“Καμπανάκι” μέσω Αλβανίας για τα κτίρια στην Ελλάδα – Τι εξηγούν ειδικοί

Γερές κατασκευές, από τις οποίες όμως απουσιάζει ο τυπικός επανέλεγχος, είναι οι κτιριακές υποδομές της χώρας.

Σύμφωνα με την εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, από τα 80.000 δημόσια κτίρια μόλις σε 20.000 – 25.000 χιλιάδες έχουν πραγματοποιηθεί σχετικοί έλεγχοι, ενώ όπως τονίζουν επαγγελματίες του κλάδου ακόμα και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες δεν ζητούν από μηχανικούς να τσεκάρουν τυχόν ρωγμές που προκλήθηκαν έπειτα από σεισμικές δονήσεις. Αντίστοιχος προβληματισμός επικρατεί και για όσα σπίτια είχαν αυθαίρετες παρεμβάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει απαραίτητα κίνδυνος ζημιών σε μια τέτοια κατάσταση. Στον απόηχο της τραγωδίας στην Αλβανία αλλά και του σεισμού μεταξύ Κυθήρων και Κρήτης, ανοίγει εκ νέου ο διάλογος για τις συχνές εμφανίσεις του Εγκέλαδου και τα απαραίτητα μέτρα που πρέπει να λάβει το κράτος, κυρίως στην ασφάλεια των πολιτών.

Ο πολιτικός μηχανικός με ειδίκευση στην αντισεισμική τεχνολογία, καθηγητής του ΕΜΠ, Παναγιώτης Καρύδης εξήγησε ότι η Ελλάδα έχει σε γενικές γραμμές πολύ ασφαλή κτίρια, ειδικότερα όσα έχον χτιστεί με τους νεότερους αντισεισμικούς κανονισμούς. Αντίθετα δηλαδή, με τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αλβανία, όπου οι πολυκατοικίες κατέρρευσαν σαν τραπουλόχαρτα και από τα μπάζα τους προέκυψε πως οι εργασίες που είχαν γίνει κατά την ανέγερσή τους ήταν εντελώς πρόχειρες. “Στην Αλβανία υπάρχουν δύο ειδών κτίρια. Τα παλιά που κατασκευάστηκαν επί εποχής Χότζα με ένα σύστημα προκατασκευής που εισήχθη από την Ιταλία και είναι μη αντισεισμικό. Αυτά τα κτίρια είναι ασυντήρητα και ασοβάτιστα, για λόγους οικονομίας. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνα. Βέβαια, υπάρχουν και τα νεότερα κτίρια που είναι κτισμένα με αντισεισμικούς κανονισμούς. Εάν γίνει κάποιος έλεγχος σε αυτά, θα μπορέσουν να επανέλθουν σε λειτουργία, εφόσον γίνουν οι κατάλληλες επισκευές”, τονίζει ο κ. Καρύδης.

Όπως εξήγησε ο καθηγητής στην Ελλάδα τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα μια και οι δονήσεις αποτελούν συχνό φαινόμενο και έτσι οι μελέτες ήταν συνεχείς εδώ και δεκαετίες. Ωστόσο, η εμπειρία τού έχει δείξει πως μεγάλη μερίδα ιδιοκτητών, προκειμένου να πληρώσει λιγότερα, προτιμά πιο συμβατικές λύσεις κατασκευών. Ενδεικτική είναι άλλωστε η περίπτωση της Πάρνηθας. Μετά τον σεισμό 80.000 κτίσματα πήραν τον “κίτρινο” χαρακτηρισμό. Από αυτά, με μία απλή δήλωση μηχανικού αποχαρακτηρίστηκαν τα 28.000. “Αυτό που συμβαίνει είναι λάθος. Είμαστε μία σεισμογενής χώρα και όπως το κράτος, έτσι και οι πολίτες οφείλουν να προστατεύουν τις περιουσίες τους και την κληρονομιά που θα αφήσουν στα παιδιά τους”, αναφέρει ο κ. Καρύδης.

Ο καθηγητής Γεωλογίας και πρόεδρος του ΟΑΣΠ Ευθύμης Λέκκας εξήγησε ότι για τις κατασκευές που έγιναν προ του 1983 υπάρχει ένας προβληματισμός δεδομένου ότι δεν ανεγέρθηκαν σύμφωνα με αντισεισμικά πρότυπα και έτσι “είναι δύσκολο να αποτιμηθεί αν μπορούν να αντέξουν σε έναν μεγάλο σεισμό ή όχι”.

Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας έχει σημειώσει πως μόλις στο 25% των δημοσίων κτιρίων έχει γίνει προσεισμικός έλεγχος δομικής τρωτότητας. Στο ίδιο μοτίβο σχολεία και νοσοκομεία τα οποία κατασκευάστηκαν μέχρι το 1985. Σύμφωνα με το ΤΕΕ, έχουν ελεγχθεί όλες οι σχολικές μονάδες που κατασκευάστηκαν μέχρι το 1959. Όμως πάνω από το 50% των κτισμάτων στη χώρα έχει κατασκευαστεί πριν από το 1980.

Ο καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Παπαθανασίου εξήγησε ότι σε μεγάλες σεισμικές δονήσεις έχει παρατηρηθεί με την υποχώρηση του εδάφους να φεύγουν βράχοι και να καταλήγουν σε δρόμους είτε ακόμα και σε ιδιοκτησίες, εμποδίζοντας την πρόσβαση των πυροσβεστών και δημιουργώντας επιπλέον ζημιές.

Πηγή πληροφοριών: εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.