«Φρένο» στα σχέδια της κυβέρνησης για την ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ, μέσω του περιορισμού του ελέγχου του Δημοσίου, έβαλε το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Το Δ΄ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπό διευρυμένη επταμελή σύνθεση, έκρινε ομόφωνα αντισυνταγματική την πώληση του 50,003% των δύο εταιρειών στην “Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας ΑΕ” (ΕΕΣΥΠ).
Πάντως, παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου για οριστική κρίση.
Το ΣτΕ επανέλαβε παλαιότερη απόφαση της Ολομέλειας του δικαστηρίου από το 2014 που είχε κρίνει αντισυνταγματική την μετατροπή της ΕΥΔΑΠ σε ιδιωτική επιχείρηση.
Οι Σύμβουλοι Επικρατείας έκαναν δεκτές τις προσφυγές κατοίκων των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης αλλά και του Σωματείου Εργαζομένων στην ΕΥΑΘ που αντιτίθενται στην αυτοδίκαιη μεταβίβαση προς την ΕΕΣΥΠ ΑΕ των μετοχών κυριότητας του Ελληνικού Δημοσίου στις δύο κρατικές εταιρείες ύδρευσης.
Με τις υπ΄ αριθμ. 1223/2020 και 1224/2020 αποφάσεις του το Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ, επισημαίνει πως είναι βάσιμοι οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων ότι οι διατάξεις του άρθρου 191 του ν. 4389/2016, με τις οποίες ανατίθενται εξουσίες στο Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ, παραβιάζουν το άρθρο 28 παρ. 2 του Συντάγματος.
Από την πλευρά τους οι προσφεύγοντες έχουν ως βασικό επιχείρημα ότι η ΕΥΔΑΠ και η ΕΥΑΘ πρέπει να παραμείνουν υπό τον έλεγχο του Δημοσίου, για να αποτραπούν ανατιμήσεις στη χρήση του νερού αλλά και για να διασφαλιστεί η κρατική εγγύηση της ποιοτικής, ασφαλούς, συνεχούς, αδιάλειπτης και καθολικής πρόσβασης στκ νερό, αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Ομόφωνα οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι το ελληνικό Δημόσιο πρέπει να ασκεί τον έλεγχο στις εταιρείες ύδρευσης της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης είτε άμεσα είτε έμμεσα δια του διορισμού των μελών του ΔΣ της ΕΕΣΥΠ.
Στο σκεπτικό του ΣτΕ αναφέρεται σχετικά:
«Ο έλεγχος της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. δύναται να ασκείται όχι μόνο ευθέως από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά και εμμέσως από αυτό, δια της παρεμβολής άλλου νομικού προσώπου. Τούτο όμως είναι επιτρεπτό μόνο υπό την προϋπόθεση ότι το παρεμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο έχει συσταθεί για την εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου συμφέροντος, υπόκειται, ως προς τις εξουσίες που διαθέτει σε σχέση με τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ [δια της κατοχής της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου], στις ουσιαστικές δεσμεύσεις οι οποίες απορρέουν από το Σύνταγμα σε σχέση με την παρεχόμενη συγκεκριμένη υπηρεσία κοινής ωφέλειας και, επιπροσθέτως, το Ελληνικό Δημόσιο, αφενός, κατέχει το μετοχικό του κεφάλαιο και, αφετέρου, ελέγχει πλήρως τα όργανα διοίκησής του, δια του διορισμού, ιδίως, των μελών του Διοικητικού του Συμβουλίου».
Επισημαίνεται δε πως ο Ν. 4389/2016, όπως ισχύει, διαγράφει εξαιρετικό καθεστώς για τις δημόσιες επιχειρήσεις εν γένει, όπως συνάγεται δε από τις διατάξεις των άρθρων 185 παρ. 2, 197 παρ. 6 και 7 και 201 παρ. 9 του ν. 4389/2016 και τον ν. 4425/2016, σε συνδυασμό με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, προβλέπονται ειδικότερες δεσμεύσεις για τη διαχείριση της ΕΥΔΑΠ Α.Ε. και της ΕΥΑΘ Α.Ε., η οποία δεν επιτρέπεται, να “ιδιωτικοποιηθεί” κατ’ ουσίαν».
Πάντως, το ΣτΕ επισημαίνει ότι σύμφωνα με το νόμο 4389/2016 το Δημόσιο έχασε τον έλεγχο της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ ο οποίος περιήλθε ουσιαστικά στα χέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, μέσω των μελών τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ.
Οι δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αναφέρουν σχετικά:
«Με τις ρυθμίσεις του ν. 4389/2016 δεν διασφαλίζεται ο έλεγχος του Ελληνικού Δημοσίου επί του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΕΣΥΠ ΑΕ, η οποία κατέχει ποσοστό 50,003% του μετοχικού κεφαλαίου της θυγατρικής της ΕΥΔΑΠ ΑΕ. Και τούτο διότι το Διοικητικό Συμβούλιο της που, αφενός, έχει το τεκμήριο αρμοδιότητας για όλα τα σχετιζόμενα με τη διαχείριση της Εταιρείας θέματα και, αφετέρου, ασκεί τα δικαιώματα ψήφου της ΕΕΣΥΠ στις θυγατρικές της, διορίζοντας, μεταξύ άλλων, τα όργανα διοίκησης της ΕΥΔΑΠ ΑΕ, δεν ορίζεται από τη Γενική Συνέλευση της ΕΕΣΥΠ, δηλαδή από το Ελληνικό Δημόσιο, αλλά από ειδικό συλλογικό όργανο, το Εποπτικό Συμβούλιο της ΕΕΣΥΠ. Τα μέλη δε του Εποπτικού Συμβουλίου δεν ορίζονται από το Δημόσιο, αλλά με συναπόφαση του Ελληνικού Δημοσίου, αφενός, και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ενεργούντων από κοινού, αφετέρου.
Η απαιτούμενη, σύμφωνα με τον νόμο, συναίνεση του υπουργού Οικονομικών για τα επιλεγόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ δύο μέλη δεν αναιρεί την αποφασιστική αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον ΕΜΣ ως προς την εκλογή όλων των μελών του Εποπτικού Συμβουλίου, εφόσον ακόμη και για τα τρία μέλη που εκλέγονται από το Ελληνικό Δημόσιο απαιτείται η σύμφωνη γνώμη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΕΜΣ».