην άσκηση του δικαιώματος προληπτικής άμυνας -και μάλιστα χωρίς χρονικό περιορισμό, αφού η απειλή εμφανίζεται επικείμενη επ’ αόριστο- ως νόμιμης προληπτικής δράσης λόγω επικείμενης απειλής και, κατ’ ακολουθία, επικείμενης επίθεσης. Την άποψη αυτή υιοθέτησε πλήρως ο ίδιος ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, δηλώνοντας -στις 21 Μαρτίου 2005- μεταξύ άλλων και ότι: “Επικείμενες απειλές καλύπτονται πλήρως από το άρθρο 51, το οποίο διασφαλίζει το φυσικό δικαίωμα των κυρίαρχων κρατών να αμυνθούν εναντίον ένοπλης επίθεσης”.
β) Εν όψει των προεκτεθέντων, a fortiori, η Ελλάδα νομιμοποιείται, όταν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο για την άμυνά της, να κάνει χρήση και ως προς τα Δωδεκάνησα τού κατά τις διατάξεις του άρθρου 51 του Χάρτη του ΟΗΕ δικαιώματος προληπτικής άμυνας έναντι της Τουρκίας, δίχως μάλιστα χρονικό περιορισμό. Και τούτο διότι, ιδίως μετά το 1974 κατά τ’ ανωτέρω, η απειλή χρήσης βίας εκ μέρους της Τουρκίας -άρα η συνακόλουθη επικείμενη απειλή, όπως προεκτέθηκε- είναι αφενός κάτι παραπάνω από προφανής, και δη με επανειλημμένες και διαφόρων μορφών προκλήσεις και, αφετέρου, διαρκής όπως καταδεικνύει ακόμη και η σημερινή τουρκική συμπεριφορά στο Αιγαίο. Πρόσθετη απόδειξη συνιστά και το γεγονός του εντελώς αντίθετου με κάθε έννοια του Διεθνούς Δικαίου “casus belli” της Τουρκίας ως προς την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας.
2. Πέραν όμως της ως άνω επιχειρηματολογίας η Τουρκία δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, δικαίωμα να επικαλείται τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Και τούτο διότι:
α) Οι διατάξεις των άρθρων 34, 35 και 36 της προαναφερόμενης Συνθήκης της Βιέννης περί του Δικαίου των Διεθνών Συνθηκών (1969) ορίζουν, μεταξύ άλλων, και ότι:
α1) Κάθε συνθήκη ισχύει -επέκεινα δε δημιουργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις- μόνον μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών. Εναντι, λοιπόν, τρίτων κρατών η συνθήκη συνιστά “resinter alios acta”.
α2) Εξ αυτού του λόγου μια συνθήκη δημιουργεί υποχρέωση για τρίτο κράτος μόνο υπό τη διπλή προϋπόθεση ότι από τη μια πλευρά αυτή είναι η πρόθεση των συμβαλλόμενων μερών και, από την άλλη πλευρά, το τρίτο κράτος έχει αποδεχθεί την υποχρέωση ρητώς και εγγράφως.
α3) Κατά λογική νομική ακολουθία, μια συνθήκη δημιουργεί δικαίωμα για τρίτο κράτος μόνον υπό την, επίσης διπλή, προϋπόθεση ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιδιώκουν διά της συνθήκης εκχώρηση δικαιώματος στο τρίτο κράτος και, από την άλλη πλευρά, το τελευταίο συγκατατίθεται προς τούτο.
β) Η Τουρκία δεν είναι, υφ’ οιανδήποτε νομικώς παραδεκτή έννοια, συμβαλλόμενο μέρος στη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Αρα η συνθήκη αυτή, ως προς την οποία η Τουρκία είναι τρίτο κράτος, δεν δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις υπέρ ή εις βάρος της αντιστοίχως. Επιπλέον:
β1) Ουδεμία διάταξη της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων -όπως άλλωστε αποδεικνύει η ως τώρα εφαρμογή της- τεκμηριώνει, έστω και καθ’ υποφοράν, ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επιδίωξαν δι’ αυτής να εκχωρήσουν οιοδήποτε δικαίωμα στην Τουρκία, πολλώ δε μάλλον δικαίωμα σχετικό με την αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων. Πραγματικά, όπως ανενδοιάστως προκύπτει από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες είχε συναφθεί η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων το 1947, η αποστρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων αποφασίσθηκε ύστερα από πρόταση της τότε Σοβιετικής Ενωσης, προκειμένου αυτή να δεχθεί την παραχώρησή τους στην Ελλάδα, λόγω των τότε επιφυλάξεων της σοβιετικής πλευράς αναφορικά με τη χρησιμοποίησή τους για στρατιωτικούς λόγους από χώρα του δυτικού μπλοκ, όπως η Ελλάδα. Ουδεμία δηλαδή σχέση είχε η πρόβλεψη της αποστρατιωτικοποίησης των Δωδεκανήσων με την Τουρκία και την ασφάλειά της. Επιπλέον, ουδείς μπορεί να ισχυρισθεί, ακόμη και με εντελώς υποτυπώδη επιχειρήματα, ότι τα Δωδεκάνησα συνιστούν, έστω και καθ’ υποφοράν, απειλή για την Τουρκία των 79 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων και των απέναντι των Δωδεκανήσων ακτών της.
β2) Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το ότι ουδέποτε ζητήθηκε συγκατάθεση της Τουρκίας για εκχώρηση τέτοιου δικαιώματος και ουδέποτε, κατά συνέπεια, υπήρξε εκ μέρους της τέτοια συγκατάθεση. Την ακρίβεια του επιχειρήματος αυτού τεκμηριώνει, και δη αμαχήτως, η ίδια η συμπεριφορά της Τουρκίας. Πραγματικά, π.χ., το 1975 η Τουρκία είχε απευθυνθεί -βλ. το τουρκικό Aide Memoire της 3ης Απριλίου 1975- στα συμβαλλόμενα μέρη της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων καταγγέλλοντας δήθεν παραβιάσεις της, εκ μέρους της Ελλάδας, στην ευρύτερη περιοχή των Δωδεκανήσων. Η καταγγελία της αυτή κατέληγε με το εξής: “Εναπόκειται στις κυβερνήσεις των συμβαλλομένων χωρών… να απαιτήσουν από την ελληνική κυβέρνηση να συμμορφωθεί στο πνεύμα και στο γράμμα” της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων. Και μόνο από τη διατύπωση αυτή προκύπτει αβιάστως πως ούτε η ίδια η Τουρκία ισχυρίσθηκε ότι αντλεί δικαίωμα προερχόμενο εκ της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων ως προς το καθεστώς των Δωδεκανήσων. Η δε “εκκωφαντική” σιωπή των συμβαλλόμενων μερών της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων σ’ αυτή την “καταγγελία” της Τουρκίας βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές».