Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Α΄ΜΕΡΟΣ)-Η πορεία προς την Γενοκτονία (1916 – 1923)

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου (Β΄ΜΕΡΟΣ)-Η πορεία προς την Γενοκτονία (1916 – 1923)

Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου -αυτή η οργανωμένη επιχείρηση του Νεοτουρκικού κράτους που εκτελέστηκε μέσω φρικιαστικών πράξεων όπως επιστρατεύσεις και λεηλασίες περιουσιών, μαζικοί εκτοπισμοί, πορείες θανάτου στην έρημο της Ανατολίας και σφαγές- έλαβε χώρα στο πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα και ματαίωσε τις ελπίδες του Ποντιακού Ελληνισμού για τη δημιουργία ενός πλήρως ανεξάρτητου ποντιακού κράτους στις ανατολικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Έθεσε ταυτοχρόνως τέλος στην επί 28 αιώνες παρουσία των Ελλήνων στις πατρογονικές εστίες. Η άνοδος των Νεοτούρκων στην εξουσία σήμανε -παρά τις αρχικές αυταπάτες που καλλιέργησε- το τέλος των οικονομικών, εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών προνομίων των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρά τις διακηρύξεις για ισοπολιτεία των μειονοτήτων, οι Νεότουρκοι εφάρμοσαν το σχέδιό τους που αποσκοπούσε στην οικονομική, στην πνευματική και κυρίως τη φυσική εξόντωση των Χριστιανικών πληθυσμών…

Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου -αυτής της θύελλας που όξυνε στο έπακρο τα εθνικιστικά πάθη- έγινε κοινή συνείδηση στους Έλληνες του Πόντου ότι λύση στο θέμα δεν ήταν δυνατόν να δοθεί εντός του πλαισίου της Οθωμανικής εξουσίας και οι απανταχού οργανώσεις των Ποντίων διατύπωναν πλέον ξεκάθαρα το αίτημα της αυτονομίας. Τα αιτήματα του Ποντιακού Ελληνισμού -με τη μορφή υπομνημάτων προς το Συνέδριο Ειρήνης των νικητών- για πλήρη ανεξαρτησία ή ακόμη και δημιουργία συνομοσπονδίας με το ανεξάρτητο Αρμενικό κράτος έπεσαν στο κενό. Στους λόγους για τους οποίους η «Δημοκρατία του Πόντου» παρέμεινε ένα κράτος στα χαρτιά θα μπορούσαν να συγκαταλεχθούν:

Η πρόταξη των οικονομικών και γεωπολιτικών συμφερόντων των Μεγάλων δυνάμεων όσο και η μεταστροφή της επαναστατημένης Ρωσίας. Η αδράνεια των Ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου από το 1914 μέχρι το 1922, οι οποίες έθεταν το Ποντιακό πρόβλημα ως τελευταία προτεραιότητα, μετά τη Θράκη και τα Δωδεκάνησα. Τα πολιτικά λάθη που διέπραξαν τα μέλη της Ποντιακής κοινότητας την ίδια περίοδο, αλλά και η «υπεραισιοδοξία» του μητροπολίτη Τραπεζούντας Χρύσανθου, αυτής της μεγάλης φυσιογνωμίας του Ελληνισμού.

Όμως τα όποια σφάλματα ωχριούν μπροστά στο φυλετικό έγκλημα που διέπραξε η μεταοθωμανική Τουρκία και το οποίο κατέληξε στον εκπατρισμό των Ποντίων και την έλευσή τους στην Ελλάδα, όπου μεταλαμπάδευσαν το δημιουργικό τους πνεύμα και εποίκησαν τις «νέες χώρες». Το έγκλημα αυτό παραμένει μέχρι σήμερα να ζητά, ως ελάχιστο, την παραδοχή του.

Ο ΠΟΝΤΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ (1908 – 1922)

Η Ανάπτυξη των Ποντίων μέσα στο Απολυταρχικό Καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ (1878 – 1908)

Η περίοδος λίγο πριν και μετά τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν μία περίοδος σημαντικών αλλαγών σε πολλά επίπεδα για τους Έλληνες του Πόντου με θετικά κυρίως αποτελέσματα. Οι κυριότερες από αυτές τις αλλαγές προήλθαν από τις μεταρρυθμίσεις του 1839 και κυρίως του 1856, που είχαν ως αποτέλεσμα τη βελτίωση, έστω αργή και μερική, της θέσης των Ελλήνων, τη φανέρωση χιλιάδων κρυπτοχριστιανών και την αναδιάρθρωση της κοινοτικής αυτοδιοίκησης με τη θέσπιση των Εθνικών Κανονισμών. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές βέβαια δεν εφαρμόστηκαν άμεσα και σε όλο το εύρος τους, όπως προβλέπονταν, αλλά υπήρχαν συνεχώς παλινωδίες.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών, η οποία, καθώς άρχισε μετά το 1857 να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις, προκάλεσε την παρέμβαση των Οθωμανικών αρχών, με αποτέλεσμα, λόγω του εκφοβισμού και των απειλών, τη ματαίωση της διαδικασίας. Οι δε Εθνικοί Κανονισμοί, σύμφωνα με τους οποίους οι λαϊκοί διέθεταν πλέον την πλειοψηφία σε σχέση με τους κληρικούς στην τοπική αυτοδιοίκηση της κάθε κοινότητας, δημιούργησε εσωτερικές προστριβές στο Ελληνικό στοιχείο. Πιθανόν σε ένα βαθμό οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις στην Τραπεζούντα κατά το β’ μισό του 19ου αιώνα, όπως αυτή του 1875, οφείλονταν σε αυτή την αλλαγή.

Και άλλες όμως αλλαγές, που δεν ήταν άμεσα συνυφασμένες με τις μεταρρυθμίσεις, είχαν σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή των Ποντίων, όπως ήταν η κατάλυση τη δεκαετία του 1840 του καταπιεστικού καθεστώτος των ντερεμπέηδων και η εμπορική συμφωνία Βρετανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1838, η οποία προκάλεσε σε σημαντικό βαθμό την άνοδο του διαμετακομιστικού εμπορίου στον Πόντο κυρίως με την Περσία, αλλά και τη Μεσοποταμία, μέσω των δρόμων Τραπεζούντας – Ταυρίδας και Αμισού – Βαγδάτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1869 το 40% του εξωτερικού εμπορίου της Περσίας περνούσε από την Τραπεζούντα.

Αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών ήταν να αναπτυχθεί η οικονομική ζωή των Ελλήνων και να εποικιστούν οι παράλιες πόλεις από Έλληνες της ενδοχώρας, οι οποίοι είχαν αποτραβηχτεί από τα παράλια στις ορεινές περιοχές λόγω της αυθαιρεσίας της εξουσίας των τοπικών αξιωματούχων. Οι νέες βελτιωμένες συνθήκες βοήθησαν τη γενικότερη πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων με την ίδρυση σχολείων και συλλόγων και συνέβαλαν στην πληθυσμιακή ανάπτυξη των Ελλήνων. Ωστόσο, η βελτίωση της θέσης των Ελλήνων δεν ήταν χωρίς προσκόμματα. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις της οικονομικής και της πληθυσμιακής ανάπτυξης.

Για παράδειγμα, η οικονομική άνοδος ανακόπηκε μετά το 1870 λόγω της διάνοιξης της διώρυγας του Σουέζ το 1869 και κυρίως της λειτουργίας το 1872 της νέας σιδηροδρομικής γραμμής Τιφλίδος – Πότι, που συνέδεσε το Πότι με την Περσία. Την δε πληθυσμιακή σύνθεση του Πόντου επηρέασε όχι μόνο η ανακοπή της φανέρωσης των κρυπτοχριστιανών και της φυγής μέρους τους προς τη Ρωσία, αλλά και η έλευση στον Πόντο Γεωργιανών Μουσουλμάνων προσφύγων από τον Καύκασο μετά την προσάρτηση των περιοχών τους στη Ρωσία στις αρχές της δεκαετίας του 1860. Οι πιέσεις, δε, που ασκούσαν οι νέοι αυτοί πληθυσμοί στους Χριστιανούς προκάλεσαν νέο κύμα μετανάστευσης Ελλήνων προς τον Καύκασο.

Που υποβοηθήθηκε και από τη Ρωσική πολιτική προσέλκυσης Ελλήνων μεταναστών στις νεοαποκτηθείσες περιοχές στον Καύκασο, προκειμένου να ενισχυθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί εκεί. Το Ελληνικό στοιχείο γνώρισε μία πρόσκαιρη δοκιμασία με την ψήφιση του Συντάγματος του 1876 και τον Ρωσοοθωμανικό Πόλεμο του 1877 – 1878, αλλά δεν ανακόπηκε η ανάπτυξή του. Η θέσπιση, σύμφωνα με το Σύνταγμα, της ισότητας Χριστιανών και Μουσουλμάνων προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις από τους Μουσουλμάνους στον Πόντο και δημιούργησε ένταση ανάμεσα στους δύο πληθυσμούς, η οποία αυξήθηκε με την έκρηξη του πολέμου με τη Ρωσία.

Ιδιαιτέρως υπέστησαν όχι μόνο τα δεινά του πολέμου, αλλά και την εκδικητικότητα των Μουσουλμάνων με αλλεπάλληλες επιθέσεις και λεηλασίες στα Ελληνικά χωριά που βρίσκονταν κοντά στο μέτωπο. Ο πόλεμος αυτός όμως είχε κυρίως επιπτώσεις στην πληθυσμιακή σύνθεση του πληθυσμού, καθώς και πάλι προκλήθηκε νέο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα Μουσουλμάνων του Καυκάσου προς τον Πόντο, ιδίως μετά την παραχώρηση στη Ρωσία με τη Συνθήκη του 1878 των Οθωμανικών περιοχών του Βατούμ, του Καρς και του Αρνταχάν και, αντίστοιχα, λόγω της παρουσίας και της δράσης τους, μετανάστευση ελληνικών πληθυσμών στις αντίστοιχες περιοχές.

Οι απώλειες για τον Ελληνικό πληθυσμό ήταν μεγάλες: Μόνο στο Καρς κατέφυγαν μεταξύ 1878 και 1886 28.975 Ελλήνων, ενώ υπολογίζονται σε 100.000 οι Έλληνες που έφυγαν από τον Πόντο προς τη νότια Ρωσία και τον Καύκασο την περίοδο 1829 έως 1882. Αντιστοίχως υπολογίζονται σε 500.000 οι Μουσουλμάνοι που ήρθαν από τη Ρωσία στον Πόντο στο διάστημα μεταξύ 1881 – 1914 και οι οποίοι προστέθηκαν στο 1,5 εκατομμύριο Κιρκασίων προσφύγων των προηγούμενων δεκαετιών. Η μεταναστευτική αυτή ροή των Ελλήνων συνεχίστηκε, με βραδύτερους ρυθμούς, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν και εκεί οι Έλληνες.

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1895, λίγα χρόνια δηλαδή μετά την εγκατάστασή τους στο Καρς, πολλοί Έλληνες θέλησαν να μεταναστεύσουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Η πανισλαμιστική και αυταρχική πολιτική του Αβδούλ Χαμίτ δεν φαίνεται να εφαρμόσθηκε με ιδιαίτερη ένταση στον Πόντο, παρά την ύπαρξη πολλών συντηρητικών Μουσουλμανικών στοιχείων, ίσως και λόγω του φόβου Ρωσικών επεμβάσεων στην περιοχή. Αυτό δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχαν προβλήματα και κυρίως ανησυχία, αβεβαιότητα και ανασφάλεια στους Έλληνες, ιδίως σε περιόδους έντασης, όπως ήταν η περίοδος των πρώτων σφαγών των Αρμενίων το 1889 και κυρίως το 1894 – 1896.

Ενδεικτικό της πολιτικής του Οθωμανικού κράτους έναντι των Ελλήνων ήταν η αρνητική στάση του στην επίλυση του αιτήματος κρυπτοχριστιανών, που είχαν φανερωθεί, να θεωρηθούν Χριστιανοί και να εξαιρεθούν της στρατολόγησης. Οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Μουσουλμάνων μπορεί να μην είχαν τις εντάσεις του παρελθόντος, αλλά κυριαρχούνταν από καχυποψία και υποβόσκουσα εχθρικότητα, έχοντας χαρακτήρα αμοιβαίας αναγκαστικής ανεκτικότητας. Παρά τις αλλαγές που είχαν επέλθει στη θέση των Ελλήνων, ο διαχωρισμός μεταξύ κυριάρχων και υποδούλων ή έστω υποτελών παρέμενε σαφής, καθώς οι Μουσουλμάνοι συνέχιζαν να τους βλέπουν και αρκετές φορές να τους αντιμετωπίζουν ως ένα υποτελές έθνος.

Οι επαφές μεταξύ τους ήταν περιορισμένες, ιδίως στις πόλεις, όπου ζούσαν σε ξεχωριστές συνοικίες, και αφορούσαν κυρίως εμπορικές συναλλαγές. Σε γενικές γραμμές πάντως στην καθημερινή ζωή στον Πόντο στις αρχές του 20ού αιώνα θα πρέπει να επικρατούσε σχετική ηρεμία μεταξύ των δύο πληθυσμών καθώς οι Έλληνες για προφανείς λόγους δεν διεκδίκησαν το μόνο στοιχείο ίσως που τους έλειπε, την πολιτική ισχύ. Αυτή η ισχύς συλλογικά για το Ρωμαίικο στοιχείο του Πόντου θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα στο πλαίσιο εθνικών διεκδικήσεων, καθώς ο διαχωρισμός των πληθυσμών στο οθωμανικό κράτος ήταν εθνικο-θρησκευτικός.

Δεν φαίνεται όμως να εκδηλώθηκε κάποια ιδιαίτερη εθνική δραστηριοποίηση στον Πόντο την περίοδο αυτή από τους Έλληνες. Οι ελάχιστες και αποσπασματικές μαρτυρίες που υπάρχουν είναι είτε τελείως αστήριχτες, όπως αυτή της αναφοράς του Μουσταφά Κεμάλ για επαναστατική κίνηση των Ελλήνων της Ινέπολης το 1849, είτε βασίζονται σε τελείως ανεξακρίβωτες πληροφορίες, όπως αυτή και πάλι του Κεμάλ, για εθνική κίνηση των Ελλήνων μαθητών του Αμερικανικού Κολεγίου Ανατόλια στη Μερζιφούντα το 1904.

Στο οικονομικό πεδίο, παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο διαμετακομιστικό εμπόριο, κυρίως της Τραπεζούντας, από τη δημιουργία νέων εμπορικών δρόμων, η οικονομική ανάπτυξη των Ελλήνων συνεχίσθηκε κυρίως λόγω της ανόδου της ναυσιπλοΐας στον Εύξεινο Πόντο και της ενασχόλησης με το εμπόριο, εσωτερικό και εξωτερικό. Ακόμη και το εξαγωγικό εμπόριο της Τραπζούντας γνώρισε μία νέα προσωρινή ανάκαμψη την περίοδο 1897 – 1906 με τον αποκλεισμό από τη Ρωσία του δρόμου Καυκάσου – Περσίας. Βεβαίως, στην οικονομική άνθηση δεν συμμετείχαν όλοι οι Έλληνες με τον ίδιο τρόπο. Περισσότερη ανάπτυξη γνώρισαν οι παράλιες εμπορικές πόλεις.

Λόγω δε του εμπορικού χαρακτήρα των πόλεων αυτών και των δυνατοτήτων που προσέφεραν οι εμπορικές δραστηριότητες παρατηρήθηκε έντονη τάση αστικοποίησης Ελληνικών αγροτικών πληθυσμών από την ενδοχώρα του Πόντου. Τη διαδικασία αυτή υποβοήθησε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος του εμπορίου αποτελούσε η διακίνηση γεωργικών προϊόντων. Η κυρίαρχη θέση των Ελλήνων στην οικονομία του Πόντου φαίνεται από την ύπαρξη τεσσάρων τραπεζικών και εμπορικών οίκων στην Τραπεζούντα και άλλων τόσων εφοπλιστικών και εμπορικών οίκων στην Κερασούντα.

Οι εμπορικές δε δραστηριότητες των Ελλήνων του Πόντου επεκτάθηκαν και πέραν του Πόντου με δημιουργία εταιριών διαμετακομιστικού εμπορίου, εμπορικών υποκαταστημάτων κ.ά. στη νότια Ρωσία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Βρετανία, στη Μασσαλία και αλλού. Αλλά και στις διευθυντικές και υπαλληλικές θέσεις εταιριών, τραπεζών, γραφείων, καταστημάτων κ.α. οι Έλληνες κατείχαν τις περισσότερες θέσεις, ενώ και στην όχι και τόσο αναπτυγμένη βιοτεχνία είχαν κυρίαρχη θέση. Το Ελληνικό στοιχείο πρωταγωνίστησε και στους αγώνες των εργατών και των αγροτών, αγώνες που κυρίως έλαβαν χώρα στην Αμισό και συνδέονταν με την εμπορία καπνού, η οποία βρισκόταν υπό το μονοπωλιακό έλεγχο της εταιρίας Regie, που εγκαταστάθηκε στην Αυτοκρατορία το 1874.

Κατά των χαμηλών τιμών που τους έδινε εξεγέρθηκαν το 1877 οι καλλιεργητές καπνού της περιοχής της Αμισού, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν Έλληνες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Η αρωγή του Ελληνικού κράτους στην οικονομική προσπάθεια των Ελλήνων του Πόντου ήρθε, κάπως αργά, με την ίδρυση υποκαταστήματος της Τραπέζης Αθηνών στην Τραπεζούντα. Ουσιαστικό όμως και ενεργό ενδιαφέρον για την περιοχή και τους Έλληνες κατοίκους της το Ελληνικό κράτος επέδειξε μόνο μετά το 1900 και περισσότερο μετά το 1910. Εξάλλου η παρουσία του Ελληνικού κράτους στην περιοχή αρχικά ήταν πολύ περιορισμένη έχοντας από το 1849 ένα μόνο υποπροξενείο στην Τραπεζούντα, το οποίο αναβαθμίστηκε αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και υποπροξενείο στην Αμισό.

Ακόμη και στο χώρο της εκπαίδευσης, χώρο κατεξοχήν δραστηριοποίησης των Ελληνικών προξενείων στις υπόδουλες περιοχές κυρίως του Ευρωπαϊκού τμήματος της Αυτοκρατορίας, δεν υπήρξε ιδιαίτερη βοήθεια από το Ελληνικό κράτος. Παρά την απουσία του Ελληνικού κράτους, ο Ελληνισμός του Πόντου στο χώρο της εκπαίδευσης, πέραν εκείνου της οικονομίας, επέδειξε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα της προσπάθειας στην εκπαίδευση ήταν πραγματικά εντυπωσιακά κυρίως μετά το 1880 και παρά τις οποίες δυσκολίες υπήρχαν, είτε εξωτερικές, από το οθωμανικό κράτος, είτε εσωτερικές, από ενδοκοινοτικές διενέξεις.

Χτίστηκαν νέα σχολεία, αναπαλαιώθηκαν παλαιά και έγιναν προσλήψεις δασκάλων, κυρίως με έξοδα της Εκκλησίας, των μοναστηριών, των κοινοτήτων, των φιλεκπαιδευτικών συλλόγων, οι οποίοι γνώρισαν θεαματική αύξηση σε αριθμό μετά το 1870, με εράνους, αλλά και με δωρεές ευκατάστατων Ελλήνων, ιδίως της Ρωσίας. Σύμφωνα με τα στατιστικά που διαθέτουμε, το 1890 πρέπει να υπήρχαν περίπου 500 Ελληνικά σχολεία με 20.000 μαθητές και 500 δασκάλους, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα τα σχολεία και οι δάσκαλοι είχαν υπερδιπλασιασθεί (1.050 σχολεία και 1.230 δάσκαλοι), ενώ οι μαθητές είχαν φτάσει τις 70.000.

Το Φροντιστήριο Τραπεζούντας αλλά και το αντίστοιχο της Αργυρούπολης συνέβαλαν στην ανάπτυξη της ανώτερης εκπαίδευσης στην περιοχή, ενώ ορισμένοι Έλληνες συνέχισαν τις σπουδές τους στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ή σε άλλα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Η συνολικότερη πνευματική ανάπτυξη αντικατοπτρίζεται και στη βραχύβια έστω κυκλοφορία δύο Ελληνικών περιοδικών μετά το 1880, έτος λειτουργίας του πρώτου Ελληνικού τυπογραφείου στην περιοχή. Η εκπαιδευτική ανάπτυξη των Ελλήνων ανέκοψε, και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέστειλε, και τη δυτική προσηλυτιστική προσπάθεια που επιχειρήθηκε στον Πόντο.

Η οποία διενεργήθηκε μέσω κυρίως της εκπαίδευσης από τις Προτεσταντικές πρωτίστως και Καθολικές δευτερευόντως ιεραποστολές. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότερο δραστηριοποιήθηκαν και είχαν επιτυχία οι ιεραποστολές αυτές σε περιοχές των μεσογείων του Πόντου, όπου υπήρχαν λίγα ή καθόλου Ελληνικά σχολεία.

Ο ΠΟΝΤΟΣ ΥΠΟ ΝΕΟΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ (1908 – 1912)

Το Νεοτουρκικό κίνημα, που ξέσπασε το καλοκαίρι του 1908, επέφερε σημαντικές αλλαγές, όπως ήταν φυσικό, και στον Πόντο, καθώς αποτέλεσε το έναυσμα για την εκδήλωση της υποβόσκουσας επιθετικότητας των Μουσουλμάνων έναντι των Ελλήνων. Στην περιοχή της Τραπεζούντας υπήρξε έντονη επιφυλακτικότητα από τους Έλληνες στο άκουσμα της είδησης της έκρηξης και επικράτησης του κινήματος. Μάλιστα, μόνο ύστερα από προτροπή του Ελληνικού προξενείου και ένα μήνα μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος, οι Έλληνες ουσιαστικά υποχρεώθηκαν να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις υπέρ του κινήματος.

Αντιθέτως, στην περιοχή της Αμισού, τη δεύτερη σε μέγεθος και σημασία πόλη του Πόντου, οι Έλληνες φάνηκαν περισσότερο θετικοί και συμμετείχαν σχεδόν εξαρχής στις εκδηλώσεις υποστήριξης του κινήματος. ωστόσο, και αυτοί ήταν επιφυλακτικοί γιατί υπήρχαν πληροφορίες ότι η εκλογή των βουλευτών στις εκλογές του Νοεμβρίου δεν θα γινόταν άμεσα από το λαό, αλλά έμμεσα δι’ αντιπροσώπων. Είναι όμως χαρακτηριστικό του πρόσκαιρου του κλίματος σύμπνοιας στην Αμισό πως ύστερα από διαμαρτυρία των μουσουλμάνων σβήστηκε το σύνθημα αδελφοσύνη. Η θετική στάση των Ελλήνων στην Αμισό ίσως να οφείλεται εν μέρει και στην ύπαρξη πολλών Ελλήνων εργατών καπνού.

Οι οποίοι ήλπισαν πως με το νέο καθεστώς θα βελτιωνόταν η θέση τους, αφού αυτό είχε αυτοπροβληθεί σαν ένα δημοκρατικό κίνημα. Σύντομα όμως διαψεύσθηκαν καθώς στο αίτημά τους για αυξήσεις αντιμετώπισαν όχι μόνο την άρνηση της εταιρίας καπνού Regie, αλλά και την ένοπλη αντίδραση στις εκτεταμένες απεργιακές κινητοποιήσεις, από τον Αύγουστο έως τον Σεπτέμβριο του 1908, που κατέληξαν σε αιματηρές συγκρούσεις. Έπειτα από παρέμβαση κυρίως του μητροπολίτη Αμασείας Γερμανού Καραβαγγέλη, καθώς η πλειοψηφία των καπνεργατών και οι πρωταγωνιστές των κινητοποιήσεων ήταν Έλληνες, αλλά και προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων, έγινε δεκτό το αίτημα των απεργών για αύξηση του ημερομισθίου.

Το Νεοτουρκικό καθεστώς, διαπιστώνοντας την ισχύ των συνδικάτων και σε αυτή, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις απεργιακών κινητοποιήσεων στη χώρα, προχώρησε στην υποχρεωτική διάλυσή τους βάσει νόμου που ψηφίστηκε το 1909. Οι Νεότουρκοι αμέσως μετά την επικράτησή τους, και πριν ακόμη εκδηλωθούν έναντι του κινήματος οι Έλληνες αλλά και οι Μουσουλμάνοι στον Πόντο, προχώρησαν σε εφαρμογή του προπαγανδιστικού τους σχεδίου με την αποστολή στον Πόντο προπαγανδιστών από την Κεντρική Επιτροπή της Ένωσης και της Προόδου (Ε.Ε.Π) στην Κωνσταντινούπολη ήδη στις 22 Ιουλίου, ελάχιστες ημέρες μετά την ανακήρυξη του Συντάγματος.

Σκοπός τους ήταν όχι μόνο να ιδρύσουν τοπικές Νεοτουρκικές οργανώσεις για να προσελκύσουν μέλη, αλλά, πολύ περισσότερο, να οργανώσουν ποικιλότροπη νοθεία στις επικείμενες εκλογές, ώστε να εξασφαλισθεί καθολική νίκη και παράλληλα να αποκλεισθεί οποιαδήποτε πιθανότητα εκλογής Ελλήνων. Η αληθινή πολιτική των Νεοτούρκων και η πραγματική τους αντίληψη περί δημοκρατίας, ισότητας, ισονομίας και αδερφοσύνης έγιναν έκδηλα φανερές στον τρόπο που πραγματοποιήθηκαν η προεκλογική εκστρατεία και οι ίδιες οι εκλογές του 1908. Ιδιαίτερα, δε, αποκαλύφθηκε ότι η πολιτική τους είχε χαρακτήρα κυρίως ανθελληνικό και δευτερευόντως στρέφονταν εναντίον άλλου έθνους ή πολύ περισσότερο άλλου πολιτικού κόμματος.

Το μέγεθος της νοθείας μπορεί εύκολα να το αντιληφθεί κανείς βλέποντας τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών: Το κόμμα των «Ενωτικών» που υποστηριζόταν από την Ε.Ε.Π εξέλεξε 288 βουλευτές, ενώ η αντιπολίτευση των φιλελεύθερων μόνο έναν. Από αυτούς 24 μόνο ήταν Έλληνες, ενώ σύμφωνα με τον Ελληνικό πληθυσμό θα έπρεπε, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, να είχαν εκλεγεί αναλογικά 65. Είναι ενδεικτικό ότι άλλα έθνη της Αυτοκρατορίας εξέλεξαν τον αναλογούντα με τον πληθυσμό τους αριθμό βουλευτών, και σε κάποιες περιπτώσεις και περισσότερο (π.χ. 60 Άραβες, 27 Αλβανοί, 14 Αρμένιοι, 10 Σλάβοι), γεγονός που φανερώνει τον ανθελληνικό κυρίως χαρακτήρα της Νεοτουρκικής πολιτικής.

Οι περισσότεροι Έλληνες βουλευτές που εκλέχθηκαν απλώς συνεργάστηκαν με τους «Ενωτικούς» γιατί δεν υπήρχε άλλη δυνατότητα εκλογής. Ανάλογη με την υπόλοιπη χώρα ήταν και η κατάσταση που επικράτησε στον Πόντο, όπου εκλέχθηκε μόνο ένας Έλληνας βουλευτής, ο Ματθαίος Κωφίδης, με την υποστήριξη της Ε.Ε.Π, χωρίς μάλιστα να λάβει ούτε μία ψήφο Έλληνα εκλέκτορα. Αυτό σήμαινε ότι οι Έλληνες με τις ψήφους τους δεν ανέδειξαν κανέναν Έλληνα βουλευτή, ενώ θα έπρεπε να εκλέξουν ανάλογα με τον πληθυσμό τους από τέσσερις έως επτά, αφού ανά 100.000 κατοίκων αντιστοιχούσε ένας βουλευτής και, σύμφωνα με τις πιο μετριοπαθείς στατιστικές, οι Έλληνες στον Πόντο έφταναν τους 450.000.

Ενώ σύμφωνα με τους Έλληνες ο αριθμός τους έφτανε τους 700.000 περίπου. Τον αριθμό των 7 βουλευτών μάλιστα δέχτηκαν και οι φιλελεύθεροι στις επόμενες εκλογές του 1912 στις συζητήσεις που υπήρξαν για συνεργασία φιλελευθέρων και Ελλήνων. Το απογοητευτικό αποτέλεσμα για τους Έλληνες ήρθε παρά την ιδιαίτερη κινητοποίηση των Ελλήνων με τη δημιουργία πολιτικών συλλόγων και παρά την καθολική σχεδόν αποδοχή των υποψηφίων Ελλήνων βουλευτών και τη συμπόρευση του εκλογικού σώματος και των εκλεκτόρων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι Έλληνες εκλέκτορες ψήφισαν μόνο τους Έλληνες υποψηφίους βουλευτές που δεν είχαν συνταχθεί ή συνεργασθεί με το κόμμα των Νεοτούρκων.

Οι Νεότουρκοι, προκειμένου να φτάσουν στο ποθητό εκλογικό αποτέλεσμα, μεταχειρίστηκαν ποικίλα μέσα: από τον εξοπλισμό των Μουσουλμάνων και την τρομοκρατία έως την κατά τέτοιον τρόπο διαίρεση των εκλογικών τμημάτων ώστε τα μουσουλμανικά να εκλέγουν έναν εκλέκτορα με 251 ψηφοφόρους, ενώ τα Ελληνικά με 500 – 750 ψηφοφόρους. Τα δε μικτά τμήματα καταρτίσθηκαν με τέτοιον τρόπο ώστε να υπερτερεί το Μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ αμιγώς Ελληνικές περιοχές ή συνοικίες στις πόλεις διαιρέθηκαν έτσι ώστε να αποτελούν μειοψηφία σε ευρύτερες Μουσουλμανικές περιοχές. Είναι ενδεικτικό ότι στην Αμισό οι Έλληνες με 2.045 ψηφοφόρους μπορούσαν να εκλέξουν 4 εκλέκτορες, ενώ οι Νεότουρκοι με 1.500 ψηφοφόρους να εκλέξουν 5.

Η κατάσταση ήταν τόσο τεταμένη λόγω της Νεοτουρκικής πολιτικής ώστε οι Έλληνες της Αμισού ζήτησαν από την Ελληνική κυβέρνηση μέσω του υποπροξενείου να τους σταλούν όπλα «προκειμένου να είναι έτοιμοι να τα χρησιμοποιήσουν όταν έρθει η ώρα», αφού και οι Μουσουλμάνοι είχαν εξοπλισθεί αμέσως μετά την επικράτηση του κινήματος. Οι εκλογές, όμως, δεν ήταν το μόνο πεδίο όπου εκδηλώθηκε η ανθελληνική πολιτική των Νεοτούρκων. Λίγο μετά, στο τέλος του 1908, ξεκίνησε ο οργανωμένος από την Ε.Ε.Π ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός με αφορμή τη διακήρυξη της ένωσης της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα στις 6 Οκτωβρίου του 1908.

Το ίδιο μέτρο είχε εφαρμοσθεί και κατά της Αυστροουγγαρίας μετά την ανακήρυξη της προσάρτησης της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης, αλλά υποτίθεται ότι δεν ήταν επίσημη πολιτική της κυβέρνησης. Στην περίπτωση όμως του Ελληνικού αποκλεισμού η Νεοτουρκική κυβέρνηση όχι μόνο δεν αντέδρασε στο μέτρο, αλλά, φανερώνοντας την πραγματική θέση της, επέτρεψε τη χρησιμοποίηση των κατά τόπους διοικητικών μηχανισμών και της αστυνομίας. Ενώ ο αποκλεισμός των Αυστριακών προϊόντων έληξε τον Μάρτιο του 1909, ο αποκλεισμός των Ελληνικών προϊόντων όχι μόνο δεν έληξε σύντομα, αλλά εντάθηκε το επόμενο διάστημα και γνώρισε έως τους Βαλκανικούς Πολέμους ποικίλες διακυμάνσεις.

Οι Νεότουρκοι, θέλοντας να δημιουργήσουν μια εθνική «Τουρκική» οικονομία, στράφηκαν κυρίως κατά των Ελλήνων για να το πετύχουν αυτό γιατί οι Έλληνες ήταν ο ισχυρότερος οικονομικά πληθυσμός στην Αυτοκρατορία και ο οποίος όχι μόνο ήταν διασκορπισμένος σε όλο σχεδόν το εύρος της, αλλά κυριαρχούσε οικονομικά στις νευραλγικότερες οικονομικά περιοχές. Οι Έλληνες στον Πόντο, παρά την απώλεια σημαντικού μέρους του εξωτερικού εμπορίου το οποίο είχε περάσει στις αρχές του 20ού αιώνα στα χέρια ξένων, συνέχισαν να κατέχουν κυρίαρχη θέση στο οικονομικό πεδίο με την ενασχόλησή τους κυρίως με το τοπικό εμπόριο, τις τράπεζες και τη βιοτεχνία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτήν την περίοδο, περίοδο έκρηξης της παραγωγής καπνού λόγω Αμερικανικής ζήτησης, στην Αμισό η εμπορία καπνού ανήκε κατά 60% σε Έλληνες εμπόρους, 15% σε Αμερικανική εταιρία, 10% σε ξένα μονοπώλια, 10% σε Αρμένιους και μόνο 5% σε Μουσουλμάνους. Ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός στον Πόντο ξεκίνησε διστακτικά τον Δεκέμβριο του 1908 στο λιμάνι της Τραπεζούντας. Αρχικά αφορούσε μόνο τα προϊόντα από το Ελληνικό κράτος και μόνο τους Έλληνες υπηκόους εμπόρους του Πόντου, οι περισσότεροι όμως εκ των οποίων ήταν Πόντιοι που απλώς είχαν πάρει την Ελληνική υπηκοότητα για φορολογικούς περισσότερο λόγους.

Πρωταγωνιστές στον ανθελληνικό αποκλεισμό αναδείχθηκαν οι λεμβούχοι, οι αχθοφόροι και οι λιμενεργάτες, οι οποίοι αποτέλεσαν τα κυριότερα μέλη της Ε.Ε.Π στην Τραπεζούντα και λίγο αργότερα ανέλαβαν ουσιαστικά τον έλεγχο της πόλης. Ο εμπορικός αποκλεισμός προκάλεσε αναστάτωση στην αγορά της πόλης σε τέτοιο σημείο που μέρος των Μουσουλμάνων της πόλης διαμαρτυρήθηκε προς την Ε.Ε.Π, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τα επόμενα δύο έτη συνεχίστηκε ο αποκλεισμός με αρκετές διακυμάνσεις. Σταδιακά εφαρμόσθηκε σε όλους τους Έλληνες εμπόρους και παραγωγούς ανεξαρτήτως υπηκοότητας.

Έτσι απομακρύνθηκαν με διάφορα προσχήματα -οι Έλληνες εργαζόμενοι- από τις δημόσιες υπηρεσίες, την Οθωμανική Τράπεζα, το μονοπώλιο καπνού και από Μουσουλμανικές και ξένες επιχειρήσεις, ενώ επιβλήθηκαν επιπρόσθετοι φόροι, καταργήθηκαν φορολογικές απαλλαγές των Ελλήνων υπηκόων και προβλήθηκαν διάφορα προσκόμματα στη λειτουργία των Ελληνικών τραπεζών στον Πόντο. Στα αστικά κέντρα του Πόντου συστάθηκαν και επιτροπές Μουσουλμάνων για αποτελεσματικότερη εφαρμογή του. Έτσι, απαγορεύθηκε η είσοδος στα καταστήματα Ελλήνων υπηκόων, συμπεριλαμβανομένων και των υπαλλήλων αυτών, μέτρο το οποίο εφαρμόσθηκε με την επιστασία της αστυνομίας.

Και επιβλήθηκε κατά παράνομο τρόπο φόρος επιτηδεύματος μόνο στους Έλληνες Ελληνικής υπηκοότητας, ενώ οι πολίτες άλλων Ευρωπαϊκών χωρών με τους οποίους ήταν εξισωμένοι οι Έλληνες πολίτες δεν πλήρωναν ανάλογο φόρο. Μάλιστα τους ζητήθηκε να πληρώσουν το φόρο αναδρομικά και με ποσά δυσανάλογα σε σχέση με εκείνα που πλήρωναν οι Οθωμανοί υπήκοοι, ποσά που έφταναν στο πενταπλάσιο ή και εξαπλάσιο ποσό. Οι ανθελληνικές ενέργειες στο χώρο της οικονομίας ανακόπηκαν για ένα μικρό διάστημα, το 1910, λόγω των δυσμενών επιπτώσεων που είχε ο ανθελληνικός αποκλεισμός (όπως προβλήματα επισιτισμού, μείωση εσόδων από έμμεσους φόρους και τελωνειακούς δασμούς κ.ά.).

Όμως το 1911 ο αποκλεισμός γνώρισε νέα έξαρση και έφτασε στην κορύφωσή του με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μία αφόρητη κατάσταση για τους Έλληνες. Έτσι, προχώρησαν σε απελάσεις Ελλήνων Ελληνικής υπηκοότητας με παράλληλη προσπάθεια να δημευθεί η έγγειος ιδιοκτησία τους. Η Ελλάδα προχώρησε σε διαβήματα διαμαρτυρίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η προσπάθεια του καθεστώτος να θεωρήσει τις Ελληνικές τράπεζες, που είχαν κερδίσει στον ανταγωνισμό με τις Οθωμανικές, σαν Οθωμανικές απέτυχε μετά την αντίδραση της Ελλάδας.

Με αφορμή τον Ιταλοοθωμανικό Πόλεμο που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1911, επιβλήθηκε νέος φόρος για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα προϊόντα υπέρ του Οθωμανικού στόλου, ο οποίος έπληττε κυρίως τους Έλληνες, οι οποίοι ήταν η μεγάλη πλειοψηφία των εμπόρων στον Πόντο. Ήταν δε τόσο δυσβάσταχτος που ορισμένοι έμποροι άφησαν τα εμπορεύματά τους στο τελωνείο. Το αποτέλεσμα όλων αυτών των ανθελληνικών μέτρων ήταν πολλοί Έλληνες έμποροι να οδηγηθούν σε χρεοκοπία και τη θέση τους να πάρουν Μουσουλμάνοι, οι οποίοι με μειωμένο ανταγωνισμό και υπό την κρατική προστασία κατάφεραν σταδιακά να επικρατήσουν.

Οι Νεότουρκοι την περίοδο μεταξύ 1908 – 1912 στήριξαν την ανθελληνική τους πολιτική στο πρόσχημα της κατάργησης των προνομίων των εθνικο-θρησκευτικών ομάδων βάσει της υποτιθέμενης πολιτικής ισότητας και ισονομίας που διακήρυτταν και την οποία όμως χρησιμοποιούσαν κατά το δοκούν. Την πολιτική αυτή επικαλέστηκαν εν μέρει για τις ανθελληνικές επιθέσεις τους και στις εκλογές του 1908 και στην οικονομική θέση των Ελλήνων. Πολύ περισσότερο όμως χρησιμοποίησαν ως δικαιολογία την εφαρμογή αυτής της ιδεολογικής αντίληψης στην κατάργηση των προνομίων των Χριστιανών στα εκκλησιαστικά ζητήματα, στην εκπαίδευση και στη, για πρώτη φορά, στρατολόγηση των Χριστιανών.

Καθώς κύριος φορέας των προνομίων των Ελλήνων Ορθοδόξων ήταν η διοικούσα Ορθόδοξη Εκκλησία, κάθε προσπάθεια κατάργησής τους ουσιαστικά υπονόμευε την κυρίαρχη θέση της Εκκλησίας στους Έλληνες. ωστόσο, δεν στράφηκαν άμεσα εναντίον των καθαρά εκκλησιαστικών της δικαιοδοσιών γιατί δεν ήθελαν να προκαλέσουν το θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων το οποίο εκείνη την εποχή ίσως ήταν ισχυρότερο και από το εθνικό αίσθημα, ιδίως στη Μ. Ασία. Έτσι, βάσει του προσχήματος περί εκκοσμικεύσεως του Οθωμανικού κράτους και της υποτιθέμενης δυνατότητας μέσω των εκλογών να εκφραστούν πολιτικά οι Χριστιανοί, οι Νεότουρκοι προχώρησαν στον περιορισμό αρχικά και στην κατάργηση εν συνεχεία του πολιτικού ρόλου του Οικουμενικού Πατριάρχη και των μητροπολιτών.

Συνάμα όμως περιόρισαν ή κατάργησαν τη δικαιοδοσία που είχε η διοικούσα Εκκλησία στη διευθέτηση βάσει του Εκκλησιαστικού δικαίου αστικών ζητημάτων μεταξύ των Χριστιανών, όπως ήταν οι γάμοι, τα διαζύγια και οι διαθήκες, αλλά και τη θέση των εκπροσώπων της Εκκλησίας στην τοπική αυτοδιοίκηση. Σταδιακά προχώρησαν και σε άλλες ενέργειες, όπως η όλο και μεγαλύτερη ανάμιξη σε εσωτερικά ζητήματα της Εκκλησίας, η αμφισβήτηση των εκκλησιαστικών ιδιοκτησιών, η παρεμπόδιση του έργου των κληρικών και η σύλληψη και φυλάκιση ιερέων με απλή καταγγελία. Η εκπαίδευση ήταν ένας από τους χώρους που έγινε ιδιαιτέρως αισθητή η κατάργηση των προνομίων.

Οι Νεότουρκοι επικέντρωσαν εξαρχής πολλές από τις προσπάθειές τους στον έλεγχο της εκπαίδευσης, καθώς ήταν ένας χώρος όπου υπερτερούσαν οι Έλληνες, στοιχείο που τους έδινε τη δυνατότητα κυριαρχίας και στον οικονομικό τομέα, και παράλληλα έπλητταν την ισχύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου αφού η εκπαίδευση ήταν μία από τις κυριότερες αρμοδιότητές του. Εξάλλου, δεν ήταν οι συνθήκες κατάλληλες ακόμη για την εφαρμογή του προγράμματος του πλήρους εκτουρκισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μέσω της φυσικής εξόντωσης ή της εκδίωξης των Ελλήνων της αυτοκρατορίας.

Έτσι, προσπάθησαν να θέσουν τα Ελληνικά σχολεία υπό τον άμεσο έλεγχο του υπουργείου Παιδείας παρακάμπτοντας τις κατά τόπους αρμόδιες εκκλησιαστικές αρχές, οι οποίες έως τότε ήταν υπεύθυνες για την εκπαίδευση των χριστιανών. Έτσι οι επιθεωρητές του υπουργείου άρχισαν να επιθεωρούν τα Ελληνικά σχολεία χωρίς την άδεια του Πατριαρχείου, ενώ παράλληλα απαγορεύθηκε η περιοδεία στα σχολεία των κοινοτικών επιθεωρητών. Λόγω των αντιδράσεων των διευθυντών των Ελληνικών σχολείων, όπως συνέβη στην Τραπεζούντα, οι Νεότουρκοι προχώρησαν το 1910 στην ψήφιση νόμου που αφαιρούσε ουσιαστικά από το Πατριαρχείο και τις σχολικές εφορείες το μεγαλύτερο μέρος των αρμοδιοτήτων που είχαν στα Ελληνικά σχολεία.

Το Πατριαρχείο περιορίστηκε μόνο στην εποπτεία του μαθήματος των Θρησκευτικών και οι εφορείες επωμίστηκαν την ευθύνη εξεύρεσης οικονομικών πόρων για τη συντήρηση των κοινοτικών σχολείων στα οποία δεν παρείχε καμία επιχορήγηση το κράτος. Και όχι μόνο αυτό, αλλά ο νέος νόμος υποχρέωνε τις Ελληνικές κοινότητες να συμμετέχουν στα έξοδα ίδρυσης και συντήρησης των κρατικών, δηλαδή Μουσουλμανικών, σχολείων. Αυτές οι ενέργειες, οι περισσότερες εκ των οποίων σήμερα μπορεί να φαίνονται λογικές σε ένα ευνομούμενο κράτος με ένα κυρίαρχο έθνος, αλλά όχι σε ένα πολυεθνικό κράτος όπως ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπέκρυπταν τη διάθεση όχι μόνο να ελέγξουν την κοινοτική εκπαίδευση, αλλά και σταδιακά να την καταργήσουν μέσα από την ένταξή της στην «Οθωμανική», δηλαδή Τουρκική, εκπαίδευση.

Προκειμένου δε να καλύψουν την υστέρηση στην οποία βρισκόταν η κρατική εκπαίδευση σε σχέση με την Ελληνική, οι Νεότουρκοι προχώρησαν στην άμεση ίδρυση Οθωμανικών σχολείων ήδη από τον Σεπτέμβριο του 1908, ενώ τότε επέβαλαν την τουρκική γλώσσα ως υποχρεωτική σε όλα τα σχολεία, εθνικά και μη. Βάσει αυτής της πολιτικής και του εκπαιδευτικού νόμου του 1910, προχώρησαν και στη δημιουργία ποικίλων προσκομμάτων στη λειτουργία των Ελληνικών σχολείων, που ξεκινούσαν από τη δυσκολία παροχής άδειας ανεγέρσεως, επισκευής ή και λειτουργίας τους και έφταναν στην αμφισβήτηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος τους.

Επίσης στην παύση λειτουργίας όσων σχολείων δεν είχαν άδεια ανέγερσης και λειτουργίας και την απόσπαση διδακτηρίων και τη μετατροπή τους σε κρατικά με μία απλή αίτηση της πλειοψηφίας του χωριού ή της συνοικίας της πόλης. Η ψήφιση αυτού του νόμου ήταν μόνο η αρχή, καθώς ακολούθησε σειρά άλλων μέτρων που υπηρετούσε την πολιτική τους. Έτσι, το καθεστώς αποφάσισε το 1911 ότι η επικύρωση των πτυχίων των Ελληνικών σχολείων θα γινόταν πλέον από το υπουργείο Παιδείας και όχι από το Πατριαρχείο, ενώ με νόμο που ψηφίστηκε το 1912 απαιτούνταν για τους αποφοίτους των Ελληνικών Γυμνασίων εξετάσεις, και μάλιστα στην Τουρκική γλώσσα, προκειμένου να εισαχθούν στο Οθωμανικό Πανεπιστήμιο.

Τη στιγμή που γίνονταν δεκτοί στα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις. Ίσως μεγαλύτερης σημασίας ήταν η απαίτηση του υπουργείου να επικυρώνει τα πτυχία των δασκάλων των Ελληνικών σχολείων, μέτρο που, παρά τις αντιδράσεις του Πατριαρχείου, εφαρμόσθηκε άμεσα μετά και την πραγματοποίηση των απειλών του υπουργείου για παύση δασκάλων που δεν ήθελαν να υποβάλουν το πτυχίο τους προς έγκριση. Αυτό το μέτρο συνδεόταν με τον έλεγχο που ήθελε να ασκήσει το υπουργείο στα Ελληνικά σχολεία προκειμένου να διαπιστώσει την υπηκοότητα των δασκάλων που υπηρετούσαν σε αυτά, πολλοί εκ των οποίων προέρχονταν από την ελεύθερη Ελλάδα.

Ακολούθησαν, όπως ήταν αναμενόμενο, η απέλαση των δασκάλων Ελληνικής υπηκοότητας και η απαγόρευση πρόσληψης «αλλοδαπών» δασκάλων, ενέργεια που συνδεόταν με τις γενικότερες διώξεις Ελλήνων ελληνικής υπηκοότητας στο πλαίσιο του ανθελληνικού εμπορικού αποκλεισμού. Παρά τα ανθελληνικά μέτρα όμως, η Ελληνική εκπαίδευση στον Πόντο κατάφερε να βρίσκεται σε αρκετά καλή κατάσταση έως τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Έλληνες αντέδρασαν σε αυτά τα μέτρα, κυρίως μέσω υπομνημάτων του Πατριαρχείου και των Ελλήνων βουλευτών που έστελναν προς την Οθωμανική κυβέρνηση κάθε χρόνο από το 1909 έως το 1912, χωρίς όμως κανένα αποτέλεσμα.

Τα υπομνήματα αυτά συνοδεύονταν συνήθως και από διαδηλώσεις διαμαρτυρίας των Ελλήνων και ψηφισμάτων υποστήριξης των υπομνημάτων, όπως έγινε το καλοκαίρι του 1911 στον Πόντο. Το Ελληνικό κράτος ούτε διαμαρτυρήθηκε ουσιαστικά για τα ανθελληνικά μέτρα στην εκπαίδευση, αλλά ούτε και διαφοροποίησε την εκπαιδευτική του πολιτική του στον Πόντο, η οποία συνίστατο κυρίως στη διοικητική αρωγή ίδρυσης σχολείων, εύρεσης δασκάλων και αναγνώρισης σχολείων, όπως έγινε με το Γυμνάσιο της Αμισού του 1911. Αλλά και οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι της Ελλάδας δεν διαφοροποίησαν την εκπαιδευτική τους πολιτική στον Πόντο, παραμένοντας σχεδόν απόντες.

Σοβαρότερες επιπτώσεις στους Έλληνες είχε η κατάργηση ενός άλλου «προνομίου», της απαλλαγής των Χριστιανών από τη στράτευση στον Οθωμανικό στρατό. Το ζήτημα της στράτευσης των Χριστιανών ανακινήθηκε, όσο και αν αυτό φαίνεται περίεργο, από τους ίδιους τους Έλληνες βουλευτές τον Μάιο του 1909, οι οποίοι θεώρησαν ότι ήταν μία ευκαιρία, βάσει των Νεοτουρκικών εξαγγελιών περί ισοτιμίας, να συμμετάσχουν οι Έλληνες σε ένα σημαντικό κρατικό θεσμό, αναβαθμίζοντας έτσι τη συμμετοχή τους στο Οθωμανικό κράτος. Παράλληλα, η στρατιωτική εκπαίδευση των Χριστιανών θα δημιουργούσε εκπαιδευμένους στρατιωτικά Έλληνες.

Οι οποίοι σε περίπτωση που χρειαζόταν, εάν τα πράγματα στη χώρα δεν εξελίσσονταν ομαλά, θα μπορούσαν να αναλάβουν ένοπλη δράση για να προστατεύσουν το Ελληνικό στοιχείο. Δεν έθεσαν όμως κανένα όρο για τον τρόπο συμμετοχής των Χριστιανών στο στράτευμα και έτσι ο νόμος που ψηφίστηκε δεν διευθετούσε πολλά ζητήματα. Έτσι, η θητεία των Χριστιανών στον Οθωμανικό στρατό απείχε πολύ από αυτό που ανέμεναν οι Έλληνες βουλευτές και αποτέλεσε έναν ακόμη τρόπο διωγμού του Ελληνικού στοιχείου. Οι συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι Χριστιανοί στον Οθωμανικό στρατό ήταν απελπιστικές.

Ζούσαν σε άθλια κατάσταση με κακή διατροφή, υβρίζονταν και προπηλακίζονταν από τους Μουσουλμάνους αξιωματικούς και στρατιώτες, ανελάμβαναν τις δυσκολότερες εργασίες, υποβάλλονταν σε βάναυσες υπηρεσίες, τιμωρούνταν σκληρά σε τυχόν παραπτώματα και συστηματικά παρακωλυόταν η εκτέλεση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Συνήθως δεν τους δινόταν όπλο, ενώ οι Νεότουρκοι δεν δέχτηκαν να ορίσουν Έλληνες αξιωματικούς. Η εξαγορά της στρατιωτικής θητείας επιτρεπόταν και με το νέο νόμο με την καταβολή αντισηκώματος 50 λιρών, όμως η απαλλαγή αυτή δεν ήταν οριστική. Έτσι το μέτρο αυτό έγινε μία νέα αιτία συνεχούς οικονομικής αφαιμάξεως των Ελλήνων.

Το Πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκε και πάλι με υπομνήματα προς την κυβέρνηση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στον Πόντο η στρατολόγηση των Χριστιανών κατά τα έτη 1909 – 1910 δεν πρέπει να εφαρμόστηκε με ιδιαίτερη ένταση. Από τις ελάχιστες μαρτυρίες που έχουμε για τις αντιδράσεις των Ελλήνων μία μαρτυρία που αφορά την Άνω Αμισό αναφέρει ότι στην πρώτη πρόσκληση νεοσυλλέκτων υπήρξε ενθουσιασμός των Ελλήνων. Ο ενθουσιασμός αυτός δεν πρέπει να κράτησε για πολύ, καθώς, μετά τη γνωστοποίηση των καταπιεστικών συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων στρατιωτών στον Οθωμανικό στρατό και της μεγάλης και αόριστης διάρκειας θητείας, οι περισσότεροι Έλληνες προσπάθησαν να αποφύγουν τη θητεία με οποιονδήποτε τρόπο, ιδίως μετά τη γενίκευση του μέτρου το 1910.

Η αποφυγή της στρατιωτικής θητείας αρχικά επιδιώχθηκε μέσω της πληρωμής του αντισηκώματος. Επειδή όμως αυτή η απαλλαγή δεν ήταν οριστική και το νεοτουρκικό καθεστώς ζητούσε συνεχώς χρήματα για νέες απαλλαγές, πολλοί Έλληνες του Πόντου προτίμησαν τη φυγή κυρίως στη Ρωσία και δευτερευόντως στην ελεύθερη Ελλάδα. Τόσο μεγάλο ήταν το ρεύμα της μετανάστευσης στον Πόντο που ο Έλληνας πρόξενος στην Τραπεζούντα τόνιζε σε αναφορά του τον Ιούνιο του 1912 ότι «Αι Χριστιανικαί Κοινότητες διατελούσι εν κοινωνική σχεδόν αποσυνθέσει». Όπως είναι φυσικό, η μαζική αυτή μετανάστευση νέων Ελλήνων κλόνισε την οικονομική δύναμη των Ποντίων, προκάλεσε ρήγματα στον κοινωνικό και τον οικογενειακό ιστό.

Και έπληξε καίρια την πληθυσμιακή παρουσία του Ελληνισμού, καθώς απωλέσθηκε ένας σημαντικός αριθμός Ελλήνων, οι οποίοι ως νέοι αποτελούσαν το πιο ζωντανό κομμάτι του πληθυσμού και εκείνο που θα μπορούσε να αντισταθεί δυναμικά στην πολιτική διωγμών του Ελληνισμού. Έτσι, η στρατιωτική θητεία εξελίχθηκε σε έναν ακόμη τρόπο αποδυνάμωσης του Ελληνικού στοιχείου. Πέρα από τις προαναφερθείσες ανθελληνικές ενέργειες, δεν φαίνεται να υπήρξε την περίοδο 1908 – 1912 οργανωμένο σχέδιο καθολικής εξόντωσης των Ελλήνων. ωστόσο, πολύ σύντομα μετά την επικράτηση του κινήματος δημιουργήθηκε στον Πόντο ένα γενικότερο κλίμα ανασφάλειας για τους Έλληνες, το οποίο με το πέρασμα του χρόνου γινόταν όλο και μεγαλύτερο.

Οι αυθαιρεσίες των Μουσουλμάνων αυξήθηκαν, ενώ υπήρξε κατευθυνόμενη εγκληματικότητα κατά των Ελλήνων και τεχνητή αναρχία. Νέα έξαρση γνώρισε η ανθελληνική δράση των Μουσουλμάνων μετά την επικράτηση των Νεοτούρκων έναντι της αντεπανάστασης το 1909 και κυρίως κατά το 1911, όταν υπήρχε βάσιμη πιθανότητα συνεργασίας των Φιλελευθέρων Οθωμανών με τους Έλληνες. Εξάλλου, η Ε.Ε.Π είχε λάβει τον Οκτώβριο του 1911 στο συνέδριό της την τελική απόφαση για πλήρη εκτουρκισμό της χώρας με οποιονδήποτε τρόπο. Η δράση αυτή των Μουσουλμάνων, μεμονωμένων ή μελών της Ε.Ε.Π, περιελάμβανε από καταπάτηση ή κατάληψη Ελληνικών κτημάτων, ληστείες, κλοπές.

Διώξεις και καταστροφές σπιτιών και καταστημάτων Ελλήνων έως βιασμούς και εξισλαμισμούς Ελληνίδων, βιαιοπραγία, τρομοκράτηση, ακόμη και δολοφονία Ελλήνων, με την άμεση ή έμμεση μάλιστα συμμετοχή ή ανοχή της Χωροφυλακής και του στρατού. Οι Έλληνες, τουλάχιστον των μεγάλων αστικών κέντρων, γνώρισαν έντονες πιέσεις και για εθνικά ζητήματα, όπως ήταν το Κρητικό Ζήτημα, καθώς οι Νεότουρκοι τους πίεζαν να εκδηλωθούν με διαδηλώσεις και υπογραφή διαμαρτυριών κατά της ένωσης της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα την περίοδο 1908 – 1912. Ανάλογες πιέσεις άσκησαν οι Νεότουρκοι στους Έλληνες και κατά τον Ιταλοοθωμανικό Πόλεμο για να συμμετάσχουν σε επιτροπές βοήθειας και σε εθελοντικό σώμα, ενώ επιβλήθηκαν και φόροι στα εμπορεύματα με τη μορφή εράνου.

Στο διάστημα μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων του 1908 και του 1912, οι Νεότουρκοι προσπάθησαν να ακυρώσουν οποιαδήποτε δυνατότητα πολιτικής οργάνωσης των Χριστιανών. Αυτό επιτεύχθηκε σε ένα βαθμό με την ψήφιση του νόμου περί συνδέσμων, τον Αύγουστο του 1909, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύθηκε η σύσταση πολιτικών κομμάτων ή συλλόγων με βάση εθνική. Αυτή η εξέλιξη είχε ως αποτέλεσμα πολλοί εθνικοί σύλλογοι να κλείσουν ή να μεταλλαχθούν φαινομενικά σε πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς, γυμναστικούς ή άλλου είδους. Ακόμη όμως και αυτοί οι σύλλογοι γνώρισαν διώξεις, τους τέθηκαν ποικίλα προσκόμματα ή αναγκάσθηκαν να διαλυθούν.

Συνάμα, όμως, το Νεοτουρκικό καθεστώς επέτρεψε τη συνέχιση της λειτουργίας των Τουρκικών Συνδέσμων με εθνική ονομασία με την αιτιολόγηση ότι χρησιμοποιούσαν την επίσημη γλώσσα… Στον Πόντο, μετά το κίνημα του 1908, ιδρύθηκαν αρκετοί Ελληνικοί σύλλογοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων όμως έπεσαν σε αδράνεια μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Το φαινόμενο, όμως, αυτό δεν αφορούσε μόνο τους Έλληνες του Πόντου, αλλά ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, γι’ αυτό με πρωτοβουλία του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου έγινε το 1910 προσπάθεια σύστασης Ελληνικών πολιτικών συλλόγων σε όλες τις μεγάλες πόλεις.

Στην Τραπεζούντα, έπειτα από αντεγκλήσεις και διαφωνίες για την ίδρυση ανάλογου συλλόγου, δεν κατέστη τελικώς δυνατή η ίδρυσή του, λόγω του φόβου που επικρατούσε. Το φθινόπωρο, ωστόσο, του 1911 υπήρξε έντονη πολιτική δραστηριοποίηση των Ελλήνων του Πόντου εν όψει των εκλογών του 1912. Παρά όμως τον περισσότερο χρόνο προεκλογικής ετοιμασίας σε σχέση με το 1908, τον ενεργητικότερο ρόλο του Ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών και τη συνεργασία με τους φιλελεύθερους Οθωμανούς, δεν υπήρξε καλύτερο αποτέλεσμα για τους Έλληνες υποψηφίους βουλευτές του Πόντου όχι μόνο εξαιτίας της Νεοτουρκικής δράσης, αλλά και λόγω εσωτερικών αντιπαλοτήτων.

Στην Αμισό, λοιπόν, υπήρξαν διαφοροποιήσεις ως προς τα πρόσωπα που θα υποδείκνυαν για υποψηφίους βουλευτές, με αποτέλεσμα τη διάσπαση των Ελληνικών ψήφων μεταξύ των δύο κυριότερων υποψηφίων του Συμεωνίδη, που υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους, και του Αρζόγλου, που υποστηρίχθηκε από την Ε.Ε.Π. Η κατάσταση για τους Έλληνες επιδεινώθηκε με την επανάληψη των παρανομιών και της νοθείας, μόνο που τώρα ήταν χειρότερες από αυτές των εκλογών του 1908. Τα κρατικά στελέχη, μαζί με μέλη της Ε.Ε.Π και χωροφύλακες, απειλούσαν, εκφόβιζαν, αλλά και ασκούσαν σωματική βία στον Ελληνικό πληθυσμό προκειμένου να ψηφίσει τους Νεότουρκους υποψηφίους.

Η κεντρική Ε.Ε.Π είχε δώσει εντολή στην τοπική οργάνωση να μεταχειριστεί κάθε μέσο για την επιτυχία στις εκλογές και να ακυρώσει τις εκλογές σε περίπτωση που κέρδιζε η αντιπολίτευση. Όπως ήταν αναμενόμενο, στις εκλογές επικράτησαν και πάλι οι Νεότουρκοι. Ο μόνος Έλληνας που εκλέχθηκε βουλευτής σε όλο τον Πόντο ήταν και πάλι ο Κωφίδης με τις ψήφους μόνο των Μουσουλμάνων εκλεκτόρων. Θα μπορούσε, όμως, να είχε εκλεγεί Έλληνας βουλευτής στην Αμισό, βάσει των αποτελεσμάτων, εάν δεν είχαν διασπαστεί οι ψήφοι των Ελλήνων. Τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της χώρας, σύμφωνα με τα οποία εκλέχθηκαν μόνο έξι φιλελεύθεροι βουλευτές και 279 Νεότουρκοι, φανερώνουν και πάλι το μέγεθος της νοθείας.

Ενώ το μέγεθος της ανθελληνικής επίθεσης των Νεοτούρκων φαίνεται και στη μείωση των εκλεγέντων Ελλήνων βουλευτών, που έφτασαν μόνο τους 15, εκ των οποίων μόνο τρεις με τους φιλελεύθερους. Λόγω, όμως, των πολλών αντιδράσεων και της παρέμβασης της ομάδας των Σωτήρων Αξιωματικών, η Νεοτουρκική κυβέρνηση παραιτήθηκε και σχηματίστηκε νέα χωρίς τη συμμετοχή Νεοτούρκων, ενώ παράλληλα προκηρύχθηκαν νέες εκλογές για το φθινόπωρο του 1912. Η έκρηξη όμως του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου οδήγησε στη ματαίωση των εκλογών. Η μικρή περίοδος από την πτώση της Νεοτουρκικής κυβέρνησης μέχρι την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων χαρακτηρίστηκε από μία πιο ήπια πολιτική έναντι των Ελλήνων.

Όμως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι σήμαναν την οριστική ρήξη των Ελλήνων όχι μόνο με τους Νεότουρκους, αλλά και με τους Φιλελεύθερους Μουσουλμάνους. Με την έναρξη του πολέμου οι Μουσουλμάνοι του Πόντου διοργάνωσαν διαδηλώσεις εναντίον των Χριστιανών, εξοπλίστηκαν και μέσω του τοπικού Τύπου άσκησαν μία ανθελληνική προπαγάνδα με σκοπό να φανατίσουν το λαό. Με πρόφαση τις πολεμικές ανάγκες, οι Οθωμανικές αρχές προχώρησαν σε επιτάξεις Ελληνικών ιδιοκτησιών (εκκλησίες, σχολεία, ζώα, τρόφιμα, ενδύματα κ.ά.), αλλά και σε υποχρεωτικούς εράνους μόνο για τους Χριστιανούς υπέρ του Οθωμανικού στρατού.

Οι Έλληνες του Πόντου, διαπιστώνοντας την οριστική ρήξη, προχώρησαν σε μεγαλύτερη έκταση, γιατί ήδη είχαν πραγματοποιήσει ανάλογους εράνους, στη διενέργεια κρυφών εράνων υπέρ του Ελληνικού στρατού και ναυτικού. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι είχαν σημαντικότατες επιπτώσεις στη σύνθεση του πληθυσμού στον Πόντο λόγω της φυγής των νέων Ελλήνων προκειμένου να αποφύγουν την επιστράτευση και της εγκατάστασης Μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Οι περισσότεροι από τους φυγόστρατους κατέφυγαν στη Ρωσία, ενώ ένας μικρός αριθμός κατευθύνθηκε προς την ελεύθερη Ελλάδα και κατατάχθηκε στον Ελληνικό στρατό. Αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς που στρατεύτηκαν τελικά λιποτάκτησαν.

Οι λιποτάκτες τις περισσότερες φορές επέστρεφαν στην περιοχή τους και κρύβονταν, όπως και κάποιοι φυγόστρατοι, συνήθως στα κοντινά βουνά. Παρά τις απειλές των Οθωμανικών αρχών, την εκτέλεση συλληφθέντων λιποτακτών και τη φυλάκιση συγγενών φυγόστρατων και λιποτακτών, δεν περιορίσθηκαν τα φαινόμενα αυτά. Με το πρόσχημα της έρευνας για τη σύλληψη λιποτακτών, οι Νεότουρκοι βρήκαν την ευκαιρία να πραγματοποιήσουν σειρά επιθέσεων και λεηλασιών όχι μόνο στα σπίτια των συγγενών των λιποτακτών, αλλά και σε ολόκληρα Ελληνικά χωριά. Οι λιποτάκτες άρχισαν να οργανώνονται σταδιακά σε ένοπλες ομάδες για να αντιμετωπίσουν την καταδίωξή τους από τον Οθωμανικό στρατό και τη Χωροφυλακή, αλλά και για να προστατέψουν τις οικογένειές τους.

Οι ομάδες αυτές αποτέλεσαν το προοίμιο των ανταρτικών ομάδων του 1916. Από τους Έλληνες που τελικά στρατεύτηκαν αρκετοί αυτομόλησαν στον Ελληνικό στρατό, ενώ άλλοι προσπάθησαν με έμμεσο τρόπο να βλάψουν τον Οθωμανικό στρατό. Σημαντικό πρόβλημα δημιουργήθηκε από την υποχρεωτική εγκατάσταση προσφύγων Μουσουλμάνων από τα Βαλκάνια μόνο σε Ελληνικές περιοχές και χωριά του Πόντου με αρπαγή των κτημάτων των Ελλήνων. Μία τέτοια προσπάθεια έγινε τον Μάιο του 1913, όταν επιχειρήθηκε να εγκατασταθούν σε Ελληνικά χωριά της Αμισού περίπου 2.500 Τουρκαλβανοί από τη Βόρειο Ήπειρο. Η αντίδραση των Ελλήνων, που οδήγησε μέχρι και σε σύγκρουση με τη Χωροφυλακή και το στρατό, δεν είχε αποτέλεσμα.

Οι Μουσουλμάνοι πρόσφυγες, κυρίως οι Τουρκοκρήτες, χρησιμοποιήθηκαν από το καθεστώς και ως προπαγανδιστικά όργανα για να διαδώσουν δήθεν ωμότητες των Ελλήνων κατά των Μουσουλμάνων στη διάρκεια των Βαλκανικών με σκοπό να δημιουργηθεί ανθελληνικό κλίμα. Αρκετοί δε από τους πρόσφυγες αυτούς, που ήταν πρώην κρατικοί υπάλληλοι, επανατοποθετήθηκαν σε κρατικές υπηρεσίες στον Πόντο από όπου καταπίεζαν και εκφόβιζαν τους Έλληνες. Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων, η ένωση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και κυρίως το ζήτημα του καθεστώτος των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου αποτέλεσαν αφορμή για νέες εκδηλώσεις κατά των Ελλήνων.

Όπως είναι γνωστό, στη Θράκη από το τέλος του 1913 και στη δυτική Μ. Ασία από την άνοιξη του 1914, οι Νεότουρκοι, με πρόφαση την ασφάλεια του κράτους, προχώρησαν σε εκτοπισμό των Ελλήνων στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Οι Νεότουρκοι στον Πόντο διοργάνωσαν σειρά συλλαλητηρίων για τα ζητήματα αυτά, στα οποία υποχρέωναν τους Έλληνες να πάρουν μέρος, ενώ τους επεβλήθησαν και νέες αναγκαστικές εισφορές για στρατιωτικές δαπάνες. Η συμμετοχή των Ελλήνων του Πόντου στην απόφαση του Πατριαρχείου να κλείσει τις εκκλησίες και τα σχολεία τον Μάιο του 1914 σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το διωγμό των Ελλήνων όξυνε την αντιπαράθεση με τους Μουσουλμάνους.

Παράλληλα, εντατικοποιήθηκε και ο ανθελληνικός εμπορικός αποκλεισμός, ο οποίος είχε γνωρίσει νέα ένταση μετά την έναρξη των Βαλκανικών Πολέμων. Στον Πόντο όμως η εφαρμογή του αποκλεισμού ακυρώθηκε στις αρχές του 1914 από τους ίδιους τους μουσουλμάνους εμπόρους, γιατί φοβήθηκαν τα αντίποινα των Ελλήνων και, κυρίως, των μεγάλων Ελληνικών τραπεζικών οίκων, γεγονός που δείχνει πως ακόμη η οικονομική θέση των Ελλήνων ήταν υπολογίσιμη.

Σε όλη αυτή την κατάσταση δεν υπήρξε αντίδραση από τους Έλληνες βουλευτές, καθώς η νέα Βουλή που είχε προκύψει από τις εκλογές που διεξήχθησαν το χειμώνα του 1913 – 1914 ήταν εξ ολοκλήρου Νεοτουρκική, αφού δεν είχε επιτραπεί να λάβουν μέρος όσοι διαφωνούσαν με τους Νεοτούρκους. Είχαν εκλεγεί μάλιστα σε αυτές τις εκλογές τρεις Έλληνες βουλευτές από τον Πόντο, σε συνολικό αριθμό 16 Ελλήνων βουλευτών, ο Κωφίδης, ο Ιωαννίδης και ο Αρζόγλου.

Ο ΠΟΝΤΟΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΕΜΟ 1914 – 1918

Η έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τους Έλληνες στον Πόντο σε μία ιδιόμορφη κατάσταση, καθώς από τη μία πλευρά, παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί εναντίον τους, είχαν διατηρήσει σημαντικό μέρος της ισχύος τους, από την άλλη η πολιτική των Νεότουρκων έδειχνε ξεκάθαρα πως το μέλλον ήταν δυσοίωνο. Η δυνατότητα προσωρινής απαλλαγής από την επιστράτευση αποτέλεσε για μία ακόμη φορά ένα μέσο οικονομικής αφαίμαξης των Ελλήνων. Παράλληλα, άρχισε να δημιουργείται ένα κλίμα τρομοκράτησης των Ελλήνων με επιθέσεις, βιαιοπραγίες και δολοφονίες, οι οποίες πραγματοποιούνταν από σώματα εθελοντών τσετών.

Συνήθως απελευθερωμένων ποινικών κρατουμένων, που συγκροτήθηκαν αμέσως μετά την έναρξη του πολέμου. Με την είσοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο, τον Οκτώβριο του 1914, η κατάσταση επιδεινώθηκε όχι μόνο με την αύξηση της τρομοκράτησης, αλλά και με τη λεηλασία Ελληνικών περιουσιών με αφορμή τις επιτάξεις, την ολοκληρωτική εφαρμογή του αποκλεισμού, την επιβολή νέων φόρων, εισφορών υπέρ του στρατού κ.ά. Έτσι, μέχρι το τέλος του πολέμου ελάχιστοι Έλληνες έμποροι επιβίωσαν οικονομικά. Περισσότερο, στην αρχή του πολέμου, υπέφερε από τις Οθωμανορωσικές συγκρούσεις ο ανατολικός Πόντος, καθώς αποτέλεσε ένα από τα μέτωπα του πολέμου.

Τα Οθωμανικά στρατεύματα που στρατοπέδευσαν εκεί προέβησαν σε ποικίλες αυθαιρεσίες κατά των Ελληνικών χωριών των συνόρων, τα οποία είχαν να αντιμετωπίσουν και τα δεινά του κυρίως πολέμου. Τα χωριά αυτά μάλιστα μετά την ήττα του Οθωμανικού στρατού τον Ιανουάριο του 1915 δέχθηκαν επιθέσεις και λεηλατήθηκαν από Οθωμανούς στρατιώτες και από ομάδες τσετών. Αλλά και οι παράλιες πόλεις της περιοχής, κυρίως η Τραπεζούντα και η Τρίπολη, δέχτηκαν βομβαρδισμούς από Ρωσικά πλοία με την έναρξη του πολέμου. Οι Νεότουρκοι, προκειμένου να δικαιολογήσουν και τις συντριπτικές ήττες στον Καύκασο, τις απέδωσαν στη στάση των Ελλήνων και των Αρμενίων.

Έτσι, οι Έλληνες στρατιώτες δεν τοποθετούνταν σε ένοπλα σώματα του Οθωμανικού στρατού, αλλά στα γνωστά τάγματα εργασίας (αμελέ ταμπουρού), που είχαν δημιουργηθεί τον Σεπτέμβριο του 1914. Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη φυγοστρατία ή στη λιποταξία ακόμη περισσότερους Έλληνες, οι οποίοι κατέφυγαν περισσότερο στα βουνά του Πόντου, αφού η φυγή στη Ρωσία ήταν δύσκολη, και σχημάτισαν τα πρώτα ανταρτικά σώματα. Οι Νεότουρκοι, με αφορμή τη φιλορωσική στάση των Αρμενίων στον πόλεμο, αποφάσισαν τον εκτοπισμό τους, δηλαδή την εξόντωσή τους, από την ανατολική Μ. Ασία.

Η εξόντωση, που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1915, γρήγορα έλαβε ολοκληρωτική μορφή, συμπεριλαμβάνοντας και τους Αρμενίους του Πόντου (περίπου 60.000), ο εκτοπισμός και η εξόντωση των οποίων πραγματοποιήθηκαν τον Ιούνιο του 1915. Αν και οι σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και Αρμενίων του Πόντου δεν θα χαρακτηρίζονταν καλές, οι Έλληνες προσπάθησαν, και σε ένα ορισμένο βαθμό κατάφεραν, να τους βοηθήσουν, όπως έγινε στην Τραπεζούντα από το μητροπολίτη Χρύσανθο και στην Αμισό από το μητροπολίτη Γερμανό. Η βοήθεια προς τους Αρμενίους έδωσε την αφορμή στους Νεότουρκους να προχωρήσουν σε διώξεις Ελλήνων και να δημιουργήσουν ένα κλίμα τρομοκρατίας προοιωνίζοντας τους διωγμούς των Ελλήνων.

Στο δυτικό Πόντο, μάλιστα, τον Σεπτέμβριο του 1915 πραγματοποιήθηκε εκτοπισμός οικογενειών φυγόστρατων και λιποτακτών, χωρίς όμως να λάβει ιδιαίτερη έκταση. Φαινόταν ότι το καθεστώς σκλήρυνε τη στάση του με νέες επιτάξεις, βαριές φορολογίες και εξισλαμισμούς ορφανών Ελληνόπουλων. Την ίδια περίοδο όμως άρχισαν να κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους κάποιες Ελληνικές ανταρτικές ομάδες, όπως αυτή του καπετάνιου Βασιλείου Ανθόπουλου (Βασίλ Αγά ή Βασιλούστα) που κατάφερε στη Σεβάστεια να απελευθερώσει ένα Ρώσο στρατηγό.

Στις αρχές του 1916 η κατάσταση στο μέτωπο του Καυκάσου άλλαξε, καθώς οι Ρώσοι με οργανωμένη επίθεση κατάφεραν να κάμψουν την αντίσταση του Οθωμανικού στρατού και να προελάσουν στον ανατολικό Πόντο, όπου οι Έλληνες τους υποδέχονταν σαν απελευθερωτές. Τα Οθωμανικά στρατεύματα, όμως, κατά την υποχώρησή τους προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες Ελληνικών χωριών, φόνους και εκτοπισμό Ελλήνων. Η Ρωσική προέλαση στις αρχές Απριλίου έφτασε στην Τραπεζούντα και στις 5/18 Απριλίου οι Ρώσοι κατέλαβαν την πόλη χωρίς αντίσταση, τη διοίκηση της οποίας είχε παραδώσει ο βαλής Μεχμέτ Τζεμάλ Αζμή στο μητροπολίτη Τραπεζούντος Χρύσανθο, λέγοντας «από εσάς την πήραμε και σε εσάς την παραδίδουμε».

Οι Ρώσοι έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους Έλληνες, πολλοί από τους οποίους πίστεψαν ότι ο Οθωμανικός ζυγός είχε λήξει οριστικά. Η Ρωσική προέλαση σταμάτησε στο τέλος Ιουλίου κοντά στην Τρίπολη, περίπου στα όρια των περιοχών που είχαν συμφωνηθεί να δοθούν στη Ρωσία με τη μυστική Συμφωνία των Σάικς-Πικώ (13/26 Απριλίου 1916), απογοητεύοντας τους Έλληνες του δυτικού Πόντου που ήλπιζαν και αυτοί σε κατάληψη της περιοχής τους από το Ρωσικό στρατό. ωστόσο, ορισμένοι καπετάνιοι ανταρτικών ομάδων από τον δυτικό Πόντο ήρθαν σε επαφή το καλοκαίρι του 1916 με Ρώσους αξιωματικούς προκειμένου να τους πείσουν να προελάσουν, διαβεβαιώνοντάς τους για τη βοήθεια που θα τους προσέφεραν.

Εκτός όμως κάποιας ενίσχυσης σε όπλα και πολεμοφόδια, δεν πέτυχαν τίποτε περισσότερο, αφού το όριο της προέλασης ήταν αποφασισμένο. Ας σημειωθεί ότι αυτές οι ανταρτικές ομάδες είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο ισχύος ώστε είχαν πετύχει νίκες κατά του Οθωμανικού στρατού, όπως η ομάδα του Έλληνα καπετάνιου Αντών Πασά τον Απρίλιο του 1916. Η προέλαση του Ρωσικού στρατού έδωσε την αφορμή στο Νεοτουρκικό καθεστώς να εκτοπίσει οργανωμένα και μαζικά τους Ελληνικούς πληθυσμούς του δυτικού Πόντου. Η τακτική εξόντωσης ήταν διαφορετική από αυτήν που εφάρμοσαν κατά των Αρμενίων, πιθανόν για να μην προκαλέσουν την Ελλάδα.

Η εξόντωση πραγματοποιείτο όχι τόσο άμεσα με εκτελέσεις και σκηνοθετημένες επιθέσεις άτακτων Μουσουλμάνων, αλλά με έμμεσο τρόπο μέσω του «λευκού θανάτου», δηλαδή την υποβολή τους σε μακρές πορείες υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες με σκοπό το θάνατό τους. Οι εκτοπισμοί των Ελλήνων ξεκίνησαν οργανωμένα τον Νοέμβριο του 1916 από την Τρίπολη και συνοδεύτηκαν από λεηλασίες και δημεύσεις Ελληνικών περιουσιών. Σύντομα οι διωγμοί επεκτάθηκαν στις περιοχές των μητροπόλεων Κολωνίας και Χαλδίας και στο τέλος του χρόνου στην περιοχή της Αμισού. Οι μόνες περιοχές που δεν υπέστησαν εκτεταμένο εκτοπισμό ήταν αυτές του εσωτερικού Πόντου.

Στην περιοχή της Αμισού και της Πάφρας σώθηκαν μόνο τα χωριά που προστατεύονταν από τους αντάρτες, οι ομάδες των οποίων ενισχύθηκαν από νέους που κατέφυγαν στα βουνά. Το επόμενο διάστημα, μάλιστα, έλαβε χώρα σειρά συγκρούσεων μεταξύ Οθωμανικού στρατού και ανταρτών, σε αρκετές από τις οποίες επικράτησαν οι αντάρτες. Τελικά, όμως, μετά και τη δολοφονία του καπετάνιου Αντών Πασά τον Αύγουστο του 1917 και πολύ περισσότερο με την παύση της βοήθειας από το Ρωσικό στρατό λόγω της Μπολσεβικικής Επανάστασης, το αντάρτικο αποδυναμώθηκε. Στον ανατολικό Πόντο οι σχέσεις Ελλήνων και Ρώσων ήταν στο μεγαλύτερο μέρος της Ρωσικής παρουσίας αρκετά καλές με μικρά μόνο κατά καιρούς προβλήματα.

Όπως και πολλοί άλλοι στον Πόντο, ο Χρύσανθος, που έχαιρε της εκτίμησης των Ρώσων, τασσόταν υπέρ της Ρωσικής παρουσίας, καθώς πίστευε ότι μέσω των εξελίξεων αυτών ο Πόντος θα έλυνε το εθνικό του πρόβλημα με κάποια μορφή αυτοδιάθεσης. Οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Χρύσανθο, ακολούθησαν μία μετριοπαθή πολιτική έναντι των εκεί Μουσουλμάνων παρά τις διώξεις των Ελλήνων στον δυτικό Πόντο. Δεν ήταν δε λίγες οι φορές που ο Χρύσανθος προστάτεψε τους Μουσουλμάνους από Αρμένιους στρατιώτες του Ρωσικού στρατού. Η ήπια στάση του οδήγησε πολλούς Μουσουλμάνους πρόσφυγες στην επιστροφή τους στην περιοχή της Τραπεζούντας.

Ο Χρύσανθος ακολούθησε αυτή την πολιτική γνωρίζοντας το αβέβαιο των εξελίξεων, καθώς ήταν πιθανό να επανέλθει ο Οθωμανικός στρατός, και εκτιμώντας πως σε περίπτωση δίωξης των Μουσουλμάνων οι Νεότουρκοι του δυτικού Πόντου θα απαντούσαν με πολλαπλάσια αντίμετρα. Γι’ αυτό και ο Χρύσανθος απέτρεψε τους Έλληνες Μουσουλμάνους του Όφεως, που υπολογίζονταν σε 200.000, να αποκαλύψουν την αληθινή Χριστιανική τους πίστη, συστήνοντάς τους να το κάνουν όταν τελειώσει ο πόλεμος. Την κατάσταση στο Ρωσοκρατούμενο Πόντο ανέτρεψε η Φεβρουριανή Επανάσταση και πολύ περισσότερο η Οκτωβριανή. Η πρώτη αποτέλεσε το έναυσμα για εθνικές διεκδικήσεις των λαών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας.

Η προσωρινή κυβέρνηση όμως που προέκυψε από αυτήν αναγνώρισε αυτό το δικαίωμα μόνο στα «μεγάλα» έθνη της αυτοκρατορίας, ενώ διεμήνυε ότι δεν θα διεκδικούσε την προσάρτηση των νεοαποκτηθέντων περιοχών όπως ο Πόντος. Μολαταύτα, στο τέλος Μαΐου του 1917 υπήρξε πρόταση από Ρώσους αξιωματικούς για τη δημιουργία αυτόνομης παράλιας «αποικίας» για τους Έλληνες, που θα εκτεινόταν από τα Σούρμενα έως την Πάφρα, χωρίς όμως να υπάρξει έγκρισή της από τη Ρωσική ηγεσία. Προς αυτή την κατεύθυνση προσπάθησε να κινηθεί και ο Χρύσανθος, διαβλέποντας την αποχώρηση των Ρώσων, χωρίς όμως επιτυχία παρά την έγκριση των ενεργειών του και από την Ελληνική κυβέρνηση.

Οι Έλληνες της Ρωσίας που πραγματοποίησαν το καλοκαίρι του 1917 συνέδριο στο Ταϊγάνιο δεν έλαβαν κάποια απόφαση για διεκδίκηση ανεξαρτησίας ή αυτονομίας του Ρωσοκρατούμενου Πόντου, αλλά ασχολήθηκαν περισσότερο με τη θέση τους μέσα στη Ρωσία. Η σημαντικότερη κίνηση αυτοδιάθεσης, η οποία είχε και συνέχεια μετά τον πόλεμο, ήταν αυτή που εκδηλώθηκε από τον Κ. Κωνσταντινίδη στο Παρίσι τον Οκτώβριο του 1917 με την οποία διεκδικείτο, αν και αρκετά θεωρητικά, για πρώτη φορά η ανεξαρτησία του Πόντου.

Οι εξελίξεις όμως στον ανατολικό Πόντο μετά την επικράτηση των Μπολσεβίκων κατέτειναν στην αντίθετη ακριβώς προοπτική, της επανόδου δηλαδή της Οθωμανικής εξουσίας στην περιοχή, αφού οι Μπολσεβίκοι είχαν δηλώσει ότι θα αποχωρούσαν από τα κατακτημένα εδάφη και ο Ρωσικός στρατός βρισκόταν υπό διάλυση. Η προσπάθεια του Προσωρινού Επιτροπάτου της Υπερκαυκασίας (στο οποίο συμμετείχαν η Γεωργία, η Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν) να αμυνθεί στην αναμενόμενη οθωμανική προέλαση δημιουργώντας εθνικές μεραρχίες, περιλαμβανομένης και ελληνικής, δεν είχε επιτυχία.

Από την Ελληνική Μεραρχία επανδρώθηκαν μόνο τρεις λόχοι, οι οποίοι έπειτα από περιορισμένη δράση διαλύθηκαν σταδιακά, φανερώνοντας την αδυναμία των Ελληνικών πληθυσμών του Καυκάσου να λειτουργήσουν συλλογικά και πολύ περισσότερο την αδυναμία δημιουργίας Ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων από τις Ρωσικές περιοχές, τα οποία θα βοηθούσαν στην απελευθέρωση του Πόντου, όπως προτείνονταν κατά καιρούς στα διάφορα σχέδια που εκπονούνταν για απελευθέρωση του Πόντου. Οι Έλληνες της Τραπεζούντας από την πλευρά τους προσπάθησαν να οργανωθούν στρατιωτικά πολύ αργά, αφού ήδη ο οθωμανικός στρατός είχε ξεκινήσει την προέλασή του στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1917.

Πριν από την έλευση του Οθωμανικού στρατού προηγούνταν πάντοτε οι τσέτες, οι οποίοι μαζί με μέρος των Μουσουλμάνων της κάθε περιοχής προχωρούσαν σε εκτεταμένες λεηλασίες των Ελληνικών περιουσιών, κατατρομοκράτηση των Ελλήνων, βιαιοπραγίες, ληστείες και καταστροφές. Όταν στο τέλος του Ιανουαρίου του 1918 η όποια Ρωσική αντίσταση στο μέτωπο του Πόντου κατέρρευσε, ο Οθωμανικός στρατός στις 10 Φεβρουαρίου 1918 κατέλαβε την Τραπεζούντα με «200 ρακένδυτους στρατιώτες» οι οποίοι προέβησαν σε λεηλασίες Ελληνικών περιουσιών. Η αποχώρηση των Ρώσων και η έλευση και πάλι της Νεοτουρκικής κυριαρχίας προκάλεσαν μεγάλη φυγή Ελλήνων προς τη Ρωσία, ο αριθμός των οποίων έφτασε τους 85.000.

Με τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ, τον Μάρτιο του 1918, ο Πόντος, το Καρς, το Αρνταχάν και το Βατούμ παραχωρήθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού συνεχίστηκε έως τον Ιούνιο καταλαμβάνοντας το Καρς, το μεγαλύτερο μέρος της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν και μικρό μέρος της Γεωργίας. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες του Καρς έφυγαν πριν έρθει ο Οθωμανικός στρατός και κατευθύνθηκαν προς το Βατούμ. Έπειτα από συγκρούσεις και μεγάλη ταλαιπωρία κατάφεραν οι περισσότεροι από αυτούς τους πρόσφυγες να καταφύγουν στην Ελλάδα το 1920.

Η κατάσταση στον Πόντο έως το τέλος του πολέμου παρέμεινε σχεδόν ως είχε χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές, με τις διώξεις των Ελλήνων να συνεχίζονται. Η ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του 1918 βρήκε τον Ελληνισμό του Πόντου σε σημαντικό ποσοστό εκτοπισμένο, με μεγάλες πληθυσμιακές απώλειες και οικονομικά κατεστραμμένο.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΞΕΡΙΖΩΜΟ 1918 – 1923

Μετά τον πόλεμο, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι Έλληνες, κατάφεραν να ξαναβρούν σύντομα σε ένα βαθμό τον παλιό ρυθμό της ζωής τους. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και οι διακηρύξεις, κυρίως των ΗΠΑ, περί αυτοδιάθεσης των λαών, είχαν δημιουργήσει μεγάλες ελπίδες στους Έλληνες του Πόντου για εθνική αποκατάσταση. Οι Μουσουλμάνοι, καθώς ήταν φοβισμένοι λόγω της πιθανής διάλυσης της Αυτοκρατορίας και της τιμωρίας για τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει, κρατούσαν στάση αναμονής. Η ειρηνική αυτή περίοδος, που έμελλε να είναι και η τελευταία για τον Ελληνισμό του Πόντου, δεν κράτησε πολύ και από τον Μάρτιο του 1919 ξεκίνησαν πάλι οι επιθέσεις κατά των Ελλήνων.

Η αισιοδοξία των Ελλήνων του Πόντου για εθνική αποκατάσταση δεν στηριζόταν σε κάποια θετικά δεδομένα για το ζήτημα. Στην πραγματικότητα δεν είχε υπάρξει στο διπλωματικό πεδίο καμία ανάλογη συζήτηση. Όταν ο Βενιζέλος, παρά τα υπομνήματα που είχε αποστείλει ο Κωνσταντινίδης τον Νοέμβριο του 1918 προς τους Συμμάχους με τα οποία ζητούσε την ανεξαρτησία του Πόντου, στις 17/30 Δεκεμβρίου 1918 στο υπόμνημα που υπέβαλε προς το Συμμαχικό Συμβούλιο με τις διεκδικήσεις της Ελλάδος ζήτησε να περιληφθεί ο ανατολικός Πόντος στην Αρμενία, ο εφησυχασμός των Ποντίων γύρω από το ζήτημα έλαβε τέλος.

Η κινητοποίηση των Ποντίων προκειμένου να πείσουν τον Βενιζέλο να αλλάξει πολιτική δεν είχε αποτέλεσμα, όπως και τα υπομνήματα που υπέβαλαν στους Συμμάχους. Έτσι, αποφασίσθηκε να σταλεί ο Χρύσανθος στο Παρίσι ως εκπρόσωπος των Ελλήνων του Πόντου με σκοπό να προωθήσει το αίτημα της αυτοδιάθεσης. Ο Χρύσανθος στο Παρίσι συναντήθηκε με τον Βενιζέλο, ο οποίος μετά την ενημέρωση που είχε, χωρίς να εγκαταλείψει τη λύση που είχε προτείνει, συμφώνησε να προωθήσει το ζήτημα σύμφωνα με τη θέληση των Ποντίων.

Έτσι, ο Χρύσανθος στις αρχές Μαΐου υπέβαλε υπόμνημα με τα Ελληνικά αιτήματα και στη συνέχεια συναντήθηκε με ηγέτες και αξιωματούχους των Μ. δυνάμεων, ο σημαντικότερος εκ των οποίων ήταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος κράτησε μία γενικώς θετική στάση υποσχόμενος πως «θα πράξωμεν παν το δυνατόν διά τον λαόν σας». δεν υπήρξε όμως στη συνέχεια καμία ουσιαστική εξέλιξη στο ζήτημα, αφού δεν υπήρχε συνολικότερα διευθέτηση του Οθωμανικού προβλήματος. Ο Χρύσανθος ήρθε σε συνεννόηση με τον Βενιζέλο και για δημιουργία Στρατιωτικού Σώματος Ποντίων.

Ενώ ο Βενιζέλος τον Ιούλιο έστειλε στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία μία Αποστολή Περίθαλψης των Ελλήνων προσφύγων, της οποίας το πολιτικό σκέλος με επικεφαλής τον Ι. Σταυριδάκη είχε επιφορτισθεί με τη διερεύνηση του ζητήματος της ανεξαρτησίας του Πόντου. Προς ενίσχυση της προσπάθειας του Χρύσανθου πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 1919 συνέδριο των Ποντίων στο Βρετανοκρατούμενο Βατούμ, στο οποίο εκλέχθηκε το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου, αποφασίστηκε η ένωση της Ελλάδος και του Πόντου και ζητήθηκε η στρατιωτική κατάληψη του Πόντου από τους Συμμάχους προς αποτροπή της εξόντωσης των Ελλήνων που είχε και πάλι ξεκινήσει.

Και πράγματι την ίδια περίοδο είχε αρχίσει να αυξάνεται η επιθετικότητα των Μουσουλμάνων, εξέλιξη που ήταν κυρίως εμφανής στην προσπάθεια αποτροπής επιστροφής των Ελλήνων προσφύγων από τη Ρωσία. Νέες διαστάσεις έλαβε η Μουσουλμανική επιθετικότητα μετά την απελευθέρωση της Σμύρνης από τον Ελληνικό στρατό, την κίνηση αυτοδιάθεσης του Πόντου και κυρίως μετά την εκδήλωση του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ στις 19 Μαΐου στην Αμισό. Ουσιαστικά ξεκινούσε μία νέα περίοδος σύγκρουσης που όλο και περισσότερο έδειχνε ότι θα ήταν η τελική και άρα η πιο σκληρή.

Η κατάσταση ήταν τόσο σοβαρή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αρμοστές στον Πόντο, και όχι μόνο, απηύθυναν συχνά εκκλήσεις καθ’ όλη την περίοδο του καλοκαιριού του 1919 για αποστολή συμμαχικών στρατευμάτων προκειμένου να προστατευθούν οι Χριστιανικοί πληθυσμοί. Η παρουσία μικρών συμμαχικών δυνάμεων στην Τραπεζούντα, στην Αμισό και τη Μερζιφούντα δεν μπορούσε φυσικά να περιορίσει τη δράση των Μουσουλμανικών συμμοριών. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε επανεμφάνιση των ανταρτικών σωμάτων κυρίως στον δυτικό Πόντο, τα οποία προσπάθησαν να προστατέψουν τους Έλληνες από την επιθετικότητα των Μουσουλμάνων.

Η συνάντηση του Χρύσανθου με τον Ουίλσον είχε ως αποτέλεσμα την εκδήλωση ενδιαφέροντος των Αμερικανών για την περιοχή, σε συνδυασμό πάντοτε με το Αρμενικό ζήτημα για το οποίο ενδιαφερόντουσαν πρωτίστως. Έτσι, το καλοκαίρι του 1919 συντάχθηκαν τρεις εκθέσεις από μικρές Αμερικανικές αποστολές στον Πόντο και την Αρμενία, που παρουσίαζαν κάποια στοιχεία για πρώτη φορά για την κατάσταση στον Πόντο και τη θέση των Ελλήνων. Αντιθέτως, μία μεγάλη αποστολή που ακολούθησε τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, η αποστολή Χάρμπορντ, ασχολήθηκε κυρίως με την Αρμενία και είχε ελάχιστα στοιχεία για τον Ελληνισμό του Πόντου.

Καμία πάντως από τις εκθέσεις των αποστολών αυτών δεν πρότειναν να ανεξαρτητοποιηθεί ο Πόντος. Η τελμάτωση του ζητήματος του Πόντου οδήγησε τον Χρύσανθο κατά την επιστροφή του στον Πόντο το φθινόπωρο να βολιδοσκοπήσει τις διαθέσεις Μουσουλμάνων προκρίτων του Πόντου που διαφωνούσαν με τον Κεμάλ για συνεργασία με τους Έλληνες. Οι συζητήσεις δεν κατέληξαν πουθενά. Ο χρόνος όμως που περνούσε χωρίς να βρεθεί λύση λειτουργούσε εναντίον των Ελληνικών συμφερόντων. Έτσι, ο Χρύσανθος μαζί με την Ελληνική αποστολή στον Καύκασο προσέγγισε τους Αρμενίους, με τους οποίους κατέληξαν σε συμφωνία για τη δημιουργία ομόσπονδου Ποντοαρμενικού κράτους τον Ιανουάριο του 1920.

Η συμφωνία αυτή, όμως, παρέμεινε στα χαρτιά καθώς δεν τη δέχτηκε η Αρμενική αντιπροσωπία στο Παρίσι, αλλά και η Ελληνική πλευρά δεν είχε τη δύναμη να πιέσει για την υλοποίησή της. Χαρακτηριστικό είναι ότι τελικά το Στρατιωτικό Σώμα Ποντίων που συγκροτήθηκε, έπειτα από πολλές δυσκολίες λόγω και περιορισμένης προέλευσης εθελοντών, αποτελείτο μόνο από ένα τάγμα με περίπου 370 στρατιώτες, το οποίο δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για το ζήτημα του Πόντου αλλά εντάχθηκε στο εκστρατευτικό σώμα της Μ. Ασίας στη Σμύρνη. Το ζήτημα της αυτοδιάθεσης γνώρισε μία νέα και τελευταία αναλαμπή, κάπως ανέλπιστα ύστερα από μία πολύμηνη στασιμότητα.

Σε συζητήσεις του Βενιζέλου με τους Βρετανούς για μία τελική επίθεση στο Κεμαλικό κίνημα υπήρξε η πρόταση τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 να γίνει απόβαση Ελληνικών, αλλά πιθανώς και Βρετανικών δυνάμεων στον Πόντο ώστε να βληθεί ο Κεμαλικός Στρατός από δύο πλευρές, και από τη δυτική Μ. Ασία και από τον Πόντο. Οι διαπραγματεύσεις όμως για το Οθωμανικό ζήτημα που έβαιναν τότε στο τέλος τους οδήγησαν στη διακοπή των συζητήσεων. Στη Συνθήκη των Σεβρών που υπεγράφη στις 28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920 προβλεπόταν ο ανατολικός Πόντος να περιληφθεί στην Αρμενία.

Το σχέδιο απόβασης επανήλθε στις συζητήσεις Βενιζέλου και Βρετανών ύστερα και από τις εκκλήσεις του Έλληνα αλλά και άλλων αρμοστών στην Πόλη για στρατιωτική επέμβαση στον Πόντο είτε της Ελλάδας είτε των Συμμάχων λόγω των εντεινόμενων σφαγών των Ελλήνων. Την απόβαση στον Πόντο επιθυμούσαν και οι Αρμένιοι, καθώς ο Κεμάλ είχε ξεκινήσει την επίθεσή του στην Αρμενία τον Σεπτέμβριο του 1920. Ο Βρετανός στρατάρχης Χένρυ Ουίλσον, στον οποίο ο Βενιζέλος πρότεινε με λεπτομέρειες το σχέδιο απόβασης, αν και ήταν επιφυλακτικός, λόγω αμφισβήτησης της δυνατότητας του Ελληνικού στρατού να προχωρήσει σε μία τέτοια επιχείρηση, δεν το απέρριψε.

Η ήττα όμως του Βενιζέλου στις εκλογές την 1/14 Νοεμβρίου 1920 ματαίωσε το σχέδιο. Η κατάληψη, δε, την ίδια περίοδο της Αρμενίας από τον Κεμάλ και τους Μπολσεβίκους ακύρωσε και τη δημιουργία Αρμενικού κράτους που θα περιελάμβανε τον ανατολικό Πόντο. Οι εξελίξεις αυτές σήμαναν την αρχή του τέλους για τον Ελληνισμό του Πόντου. Από τη μία πλευρά η νέα Ελληνική κυβέρνηση, την οποία σύντομα όλοι οι «σύμμαχοι» έσπευσαν να εγκαταλείψουν, δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο για τον Πόντο. Από την άλλη πλευρά οι Κεμαλικοί, έχοντας επικρατήσει στην ανατολική Μ. Ασία και έχοντας να αντιμετωπίσουν μια απομονωμένη Ελληνική κυβέρνηση, δρομολόγησαν το τελικό σχέδιό τους εξόντωσης του Ελληνισμού του Πόντου.

Έτσι, από τις αρχές του 1921 ενέτειναν τις ανθελληνικές τους ενέργειες, οι οποίες περιελάμβαναν και φυλακίσεις προκρίτων και εύπορων Ελλήνων. Από τον Μάιο του 1921 οι ανθελληνικές επιθέσεις έλαβαν τη μορφή οργανωμένου και μαζικού εκτοπισμού των Ελλήνων του δυτικού Πόντου με σκοπό την εξόντωσή τους με τη γνωστή δικαιολογία περί κινδύνου απόβασης Ελληνικών δυνάμεων και συνεργασίας των κατοίκων με τους αντάρτες. Οι εκτοπισμοί αρχικά γίνονταν με περιοδικές αποστολές. Από τον Ιούλιο όμως αποφασίσθηκε συνολικός εκτοπισμός, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν εκτεταμένες σφαγές Ελλήνων. Σύντομα επεκτάθηκαν οι εκτοπισμοί και στον παράλιο και στον Μεσόγειο Πόντο.

Η αντίδραση των ανταρτών και οι νίκες που σημείωσαν κατά των Κεμαλικών τον Ιούλιο περιόρισαν σε ένα βαθμό, έστω και προσωρινά, την εξόντωση των Ελλήνων, δεν κατάφεραν όμως να αποτρέψουν τον εκτοπισμό. Την ίδια αναποτελεσματικότητα είχε και ο βομβαρδισμός λιμανιών του Πόντου από Ελληνικά πολεμικά πλοία. Μετά την αποτυχία της Ελληνικής προέλασης τον Αύγουστο του 1921 ο Κεμάλ συνέχισε το σχέδιο εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου. Τον Σεπτέμβριο του 1921 τα λεγόμενα «δικαστήρια της Ανεξαρτησίας» στην Αμάσεια οδήγησαν στην εκτέλεση εκατοντάδες σημαίνοντες Έλληνες που είχαν συλληφθεί με την κατηγορία συμμετοχής στην κίνηση για την ανεξαρτησία του Πόντου.

Οι διαμαρτυρίες, Ελλήνων αλλά και ξένων ιθυνόντων, ακόμη και όταν έγιναν γνωστές οι σφαγές των Ελλήνων τον Μάιο του 1922 μέσα από δημοσιεύματα Βρετανικών και Αμερικανικών εφημερίδων, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Μόνο η δράση των Ελλήνων ανταρτών και οι επιτυχίες που είχαν τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο στις συγκρούσεις με τον πολυάριθμο Κεμαλικό στρατό κατάφεραν να περιορίσουν τις διώξεις των Ελλήνων. Η συνέχιση μάλιστα των επιτυχιών τους στις αρχές του 1922 οδήγησε τον Κεμάλ στην πρόταση αμνηστίας στους αντάρτες του δυτικού Πόντου, την οποία όμως αυτοί αρνήθηκαν.

Ύστερα από αυτές τις εξελίξεις, το 1922 και έως την καταστροφή οι Έλληνες του Πόντου επεδίωξαν να επιτύχουν συμμαχική ή Ελληνική επέμβαση στον Πόντο περισσότερο για να προστατευθούν οι Ελληνικοί πληθυσμοί από τον ολοκληρωτικό αφανισμό παρά για τη δημιουργία αυτόνομου κράτους. Οι προσπάθειες αυτές δεν είχαν καμία τύχη. Αντιθέτως οι Κεμαλικοί προχώρησαν τον Μάιο και τον Ιούνιο σε νέες σφαγές. Η Μικρασιατική Καταστροφή εξέπληξε και απογοήτευσε όπως ήταν φυσικό τους Ποντίους. Ο Κεμάλ, προκειμένου να φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων την Ελλάδα ως προς την ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε να πιέζει τους Ποντίους να φύγουν.

Οι περισσότεροι πρόσφυγες μεταφέρθηκαν αρχικά στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζώντας υπό άθλιες συνθήκες υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης, ξεριζωμένοι από την πατρίδα τους, προσπάθησαν και επέτυχαν τα επόμενα χρόνια κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να προοδεύσουν συμβάλλοντας αποφασιστικά στην πρόοδο της Ελλάδας, μην ξεχνώντας όμως ποτέ την καταγωγή τους και την πατρίδα τους, τον Πόντο.

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ 

ΕΝΑ ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ

Η «Δημοκρατία του Πόντου» δεν ιδρύθηκε ποτέ. δεν είχε κυβέρνηση, αν και πολλοί θα ήθελαν να την κυβερνήσουν. δεν είχε πρεσβευτές, αν και πολλοί μεσίτευαν για χάρη της. δεν είχε στρατό, αν και δοκίμασε να δημιουργήσει. Έζησε μόνον στον κόσμο των υπομνημάτων, ως αίτημα για τη δημιουργία ενός αυτοτελούς κράτους που θα περιλάμβανε μερικές Οθωμανικές επαρχίες στη νοτιοανατολική όχθη της Μαύρης Θάλασσας. Το αίτημα υπέστη διαδοχικές μεταμορφώσεις και έζησε περίπου τρία χρόνια, από το φθινόπωρο του 1917 έως τα τέλη του 1920.

Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσουμε πολύ συνοπτικά την πορεία του αιτήματος για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στη νοτιοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Προηγουμένως, ας διευκρινίσουμε ότι δεν θα θεωρήσουμε ως αυτονόητο ότι η δημιουργία κράτους στον Πόντο, με τους όρους που θα αναφέρουμε στη συνέχεια, υπήρξε βιώσιμο πολιτικό εγχείρημα.

Η ΥΛΙΚΗ ΒΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

Η Φυγή προς τη Ρωσία

Μια βασική πτυχή του αιτήματος για τη δημιουργία Ποντιακού κράτους ήταν το μέγεθος του πληθυσμού της περιοχής. Πόσοι ήταν οι Πόντιοι, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι; Ο Ελευθέριος Βενιζέλος απέδωσε στους εκφραστές του αιτήματος μια προχειρότητα στα αριθμητικά δεδομένα που έθεσαν υπόψη των «μεγάλων δυνάμεων», προχειρότητα που υπονόμευσε από την πρώτη στιγμή την τύχη του αιτήματος. Το κεντρικό στοιχείο στο ζήτημα αυτό ήταν η μαζική μετανάστευση Ρωμιών (δηλαδή Οθωμανών υπηκόων, Ορθοδόξων Χριστιανών στο θρήσκευμα) από το Μικρασιατικό Πόντο στη Ρωσία.

Είτε για να αποφύγουν διώξεις είτε σε αναζήτηση καλύτερης ζωής, δεκάδες χιλιάδες Ρωμιοί του μικρασιατικού Πόντου μετακινήθηκαν σε Ρωσικό έδαφος εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους. «Το μεγαλύτερον μέρος του Πόντου» έγραφε το 1920 ο συνταγματάρχης Δημήτριος Καθενιώτης, που διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στην απόπειρα της ίδρυσης Ποντιακού κράτους, «δεν ευρίσκεται εντός της χώρας του, αλλά εκτός αυτής. Είτε σε πεντακοσίας είτε εις τετρακοσίας χιλιάδας και αν υπολογισθώσιν οι εν Ρωσία Πόντιοι, οι εναπομένοντες εν Πόντω είναι πολύ ολιγώτεροι. Η πηγή της διαρροής και της μεταναστεύσεως υπήρξεν ανέκαθεν το εσωτερικόν της Τραπεζούντος και της Κερασούντος.

Εναντία τάσις έχει σημειωθή κατά την τελευταίαν τεσσαρακονταετίαν διά την Σαμψούντα και την περιοχήν της». Πότε ακριβώς εξελίχθηκε η μετακίνηση προς τη Ρωσία δεν είναι διαπιστωμένο. Υπολογίζεται, πολύ γενικά, ότι περίπου 350.000 Ρωμιοί του Πόντου ακολούθησαν αυτή την πορεία κατά το 19ο αιώνα. Οπωσδήποτε, όμως, διαρροή πληθυσμού διαπιστώνεται στην περιοχή του βιλαετιού Τραπεζούντας, κατά την περίοδο 1906-1914, από τις επίσημες Οθωμανικές απογραφές. Το βιλαέτι Τραπεζούντας είχε έκταση 31.000 τετρ. χλμ., λίγο μικρότερη από την έκταση που καταλαμβάνουν η Πελοπόννησος και η Στερεά Ελλάδα μαζί.

Περιελάμβανε το ομώνυμο σαντζάκι καθώς και τα σαντζάκια Τζανίκ (Σαμψούντας), Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολης) και Λαζιστάν. Από το 1885 μέχρι το 1906 ο συνολικός πληθυσμός του βιλαετιού (συμπεριλαμβανομένης της Ρωμαίικης κοινότητας) αυξήθηκε από 1.056.293 σε 1.342.778 άτομα, παρουσιάζοντας σταθερή ετήσια αύξηση περίπου 1,5%, που μπορεί να αποδοθεί στη φυσική υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων. Στη συνέχεια, μέχρι το 1914, μειώθηκε σε 1.122.947 άτομα, δηλαδή παρουσίασε απόλυτη μείωση 220.000 ψυχών. Επισημαίνεται ότι η μείωση αυτή σημειώνεται πριν από τις γνωστές διώξεις κατά των Ρωμιών στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι οποίες οδήγησαν σε νέα έξοδο προς τη Ρωσία (π.χ. το 1917 μετά τη λήξη της Ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας, αλλά και το πρώτο δίμηνο του 1918, οπότε 85.000 Ρωμιοί κατέφυγαν και πάλι στη Ρωσία). Αν ληφθεί υπόψη η φυσική υπεροχή των γεννήσεων έναντι των θανάτων, η μεταβολή την περίοδο 1906 – 1914 ισοδυναμεί με ετήσια μείωση 3%. Συνεπώς, οι πραγματικές πληθυσμιακές απώλειες για το βιλαέτι της Τραπεζούντας την περίοδο 1906 – 1914 ανήλθαν σε 450.000 πρόσωπα, αριθμός που προσεγγίζει τις προαναφερθείσες εκτιμήσεις του Καθενιώτη και μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι «μέτοικοι» στη Ρωσία ανέρχονταν πράγματι σε μεγάλο αριθμό.

Πρέπει, όμως, να ληφθεί υπόψη ότι εκτός από τη Ρωσία, πολλοί κάτοικοι του βιλαετιού της Τραπεζούντας, Ρωμιοί και Μουσουλμάνοι, μετανάστευαν στην Πόλη είτε για να βρουν εργασία είτε διότι οι αμοιβές εκεί ήταν υψηλότερες. Η τάση αυτή εντοπίζεται από τη δεκαετία του 1860. Η μαζική και συνεχής φυγή είχε σοβαρές συνέπειες όχι μόνον στη δημογραφική ισορροπία μεταξύ Χριστιανικού και Μουσουλμανικού στοιχείου, προς χάριν του δευτέρου, αλλά και στην κατανομή του πλούτου. Στο Οθωμανικό κράτος, και φυσικά και στον Πόντο, το σύνολο της αγροτικής γης ανήκε στην κατηγορία των λεγομένων «υποδημοσίων» γαιών. Στην κατηγορία αυτή δεν υπήρχε πλήρης ιδιοκτησία, με το πνεύμα του Ελληνορωμαϊκού δικαίου.

«Ψιλός κύριος» της γης ήταν το κράτος, το οποίο μεταβίβαζε τη χρήση της στο νομέα. Ο νομέας μπορούσε να χρησιμοποιήσει, να πουλήσει ή και να κληροδοτήσει στους άμεσους απογόνους του το δικαίωμα της νομής, αλλά υπό συγκεκριμένους όρους. Επί παραδείγματι, αν ένα χωράφι αυτής της κατηγορίας δεν καλλιεργείτο επί τρία συνεχή χρόνια, ο νομέας του έχανε τα δικαιώματά του. Φεύγοντας, λοιπόν, και παραμένοντας επί μακρό χρονικό διάστημα στη Ρωσία ή οπουδήποτε αλλού, οι Ρωμιοί έχασαν τα δικαιώματά τους πάνω στη γη που καλλιεργούσαν.

Πέραν του νομοθετικού πλαισίου για τη γη (η περί γαιών νομοθεσία, όπως διαμορφώθηκε από το 1858 και έπειτα), το 1915 η Οθωμανική κυβέρνηση εξέδωσε ειδικό νόμο περί εγκαταλειμμένων γαιών (emval-i metroukeh), με τον οποίο αφαίρεσε οποιοδήποτε δικαίωμα από όσους είχαν «εγκαταλείψει» τον τόπο τους και είχαν αποδημήσει. Η ανάκτηση των περιουσιών ήταν ταυτόσημη με την επιθυμία των προσφύγων να επιστρέψουν στον τόπο τους. Η επιστροφή χωρίς ανάκτηση της γης τους δεν είχε κανένα νόημα.

Στις αρχές του 1921 ο αρχιμανδρίτης Πανάρετος, πρώην ηγούμενος της Μονής Βαζελώνας, υπέβαλε ένα υπόμνημα στο Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, ως «αντιπρόσωπος του εν Ρωσία Ποντίου Ελληνισμού», εν όψει της διεθνούς συνδιάσκεψης που επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στο Λονδίνο. Ήταν ένα από τα πολλά υπομνήματα που είχαν καταθέσει έως τότε οι Ποντιακές οργανώσεις, αλλά διέφερε σε κάτι ουσιαστικό: Δεν ζητούσε την ίδρυση κράτους ή την απόδοση ανεξαρτησίας στους Ποντίους αλλά τις περιουσίες τους. Ο Πανάρετος υπογράμμισε ότι το άρθρο 144 της Συνθήκης των Σεβρών επέβαλε στην Οθωμανική κυβέρνηση την υποχρέωση να διευκολύνει την επάνοδο όσων είχαν απομακρυνθεί μετά την 1 / 1 / 1914 από τις εστίες τους.

Και την απόδοση των κινητών και ακίνητων περιουσιών τους, «όσων μπορούσαν να ανακτηθούν» («which can be recovered»). Όμως έτσι απέκλειε τη συντριπτική πλειονότητα των εκπατρισμένων, διότι ο ηγούμενος υπολόγιζε ότι από τους 600.000 Έλληνες των Πόντου που βρίσκονταν το 1921 στη Ρωσία, το άρθρο 144 αφορούσε σε λιγότερο από 100.000. Επιπλέον, περίπου 260.000 Ρωμιοί του Πόντου είχαν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της Τουρκίας, χάνοντας επίσης τις περιουσίες τους.

«Αι οικίαι και τα λοιπά οικοδομήματα των εκτοπισθέντων, εν μεν τοις χωρίοις επυρπολήθησαν, εν δε ταις πόλεσι επωλήθησαν ονομαστικώς υπό της κυβερνήσεως εις ιδιώτας Τούρκους με την υποχρέωσιν να καταδαφίσωσιν αυτά οι αγορασταί. Και κατεδαφίσθησαν. Αλλά και του μη εκτοπισθέντος Ελληνικού πληθυσμού αι περιουσίαι, και προ παντός τα εμπορεύματα, κατεσχέθησαν κατά μέγα μέρος υπό της κυβερνήσεως επί διαφόροις προφάσεσι».

Το αίτημα των Ρωμιών της Ρωσίας, που υποβλήθηκε μέσω του ηγουμένου, ήταν να τροποποιηθεί η Συνθήκη των Σεβρών ως προς το συγκεκριμένο σημείο. Η συνθήκη αυτή, βέβαια, είχε ήδη ξεπεραστεί από τα πράγματα. Αλλά σε όποιο βαθμό ο Πανάρετος εξέφραζε τους ομοεθνείς του, το ζητούμενο από αυτούς ήταν οι όροι επιστροφής στον Πόντο, ο οποίος παρέμενε επαρχία του Τουρκικού κράτους. Το αίτημα της ανεξαρτησίας, το οποίο ως τότε είχε προβληθεί κατ’ εξοχήν από τους Πόντιους της Ρωσίας, ανήκε πλέον στην ιστορία.

Η Πολιτική Εκπροσώπηση των Ρωμιών

Πράγματι, το αίτημα για την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους στον Πόντο υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από τους απόδημους. Ήταν κυρίως το αίτημα εκείνων που επιζητούσαν τη δημιουργία συνθηκών για την επιστροφή τους. Ο μεγάλος όγκος των υπομνημάτων προς τις «μεγάλες δυνάμεις», με αίτημα την ανεξαρτησία, προήλθε από τους απόδημους, οι οποίοι για έναν περίπου χρόνο αναγνώρισαν ως εκπρόσωπό τους το μητροπολίτη της Τραπεζούντας, Χρύσανθο. Αυτό δεν οφειλόταν μόνον στην προσωπικότητά του αλλά και στην πολιτική παράδοση που εξέφραζε. Στο πλαίσιο των εξελίξεων που ακολούθησαν το κίνημα των Νεότουρκων, ένα τμήμα της ηγεσίας των Ρωμιών του Πόντου βρήκε τρόπο πολιτικής συνεργασίας μαζί τους.

Στις εκλογές του 1908 απέκτησε φωνή στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο, με την εκλογή ως βουλευτή Τραπεζούντας του Ματθαίου Κωφίδη (1855 – 1921), έπειτα από συνεννόηση με το κόμμα «Ένωση και Πρόοδος». Αντίθετα, στην Αμισό (Σαμψούντα), αν και ο Ελληνορθόδοξος πληθυσμός ήταν πολύ μεγαλύτερος από την Τραπεζούντα, δεν επιτεύχθηκε συνεννόηση με το κόμμα αυτό και δεν εκλέχτηκε Ρωμιός βουλευτής. (Σε καμία επαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν εκλέχτηκε βουλευτής χωρίς συνεννόηση με την «Ένωση και Πρόοδο»). Διορίστηκε, ωστόσο, Ρωμιός δήμαρχος, ο καπνέμπορος Γεώργιος Παπάζογλου.

Ας σημειωθεί ότι και ο Κωφίδης ήταν ανώτερος υπάλληλος της Société de la régie cointéressée des tabacs de l’empire Ottoman, δηλαδή του μονοπωλίου των Οθωμανικών καπνών, ενός οργανισμού που τελούσε υπό τον έλεγχο Γαλλικών και Αγγλικών τραπεζών. Μετά τις εκλογές του 1908 οι Ρωμαίικες κοινότητες του Πόντου καταλήφθηκαν από πολιτική «υπνηλία», σύμφωνα με σχόλιο της εποχής. Χωρίς να τις ξυπνήσουν, η «Ένωση και Πρόοδος», το Ελλαδικό κράτος και η τοπική εκκλησία επιχείρησαν, με συνδέσμους και συλλόγους, να δημιουργήσουν μηχανισμούς πολιτικού ελέγχου του πληθυσμού, η κάθε πλευρά για λογαριασμό της.

Το Ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επιθυμούσε να ελέγχει τις δραστηριότητες των Ρωμιών μέσω των προξενείων και να τις κατευθύνει άμεσα, ανάλογα με τους κατά καιρούς στόχους του. Από την πλευρά της, η Εκκλησία επιθυμούσε να διατηρήσει το ρόλο του διαμεσολαβητή και αυθεντικού εκφραστή των τοπικών συμφερόντων απέναντι τόσο στο Ελληνικό όσο και στο Οθωμανικό πολιτικό σύστημα. Αυτή η διαφοροποίηση μεταξύ υπουργείου και Εκκλησίας φάνηκε στις επόμενες κοινοβουλευτικές εκλογές του 1912. Στις εκλογές εκείνες, όπως συνέβη και στις περισσότερες εκλογικές περιφέρειες, η πλειονότητα των Ρωμιών του Πόντου συνασπίστηκε με το κόμμα της «Ελευθερίας και Συνεννοήσεως», με αποτέλεσμα να μην εκπροσωπηθούν στο Κοινοβούλιο.

Εκλέχτηκε μόνον ο Κωφίδης, ο οποίος παρέμεινε σταθερός υποστηρικτής της «Ενώσεως και Προόδου». Ο Κωφίδης πίστευε ότι μόνον με χαμηλούς τόνους και καλές σχέσεις με τη νέα Οθωμανική ηγεσία ήταν δυνατόν να προωθηθούν τα συμφέροντα των Ρωμιών. Η μετριοπάθειά του απέρρεε από τον πατριωτισμό του. Επρόκειτο να απαγχονιστεί το 1921, με την κατηγορία ότι επιδίωξε την ανεξαρτησία του Πόντου. Το 1912 μητροπολίτης στην Τραπεζούντα ήταν ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου (1859 – 1930), μετέπειτα Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος ΣΤ’ (1924 – 1925). Ο Αράμπογλου ήρθε σε σύγκρουση με τον Κωφίδη.

Έχει γραφτεί ότι ο Αράμπογλου καλλιεργούσε «άριστες σχέσεις» με τους «συνοίκους λαούς Μουσουλμάνους και Αρμενίους» και στην περίοδο 1909 – 1912 υποβοήθησε «την συντελουμένην συνεννόησιν των εθνοτήτων σκοπόν έχουσαν την σύμπηξιν ομοσπονδίας των λαών της καθ’ ημάς Ανατολής, των εχόντων τον αυτόν τρόπον του αισθάνεσθαι και σκέπτεσθαι». Αυτήν την εικόνα φιλοτέχνησε ο διάδοχός του Χρύσανθος. Στην πραγματικότητα, ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου είχε υποστηρίξει τη Νεοτουρκική αντιπολίτευση «Ελευθερία και Συνεννόηση», όπως είχε κάνει και το ελληνικό προξενείο. Για το λόγο αυτό, στράφηκε κατά του Κωφίδη και των υποστηρικτών του, χωρίς να κατορθώσει όμως να αποτρέψει την επανεκλογή του.

Το 1913 ο Κωνσταντίνος Αράμπογλου μετατέθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Χρύσανθο Φιλιππίδη (1881 – 1949). Ο Χρύσανθος είχε υπηρετήσει σε ιερατικές θέσεις στην Τραπεζούντα, είχε σπουδάσει στο εξωτερικό με ενίσχυση των Τραπεζούντιων και στη συνέχεια θήτευσε στο Πατριαρχείο, όπου είχε την ευθύνη έκδοσης του έντυπου οργάνου του, της «Εκκλησιαστικής Αλήθειας». Συμμεριζόταν το όραμα του Ίωνος Δραγούμη για την εσωτερική μεταρρύθμιση του οθωμανικού κράτους. Αυτό το όραμα όμως προκαλούσε παρενέργειες. Μέχρι το 1912 οι Ρωμιοί βουλευτές του Οθωμανικού Κοινοβουλίου είχαν διαιρεθεί σε δύο παρατάξεις. Οι μειοψηφούντες «ρεαλιστές» παρέμειναν στην «Ένωση και Πρόοδο».

Οι «ρεαλιστές» ισχυρίζονταν ότι οι αντίπαλοί τους (αν δεν ασχολούνταν με ιδιοτελείς πράξεις) έβλεπαν τον κόσμο όχι όπως ήταν «αλλά όπως εκείνοι το επεθύμουν να ήτο». Λίγους μήνες πριν πεθάνει, ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ (1834 – 1912) δήλωσε ευθέως ότι «οι άνθρωποι τούτοι είναι επικίνδυνοι διά το έθνος». Ο Κωφίδης ήταν ένας από τους «ρεαλιστές», που στάθηκε αντιμέτωπος προς τους «επικίνδυνους διά το έθνος». Ο Χρύσανθος υποστήριξε τον Κωφίδη.

Στις κοινοβουλευτικές εκλογές του 1914 η Τραπεζούντα εξέλεξε δύο «ρεαλιστές» βουλευτές, τον Κωφίδη (για τρίτη φορά) και τον Γ. Ιωαννίδη, επίσης υπάλληλο του Μονοπωλίου Καπνών, ενώ στην Αμισό εξελέγη ο καπνέμπορος Θ. Αρζόγλου, όλοι με την «Ένωση και Πρόοδο». Η εκλογή δύο Ρωμιών βουλευτών στην Τραπεζούντα δεν απηχούσε τόσο το μέγεθος του Ελληνικού στοιχείου όσο τη συνεργασία της τοπικής ελίτ με την «Ένωση και Πρόοδο».

Το «Παράδειγμα» της Σαμψούντας

Έπειτα από τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Οθωμανική διοίκηση μετέφερε χιλιάδες Μουσουλμανικές οικογένειες από τα Βαλκάνια και επιχείρησε να τις εγκαταστήσει στην περιοχή της Σαμψούντας. Οι Χριστιανοί αντιστάθηκαν και οι ηγέτες τους φυλακίστηκαν. Η ένταση στην περιοχή του Σαμψούντας κλιμακώθηκε αρχικώς με συλλήψεις και στη συνέχεια με ένοπλες επιθέσεις στα χωριά, προκειμένου να διωχθούν Χριστιανοί από τα κτήματά τους, ώστε να εγκατασταθούν εκεί Μουσουλμάνοι. Μητροπολίτης στη Σαμψούντα ήταν από το 1909 ο Γερμανός Καραβαγγέλης (1866 – 1935), γνωστός περισσότερο από τη θητεία του στην Καστοριά.

Η εκδοχή που δίνει ο ίδιος Γερμανός για τα γεγονότα είναι ότι επισκέφθηκε τη βασίλισσα Σοφία (1870 – 1932) και την παρακάλεσε να μεσιτεύσει υπέρ της επαρχίας του στον αδελφό της, τον Αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμο Β’ (1859 – 1941), ώστε να αποτραπεί η εγκατάσταση Μουσουλμάνων προσφύγων. Επακολούθησαν -από τον Ιούνιο του 1914- εκτοπίσεις Χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου σε διάφορα σημεία του οθωμανικού κράτους. Σύμφωνα με εκθέσεις του Πατριαρχείου, από την Πάφρα εκτοπίστηκαν 57.000 Χριστιανοί κάτοικοι, από την Κερασούντα 60.000 και 58.000 από τις λοιπές εκκλησιαστικές επαρχίες του Πόντου.

Λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες έγιναν οι εκτοπίσεις, η θνησιμότητα μεταξύ των εκτοπισθέντων ήταν πολύ υψηλή. Στις διαμαρτυρίες των Ρωμιών βουλευτών στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο, η κυβέρνηση επικαλέστηκε λόγους «εθνικού συμφέροντος». Στις 21 / 7 / 1914, εν όψει του επερχόμενου Παγκοσμίου Πολέμου, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση. Όσοι Ρωμιοί κατατάσσονταν στο στρατό τοποθετούνταν σε «τάγματα εργασίας», τα οποία στέλνονταν μακριά από τον Πόντο, υπό συνθήκες που εγγυούνταν νοσηρότητα, ασιτία και μεγάλη θνησιμότητα. Είναι πολύ πιθανόν ότι η τακτική αυτή αποτέλεσε ένα πρωτόγονο είδος σχεδιασμένης «εθνοκάθαρσης».

Από την άλλη πλευρά, θυμίζει τον υποσιτισμό στον οποίο καταδικάστηκαν τα Οθωμανικά στρατεύματα κατά τον πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, έναν από τους βασικούς λόγους της Οθωμανικής ήττας. Το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα φημιζόταν ο Οθωμανικός στρατός, άλλωστε, ήταν η επιμελητεία του. Στον Πόντο και κυρίως στην Αμάσεια πολλοί Ρωμιοί για να αποφύγουν τη στράτευση («φυγόστρατοι») κατέφυγαν στην ύπαιθρο, κυνηγημένοι από Οθωμανικά αποσπάσματα. δημιουργήθηκαν έτσι οι πρώτες ομάδες Ρωμιών που πούλησαν τα ζώα τους και αγόρασαν όπλα για να βγουν στο βουνό, προκειμένου να προστατέψουν τον εαυτό τους.

Το «Πρότυπο» της Τραπεζούντας

Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην Τραπεζούντα στα 1913 – 1914, το γεγονός ότι οι Μουσουλμάνοι ήταν περισσότεροι στάθηκε αιτία να μην υπάρξουν οι οξύτητες από την εγκατάσταση προσφύγων από τα Βαλκάνια, όπως έγινε στη Σαμψούντα. Σε ό,τι αφορά τη στρατολογία των Ρωμιών, ο μητροπολίτης της επαρχίας Χρύσανθος παρέχει μία διαφορετική εικόνα. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, οι συνέπειες της στρατολογίας στην επαρχία του ήταν μικρότερες λόγω του διαφορετικού χειρισμού τους. Εκεί οι φυγόστρατοι ήταν λίγοι, διότι ο ίδιος εγγυήθηκε στο διοικητή του βιλαετιού για τη νομιμοφροσύνη των Ρωμιών και πέτυχε να χρησιμοποιούνται οι επίστρατοι σε «τάγματα εργασίας» μέσα στα όρια της επαρχίας και να μη μετατεθούν μακριά από τις εστίες τους.

Η διατήρηση καλών σχέσεων με τους αξιωματικούς της «Ενώσεως και Προόδου» απέδωσε, φαίνεται, τους καρπούς της. ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι στην επαρχία Τραπεζούντας δεν σημειώθηκαν διώξεις. Αλλά εκείνο που έχει σημασία στην εξιστόρηση δεν είναι μόνο το τι συνέβη αλλά και ποια ήταν η εικόνα που είχαν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων για το ρόλο που είχαν διαδραματίσει σε αυτά.

Η Διοίκηση Χρύσανθου στην Τραπεζούντα

Στα τέλη του 1914 ο Οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Ρωσία. Στις 17 / 1 / 1915 η Οθωμανική Τρίτη Στρατιά αντιμετώπισε κοντά στο Καρς τη Ρωσική Στρατιά του Καυκάσου και υπέστη βαρύτατη ήττα, μετά την οποία ο Ρωσικός στρατός εισήλθε στο Οθωμανικό έδαφος. Στις 29 / 5 / 1915 η Οθωμανική κυβέρνηση εξέδωσε το διάταγμα «Sevk ve İskân Kanunu», το οποίο προέβλεπε τη βίαιη εκτόπιση στη Συρία των επαναστατημένων Αρμενίων. Η εκτόπιση πραγματοποιήθηκε υπό συνθήκες που προεξοφλούσαν την εξόντωση των εκτοπισθέντων. Ο αριθμός των θυμάτων -πέρα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις- ήταν τεράστιος, ως τάξη μεγέθους ανήλθε σε εκατοντάδες χιλιάδες.

Το ίδιο διάταγμα εφαρμόστηκε και για το μαζικό εκτοπισμό των Ρωμιών του Πόντου στο εσωτερικό της χώρας. Ο εκτοπισμός πραγματοποιήθηκε κατά τρόπο που προκάλεσε αναλόγως μεγάλο αριθμό θυμάτων και συνεχίστηκε επισήμως μέχρι τις 8 / 2 / 1916, οπότε έληξε τυπικώς η ισχύς του διατάγματος. ωστόσο, οι εκτοπίσεις συνεχίστηκαν και ο υποσιτισμός μαζί με τις ασθένειες αποδεκάτισαν τους εκτοπισθέντες. Αφού κατέλαβε το Ερζερούμ, τον Απρίλιο του 1916 ο Ρωσικός στρατός βάδισε προς την Τραπεζούντα. Ο Οθωμανικός στρατός εγκατέλειψε την πόλη και παρέδωσε τη διοίκηση σε τοπική επιτροπή Ρωμιών, υπό το μητροπολίτη Χρύσανθο.

Η επιτροπή αυτή αναγνωρίστηκε από το Ρωσικό στρατό και άσκησε διοίκηση καθ’ όλη τη διάρκεια της Ρωσικής κατοχής. Έτσι, επί δύο περίπου χρόνια λειτούργησε ένα κρατικό μόρφωμα με Ελληνική διοίκηση. Την άνοιξη του 1917 ο Χρύσανθος υπέβαλε υπόμνημα στην Ελληνική και τη Ρωσική κυβέρνηση, με το οποίο ζήτησε τη μονιμοποίηση αυτού του καθεστώτος, δηλαδή την προσάρτηση της επαρχίας Τραπεζούντας στο Ρωσικό κράτος, υπό καθεστώς αυτοδιοίκησης. Η προσωρινή του διοίκηση είχε διατηρήσει τις ισορροπίες με το Μουσουλμανικό πληθυσμό, καθιερώνοντας μικτά διοικητικά όργανα και δικαστήρια.

Επίσης, η προσωρινή διοίκηση ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα για την περίθαλψη Ρωμιών προσφύγων που συνέρρεαν στην Τραπεζούντα, κυρίως από την επαρχία Χαλδίας, καθώς και Μουσουλμάνων που διώχτηκαν από το Ρωσικό στρατό. Το αίτημα του Χρύσανθου για την προσάρτηση της Τραπεζούντας στη Ρωσία θα μπορούσε ίσως να έχει συνέχεια, λόγω της κατοχής της περιοχής από το Ρωσικό στρατό, αλλά δεν είχε λόγω των πολιτικών μεταβολών στη Ρωσία. Τον Ιανουάριο του 1918 η προσωρινή κυβέρνηση της Ρωσίας εκκένωσε τα κατεχόμενα εδάφη. Ο ανατολικός Πόντος ανακτήθηκε από τον Οθωμανικό στρατό.

Ο Οθωμανός στρατηγός αναγνώρισε το διοικητικό έργο του Χρύσανθου, καθώς και την καλή στάση του απέναντι στους μουσουλμάνους και έδωσε εντολή να μη γίνουν βιαιοπραγίες, αλλά στην πραγματικότητα συμμορίες ατάκτων έκαψαν Χριστιανικά χωριά. Τότε, περίπου τριακόσιοι άντρες σχημάτισαν ένοπλες ομάδες στην περιοχή της Τραπεζούντας. Αυτή είναι η εικόνα που παραδίδει ο Χρύσανθος. Σύμφωνα όμως με τον Καθενιώτη, με την απόσυρση των Ρωσικών στρατευμάτων, μετακινήθηκε σε ρωσικό έδαφος ολόκληρος ο αστικός πληθυσμός της Τραπεζούντας και παρέμειναν σε αυτήν μόνον 5.000 – 6.000 Ρωμιοί, που προέρχονταν από το εσωτερικό.

Τους μήνες Φεβρουάριο – Μάρτιο του 1918, ηγέτες των Νεότουρκων είχαν συνεννοήσεις στην Τραπεζούντα με τους ηγέτες των Γεωργιανών. Συνάντηση μαζί τους είχε και ο Χρύσανθος: «Μετά των επανελθουσών εις Τραπεζούντα Τουρκικών αρχών και μετά του νέου βαλή Τραπεζούντος Σουλεϊμάν Νετζμή βέη ανασυνέδεσεν η μητρόπολις Τραπεζούντος τας παλαιάς σχέσεις και την αρμονικήν περί πάντων συνεργασίαν, και μετά κοινού περί της χώρας ενδιαφέροντος και στοργής συνεζήτει ο αρχιερεύς Τραπεζούντος περί της μετά την λήξιν του Παγκοσμίου Πολέμου διά της συνεργασίας των δύο λαών, Ελληνικού και Μουσουλμανικού, αποκαταστάσεως και προαγωγής της κοινής πατρίδος».

Μέχρι το τέλος του πολέμου, η αντίληψη της «κοινής πατρίδος» διατηρήθηκε στον ανατολικό Πόντο.

Δυτικός Πόντος Άγονες Παρακλήσεις προς τον Κάιζερ

Σε αντίθεση προς την εικόνα του ανατολικού Πόντου, στην ύπαιθρο του δυτικού Πόντου Μουσουλμανικές συμμορίες -συχνά σε συνεργασία με τον Οθωμανικό στρατό- άσκησαν διώξεις εις βάρος του Χριστιανικού πληθυσμού. Τον Δεκέμβριο του 1916 οι πρόκριτοι της Σαμψούντας φυλακίστηκαν αιφνιδίως, ο Οθωμανικός στρατός πολιόρκησε την πόλη, οι κάτοικοι (μαζί με τα γυναικόπαιδα) κλείστηκαν σε στρατώνες και στη συνέχεια εκτοπίστηκαν στο εσωτερικό. Η εκτόπιση έγινε πεζή, χωρίς τροφοδοσία, με αποτέλεσμα να εκδηλωθεί μεγάλη θνησιμότητα. Τον Ιανουάριο του 1917 εκτοπίσθηκε ολόκληρος ο Χριστιανικός ανδρικός πληθυσμός της Πάφρας.

Τα χωριά και η συγκομιδή καπνού κάηκαν. Σύμφωνα με προξενική έκθεση, τον Φεβρουάριο του 1917 τα χωριά της Κερασούντος λεηλατήθηκαν από Μουσουλμανικές συμμορίες, που άφησαν πίσω τους χολέρα και τύφο. Με το πρόσχημα της καταδίωξης των ένοπλων ανταρτών, Οθωμανικός στρατός επέδραμε κατά των ορεινών Χριστιανικών χωριών. Τα χωριά εκκενώθηκαν μέσα σε 24 ώρες. Απαγορεύθηκε στους κατοίκους να πάρουν μαζί τους τρόφιμα και επιβλήθηκε πολυήμερη πεζοπορία, με μεγάλη θνησιμότητα.

Ο μητροπολίτης Γερμανός προσπάθησε να εξασφαλίσει την υποστήριξη των Γερμανών συμβούλων της Οθωμανικής κυβέρνησης, ώστε να παύσουν οι διώξεις και να διασωθεί ο Χριστιανικός πληθυσμός της Σαμψούντας, επικαλούμενος τη βοήθεια του Αυτοκράτορα της Γερμανίας. Ταυτόχρονα, καθώς η τακτική αυτή δεν είχε αποτελέσματα, υποστήριξε τη δημιουργία αντάρτικων σωμάτων, από τη δράση των οποίων είχε αποκτήσει εμπειρία κατά τη θητεία του στην Καστοριά. Πάντως, το 1917 εκτοπίστηκε στην Κωνσταντινούπολη, ακριβώς με την κατηγορία ότι δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει τα ανταρτικά σώματα, ενώ μερίδα των προκρίτων τον κατέκρινε για μειωμένη αποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των κινδύνων.

Επέστρεψε μετά τη Συνθήκη του Μούδρου. Έτσι, έχουμε μια εικόνα για τον Πόντο από την περίοδο 1916 – 1918, διαφοροποιημένη για τη δυτική και την ανατολική πλευρά τόσο στην εκκλησιαστική όσο και στην πολιτική σφαίρα. Σημασία για το ζήτημα που μας απασχολεί είναι ότι στην ανατολική πλευρά, τόσο η προϊστορία της συνεννόησης με την «Ένωση και Πρόοδο» όσο και η συγκυρία της κατάληψης από το ρωσικό στρατό, δημιούργησαν ένα διοικητικό πλαίσιο αυτονομίας ή έστω διευρυμένης αυτοδιοίκησης, που ευνοούσε τη διατύπωση του αιτήματος της ανεξαρτησίας.

Η ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ

Το Αίτημα στην Αρχική Φάση του

Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τόσο στον Καύκασο όσο και στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στις ΗΠΑ λειτουργούσαν οργανώσεις Ποντίων της διασποράς. Οι οργανώσεις αυτές διαμόρφωσαν σχεδόν στο σύνολό τους τη θέση ότι δεν υπήρχε μέλλον για τους Ρωμιούς στον Πόντο υπό το Οθωμανικό καθεστώς και πρόβαλαν το αίτημα της αυτονομίας. Αυτό που ζητούσαν ήταν η δημιουργία συνθηκών που, αφενός, θα επέτρεπαν την παλιννόστηση των μεταναστών, με αιχμή τις «εγκαταλειμμένες» περιουσίες, αφετέρου, θα απέτρεπαν την επανάληψη των διώξεων. Οι εγγυήσεις των Οθωμανικών κυβερνήσεων δεν είχαν αξία.

Συνεπώς, η ελπίδα των οργανώσεων ήταν ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» θα παρενέβαιναν και θα παρείχαν την εγγύησή τους για κάποια μορφή αυτονομίας. Το αίτημα της πλήρους ανεξαρτησίας με τη μορφή της δημιουργίας Ποντιακού Χριστιανικού κράτους πρόβαλε από τον Οκτώβριο του 1917 η οργάνωση των Ποντίων στο Παρίσι. Ηγέτης της οργάνωσης αυτής ήταν ένας πλούσιος επιχειρηματίας ο οποίος είχε σταδιοδρομήσει στη Μασσαλία εισάγοντας φουντούκια από τον Πόντο, ο Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης (1856 – 1930), γιος του επί σειρά ετών δημάρχου της Κερασούντος. Ο Κωνσταντινίδης κατέβαλε προσπάθειες να οργανωθούν οι Πόντιοι της διασποράς, για να δημιουργήσουν «ανεξάρτητον δημοκρατίαν, από τα Ρωσικά σύνορα έως πέρα εις την Σινώπην».

Ο Κωνσταντινίδης στήριξε το αίτημά του σε ιστορικά και γεωγραφικά επιχειρήματα που εύκολα μπορούσαν να αμφισβητηθούν: Ότι ο Ελληνικός πληθυσμός ήταν ίσος με το Μουσουλμανικό, αν προσμετρούνταν και οι εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες στο Ρωσικό έδαφος, ότι πολλοί από τους Μουσουλμάνους ήταν απόγονοι Ελλήνων που είχαν εξαναγκαστεί να εξισλαμιστούν. Σημασία έχει, πάντως, ότι το 1917 η θρησκευτική σύνθεση του Ποντιακού πληθυσμού δεν αποτελούσε διπλωματικό εργαλείο για κανένα κράτος ούτε καν για το Ελληνικό. Ο Ελ. Βενιζέλος είχε μόλις τον Ιούνιο του 1917 επικρατήσει απέναντι στον αντίπαλό του, το βασιλιά Κωνσταντίνο Α’.

Κύριος σκοπός του ήταν να συμβάλει η Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό της Entente, ώστε να εξασφαλίσει εδαφικά οφέλη σε βάρος του Οθωμανικού κράτους. Σ’ αυτό το πλαίσιο τα αιτήματα των απόδημων Ρωμιών του Πόντου δεν είχαν απήχηση στις «μεγάλες δυνάμεις», ιδιαίτερα στη Βρετανία που ενδιαφερόταν άμεσα για τα πετρέλαια του Καυκάσου και δεν είχε κανένα λόγο να θέλει την δημιουργία μιας νέας δύναμης στην περιοχή. Στις 8 Ιανουαρίου 1918 ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson, 1856 – 1924) εξήγγειλε δέσμη 14 προτάσεων για την παύση του πολέμου και τη ρύθμιση του μεταπολεμικού κόσμου. Κύριος στόχος του Ουίλσον ήταν το άνοιγμα των αγορών για τις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένων και των Οθωμανικών.

Η ομιλία του, στην οποία περιέλαβε τις 14 προτάσεις, δεν αποτελούσε ακαδημαϊκή διάλεξη διεθνούς δικαίου αλλά διατύπωση των Αμερικανικών συμφερόντων σχετικά με την αναδιοργάνωση του παγκόσμιου εμπορίου. Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να αναγνωσθεί η δωδέκατη πρότασή του, η οποία ανέφερε: «Σε ό,τι αφορά τα τουρκικά τμήματα της υφιστάμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρέχεται η εγγύηση της κυριαρχίας, αλλά στις λοιπές εθνότητες που βρίσκονται τώρα υπό Τουρκική κυριαρχία παρέχεται η ανεπιφύλακτη εγγύηση της ασφάλειας της ζωής και η απολύτως γνήσια ευκαιρία για την αυτόνομη εξέλιξή τους. Τα Δαρδανέλια θα πρέπει να είναι μονίμως ανοικτά για την ελεύθερη διέλευση του ναυτικού και του εμπορίου όλων των κρατών, υπό διεθνείς εγγυήσεις».

Η ασαφής αυτή εξαγγελία απέκτησε πολλές ερμηνείες στους επόμενους μήνες. Η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» δεν ήταν ταυτόσημη με την αναγνώριση αυτονομίας, όπως νόμισαν πολλοί. Ο Ουίλσον δεν διακήρυξε τη διάλυση του Οθωμανικού κράτους. Στην πραγματικότητα, μόνον για τους Άραβες, τους Αρμένιους και τους Κούρδους, δηλαδή για συμπαγείς πληθυσμούς που κατοικούσαν σε ακραίες επαρχίες του Οθωμανικού κράτους, είχαν γίνει σαφείς αναφορές σε συζητήσεις μεταξύ των Συμμάχων. Οι Ελληνικές κοινότητες ήταν διάσπαρτες στο Οθωμανικό έδαφος και η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη» ήταν πολύ δύσκολο να εκφραστεί, παρά μόνον με ειδικό καθεστώς στο ενιαίο Οθωμανικό κράτος..

Ωστόσο, η δήλωση του Αμερικανού προέδρου δημιούργησε στους Πόντιους της διασποράς την ελπίδα ότι θα ήταν δυνατή η παραχώρηση καθεστώτος αυτονομίας από τις «μεγάλες δυνάμεις» μετά το τέλος του πολέμου. Στις 3 / 3 / 1918 η νέα Σοβιετική εξουσία σύναψε με τις Κεντρικές δυνάμεις τη συνθήκη Brest Litovsk, με την οποία αποχώρησε από τον πόλεμο. Η παράγραφος 4.3 της συνθήκης προέβλεπε να αποχωρήσει ο Ρωσικός στρατός από τις περιοχές Αρνταχάν, Καρς και Βατούμ, ενώ η Ρωσική κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να μην αναμιχθεί στις «κρατικές και διεθνείς σχέσεις» αυτών των περιοχών, αλλά να επιτρέψει στον πληθυσμό τους να μεριμνήσει μόνος του για την αναδιοργάνωσή τους, «με τη σύμφωνη γνώμη των γειτονικών κρατών, ιδιαίτερα της Τουρκίας».

Στις 28 / 5 / 1918 ανακηρύχθηκε η ίδρυση του εφήμερου (διατηρήθηκε μόλις δυόμισι χρόνια) ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους, με πρωτεύουσα το Ερεβάν. Ήταν ένα μικρό κράτος, με λιλιπούτειο στρατό, παγιδευμένο ανάμεσα στους Μπολσεβίκους και τους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς των Οθωμανικών εδαφών. Σε αυτό το κράτος τόσο η Ελλάδα όσο και οι Ρωμιοί του Πόντου στήριξαν πολλές ελπίδες.

Το Αίτημα των Μητροπολιτών του Πόντου

Με την ανακωχή του Μούδρου (30 / 10 / 1918) διακόπηκαν οι εχθροπραξίες, αλλά στο εσωτερικό του Οθωμανικού κράτους επικρατούσε χαώδης κατάσταση. Στις 5 / 12 / 1918 η ασταθής Οθωμανική κυβέρνηση του Αχμέτ Τεβφίκ (Ahmed Tevfik Pasha, 1845 – 1936) ζήτησε την επέμβαση των ΗΠΑ για να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ενότητα και τη διοίκηση της χώρας. Στο μεταξύ, προετοιμαζόταν το Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι για να ρυθμίσει τη μεταπολεμική κατάσταση. Στις 30 / 12 / 1918 ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ε. Βενιζέλος δημοσίευσε το υπόμνημά του προς τις δυνάμεις της Entente σχετικά με τα ελληνικά αιτήματα για την ενσωμάτωση της Θράκης και την ασφάλεια του Ελληνικού πληθυσμού της Μικράς Ασίας (του Πόντου συμπεριλαμβανομένου).

Το αίτημα για ανεξαρτησία του Μικρασιατικού Πόντου δεν περιλαμβανόταν ούτε στο γράμμα ούτε στο πνεύμα των Ελληνικών διεκδικήσεων. Τέθηκε όμως το ερώτημα πώς θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι Οθωμανικές αντεκδικήσεις και να γίνει πράξη η «ευκαιρία για αυτόνομη ανάπτυξη». Ο Βενιζέλος πρότεινε τα βιλαέτια της Τραπεζούντας και των Αδάνων να ενσωματωθούν στο Αρμενικό κράτος. Πίστευε ότι αυτή ήταν η μοναδική ρεαλιστική λύση διότι συνδεόταν με το Αρμενικό κράτος, του οποίου η αναγνώριση και η οριοθέτηση είχαν τεθεί στην ημερήσια διάταξη.

Η δημοσιοποίηση της πρότασης του πρωθυπουργού της Ελλάδας ξεσήκωσε θυελλώδεις αντιδράσεις από τις οργανώσεις των απόδημων Ποντίων, οι οποίες πρόβαλλαν το αίτημα της δημιουργίας ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Ενώ άρχιζε το Συνέδριο Ειρήνης (η περίφημη Συνδιάσκεψη των Παρισίων), η Entente εξαπέλυσε στρατιωτική επίθεση κατά του αρτιγενούς Σοβιετικού κράτους. Τον Ιανουάριο του 1919 Ελληνικός στρατός και ναυτικό συμμετείχαν σε Γαλλική εκστρατεία κατά της Σοβιετικής εξουσίας στην Κριμαία. Ο Βενιζέλος διακήρυττε ότι ο Ελληνικός στρατός παρέμενε στη διάθεση των συμμάχων, ελπίζοντας ότι θα εξαργύρωνε την πολιτική αυτή στο Συνέδριο της Ειρήνης.

Ωστόσο, η Ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία υπήρξε καταστροφική για τους Ρωμιούς που είχαν καταφύγει στην Κριμαία, διότι προκάλεσε αιματηρά αντίποινα σε βάρος τους από τους Μπολσεβίκους. Στο χρονικό εκείνο σημείο οι μητροπολίτες Τραπεζούντας και Αμισού, Χρύσανθος και Γερμανός, υπέβαλαν στο Συνέδριο της Ειρήνης κοινό υπόμνημα με το οποίο ζήτησαν να αναγνωριστεί ο Πόντος ως ανεξάρτητο κράτος. Το αίτημα αυτό υποβλήθηκε από τους ιεράρχες με την ιδιότητά τους ως εκπροσώπων των Ρωμιών του Πόντου. Αν και ήταν ταυτόσημο ως προς το περιεχόμενο, αποτελούσε ένα ξεχωριστό αίτημα από εκείνα που υπέβαλαν έως τότε οι Ποντιακές οργανώσεις της διασποράς, διότι υποβαλλόταν από θεσμικά αναγνωρισμένους Οθωμανούς υπηκόους.

Οπωσδήποτε, το αίτημα ερχόταν σε αντίθεση με τη θέση που είχε διατυπώσει δημοσίως ο Έλληνας πρωθυπουργός. Έτσι, ο τελευταίος δεν είχε κανένα λόγο να επιθυμεί την παρουσία των μητροπολιτών στο περιβάλλον των διεθνών συνδιασκέψεων. Βέβαια, δεν πρέπει να μείνει κανείς με την εντύπωση ότι οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων» έδιναν σημασία στην πληθώρα των υπομνημάτων που υπέβαλαν οι ποικίλες εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι αντιπρόσωποι των οποίων είχαν κατακλύσει τα παρισινά ξενοδοχεία και περίμεναν στο δρόμο τους «μεγάλους» για να τους επιδώσουν ιδιοχείρως ποικίλα υπομνήματα.

«Αν όλες οι διεκδικήσεις, προτεκτοράτα, ανεξάρτητα κράτη και εντολές είχαν όντως πραγματοποιηθεί», σημειώνει η ιστορικός Margaret Macmillan, «Θα είχε απομείνει μια πολύ περίεργη μικρή Τουρκία στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, χωρίς Στενά, χωρίς Μεσογειακή ακτή, με περιορισμένη πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και χωρίς Αρμενικά ή Κουρδικά εδάφη στα βορειοανατολικά». Όλοι οι «μεγάλοι» επιθυμούσαν να εκμεταλλευτούν την Τουρκία, αλλά κανείς δεν είχε πρόθεση να τη διαλύσει. Ταυτοχρόνως, ως μέλος επιτροπής που σχηματίσθηκε την άνοιξη του 1919 στο Πατριαρχείο και αποτελείτο από δύο ιεράρχες (τον ίδιο και τον τοποτηρητή του θρόνου, μητροπολίτη Προύσας Δωρόθεο Μαμμέλη) και ένα λαϊκό μέλος (το γιατρό Αλέξανδρο Παπά).

Ο Χρύσανθος προωθούσε και το αίτημα για «εν ισοπολιτεία συνεργασίαν και συνδιοίκησιν του Πόντου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων της χώρας, οίτινες ήσαν τέκνα της αυτής γης και του αυτού γένους» (όπως σημειώνει ο ίδιος). Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το αίτημα για την αναγνώριση ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους, που περιλάμβανε το υπόμνημα των δύο μητροπολιτών, ήταν σαφώς διαφορετικό από το αίτημα για την κατοχύρωση καθεστώτος αυτοδιοίκησης του Πόντου, το οποίο υποστήριζε ταυτόχρονα η επιτροπή του Πατριαρχείου. Η διαφορά μεταξύ των δύο αιτημάτων δεν ήταν διαφορά βαθμού αλλά ουσίας.

Οι Νεότουρκοι θα μπορούσαν να συζητήσουν το καθεστώς αυτοδιοίκησης σε οποιαδήποτε περιοχή, όχι όμως και την απόσπαση από το Οθωμανικό κράτος μιας μεγάλης επαρχίας, κατοικούμενης κατά πλειονότητα από Μουσουλμάνους. Το αίτημα της αυτοδιοίκησης πρόβαλε ο Χρύσανθος και μετά τις επαφές του στο Παρίσι και το Λονδίνο, για τις οποίες θα κάνουμε λόγο στη συνέχεια. Τον Σεπτέμβριο του 1919 -όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη- είχε νέες συναντήσεις με εκπροσώπους των Μουσουλμάνων του Πόντου περί της «εν ισοπολιτεία Ελλήνων και Μουσουλμάνων αυτονομίας του Πόντου υπό εντολήν (mandat) της Κοινωνίας των Εθνών ή και περί της υπό τους αυτούς όρους αυτονομίας της μετά την ειρήνη υπολειφθησομένης Τουρκίας.

Των συζητήσεων τούτων μετέσχον και ο πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας Ιζέτ Πασάς, ως και ο Καρά Βασίφ βέης, αμφότεροι εκ των σπουδαιοτέρων συνεργατών του Μουσταφά Κεμάλ Πασά και αντιπρόσωποι αυτού εν Κωνσταντινουπόλει». Κατά πάσα πιθανότητα, ο στρατηγός Αχμέτ Ιζέτ Πασάς (Ahmed Izzet Furgaç, 1864 – 1937) δεν συζήτησε με τον Χρύσανθο την απόσχιση του Πόντου από την Τουρκία. Πιθανόν να συζήτησε για τον τύπο αυτοδιοίκησης της περιοχής.

Όσο για τον Καρά Βασίφ μπέη (Kara Vasıf, 1872 – 1931), εκείνη την εποχή υποστήριζε ότι λύση για την Τουρκία θα ήταν να αναμειχθούν οι Ηνωμένες Πολιτείες με ανάθεση εντολής (mandat), το συμφέρον των οποίων αντιστρατευόταν τα Βρετανικά συμφέροντα (A. Baran Dural, His Story: Mustafa Kemal and Turkish Revolution). Ποια λύση, λοιπόν, προσδοκούσε ο Χρύσανθος; Ανεξαρτησία, αυτονομία ή διευρυμένη αυτοδιοίκηση;

Ο Χρύσανθος στο Παρίσι

Αυτό το ερώτημα, όμως, δεν απασχολούσε τους «μεγάλους». Στην πραγματικότητα, μόλις στις 3 Φεβρουαρίου 1919 το Συνέδριο Ειρήνης ασχολήθηκε με τις θέσεις της Ελλάδας. Μόνον τότε ο Ελ. Βενιζέλος είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει αναλυτικώς -με χάρτες, φωτογραφίες, καταλόγους, πίνακες και υπομνήματα- τις Ελληνικές προτάσεις. Προηγήθηκε βεβαίως μια έντονη δραστηριότητα της Ελληνικής αντιπροσωπείας, με άτυπες συναντήσεις, γεύματα και δείπνα στα πέριξ ξενοδοχεία, προκειμένου να πειστούν οι συνεργάτες των ηγετών των Μεγάλων δυνάμεων για τη βασιμότητα των Ελληνικών απόψεων. Αλλά η Ελληνική αντιπροσωπεία στηριζόταν στην προσωπική γοητεία του Ελευθερίου Βενιζέλου.

Εκείνος, πάλι, έδωσε έμφαση στη Βόρειο Ήπειρο και τη Θράκη. ωστόσο, η προσεκτική, τεκμηριωμένη και μετριοπαθής εισήγησή του προσέκρουσε σε αντίθετα Ιταλικά συμφέροντα. Οι Ιταλοί αντιπρόσωποι έκαναν το παν να αναβάλουν τις επόμενες εβδομάδες τη συζήτηση των Ελληνικών θεμάτων. Η παρουσία της Οθωμανικής αντιπροσωπείας προκάλεσε κακή εντύπωση στους ηγέτες της Entente. Αλλά οι εντυπώσεις ξεχνιούνταν γρήγορα. Το πιο σημαντικό ήταν ότι ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ (Lloyd George, 1863 – 1945) ανυπομονούσε να αποτραβήξει από το Οθωμανικό έδαφος τους εκατοντάδες χιλιάδες Βρετανούς στρατιώτες, που είχαν δεσμευθεί εκεί.

Πίεζε λοιπόν τον Ουίλσον να αναλάβει η Αμερική την «εντολή» τήρησης της τάξης σε όσα περισσότερα τμήματα του άλλοτε κραταιού Οθωμανικού κράτους ήταν δυνατόν. Ουσιαστικά, μόνον η περίπτωση της Αρμενίας συζητήθηκε σε ό,τι αφορούσε το βορειοανατολικό τμήμα της παλαιάς Τουρκίας. Η Αρμενική αντιπροσωπεία είχε γίνει δεκτή στις 26 Φεβρουαρίου 1919 και ζήτησε μία μεγάλη εδαφική έκταση, εντελώς δυσανάλογη προς τις δυνατότητες του υπό σύσταση κράτους, καθώς και «εντολή» για την αποστολή Αμερικανικών δυνάμεων. Ο Ουίλσον φαινόταν να συμφωνεί για την αποστολή Αμερικανικού στρατού στην Αρμενία, αλλά οι σύμβουλοί του επισήμαναν πολλές πρακτικές δυσκολίες.

Η πρόταση του Βενιζέλου για συσχέτιση του Ποντιακού ζητήματος με το Αρμενικό στηριζόταν ακριβώς στο προσωπικό ενδιαφέρον του Ουίλσον για τους Αρμενίους, αλλά και στην ανάγκη των τελευταίων να αποκτήσουν πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα με ένα καλό λιμάνι, όπως η Τραπεζούντα. Ήταν μια ρεαλιστική θέση. Η Βρετανία, βέβαια, ενδιαφερόταν ζωηρά για τις πετρελαιοπηγές του Καυκάσου. Μερικές εβδομάδες αργότερα, στις 9 / 3 / 1919 Βρετανικός στρατός αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα, δημιουργώντας αίσθημα ασφαλείας στους κατοίκους. Λίγες μέρες αργότερα (18 / 3 / 1919) η επιτροπή των Ποντίων της Ελλάδας υπέβαλε και εκείνη υπόμνημα στο Συνέδριο της Ειρήνης, ζητώντας την αναγνώριση ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους.

Το οποίο θα περιλάμβανε το βιλαέτι Τραπεζούντας, το σαντζάκι της Σινώπης (του βιλαετιού Κασταμονής), και τα σαντζάκια Αμάσειας, Τοκάτ και Καραχισάρ (του βιλαετιού Σεβάστειας (Σιβάς). Εκτός από τα συνήθη εθνολογικά επιχειρήματα, το υπόμνημα υποστήριζε ότι η οικονομία του Πόντου ήταν αυτάρκης, το εσωτερικό εμπόριο ακμαίο και η γεωργική παραγωγή πλούσια, παρά το γεγονός ότι η Οθωμανική οπισθοδρομικότητα δεν είχε επιτρέψει ακόμη την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου. Μειονέκτημα σε αυτή την πρόταση, που δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι εξετάστηκε από κάποιον αρμόδιο της Entente, ήταν ότι απαιτούσε μια μεγάλη παραθαλάσσια λωρίδα, αποκόπτοντας την ενδοχώρα από τη διέξοδο προς τη Μαύρη Θάλασσα. δεν υπήρχαν πολλά ίχνη πολιτικού ρεαλισμού σε αυτήν την πρόταση.

Τον Απρίλιο του 1919 -ενώ η Γαλλική εκστρατεία στην Κριμαία αποτύγχανε παταγωδώς- ο μητροπολίτης Χρύσανθος έφτασε στο Παρίσι ως μέλος αντιπροσωπείας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επικεφαλής της οποίας ήταν ο προαναφερθείς τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου. Οι αντιπροσωπείες των Ποντίων της διασποράς αναγνώρισαν τον Χρυσόστομο ως εκπρόσωπο των Ρωμιών του Πόντου. Η διαφορά, ωστόσο, μεταξύ των οργανώσεων της διασποράς και του Χρύσανθου ήταν ότι εκείνος μιλούσε και ως εκπρόσωπος ολόκληρου του Μικρασιατικού Πόντου («συνδιοίκηση του Πόντου υπό των Ελλήνων και Μουσουλμάνων της χώρας»), το ανατολικό τμήμα του οποίου είχε ήδη διοικήσει στην περίοδο της Ρωσικής κατοχής.

Ο Χρύσανθος κατέθεσε νέο υπόμνημα στις 2 / 5 / 1919, αφού προηγουμένως είχε επαφές με τον Βενιζέλο. Ο τελευταίος δήλωσε ότι εφόσον οι Πόντιοι δεν δέχονταν την πρότασή του για ένταξη στην Αρμενία, το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υποστηρίζει τις προσπάθειές τους. Κατά κάποιον τρόπο, ο Πόντος θα αποφάσιζε και η Ελλάδα θα συμπαραστεκόταν. Στο υπόμνημά του ο Χρύσανθος επικαλέσθηκε την ασκηθείσα υπό την ηγεσία του αυτοδιοίκηση των εν λόγω επαρχιών (1916 – 1918) και την ειρηνική συνύπαρξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Έδωσε έμφαση στην προσδοκία ότι, αν επέστρεφαν οι Πόντιοι πρόσφυγες από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, ο Ελληνικός πληθυσμός θα ήταν ίσος με το Μουσουλμανικό, πόσο μάλλον που ο τελευταίος δεν ήταν εθνολογικώς ομοιογενής.

«Υπό τοιαύτας συνθήκας είναι ορθόν και δίκαιον όπως η χώρα του Πόντου αποτελέση αυτόνομον Ελληνικόν κράτος», κατέληγε. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το συγκεκριμένο αίτημα αφορούσε τη δημιουργία ενός «Ελληνικού κράτους» και όχι απλώς την ανεξαρτητοποίηση του Πόντου. Το τι ακριβώς σήμαινε ένα «Ελληνικό κράτος», ο πληθυσμός του οποίου ήταν κυρίως (ή έστω και κατά το ήμισυ) Μουσουλμανικός, δεν ήταν κάτι που απασχόλησε το Συνέδριο της Ειρήνης. Απασχόλησε όμως την Ελληνική κυβέρνηση, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Ο Χρύσανθος δεν έκλεισε εντελώς την πόρτα προς τον Βενιζέλο. Αντέτεινε ότι συνεργασία με την Αρμενία μπορούσε να υπάρξει, με την προϋπόθεση όμως ότι οι δύο χώρες θα ήταν ισότιμες και ανεξάρτητες.

Ζήτησε πάντως τη βοήθεια της Ελλάδας για να οργανώσει στρατιωτικές δυνάμεις, ώστε στον κατάλληλο χρόνο να ανακηρυχθεί η προσωρινή κυβέρνηση του Πόντου που θα διέθετε ένα μικρό στρατό. Ο Βενιζέλος ανέθεσε το ζήτημα στο συνταγματάρχη πυροβολικού Δημήτριο Καθενιώτη, στον οποίο είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη. Ο Καθενιώτης, ο οποίος επρόκειτο να έχει στη συνέχεια λαμπρή εξέλιξη στις ένοπλες δυνάμεις, συμμετείχε το 1916 ως ταγματάρχης στο κίνημα του Βενιζέλου και έτσι απέκτησε δύο βαθμούς μέσα στα επόμενα δυόμισι χρόνια. Πήγε αμέσως μόλις έλαβε εντολή στην Κωνσταντινούπολη, όπου για πρώτη φορά πληροφορήθηκε τις «στρατιωτικές» απόψεις της εκεί Ποντιακής οργάνωσης, τις οποίες και απέρριψε υιοθετώντας από την πρώτη στιγμή διδακτικό ύφος.

Οι Πόντιοι της Πόλης θεωρούσαν ως αναγκαία την οργάνωση αντάρτικου στον Πόντο. Από την άλλη, έκριναν ότι -για το φόβο των αντεκδικήσεων- θα ήταν προτιμότερο η εκπαίδευση των ανταρτών να γίνει στο Βατούμ ή το Σοχούμ, από όπου όσοι είχαν εκπαιδευτεί θα αποβιβάζονταν στον Πόντο την κατάλληλη ώρα. Ο Καθενιώτης αντέτεινε ότι το σχέδιο αυτό δεν ήταν εφαρμόσιμο και προπαγάνδισε την άποψη του Βενιζέλου για προσάρτηση της Τραπεζούντας στο αρμενικό κράτος. Πάντως, συμφώνησε ότι θα έπρεπε να αναπτυχθεί στρατός στον Πόντο και να διαταχθεί με μορφή αντάρτικου, λόγω της γεωγραφικής ιδιορρυθμίας της περιοχής. Τότε πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ήδη ένας αριθμός ανταρτών στη Σαμψούντα και την Μπάφρα.

Την ίδια μέρα που ο Καθενιώτης υπέβαλε την αναφορά του στον Βενιζέλο (14 / 5 / 1919) το «Συνέδριο των αντιπροσώπων του Πόντου», υπό τον Κ. Γ. Κωνσταντινίδη, κατέθεσε νέο υπόμνημα στο οποίο κατέγραψε το αποτέλεσμα των συζητήσεών του με την αρμενική αντιπροσωπεία που είχε έλθει στο Παρίσι. Ο Κωνσταντινίδης είχε προτείνει στους Αρμένιους να σχηματισθεί ομοσπονδία δύο ανεξάρτητων κρατών. Η Αρμενική αντιπροσωπεία αντιπρότεινε την προσάρτηση της επαρχίας Τραπεζούντας στην Αρμενία, υπό καθεστώς αυτονομίας. Δεν έχουμε καμία ένδειξη ότι οι «μεγάλοι», που έως τότε είχαν ασχοληθεί με την Αρμενία μόνον μερικές ώρες, έδειξαν ενδιαφέρον για το υπόμνημα.

Ακόμη και ο Βενιζέλος είχε άλλα να σκεφτεί. Την επόμενη μέρα (15 / 5 / 1919) -μετά από πρόταση του Λόιντ Τζορτζ και απόφαση των ηγετών της Entente- ο Ελληνικός στρατός, με την παρουσία του συμμαχικού στόλου, αποβιβάστηκε στη Σμύρνη για να τηρήσει την τάξη. Αν και από την πρώτη ημέρα έγιναν επεισόδια που δικαίωσαν όσους είχαν επιφυλάξεις για την ανάθεση της εντολής στην Ελλάδα, ο Βενιζέλος αισθανόταν απολύτως δικαιωμένος για την πολιτική του. Η στάση του απέναντι στο Ποντιακό γινόταν ολοένα και πιο απόμακρη. δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει τα γενικότερα Ελληνικά συμφέροντα ούτε να δεχτεί να καθορίζουν τρίτοι τις προτεραιότητές του.

Ωστόσο, καθώς οι εκπρόσωποι των Ελλήνων του Οθωμανικού κράτους αποτελούσαν έναν παράγοντα που μπορούσε να αξιοποιηθεί, ο Βενιζέλος δεν έκλεισε την πόρτα στον Χρύσανθο. Άλλωστε το πρόβλημα της ασφάλειας των Χριστιανών του Πόντου παρέμενε άλυτο.


Η Στρατιωτική Πτυχή

Ως το σημείο αυτό, τα αιτήματα που είχαν υποβληθεί για τον Πόντο περιελάμβαναν:

1) Δημιουργία ανεξάρτητου Ελληνοτουρκικού κράτους στον Πόντο, ως προτεκτοράτου ξένης δύναμης (της Βρετανίας, των ΗΠΑ ή της Ελλάδας).

2) Δημιουργία Ελληνικού κράτους στον Πόντο υπό Αμερικανική προστασία.

3) Καθεστώς αυτονομίας του Πόντου «εν ισονομία Χριστιανών και Μουσουλμάνων», στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους.

4) Προσάρτηση τμήματος του Πόντου στο Αρμενικό κράτος.

Οι τέσσερις αυτές εκδοχές -παρά τις κολοσσιαίες διαφορές τους- εμφανίζονται στα κείμενα της εποχής ως εναλλακτικές. Την πολυτυπία αυτή έρχεται να καταστήσει πιο πολύπλοκη η στρατιωτική πτυχή. Μπορούσε να δοθεί στρατιωτική λύση στο Ποντιακό ζήτημα; Η στρατιωτική πτυχή του Ποντιακού ζητήματος είχε τρία στοιχεία:

α) Την αξιοποίηση των τοπικών αντάρτικων ομάδων, που όπως προαναφέρθηκε είχαν σχηματιστεί από Ρωμιούς χωρικούς για αυτοάμυνα.

β) Την αποστολή Ελληνοποντιακού στρατού στο Βατούμ της Γεωργίας, το οποίο κατεχόταν από Βρετανικό στρατό, για να βοηθήσει στην άμυνα κατά των Μπολσεβίκων.

γ) Τον εν εξελίξει σχηματισμό στην Ελλάδα μονάδων με Ποντίους, προκειμένου να αποσταλούν στον Πόντο για να αμυνθούν κατά των άτακτων Μουσουλμανικών συμμοριών και του Τουρκικού στρατού.

Τα στοιχεία αυτά γνωρίζουμε κυρίως από τις αναφορές του Καθενιώτη. Η ανάπτυξη Ελληνοποντιακών στρατιωτικών μονάδων εν μέσω υπερδιπλάσιου Μουσουλμανικού πληθυσμού, όπως παρατηρούσε στις 27 Μαΐου 1919 ο Καθενιώτης, αποσκοπούσε «εις ενίσχυσιν υμετέρων προσπαθειών εν Συνδιασκέψει», δηλαδή θα αποτελούσε όχι στρατιωτικό αλλά διπλωματικό μέσο για να πείσει ο Βενιζέλος τους «μεγάλους» ότι οι Πόντιοι είχαν κάποια στρατιωτική αξία για τις εξελίξεις στην περιοχή, άρα θα έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Ο Καθενιώτης, χωρίς να κρύβει τις δυσκολίες, θεωρούσε εφικτή την ανάπτυξη Ελληνοποντιακών μονάδων, με τις εξής προϋποθέσεις:

Να συμμετέχουν Έλληνες αξιωματικοί Ποντιακής καταγωγής και να διαθέσει όπλα η Ελληνική κυβέρνηση, τα οποία ήταν αδύνατον να αποκτηθούν επί τόπου. Η πιο δύσκολη προϋπόθεση όμως ήταν να εξασφαλιστεί η στρατιωτική παρουσία των Συμμάχων στη Σαμψούντα και κυρίως στην Τραπεζούντα, ώστε να αποφευχθούν σφαγές του Χριστιανικού πληθυσμού. Η επίτευξη αυτής της προϋπόθεσης, βέβαια, ήταν τόσο δύσκολη, που καθιστούσε το όλο σκεπτικό έωλο, αν όχι και εξωπραγματικό. Την εποχή εκείνη οι αντάρτες στη Σαμψούντα έφταναν τους 2.000. Περιφέρονταν κατά σώματα στην ύπαιθρο και επέβλεπαν στην τήρηση της τάξης. Η δράση τους αφορούσε την αντιμετώπιση Τουρκικών συμμοριών και όχι του Οθωμανικού στρατού.

Αντίθετα, η στρατιωτική οργάνωση για την οποία έκανε λόγο ο απεσταλμένος της Ελληνικής κυβέρνησης αποσκοπούσε στο να δείξει στους Συμμάχους πόσο έντονη ήταν η Ελληνική παρουσία στην περιοχή και να εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις απόσπασής της από το Οθωμανικό κράτος. Από πολιτική άποψη, η όποια στρατιωτική οργάνωση των Ποντίων δεν ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθεί χωρίς τη Βρετανική συναίνεση. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1918 δύο Βρετανικές μεραρχίες είχαν καταλάβει το Μπακού, την Τιφλίδα και το Βατούμ για να ελέγξουν επίκαιρες θέσεις κατά μήκος του σιδηροδρομικού δικτύου και του τοπικού πετρελαιαγωγού. Οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν αμιγώς στρατιωτικές αποφάσεις.

Η Βρετανική κυβέρνηση αδημονούσε να αποδεσμευτεί από την περιοχή (εγκατέλειψε το Βατούμ τον Ιούλιο του 1920). Η στρατιωτική ανάμειξη των Ελληνοποντίων, η οποία φαίνεται ότι θεωρήθηκε ως διέξοδος από τον Βενιζέλο, εξαρτιόταν αποκλειστικά από τα Βρετανικά σχέδια. Μια άλλη πιθανή χρησιμότητα του Ελληνοποντιακού σώματος προέκυψε τον Μάιο 1919, όταν άρχισε να κλιμακώνεται η στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στο βιλαέτι της Σμύρνης. Ανέκυψε τότε η ιδέα να χρησιμοποιηθεί ένα τέτοιο σώμα στα μετόπισθεν των Τουρκικών δυνάμεων για αντιπερισπασμό.

Καθώς το Οθωμανικό κράτος τελούσε υπό διάλυση, η κυβέρνηση του Μεχμέτ Αντίλ Φερίντ Πασά (Mehmed Adil Ferid, 1853 – 1923) ανέθεσε στον αξιωματικό Μουσταφά Κεμάλ (1881 – 1938) καθήκοντα επιθεωρητή της Ανατολικής Μικράς Ασίας και τον προίκισε με σημαντικές εξουσίες. Αντί όμως να δράσει υπέρ της κυβέρνησης αυτής, ο Κεμάλ άρχισε να αναπτύσσει επαναστατική δράση. Στις 23 Ιουνίου 1919, όταν η Οθωμανική κυβέρνηση θορυβημένη από τις επαναστατικές του ενέργειες ανακάλεσε τον Κεμάλ, εκείνος παραιτήθηκε από το στρατό και συγκάλεσε συνέλευση στο Ερζερούμ, στην οποία συμμετείχαν αντιπρόσωποι από τα βιλαέτια Μπιτλίς, Ερζερούμ, Σεβάστειας, Τραπεζούντας και Βαν.

Αντισταθμίζοντας τις αποσχιστικές τάσεις στο εσωτερικό της διαλυόμενης Αυτοκρατορίας, οι εν λόγω αντιπρόσωποι εξέφρασαν την επιθυμία να παραμείνουν στο ενιαίο Οθωμανικό κράτος και να αρνηθούν το καθεστώς συμμαχικής εντολής. Ειδικότερα απορρίφθηκε η συζήτηση οποιουδήποτε ειδικού προνομιακού καθεστώτος για τους Έλληνες και τους Αρμένιους. Με την εκλογή εκτελεστικής επιτροπής υπό τον Κεμάλ, άρχισε η οργάνωση ενός νέου Τουρκικού κράτους, ως μία από τις αρχές του, το κράτος αυτό είχε την άρνηση αποδοχής των Ποντιακών αιτημάτων.

Παλινδρόμηση: «Ελληνοτουρκική Συνεννόηση»

Ο Βενιζέλος έτρεφε την ελπίδα ότι η Ελλάδα θα αποκτούσε τη Θράκη, ότι η Κωνσταντινούπολη με τη γύρω περιοχή θα αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος και ότι οι ΗΠΑ θα δέχονταν να αναλάβουν την τήρηση της τάξης στη βόρεια Μικρά Ασία. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1919 δεν φαινόταν πια πιθανό ότι οι ΗΠΑ θα αναλάμβαναν αυτό το ρόλο. Όπως είχαν διαμορφωθεί τα πράγματα, ήταν απαραίτητο να βρεθεί μία δύναμη που θα έπαιρνε την περιοχή υπό την προστασία της. Με τη διακριτική βοήθεια της ελληνικής διπλωματίας, ο Χρύσανθος βολιδοσκόπησε τη Βρετανία, η οποία όμως απέρριψε εντελώς το ενδεχόμενο να αναλάβει την τήρηση της τάξης στον Πόντο.

Έτσι, ο Χρύσανθος άρχισε να παραδέχεται στις ιδιωτικές συναντήσεις του ότι η μόνη διέξοδος ήταν ο σχηματισμός ομοσπονδίας Αρμενίας και Πόντου, «την οποίαν όμως οι Αρμένιοι δεν θέλουν», όπως έγραφε, εννοώντας ότι οι Αρμένιοι εννοούσαν απλώς να ενσωματώσουν τον ανατολικό Μικρασιατικό Πόντο ως αυτοδιοίκητη επαρχία. Τον Αύγουστο του 1919 το σχέδιο της Ελλάδας για τη Θράκη (το οποίο ευνοούσε την παρέμβαση των Συμμάχων στον Εύξεινο) απορρίφθηκε από τις ΗΠΑ. Ο Λάμπρος Κορομηλάς (1856 – 1923), πρεσβευτής τότε στη Ρώμη, είπε στον Χρύσανθο ότι ο Wilson είχε «εμπαίξει» την Ελλάδα. ως μοναδική διέξοδο για τους Πόντιους ο έμπειρος διπλωμάτης θεωρούσε την απευθείας Ελληνοτουρκική συνεννόηση.

«Φοβούμαι μήπως είναι αργά», παρατήρησε ο Χρύσανθος στη μεταξύ τους συζήτηση. Και ο ίδιος όμως πίστευε ότι οι Ρωμιοί του Πόντου δεν έπρεπε να συμπράξουν με τους Αρμένιους, διότι οι Μουσουλμάνοι τους «μισούσαν». Στις διπλωματικές συναντήσεις του άρχισε να αναπτύσσει ένα σχέδιο συνδιοίκησης του Πόντου με τη σύμπραξη Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Όσο ο Χρύσανθος συνέχιζε τις διπλωματικές του προσπάθειες και βολιδοσκοπήσεις στο Παρίσι (και σε ένα ταξίδι στη Βρετανία), ο αριθμός των ανταρτών αυξανόταν σιγά σιγά στην περιοχή της Σαμψούντας. Τον Αύγουστο του 1919 καταγράφτηκαν 21 αντάρτικα σώματα, με 3.000 περίπου μάχιμους, αλλά άοπλους άντρες. Στην Ελλάδα άρχισαν να σχηματίζονται μονάδες Πόντιων εθελοντών.

Η ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΠΟΝΤΙΩΝ ΚΑΙ ΑΡΜΕΝΙΩΝ

Οι Αμερικανοί Κλείνουν τις Πόρτες

Το φθινόπωρο του 1919 το Ποντιακό ζήτημα είχε λάβει την εξής μορφή: Οι Ποντιακές οργανώσεις υπέβαλαν υπομνήματα με τα οποία ζητούσαν από τις «μεγάλες δυνάμεις» να αναλάβουν τη διοίκηση του Πόντου. Για το σκοπό αυτόν απαιτούνταν στρατιωτικές δυνάμεις, οι οποίες υποτίθεται ότι θα ενισχύονταν με τάγματα με Πόντιους αξιωματικούς και στρατιώτες, ώστε να διευκολυνθεί η εντολοδόχος δύναμη. Αυτά τα τάγματα ετοιμάζονταν στην Ελλάδα. Στα τέλη Οκτωβρίου 1919 είχαν καταταγεί περίπου 2.000 εθελοντές, που σχημάτισαν ένα τάγμα πεζικού και μία πυροβολαρχία στην Αθήνα, καθώς και ένα τάγμα στη Θεσσαλονίκη.

Υπήρχαν επίσης άλλοι 2.000 Πόντιοι, που ήδη υπηρετούσαν στον Ελληνικό στρατό, οι οποίοι θα ήταν διαθέσιμοι σε περίπτωση ανάγκης. Συνολικά, δηλαδή, ο «στρατός του Πόντου» θα μπορούσε να περιλάβει σε σύντομο χρονικό διάστημα -μαζί με τους αντάρτες- 7.000 άντρες, δύναμη διόλου ευκαταφρόνητη υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες. Υπήρχε, όμως, χώρα διατεθειμένη να αναλάβει «εντολή» στον Πόντο; Η Αμερικανική κυβέρνηση είχε ήδη επιδείξει απροθυμία να συζητήσει το θέμα. Ωστόσο τα μηνύματα αγωνίας για τα ενδεχόμενα λιμού και σφαγών του Χριστιανικού πληθυσμού που κατέκλυσαν το Συνέδριο της Ειρήνης δημιούργησαν κλίμα ανησυχίας, την οποία οι στρατιωτικοί εμπειρογνώμονες προσπάθησαν να διασκεδάσουν.

Τον Αύγουστο του 1919 η Αμερικανική κυβέρνηση έστειλε επί τόπου μία αποστολή, αποτελούμενη κυρίως από αξιωματικούς, υπό τον στρατηγό Χάρμπορντ (James Guthrie Harbord, 1866 – 1947). Η αποστολή έφερε την επίσημη ονομασία «Αμερικανική Στρατιωτική Αποστολή στην Αρμενία», ονομασία που κάλυπτε τόσο τα Οθωμανικά βιλαέτια με Αρμενικό πληθυσμό όσο και τη Ρωσική Αρμενία. Η αποστολή εξέτασε την κατάσταση στη Γεωργία, στην Αρμενία και την Τουρκία. Σκοπός της ήταν να αξιολογήσει αν οι ΗΠΑ έπρεπε να δεχτούν την εντολή (mandate) διοίκησης της περιοχής, με βάση τα Αμερικανικά συμφέροντα. Περίπου 50 πρόσωπα συγκέντρωναν πληροφορίες επί ένα μήνα.

Ο Χάρμπορντ συνάντησε τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ και είχε μαζί του πολύωρη συνομιλία. Ο Κεμάλ περιποιήθηκε τους Αμερικανούς, αποδέχθηκε τη «βοήθεια» των ΗΠΑ και διαβεβαίωσε τον Χάρμπορντ ότι το κόμμα του δεν είχε πρόθεση να στραφεί κατά των μη Μουσουλμάνων. Τον Οκτώβριο του 1919, όταν η αποστολή του Χάρμπορντ είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί, ο Καθενιώτης επικοινώνησε μαζί του στην Κωνσταντινούπολη. Εκείνο που κατάλαβε ήταν ότι ο Αμερικανός στρατηγός έκρινε ασύμφορο να αναλάβουν οι ΗΠΑ «εντολή» μόνον για τις ανατολικές επαρχίες.

Όπως είπε στον Καθενιώτη, «εφρόνει ότι μόνον μία εντολή διοικήσεως εφ’ ολοκλήρου της Τουρκίας, συμπεριλαμβανομένης της Κωνσταντινουπόλεως, θα ήτο τελεσφόρος. Τοιαύτη όμως ευρεία εντολή θα απήτει εξαιρετικάς θυσίας εκ μέρους της Αμερικής». δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς είπε ο Χάρμπορντ στον Καθενιώτη. Όμως έχει ιδιαίτερη σημασία από τη σκοπιά της αφήγησής μας να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στο τι κατάλαβε ο Έλληνας συνταγματάρχης (και πληροφόρησε σχετικά την κυβέρνησή του) και τι εννοούσε πράγματι ο Αμερικανός στρατηγός, ο οποίος μάλλον δεν είχε λόγο να μασάει τα λόγια του. Όπως προκύπτει από το κείμενο της αναφοράς του, πράγματι ο Χάρμπορντ απέκλεισε την ανάληψη εντολής σε μια μεμονωμένη περιοχή, αλλά αυτό αποτελεί δευτερεύον σημείο μέσα στο όλο κείμενο.

Στην εισήγησή του προς την Αμερικανική κυβέρνηση έλαβε κατηγορηματική θέση για τη διατήρηση της ακεραιότητας του Οθωμανικού κράτους, μέχρι του σημείου που πρότεινε την αναστολή της λειτουργίας του Οθωμανικού δημοσίου χρέους και το «κούρεμα» του τελευταίου, προκειμένου να καταστεί βιώσιμη η χώρα από δημοσιονομικής απόψεως. Πρότεινε, επίσης, την αναστολή όλων των διμερών εμπορικών συμφωνιών. Η εκδοχή αυτή έθιγε άμεσα τα Γαλλικά και Βρετανικά συμφέροντα. Σχετικά με τον Πόντο, ο Αμερικανός στρατηγός σημείωσε με υποτιμητική χροιά ότι είχαν αρχίσει, να συζητούνται σοβαρά η προσάρτηση της Σμύρνης με τη γύρω περιοχή και της Θράκης στην Ελλάδα.

Καθώς και η δημιουργία ενός εκτεταμένου Αρμενικού κράτους στην ανατολική Μικρά Ασία, αφενός, και μιας δημοκρατίας του Πόντου στη Μικρασιατική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, αφετέρου. Και πρόσθεσε: «Ήταν φυσιολογικό, υπό τις ανωτέρω συνθήκες, ο Τουρκικός λαός να αισθανθεί βαθιά ενοχλημένος από τις επιχειρήσεις αυτές που κατευθύνονται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας του, καθώς και εναντίον της αξιοπρέπειας και των νόμιμων δικαιωμάτων του». Η επόμενη και τελευταία αναφορά του στον Πόντο ήταν η αποστολή (Μουσουλμάνων) αντιπροσώπων από το βιλαέτι της Τραπεζούντας στη συνέλευση του Κεμάλ και η απόφασή τους να παραμείνει ενωμένη η Μικρά Ασία.

Είτε η επιρροή που άσκησε επάνω του η οργάνωση του Κεμάλ δεν ήταν δυνατόν να συγκαλυφθεί είτε ο συντάκτης δεν είχε λόγο να τηρεί ούτε το πρόσχημα της αντικειμενικότητας. Αλλά ακόμη και αν δεν ανέφερε τίποτε από όλα αυτά, η έκθεση του Χάρμπορντ είχε θέσει ως προϋπόθεση για την ανάληψη της εντολής την προηγούμενη διευθέτηση τυχόν πολιτικών διαφορών. Η Αμερική, δηλαδή, θα μπορούσε να αναλάβει την τήρηση της τάξης μόνον σε μία χώρα απαλλαγμένη από διεκδικήσεις τρίτων. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να αποτραπεί η εξωτερική υποστήριξη οποιουδήποτε κινήματος έθετε σε αμφισβήτηση την ακεραιότητα του Οθωμανικού κράτους.

Η Επιδείνωση του Διεθνούς Κλίματος

Έτσι, το μόνο που έμενε στην Ελλάδα ήταν να βολιδοσκοπήσει άτυπα μέσω του Καθενιώτη το Βρετανικό υπουργείο Στρατιωτικών, αν θα επέτρεπε τη μεταφορά των Ποντιακών ταγμάτων στο Βατούμ, που τελούσε ακόμη υπό Αγγλική κατοχή. Τα τάγματα αυτά, με την επιτόπια στρατολόγηση Ποντίων προσφύγων, θα αναπτύσσονταν σε μεγαλύτερες μονάδες που θα βοηθούσαν τους Βρετανούς. Ο στόχος ήταν διπλός.

  • Πρώτον, να επιτρέψει η Βρετανία να σχηματισθεί ένας μικρός Ποντιακός στρατός. 
  • Δεύτερον, ο στρατός αυτός να είναι έτοιμος να επέμβει όταν έπρεπε στον Πόντο, αφού προηγουμένως είχε αποδειχθεί χρήσιμος για τους Άγγλους. 

Ο Καθενιώτης έγινε δεκτός από τον πρεσβευτή της Βρετανίας στις 24 Νοεμβρίου 1919 και έθεσε στη διάθεσή του τα Ποντιακά τάγματα, ζητώντας και πάλι να αναλάβει η Βρετανία την τήρηση της τάξης στον Πόντο. Δύο εβδομάδες αργότερα ελήφθη η αρνητική απάντηση. Φαίνεται μάλιστα από το λιτό τηλεγράφημα ότι οι Βρετανοί μάλλον ενοχλήθηκαν από την πρόταση. Θορυβημένος ελαφρά από τις πρωτοβουλίες του Καθενιώτη, ο υπουργός Εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης (1872 – 1942) του συνέστησε να μην κάνει τίποτε χωρίς να συμβουλευτεί το μητροπολίτη Χρύσανθο και οπωσδήποτε να μη συντελέσει σε καμία ενέργεια «εναντίον της γνώμης» των Βρετανών, διότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο τα εθνικά συμφέροντα.

Στο μεταξύ, ο μητροπολίτης Χρύσανθος πραγματοποίησε στην Κωνσταντινούπολη τη συνάντηση με τους Τούρκους επισήμους στην οποία ήδη αναφερθήκαμε (Οκτώβριος 1919). Η συζήτηση έλαβε γενικότερο χαρακτήρα και περιέλαβε ένα ευρύτερο σχέδιο ανασύστασης του Οθωμανικού κράτους με δύο ισότιμες κοινότητες, τη Μουσουλμανική και τη Χριστιανική. Για τις συνεννοήσεις κρατήθηκε πρακτικό, το οποίο πολύ αργότερα δημοσίευσε ο Χρύσανθος. Φαίνεται ότι οι δύο πλευρές προχώρησαν σε λεπτομέρειες και αυτό δεν θα έγινε μέσα σε ένα απόγευμα. Η έμφαση που ο Χρύσανθος έδωσε στα απομνημονεύματά του στις συζητήσεις αυτές δείχνει ότι πίστευε στη συνεννόηση.

Ας σημειωθεί ότι στην Τραπεζούντα αναπλήρωνε το μητροπολίτη στα μη εκκλησιαστικά καθήκοντά του ο βουλευτής Ματθαίος Κωφίδης, ο πιο κατάλληλος για να διατηρήσει ανοικτές τις θύρες για συνεννοήσεις με τους Μουσουλμάνους του Πόντου. Στις Οθωμανικές κοινοβουλευτικές εκλογές του Δεκεμβρίου 1919 εκλέχτηκαν κατά πλειοψηφία οπαδοί του κινήματος του Μουσταφά Κεμάλ. Το Κοινοβούλιο αυτό επρόκειτο να διαλυθεί κατ’ εντολή των Συμμάχων τον Απρίλιο του 1920. Αλλά έως τότε, οι επαναστάτες έλεγχαν σημαντικό τμήμα της χώρας, με έδρα την Άγκυρα όπου εγκαταστάθηκαν οι βουλευτές. Η δύναμη της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης ήταν ισχνή.

Παρά την επιδείνωση του διεθνούς κλίματος, στο Ποντιακό στρατόπεδο υπήρχε έντονη αισιοδοξία. Στις 12 / 11 / 1919 ο γιατρός Γεώργιος Θωίδης, επικεφαλής της οργάνωσης των Ποντίων στην Κωνσταντινούπολη, σχεδίασε τη σημαία του ανεξάρτητου Ποντιακού κράτους. Τον Δεκέμβριο συγκλήθηκε στο υπό Βρετανικό έλεγχο Βατούμ της Γεωργίας το Εθνικό Συμβούλιο Πόντου, από Ποντίους που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή. Στις συνεδριάσεις συμμετείχε και ο Χρύσανθος, ο οποίος «παραδόξως, καίτοι είχε λάβει γνώσιν όλων των τηλεγραφημάτων, επέμενε ότι η υπόθεσις ευρίσκεται εις καλόν σημείον», όπως σημείωνε θυμωμένος ο Καθενιώτης.

Οι ελπίδες που οι ποντιακές οργανώσεις έτρεφαν για τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους τις αποπροσανατόλιζαν από -αν δεν τις καθιστούσαν εχθρικές προς- τη μόνη διαφαινόμενη διέξοδο, τη σύνδεση με το Αρμενικό ζήτημα.

Διαπραγματεύσεις του Χρύσανθου με τον Α. Χατισιάν

Τον Δεκέμβριο 1919, μετά το Βατούμ, ο Χρύσανθος πήγε στην Τιφλίδα. Εκεί κατέφθασε και ο πρωθυπουργός του ανεξάρτητου Αρμενικού κράτους, Αλεξάντερ Χατισιάν (Alexander Khatisyan, 1874 – 1945). Στις συζητήσεις που πραγματοποίησε με τον Χρύσανθο στα τέλη Δεκεμβρίου 1919 (αρχές Ιανουαρίου 1920, με το νέο ημερολόγιο), ο μητροπολίτης πρότεινε τη σύσταση συνομοσπονδίας αποτελούμενης από δύο ομόσπονδα κράτη. Το κράτος του Πόντου θα περιελάμβανε το βιλαέτι Τραπεζούντος και τους καζάδες Σαμψούντος, Αμάσειας και Σινώπης. Κάθε ομόσπονδο κράτος θα είχε πλήρη αυτονομία, ιδιαίτερη Βουλή, ιδιαίτερη νομοθεσία, ξεχωριστή κυβέρνηση και στρατό.

Η συνομοσπονδία θα είχε όμως ενιαία στρατιωτική διοίκηση και υπουργείο στρατιωτικών, ενιαία εξωτερική πολιτική, ενιαίο νόμισμα, καθώς και ενιαία ταχυδρομική, τηλεγραφική και συγκοινωνιακή υπηρεσία. Τα κοινά θέματα θα επιλύονταν από ανώτατη επιτροπή. Το σχέδιο αυτό θα προωθούσαν στο Παρίσι τόσο η Αρμενική όσο και η Ελληνική αντιπροσωπεία. Φαίνεται όμως ότι η συνεννόηση δεν ήταν εκείνη που αντιλήφθηκε και εν πάση περιπτώσει περιγράφει ο Χρύσανθος. Ο Χατισιάν επέστρεψε στο Ερεβάν και γνωστοποίησε εγγράφως τις θέσεις του στο μητροπολίτη Χρύσανθο, με ημερομηνία 28 Δεκεμβρίου 1919 (10 / 1 / 1920 με το νέο ημερολόγιο).

Η απάντησή του είχε ως εξής: «Σεβασμιότατε, είμαι ευτυχής να βεβαιώσω ακόμη μία φορά ότι κοινά συμφέροντα συνδέουν τον Αρμενικό λαό με τους δύο Ελληνικούς λαούς γενικώς, και ειδικώς με τους Έλληνες του Πόντου. Η κοινότητα των συμφερόντων υπόσχεται στους δύο αυτούς λαούς (δηλ. τον Αρμενικό και τον Ελληνοποντιακό) και τους ηγέτες τους ότι στο μέλλον θα υπάρξει στενή συνεργασία για την ευτυχία και την πρόοδο των δύο χωρών. Η εγκάρδια συνάντηση, την οποία η Σεβασμιότητά σας είχε με την Αρμενική κυβέρνηση ενίσχυσε την ειλικρινή επιθυμία μας να συνεργαστούμε για όλα τα θέματα που αφορούν τις δύο χώρες.

Αλλά η κατάσταση μέσα στην οποία η Αρμενική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να εργάζεται και η ασαφής κατάσταση της Ευρωπαϊκής πολιτικής με αναγκάζουν να είμαι πολύ επιφυλακτικός ως προς τις υποχρεώσεις που πρέπει να αναληφθούν από την Αρμενική Δημοκρατία. Ωστόσο, είμαι ευτυχής διότι μπορώ να σας βεβαιώσω από τώρα, εξ ονόματος της Αρμενικής Δημοκρατίας, σχετικά με τα επόμενα σημεία της συνεννόησης, που σχεδιάσθηκε από εσάς και την κυβέρνηση της Αρμενίας. Η κυβέρνηση της Αρμενίας, αναμένοντας την οριστική απόφαση της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης σε ό,τι αφορά τα μελλοντικά σύνορα της Αρμενίας και του Πόντου παρέχει από τώρα τη συγκατάθεσή της για τα ακόλουθα σημεία της πρότασής σας:

1) Ο Πόντος εισέρχεται στη σύνθεση της Αρμενικής Δημοκρατίας ως ομόσπονδη μονάδα, με ενιαίο στρατό, νόμισμα, ταχυδρομείο και τηλεγραφείο, συγκοινωνιακό δίκτυο, δίκτυο υδάτων, με μια και μοναδική εξωτερική πολιτική και ενιαία Βουλή. Τις εσωτερικές υποθέσεις του θα διοικεί μόνος του με τα δικά του όργανα.

2) Οι Αρμενικές και Ελληνικές αποστολές εργάζονται από κοινού ενώπιον της Συνδιάσκεψης της Ειρήνης για να πετύχουν την πραγματοποίηση των διεκδικήσεων των δύο χωρών. Η Αρμενική αποστολή στο Παρίσι ειδοποιήθηκε ήδη από την κυβέρνηση της Αρμενίας για όσα προαναφέρθηκαν.

Για μία ακόμη φορά σας εκφράζω τη διαβεβαίωση ότι η συνεργασία μας θα εξακολουθήσει για την ευτυχία των δύο λαών. Παρακαλώ, σεβασμιότατε, να δεχθείτε τους ευσεβέστατους χαιρετισμούς μου. Α. Χατισιάν, Πρωθυπουργός».

Νέα Συνάντηση με την Αρμενική Ηγεσία στην Τιφλίδα

Στις αρχές Ιανουαρίου 1920, δηλαδή λίγες μέρες μετά την άφιξη της επιστολής του στην Τιφλίδα, πήγε και πάλι εκεί ο Χατισιάν (οι πηγές τον αναφέρουν και ως Χατισόφ. Πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο). Ο Αρμένιος πρωθυπουργός συναντήθηκε και πάλι με τον Χρύσανθο, ο οποίος παραπονέθηκε ότι η επιστολή ήταν «αρκούντως απομακρυσμένη από την πρότασή του». Έτσι, ο Χατισιάν υποσχέθηκε να του στείλει νέα επιστολή. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καθενιώτη, ο οποίος ήταν παρών στη συζήτηση αλλά είχε αυτοδεσμευτεί ότι θα εξέφραζε γνώμη μόνον για στρατιωτικά θέματα, η διαφωνία ήταν κατά πόσον «Ο Πόντος θα εισερχόταν στην Αρμενία ως χώρα» ή αν «η Αρμενία και ο Πόντος θα αποτελούσαν συνομοσπονδία υπό το όνομα Ποντο-Αρμενία».

Ενώ πολλή φαιά ουσία αναλώθηκε για το πώς θα ήταν οργανωμένα τα τελωνεία και τα ταχυδρομεία. Η μαρτυρία αυτή δείχνει ότι οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει αρκετά, αν και όπως δείχνουν τα πράγματα διατηρήθηκε η αρχική διαφωνία. Η νέα επιστολή του Χατισιάν, με ημερομηνία 3 / 16 Ιανουαρίου 1920, είχε ως εξής:

«Σεβασμιότατε, συνεχίζοντας τη διακοίνωσή μου της 10ης Ιανουαρίου υπ’ αριθμόν 173, λαμβάνω την τιμή να φέρω σε γνώση σας ότι επειδή η διακοίνωση που διαβιβάσθηκε στη σεβασμιότητά σας έχει εξεταστεί και εγκριθεί από την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο, δεν έχω το δικαίωμα να επιφέρω σε αυτή διορθώσεις ή συμπληρώσεις, χωρίς την έγκριση των ίδιων οργάνων. Επίσης, επειδή στην παρούσα στιγμή τα ζητήματα που αναφέρονται στη διακοίνωση αποτελούν αντικείμενο συζητήσεων των αποστολών της Αρμενίας και του Πόντου (στις διεθνείς συνδιασκέψεις) και για να μην προκληθεί αντίφαση με τις ανωτέρω αποστολές, θεωρώ απαραίτητο να κάνω τις εξής δηλώσεις, σε συμπλήρωση της διακοίνωσής μου:

Ο Πόντος σχηματίζει μια μονάδα ομόσπονδη με την Αρμενία και απολαμβάνει πλήρους αυτονομίας στις εσωτερικές του υποθέσεις. Έχει επιτόπια Βουλή και κοινό με την Αρμενική Δημοκρατία στρατό, υπό ενιαία διοίκηση, υπουργείο στρατιωτικών, νομισματικό σύστημα, εξωτερική πολιτική, ταχυδρομείο, τηλεγραφεία και οδούς συγκοινωνίας χερσαίους και θαλάσσιους, ως επίσης και κοινά οικονομικά, με εξαίρεση τα επιτόπια οικονομικά, καθώς και κοινή Βουλή για τη λύση των κοινών ζητημάτων Αρμενίας και Πόντου. Διατελώ, σεβασμιότατε, με τον πλέον αφιερωμένο σεβασμό, Χατισιάν».

Η μόνη διαφοροποίηση που επερχόταν με την ερμηνευτική δήλωση του Χατισιάν ήταν ότι ο Πόντος θα είχε και τοπική Βουλή, κάτι που βέβαια δεν απέκλειε και η αρχική διατύπωση. Ας σημειωθεί ότι στα παραπάνω έγγραφα δεν γίνεται λόγος για τα σύνορα, επειδή αυτά θα καθορίζονταν από τη συνδιάσκεψη των συμμάχων. Αλλά, ποιο τμήμα του Πόντου θα εντασσόταν στο ενιαίο κράτος; Πόσο μεγάλος θα ήταν αυτός ο Πόντος;

Επιδιώξεις Πίσω από τις Συνεννοήσεις

Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι ακόμη περισσότερα. Για ποιο λόγο η Αρμενική κυβέρνηση αναγνώριζε ως εκπρόσωπο του Πόντου το μητροπολίτη Χρύσανθο; Για ποιο λόγο ο Χατισιάν έμπαινε στον κόπο να διανύσει δύο φορές τα 300 περίπου χιλιόμετρα που χωρίζουν το Ερεβάν από την Τιφλίδα (Τμπίλισι) και να συνομιλήσει μαζί του; Ήταν πράγματι σημαντική η διαφορά που είχαν μεταξύ τους ως προς τη δομή του νέου κράτους; Το ενδιαφέρον των Αρμενίων εξηγείται, εν μέρει, από την επιστολή που έστειλε ο Χατισιάν προς τον Βενιζέλο και προς τις αποστολές της Αρμενίας και του Πόντου στο Παρίσι, με ημερομηνία 3 / 16 Ιανουαρίου 1920, δηλαδή την ίδια ημέρα που προέβη στην ερμηνευτική δήλωση προς τον Χρύσανθο:

«Οι αντιπρόσωποι των δύο ομόσπονδων χωρών (δηλαδή ο ίδιος και ο Χρύσανθος), αφού εξέτασαν από κοντά την κατάσταση που δημιουργήθηκε στον Αντικαύκασο, τις τελευταίες επιτυχίες των μπολσεβίκων και την εξακολουθητική προέλασή τους σε συνεργασία με τους Τούρκους, βρίσκονται στην ανάγκη να κρούσουν τον κώδωνα του κινδύνου προς την πολιτισμένη Ευρώπη και να την εκλιπαρήσουν να λάβει αυτή τη φορά προληπτικά μέτρα για να μη θρηνήσει νέες βιαιοπραγίες και τουρκικές σφαγές. Ειδικά, καθορίζουν τα αιτήματά τους ως εξής:

α) Παρακαλούν την εντολοδόχο δύναμη που θα ορίσει η διάσκεψη της ειρήνης να αποστείλει όσο το δυνατόν ταχύτερα συμμαχικά στρατεύματα, ικανά να αναχαιτίσουν την επαπειλούμενη προέλαση των Μπολσεβίκων.

β) Παρακαλούν την Ελληνική κυβέρνηση να πράξει το ίδιο, για να προστρέξει σε βοήθεια των Ελλήνων του Πόντου, οι οποίοι από συμφώνου με τους Αρμένιους καθόρισαν ότι τα στρατεύματα, αφού αποβιβαστούν στην παραλία, θα προελάσουν προς το Ερζιντζάν και το Ερζερούμ (σε βάθος 180 χιλιομέτρων), για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο που προέρχεται από τα Τουρκικά τακτικά στρατεύματα. Ταυτοχρόνως, ο Αρμενικός στρατός θα ασχοληθεί με την ενδεχόμενη προέλαση των Μπολσεβίκων από τον Καύκασο.

γ) Παρακαλούν την Ελληνική κυβέρνηση να εγκρίνει από τώρα την αποστολή στρατού και εφοδίων από την Ελλάδα, που είναι απαραίτητα για την οργάνωση του Αρμενικού στρατού. Χατισιάν,

Πρόεδρος της κυβέρνησης της Αρμενίας Χρύσανθος

Μητροπολίτης Τραπεζούντας».

Ταυτοχρόνως, με άλλη επιστολή του προς τον Ελ. Βενιζέλο, ο Χατισιάν ζητούσε την αποστολή 10.000 Γαλλικών τουφεκιών Lebel, καθώς και τη βοήθεια της Ελληνικής κυβέρνησης για να αναγνωρίσουν οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την Αρμενική. Στο μεταξύ, στις 3 / 1 / 1920 ο Ελ. Βενιζέλος ειδοποίησε τον Χρύσανθο ότι καμία συμμαχική χώρα -της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης- δεν αναλάμβανε την τήρηση της τάξης στον Πόντο, ελλείψει επαρκών δυνάμεων. Αυτό σήμαινε στην πράξη εγκατάλειψη όχι μόνον του αιτήματος της ανεξαρτησίας αλλά και των σχεδίων για περιφερειακή αυτονομία στο πλαίσιο Χριστιανο-Μουσουλμανικής διοίκησης.

Αμέσως, το Εθνικό Συμβούλιο του Πόντου στην Τιφλίδα έστειλε τηλεγράφημα προς τον Βενιζέλο και διαμαρτυρήθηκε, για μία ακόμη φορά, ότι η Ευρώπη είχε εγκαταλείψει τους Ποντίους. Από την πλευρά του, ο Χρύσανθος ζήτησε από τον Βενιζέλο να προσπαθήσει «με την πολιτική δεξιότητά του» να πείσει την αρμενική αποστολή στο Παρίσι να υιοθετήσει τη δική του εκδοχή για τη «συνομοσπονδία». Παρά το γεγονός ότι τα πράγματα φαίνονταν απελπιστικά, ο Καθενιώτης πίστευε ότι ο κίνδυνος καθόδου των Μπολσεβίκων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο Βατούμ είχαν απομείνει μόνον 2.000 Βρετανοί στρατιώτες, καθιστούσε αναγκαία τη στρατιωτική συνεργασία Ποντίων και Αρμενίων και λοιπών Καυκασίων.

Έχοντας έρθει πλέον σε ευθεία διαφωνία με τον Χρύσανθο και την ανεδαφική αισιοδοξία του ότι θα σχηματισθεί ανεξάρτητο κράτος, ο Καθενιώτης επιχείρησε να επηρεάσει τις Ποντιακές οργανώσεις στην Κωνσταντινούπολη και στο Βατούμ, με μία σαφή υπόδειξη: «ως καλοί Έλληνες προσπαθήσατε να καταλήξετε εις συμφωνίας με τους Αρμενίους».

Οι Στόχοι των Αρμενίων

Τα ζητήματα με την Αρμενία δεν αφορούσαν λοιπόν μόνον στο συνταγματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να συνυπάρξουν το Αρμενικό κράτος και οι κάτοικοι του ανατολικού Πόντου. Η Αρμενική κυβέρνηση συνέδεσε τη «συνομοσπονδία» με στρατιωτική συμφωνία, βάσει της οποίας Ελληνικά στρατεύματα θα έπρεπε να εισβάλουν στον Πόντο και μάλιστα σε βάθος 200 χιλιομέτρων από την ακτή. Αυτό βέβαια θα σήμαινε στρατιωτική εμπλοκή της Ελλάδας στην περιοχή, ενδεχόμενο που υπό τις συνθήκες του 1920 αποτελούσε χίμαιρα. Φαίνεται όμως ότι οι Αρμένιοι, μη έχοντας άλλες επιλογές, πίστευαν ότι η πίεση που μπορούσαν να ασκήσουν στον Χρύσανθο και την Αθήνα θα μεταφερόταν στη συνδιάσκεψη του Λονδίνου (Ιανουάριος – Μάρτιος 1920).

Ως ένα σημείο οι Αρμένιοι πέτυχαν τους στόχους τους. Στις 19 Ιανουαρίου, το Ανώτατο Συμβούλιο της Entente, δηλαδή οι εκπρόσωποι της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, συμφώνησαν να αναγνωρίσουν την κυβέρνηση της Αρμενίας ως de facto κυβέρνηση, διευκρινίζοντας ότι η απόφασή τους αυτή δεν σήμαινε και αναγνώριση των συνόρων της. Τα πράγματα ωστόσο είχαν αλλάξει. Αν μετά την ανακωχή του Μούδρου, στον απόηχο των σφαγών των Αρμενίων, η Entente ήταν διατεθειμένη να δημιουργήσει μεγάλο Αρμενικό κράτος -δίνοντας την πιθανότητα να συμπεριληφθεί και ο Πόντος-, στις αρχές του 1920 η τάση αυτή είχε αντιστραφεί.

Οι δυσκολίες που υπήρχαν για να διατηρηθεί αυτόνομο αρμενικό κράτος ελαχιστοποιούσαν τις πιθανότητες να συμπεριληφθεί σε αυτό ο Πόντος. Αυτή ήταν η εκτίμηση του Ελ. Βενιζέλου, που γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Ας σημειωθεί ότι στη συνδιάσκεψη της Entente που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο έγιναν δεκτοί σε ακρόαση οι εκπρόσωποι της Τουρκίας, οι οποίοι απέκλεισαν τον επαναπατρισμό των προσφύγων στο Οθωμανικό έδαφος. Σε σχετικά διαβήματα είχαν προβεί οι Ποντιακές οργανώσεις, θέτοντας και το ζήτημα της ανάκτησης των περιουσιών. Στα τέλη Ιανουαρίου 1920, μετά το ναυάγιο των επαφών με τους Αρμένιους, ο Χρύσανθος κλήθηκε στην Ιερά Σύνοδο, στην Κωνσταντινούπολη.

Εκεί εξέφρασε την άποψη ότι οι «μεγάλες δυνάμεις» εγκατέλειψαν τον Πόντο και ως μοναδική διέξοδο έβλεπε πλέον τη συνεννόηση με τους Τούρκους. Πόσο εφικτό ήταν αυτό; Οι μνήμες από τους εκτοπισμούς και τις διώξεις ήταν ακόμη νωπές στα Χριστιανικά χωριά του Πόντου, ιδιαίτερα στην περιοχή της Σαμψούντας. Ο φόβος των αντεκδικήσεων από Τουρκικής πλευράς φαίνεται πως ήταν έντονος. Εκθέσεις σημειώνουν ότι τον Φεβρουάριο του 1920 στη Σαμψούντα είχαν πυκνώσει οι ανταρτικές ομάδες. Αν και ανεπαρκώς εξοπλισμένες, συγκέντρωναν πλέον 4.000 άντρες. δεν διαθέτουμε ακριβείς πληροφορίες για τη δράση τους.

«Οι Τούρκοι χωρικοί τρέμουν τους αντάρτες», σημειώνει πάντως Έλληνας αξιωματικός, χωρίς να διευκρινίζει από πού προερχόταν αυτός ο φόβος. Στις αρχές Φεβρουαρίου 1920 ο Χρύσανθος βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη και ετοιμαζόταν να ταξιδέψει στο Παρίσι. Στην Πόλη συναντήθηκε με τον πρεσβευτή της Ελλάδας και του είπε ότι θα ήταν διατεθειμένος να δεχθεί ομοσπονδιακή ένωση με την Αρμενία, αλλά με την προϋπόθεση ότι το κράτος θα περιλάμβανε όχι μόνον την Τραπεζούντα αλλά ολόκληρο τον Πόντο: «του Πόντου παραμένοντος αδιαιρέτου». Ο πρεσβευτής ειδοποίησε το υπουργείο Εξωτερικών, εκείνο τον Καθενιώτη, ο οποίος με τη σειρά του βρήκε τον πρόεδρο των Ποντίων στο Παρίσι, τον Κ. Κωνσταντινίδη.

Και τον έπεισε να υποβάλει αμέσως υπόμνημα στην Entente, με το οποίο αποδεχόταν τη δημιουργία ομοσπονδίας με την Αρμενία, με βάση τις συνεννοήσεις της Τιφλίδας (οπότε το ζήτημα των συνόρων έμενε εκτός της συμφωνίας). Έτσι, εξουδετέρωνε εν μέρει την αναμενόμενη εμφάνιση του μητροπολίτη Τραπεζούντας, ο οποίος θα διεκδικούσε το «αδιαίρετο» από κυβερνήσεις που δεν είχαν καμία διάθεση να συζητήσουν ούτε για τον Πόντο ούτε για τα προβλήματά του. Προέκυψε, όμως, ένα νέο πρόβλημα που αφορούσε στους εκπροσώπους της Αρμενίας. Οι εκπρόσωποι ήταν δύο: Ο Μπογκός Νουμπάρ (Boghos Nubar, 1851 – 1930), γιος ενός παλαιού πρωθυπουργού της Αιγύπτου, εκπροσωπούσε τη διασπορά των Αρμενίων.

Ο Αβεντίς Αχαρονιάν (Avedis Gharib Aharonian, 1866 – 1948), «ένας σαρκαστικός βουνίσιος ποιητής», εκπροσωπούσε την κυβέρνηση του Ερεβάν, της οποίας είχε διατελέσει πρόεδρος πριν από τον Χατισιάν. Αμφότεροι δήλωσαν κατά επιδεικτικό τρόπο άγνοια για τις διαπραγματεύσεις της Τιφλίδας. Ο Αχαρονιάν, μάλιστα, είπε καθαρά ότι η Τραπεζούντα δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει ομόσπονδο κράτος. Το πολύ πολύ να γινόταν δεκτή ως ελεύθερη πόλη. «Επείσθην ότι πρόκειται περί αποκρύψεως της αληθείας και ότι οι αντιπρόσωποι της κυβερνήσεως του Εριβάν είχον λάβει γνώσιν των διαπραγματεύσεων της Τιφλίδος. δεν παρέλειψα, δε, να αφήσω να γίνη αντιληπτή η πεποίθησίς μου αυτή», σημειώνει ο Καθενιώτης.

Οι Αρμένιοι τον ρώτησαν τι θα γινόταν αν οι Πόντιοι δεν ικανοποιούνταν από τις αποφάσεις της ειρηνευτικής συνδιάσκεψης. Μήπως θα συνεργάζονταν με τους Τούρκους; Η ρητορική ερώτηση υποδηλώνει ότι η Αρμενική κυβέρνηση είχε επανεξετάσει τη θέση της. Μετά την αναγνώρισή της από τις Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την προφανή αδυναμία της Ελλάδας να εμπλακεί στην περιοχή, η αξία της «συνομοσπονδίας» είχε μειωθεί.

Πράγματι, η Αρμενική αντιπροσωπεία ζήτησε από τη συμμαχική συνδιάσκεψη να συμπεριληφθεί στο Αρμενικό κράτος η Μικρασιατική παραλία μέχρι την Τρίπολη, η οποία βρίσκεται 77 χιλιόμετρα δυτικώς της Τραπεζούντας, χωρίς να κάνει μνεία των διαπραγματεύσεων του Χατισιάν με τον Χρύσανθο. Μετά από λίγες μέρες η συνδιάσκεψη αποφάσισε να παραμείνει η Ερζιντζάν στην Τουρκία. Η Αρμενική αντιπροσωπεία περιόρισε τις αξιώσεις της σε εμπορική μόνον, και όχι εδαφική, διέξοδο προς την Τραπεζούντα.

ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ ΤΗΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ

Αυτοδιοίκηση Τύπου Λιβάνου

Στις 10 / 3 / 1920 υποβλήθηκε στη διάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι νέο υπόμνημα του Χρύσανθου, υπογεγραμμένο και από τις οργανώσεις των Ποντίων. Είχε κάνει στροφή 180 μοιρών. Ζητούσε και πάλι την ανεξαρτησία του Πόντου ή, αν αυτή ήταν αδύνατη για γενικότερους λόγους, καθεστώς αυτονομίας μέσα στο Οθωμανικό κράτος κατά το πρότυπο του Λιβάνου, με Ευρωπαίο κυβερνήτη, τοπική αυτοκυβέρνηση, και μικτή τοπική χωροφυλακή με Ευρωπαίους διοικητές. Η αυτόνομη επαρχία του Λιβάνου (Cebel-i Lübnan Mutasarrıflığı) δημιουργήθηκε το 1861 και διατηρήθηκε μέχρι το 1918. Ο εκάστοτε κυβερνήτης της επαρχίας ήταν ένας μη Λιβανέζος Χριστιανός. Ο διορισμός του γινόταν από το σουλτάνο και τελούσε υπό την έγκριση των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων.

Τον κυβερνήτη πλαισίωνε δωδεκαμελές συμβούλιο αποτελούμενο από εκπροσώπους των έξι θρησκευτικών κοινοτήτων του Λιβάνου. Η εκπροσώπηση ήταν ισότιμη (δύο μέλη από κάθε κοινότητα). Τα βασικά επιχειρήματα για τη δημιουργία αυτοδιοικούμενης επαρχίας τύπου Λιβάνου στο πλαίσιο του Οθωμανικού κράτους ήταν η ανάγκη της επανόδου στον Πόντο όσων Ρωμιών είχαν καταφύγει στον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, καθώς και η προστασία των Ελληνοποντίων από την αντεκδίκηση των Τούρκων. Ο πυρήνας των επιχειρημάτων, ωστόσο, ήταν και πάλι η εμβρυϊκή κρατική δομή που λειτούργησε κατά τη διάρκεια της Ρωσικής κατοχής της Τραπεζούντας υπό την ηγεσία του Χρύσανθου.

Η οποία «αναγνωρίστηκε από τις Ρωσικές αρχές και τον Τουρκικό πληθυσμό, καθώς και από τους τοπικούς εκπροσώπους των Συμμάχων και των Ηνωμένων Πολιτειών». Ο Χρύσανθος υπονοούσε ότι αφού η «προσωρινή Ελληνική διοίκηση» της Τραπεζούντας είχε κατορθώσει να διατηρήσει το νόμο και την τάξη, το προτεινόμενο σχήμα αυτονομίας τύπου Λιβάνου θα ήταν βιώσιμο. Παρά τις προσπάθειες αυτές, όμως, ούτε καν μνεία του ονόματος του Πόντου δεν φαίνεται να έγινε στη συνδιάσκεψη. Αντίθετα, έγινε λόγος για την Αρμενία.

Η Οπτική του Ελευθερίου Βενιζέλου

Τον Απρίλιο του 1920, στη συνδιάσκεψη του Σαν Ρέμο, οι σύμμαχοι συμφώνησαν για την αναγνώριση του Αρμενικού κράτους, χωρίς όμως να λάβουν κανένα μέτρο για την προστασία του από τους Μπολσεβίκους και τους Κεμαλικούς. «Όσο οι σύμμαχοι συζητούσαν για την Αρμενία στο Σαν Ρέμο», γράφει χαρακτηριστικά η Macmillan, «οι Μπολσεβίκοι κυρίευαν τη γειτονική δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν. Κομμουνιστικές εξεγέρσεις ξέσπασαν στην ίδια την Αρμενία. Οι Σύμμαχοι ζήτησαν από την Κοινωνία των Εθνών να προστατέψει το ευρύτερο Αρμενικό κράτος που νόμιζαν ότι είχαν δημιουργήσει. Η Κοινωνία των Εθνών απάντησε ότι αφού το κράτος αυτό δεν υπήρχε πραγματικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε.

Οι Σύμμαχοι στράφηκαν μετά στις ΗΠΑ, όπου η πιθανότητα μιας Αμερικανικής εντολής στην Αρμενία είχε εξασθενίσει μετά την επιστροφή του Wilson από την Ευρώπη. Ο άρρωστος πρόεδρος έφερε το αίτημα στο Κογκρέσο, που το απέρριψε με σαφή πλειοψηφία τον Μάιο». Μετά τη συνδιάσκεψη στο Σαν Ρέμο, την 30ή Απριλίου 1920, ο Ελ. Βενιζέλος παρουσίασε στο Ελληνικό Κοινοβούλιο ένα προσχέδιο της συνθήκης μεταξύ της Entente και του Οθωμανικού κράτους (προϊόν της συνδιάσκεψης). Το κείμενο αυτό, με πολλές τροποποιήσεις, αποτέλεσε μετά από μερικούς μήνες τη Συνθήκη των Σεβρών.

Κάνοντας λόγο για την Αρμενία, ο Βενιζέλος ανέφερε ότι ο καθορισμός των συνόρων της είχε ανατεθεί στον πρόεδρο των ΗΠΑ Ουίλσον, ο οποίος ήταν υπέρ της δημιουργίας μεγάλης Αρμενίας. «Θα ήθελα μόνον την στιγμήν αυτήν να είπω», τόνισε ο Βενιζέλος, «ότι πιστεύω ότι ο πρόεδρος Ουίλσον θα αρκεσθή εις την εξασφάλισιν η οποία δίδεται εις την Αρμενίαν προς εμπορικήν διέξοδον διά της Τραπεζούντος και ότι δεν θα θελήση να αποσπάση μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος διά να εξασφαλίση και εδαφικήν διέξοδον εις την Αρμενίαν. Εγώ κατά τούτο όμως ουδαμώς διερμηνεύω τας ιδέας των Ποντίων.

Είχον σκεφθή εν αρχή των διαπραγματεύσεων ότι θα ήτο δίκαιον ο Πόντος, ο οποίος αποτελεί μέρος του βιλαετίου της Τραπεζούντος, και θα ηδύνατο να υποβληθή υπό εντολήν μίας Μεγάλης δυνάμεως, όπως ηλπίζετο ότι θα υποβάλλετο η Αρμενία, διαρρυθμιζομένων των τοπικών διαιρέσεων κατά τοιούτον τρόπον ώστε να υπάρχη μία ομοσπονδία των δύο αυτών κρατών. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν γνωρίζω, οι κάτοικοι οι ενδιαφερόμενοι απέκρουσαν την λύσιν αυτήν. Εγώ και σήμερον, εάν θα επρόκειτο να απαλλαχθή της Τουρκικής κυριαρχίας ολόκληρον το βιλαέτιον της Τραπεζούντος, δεν θα δυσαρεστούμην εάν επρόκειτο να συνδεθή μετά της Αρμενίας.

Διότι είμαι βέβαιος ότι ο Ελληνισμός του μέρους αυτού είναι τόσον ισχυρός ώστε δεν έχει να φοβηθή τίποτε απολύτως εκ της συνεργασίας του μετ’ άλλου Χριστιανικού κράτους». Έτσι, ενώπιον του Ελληνικού Κοινοβουλίου ο πρωθυπουργός της Ελλάδας εξήγησε όσο πιο καθαρά ήταν δυνατόν ότι η μη ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία ήταν επιλογή των «ενδιαφερομένων», αντίθετη στη δική του πολιτική. (Των «ενδιαφερομένων» και όχι της ηγεσίας των Ποντίων). Συνδυάζοντας την ομιλία αυτή με τις αναφορές του Καθενιώτη, αντιλαμβανόμαστε τι υποδήλωνε ο Βενιζέλος: Οι υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις του Χρύσανθου και των οργανώσεων της διασποράς καθυστέρησαν τη συμφωνία με τους Αρμενίους, που αν είχε επιτευχθεί νωρίτερα ίσως να οδηγούσε στην ενσωμάτωση του Πόντου στο Αρμενικό κράτος.

Ωστόσο, το Αρμενικό κράτος, με ένα στρατό μόλις 10.000 αντρών, ήταν πολύ ανίσχυρο απέναντι στην ταυτόχρονη επέλαση Μπολσεβίκων και Κεμαλικών. Η «συνομοσπονδία» δεν ήταν πανάκεια. Ήταν απλώς αναβολή. Τον Ιούνιο του 1920 ο Βενιζέλος θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να ζητήσει από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στην ίδρυση Ποντοαρμενικού κράτους. Το επιχείρημά του δεν ήταν πλέον η βοήθεια προς τους Βρετανούς στο Βατούμ (οι Βρετανοί εκκένωσαν το Βατούμ τον Ιούλιο), αλλά ότι η συνηγορία του Βρετανού πρωθυπουργού θα αποτελούσε μέσο πίεσης προς το Μουσταφά Κεμάλ, ώστε ο τελευταίος να αποδεχθεί το σχέδιο της συνθήκης ειρήνης.

Η αίτηση αυτή δεν φαίνεται να είχε συνέχεια. Αντίθετα, συνέχεια είχαν τα διαβήματα των Αρμενίων, οι οποίοι πρότειναν στον Βενιζέλο κοινή επίθεση κατά του Κεμάλ στον Πόντο. Τον Αύγουστο του 1920 η Αρμενική κυβέρνηση υπέγραψε ανακωχή με τους Μπολσεβίκους και αναζήτησε επειγόντως εξωτερικό δάνειο. Την προσπάθεια αυτή ανέλαβε ο Χατισιάν ως υπουργός Εξωτερικών (πρωθυπουργός είχε γίνει ο Αχαρονιάν), ο οποίος μάλιστα επισκέφθηκε στα μέσα Αυγούστου την Αθήνα, καθ’ οδόν από την Αίγυπτο προς την Κωνσταντινούπολη, και συνάντησε τον υπουργό Εξωτερικών Ν. Πολίτη (ο Βενιζέλος απουσίαζε στο εξωτερικό).

Στο μεταξύ, η κάθοδος των Μπολσεβίκων οδήγησε μεγάλο αριθμό Ρωμιών του Καυκάσου στα λιμάνια του Βατούμ και του Νοβοροσίσκ, σε αναζήτηση πλοίων προς την Ελλάδα. Περίπου 150.000 Πόντιοι του Καυκάσου μεταφέρθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη. Από αυτούς, περίπου 40.000 μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη, όπου γυρνούσαν γυμνοί και πεινασμένοι. Η Ελλάδα είχε εξαντλήσει κάθε πόρο στη Μικρασιατική Εκστρατεία και η Θεσσαλονίκη ήταν μια καμένη πόλη με δεκάδες χιλιάδες πυροπαθείς. Τον Μάιο του 1920 ο διοικητής της Ελληνικής αποστολής στον Πόντο, αντισυνταγματάρχης Ηρακλής Πολεμαρχάκης, απέστειλε:

«Προς πάντας τους προέδρους των εν Πόντω και Καυκάσω Ελληνικών κοινοτήτων τηλεγραφικήν εγκύκλιον διά της οποίας γνωστοποιεί ότι η Ελληνική κυβέρνησις απηγόρευσε προς το παρόν πάσαν μετανάστευσιν, διετάχθη δε η εις τας πατρίδας των επαναφορά πάντων των αυτοβούλως μεταναστευσάντων και η μη παροχή εις αυτούς οιασδήποτε περιθάλψεως. Η Ελληνική κυβέρνησις εν καιρώ θα κανονίση τα του τρόπου της μεταναστεύσεως». Υπήρξαν αρκετές σκέψεις για τη μεταφορά των προσφύγων από τον Καύκασο στο Μικρασιατικό Πόντο, αλλά αυτό θα ισοδυναμούσε με παράδοσή τους στον Κεμαλικό στρατό. Ήδη, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1920 άρχισαν να σημειώνονται βιαιοπραγίες σε βάρος των Ρωμιών στην Κερασούντα.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου 1920 ο Βενιζέλος ζήτησε για πρώτη φορά από τον Λόιντ Τζορτζ να συνηγορήσει στο σχηματισμό Ποντιακού κράτους, με επιχείρημα ότι αυτό θα μπορούσε, σε συνεργασία με την Αρμενία και τη Γεωργία, να ανακόψει την επέκταση των Μπολσεβίκων και τη συνεργασία τους με τους Κεμαλικούς. Αμέσως μετά, ζήτησε την αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών, με τη δημιουργία δύο νέων ανεξάρτητων κρατών, στον Πόντο και στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά όλα αυτά ήταν απλώς πιέσεις προς τον Κεμάλ, προκειμένου να αναγνωρίσει τη Συνθήκη των Σεβρών που είχε υπογραφεί στο μεταξύ (28 Ιουλίου / 10 Αυγούστου 1920) και δεν επρόκειτο να εφαρμοστεί ποτέ.

Μέχρι την τελευταία μέρα που έμεινε στην εξουσία (1 / 11 / 1920) ο Βενιζέλος προσπάθησε να βοηθήσει την Αρμενία. Σύμφωνα με το άρθρο 89 της Συνθήκης των Σεβρών, τα σύνορα της Τουρκίας με την Αρμενία, σε ό,τι αφορούσε τα βιλαέτια Τραπεζούντας, Ερζερούμ, Βαν και Μπιτλίς, θα καθορίζονταν από τον πρόεδρο των ΗΠΑ. Τον Νοέμβριο, ο Ουίλσον παραχώρησε στην Αρμενία μέρος του πρώτου και τα υπόλοιπα βιλαέτια. Αλλά ήταν πολύ αργά. Αντιμέτωπη με το Ρωσικό και τον Κεμαλικό στρατό, η Αρμενική κυβέρνηση επέλεξε το μικρότερο κακό. Τον Δεκέμβριο του 1920 η Αρμενία έγινε Σοβιετική δημοκρατία. Τον Μάρτιο του 1921 η ΕΣΣΔ επέστρεψε τις επαρχίες Καρς και Αρνταχάν στην Τουρκία.

Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 

Στον Πόντο οι κάτοικοι άρχισαν να ξαναβγαίνουν στο βουνό. Τον Απρίλιο του 1920 Ελληνική πηγή υπολόγιζε τους αντάρτες στη Σαμψούντα σε 4.000, αλλά σημείωνε ότι είναι ανεπαρκώς εξοπλισμένοι. Τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς, υπόμνημα της Επιτροπείας Ποντίων προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στην Αθήνα, ανέφερε ότι στην περιοχή της Σαμψούντας υπήρχαν 4.000 οπλισμένοι Ρωμιοί, οι οποίοι απασχολούνταν σε ειρηνικά έργα, αλλά ήταν έτοιμοι να συγκροτήσουν ανταρτικά σώματα. Επίσης, αναφέρονταν 4.000 – 5.000 εμπειροπόλεμοι, που είχαν πολεμήσει κατά του Τουρκικού στρατού, αλλά μετά την ανακωχή πούλησαν τα όπλα τους και επιδόθηκαν στα «ίδια αυτών έργα». Ωστόσο, δεν υπήρχε ενιαία ηγεσία των ανταρτών.

Τον Ιούλιο σημειώθηκαν έριδες μεταξύ των πολλών οπλαρχηγών. Αλλά δεν ήταν οι μοναδικές έριδες στο ποντιακό στρατόπεδο. Την ίδια εποχή (Ιούλιος 1920) συγκρούσεις σημειώνονται και στις οργανώσεις των Ποντίων στην Κωνσταντινούπολη και το Βατούμ. Η αποτυχία όλων των προσπαθειών καθιστούσε υπόλογους όλους όσοι είχαν χειριστεί το πρόβλημα. Σε ένα νέο υπόμνημά του ο Χρύσανθος αρνήθηκε για μία ακόμη φορά την ενσωμάτωση του Πόντου στην Αρμενία. Ίσως η κίνηση αυτή -το καλοκαίρι του 1920- να διευκόλυνε την τελική στροφή προς τη συνεννόηση με τους Τούρκους και την εξεύρεση λύσης στο εσωτερικό του Τουρκικού κράτους.

Στην Κωνσταντινούπολη ο μητροπολίτης Γερμανός διαπραγματευόταν με αντικεμαλικούς, ενώ στην Τραπεζούντα και τη Ματσούκα έγιναν συναντήσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων προκρίτων. Αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Ήδη είχαν σχηματισθεί Μουσουλμανικές (Τουρκικές) οργανώσεις με σκοπό να αποτρέψουν την ίδρυση «κυβέρνησης των Ρωμιών» στον Πόντο, που έστελναν και εκείνες υπομνήματα στους «μεγάλους» και περιέγραφαν τα δικαιώματά τους στην περιοχή. Ορισμένες εκδηλώσεις βίας σε βάρος τους και κυρίως ο φόβος της επιστροφής των μεταναστών -που θα προκαλούσε ζήτημα αναδιανομής των περιουσιών-, καθώς και ο εξελισσόμενος Ελληνοτουρκικός πόλεμος πύκνωσαν τις τάξεις των «επιτροπών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων» των Μουσουλμάνων του Πόντου.

Ο Χρύσανθος δεν επέστρεψε ποτέ στην επαρχία του, η οποία είχε ήδη καταληφθεί από τα Κεμαλικά στρατεύματα. Κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία τελούσε υπό συμμαχική κατοχή. Στο μητροπολιτικό μέγαρο της Τραπεζούντας ενεργήθηκε έρευνα και κατασχέθηκε ολόκληρη η αλληλογραφία του, η οποία στοιχειοθετούσε αποδεικτικό υλικό για να παραπεμφθούν όλοι οι συνεργάτες του με την κατηγορία ότι επιχείρησαν να αποσπάσουν με τη βία τμήμα της Τουρκικής επικράτειας. Οι πρόκριτοι εξορίστηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ο Ρωμαίικος πληθυσμός που είχε απομείνει διατάχθηκε να αναχωρήσει στο εσωτερικό εγκαταλείποντας κινητή και ακίνητη περιουσία.

Τον Δεκέμβριο του 1921 ο Χρύσανθος είχε σταλεί στο Λονδίνο από την κυβέρνηση Γούναρη, προκειμένου να πείσει τους Αγγλικανούς επισκόπους ότι η εκλογή του (Βενιζελικού) Μελετίου Μεταξάκη στον πατριαρχικό θρόνο ήταν παράνομη. Εκεί έμαθε ότι είχε καταδικαστεί σε θάνατο από Τουρκικό «δικαστήριο της Ανεξαρτησίας», όπως και πολλοί πρόκριτοι, οι οποίοι και εκτελέστηκαν. Μαζί και ο Κωφίδης, ο πρώτος Πόντιος βουλευτής στο Οθωμανικό Κοινοβούλιο. Ο «ρεαλισμός» δεν κερδίζει πάντοτε.

Η ΛΑΜΠΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ 

Στο πέρασμα από το 19ο στον 20ό αιώνα το μικρό Ελληνικό βασίλειο έκλεινε σχεδόν επτά δεκαετίες ανεξάρτητης ζωής. Η τρομερή Επανάσταση του 1821 και ο μακρόχρονος αγώνας της Ανεξαρτησίας δεν είχαν επιλύσει το ζήτημα της πολιτικής συγκρότησης του Ελληνισμού. Υπήρχε πλέον μια «εθνική κοιτίδα», αλλά πέρα από αυτήν εξακολουθούσαν να ζουν Έλληνες ή «εν δυνάμει» Έλληνες. Όλοι όσοι καταγράφονταν στις απογραφές και τις στατιστικές ως Ελληνορθόδοξοι στο θρήσκευμα ανήκαν σε αυτούς τους «εν δυνάμει», όπως επίσης και αρκετοί άλλοι, οι οποίοι, όταν η κοινή Αυτοκρατορία θα τεμαχιζόταν σε μικρά έθνη, θα διάλεγαν την «Ελληνική λύση» ως προτιμότερη των υπόλοιπων προσφερομένων.

Το Ελληνικό έθνος, λοιπόν, έτσι όπως λειτουργούσε στη μικρή Αθήνα ή όπως πλούτιζε στη μεγάλη Κωνσταντινούπολη, αναζητούσε, με αγωνία σχεδόν, την ταυτότητα, το μέγεθος και την ακτινοβολία που θεωρούσε πως του ανήκουν. Στην πρώτη αυτή περίοδο της Ιστορίας του το Ελληνικό βασίλειο κάλυπτε αποκλειστικά και μόνο την αρχαία κοιτίδα του Ελληνισμού – και αυτή μάλιστα με πολλές απουσίες. Τα στενά σύνορά του περιορίζονταν στις βόρειες παρυφές της Θεσσαλίας, στα περίχωρα της Άρτας, περιέκλειαν τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και τα νησιά του Ιονίου. Μέσα σ’ αυτά, ενώ πλησίαζαν η γενική ανατροπή της Βαλκανικής τάξης και ο επακόλουθος Α’ Π. Π, βρίσκονταν κάτι περισσότερο από δύο εκατομμύρια Έλληνες.

Έξω όμως από αυτά, στον ευρύτερο χώρο της Εγγύς Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου βρίσκονταν περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια άνθρωποι που, σε μεγάλο ποσοστό, μιλούσαν την ίδια γλώσσα, είχαν τις ίδιες συνήθειες και που, πλέον, πολλοί από αυτούς θεωρούσαν τον εαυτό τους Έλληνα, ερχόμενοι σε αντίθεση με το περιβάλλον μέσα στο οποίο έως τότε ζούσαν. Η εποχή των εθνικών κρατών είχε προχωρήσει πολύ και οι εθνικισμοί παρήγαγαν πλέον αλυτρωτισμούς: Την επιθυμία και το εκπορευόμενο από αυτήν πολιτικό σχέδιο για ενσωμάτωση όσο το δυνατό περισσότερων ομοεθνών ή εν δυνάμει ομοεθνών στην ίδια και την αυτή εθνική κοιτίδα.

Το κόστος αυτής της σφοδρής επιθυμίας θα το πλήρωναν κυρίως οι πολυεθνικές Αρχαϊκές Αυτοκρατορίες στην Κεντρική Ευρώπη ή στις ανατολικές παρυφές της. Στην περίπτωση των Ελλήνων η Αυτοκρατορία που βασικά τους ενδιέφερε ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία των άλλοτε κραταιών σουλτάνων. Ο Ελληνισμός, με όλα τα στοιχεία που μπορεί να περιλάβει αυτή η λέξη, είχε πολλούς αιώνες ζήσει μέσα στο Οθωμανικό πλαίσιο διαμορφώνοντας την είσοδό του στη σύγχρονη Ιστορία μέσα από αυτό. Μέσα από επαναστατική απόσχιση από την εξουσία των σουλτάνων προέκυψε εξάλλου η πρώτη εθνική κοιτίδα – το Ελληνικό κράτος του 1830.

Έκτοτε η όλη υπόθεση της εθνικής οικοδόμησης θεωρήθηκε ημιτελής και ουδείς πίστευε ότι οι λογαριασμοί μεταξύ των δύο πολιτικών – κρατικών – οντοτήτων είχαν κλείσει. Για να γυρίσουμε, λοιπόν, στην εποχή όπου αρχίζει και τελειώνει η ιστορία μας, στην αυγή του 20ού αιώνα, οι εν δυνάμει Έλληνες που το Ελληνικό κράτος και η «Μεγάλη Ιδέα» διεκδικούσαν βρίσκονταν, στο μεγάλο όγκο τους, σε πολλές περιοχές του Οθωμανικού κόσμου. Σε καθεμία από αυτές ο Ελληνισμός είχε τη δική του Ιστορία. Για την ευκολία τής εδώ εξιστόρησης ας χωρίσουμε αυτές τις ζώνες ισχυρής Ελληνικής παρουσίας σε τέσσερις και ας τις παρακολουθήσουμε στα επιμέρους χαρακτηριστικά τους.

Ο πλέον κοντινός στα Ελληνικά σύνορα Ελληνισμός ήταν ο Βαλκανικός. Στην Ήπειρο, σε περιοχές της Μακεδονίας, στη Θράκη, στα Οθωμανικά ακόμα νησιά του Αιγαίου κατοικούσαν συμπαγείς πληθυσμοί Ελλήνων, οι οποίοι, μάλιστα, πολύ γρήγορα απέκτησαν Ελληνική εθνική συνείδηση και αντίστοιχους πολιτικούς προσανατολισμούς. Ένα δεύτερο ισχυρό σημείο Ελληνικής ή Ελληνορθόδοξης παρουσίας ήταν η ίδια η πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Στον παράδοξο Οθωμανικό 19ο αιώνα, η πρωτεύουσα των σουλτάνων ήταν ίσως το πλέον πολυεθνικό σημείο ολόκληρου του Οθωμανικού κόσμου.

Το 1912, σύμφωνα με τις Οθωμανικές απογραφές, η Πόλη είχε 260.000 Έλληνες απέναντι σε 450.000 Τούρκους και σε 140.000 εκπροσώπους των υπόλοιπων εθνών, γλωσσών και θρησκειών (το Πατριαρχείο, μάλιστα, στις δικές του εκτιμήσεις θεωρούσε την Πόλη περισσότερο πολυεθνική με 310.000 Τούρκους, 235.000 Έλληνες και 340.000 από τους άλλους). Μερικά από τα περίχωρα της πρωτεύουσας ήταν, μάλιστα, περισσότερο Ελληνικά: στην Καλλίπολη καταμετρήθηκαν 90.000 Έλληνες έναντι 32.000 Τούρκων, ενώ στην γειτονική Τσατάλτζα 55.000 Έλληνες έναντι 16.000 Τούρκων. Αυτά για την Ευρωπαϊκή πλευρά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Εκτός όμως από την Ευρωπαϊκή πλευρά, η Μικρά Ασία ήταν η άλλη μεγάλη γεωγραφική ενότητα της Αυτοκρατορίας στην οποία ζούσαν σημαντικοί Ελληνικοί πληθυσμοί. Στη ζώνη αυτή κατοικούσαν το 1912 (υπολογισμοί του τότε Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) περίπου 9.700.000 άτομα από τα οποία τα 7.050.000 ήταν Τούρκοι, τα 1.780.000 Έλληνες (Ελληνορθόδοξοι θα ήταν η πλέον ακριβής έκφραση καθώς, ας μην το λησμονούμε, εκείνη την εποχή καταγράφονταν κυρίως θρησκευτικές επιλογές και πρακτικές), οι 610.000 Αρμένιοι και οι υπόλοιποι ανήκαν σε άλλες λιγότερο σημαντικές -ως προς τους αριθμούς- εθνότητες.

Η γενική αυτή κατανομή όμως δεν ανταποκρινόταν στις επιμέρους περιοχές της μεγάλης Μικρασιατικής γεωγραφικής ενότητας. Όσον αφορά στους Έλληνες (Ελληνορθόδοξους) διακρίνονται με σαφήνεια δύο ζώνες όπου η συγκέντρωση των πληθυσμών τους έχει ιδιαίτερο βάρος. Η πρώτη περιελάμβανε τις ακτές του Αιγαίου, της Προποντίδας και της θάλασσας του Μαρμαρά, στη δυτική πλευρά της Μικράς Ασίας, και διοικητικά περιελάμβανε τις περιφέρειες του Αϊδινίου (Σμύρνης) με 623.000 Έλληνες, της Προύσσας με 278.000, της Νικομήδειας (Izmit) με 73.000 και την Ασιατική ακτή της Κωνσταντινούπολης με 74.000.

Συνολικά δηλαδή οι εκεί Έλληνες υπολογίζονταν από το Πατριαρχείο σε περίπου 1.047.000 και αποτελούσαν κάτι περισσότερο από σημαντικό μέρος του πληθυσμού απέναντι σε 2.375.000 Τούρκους, 200.000 Αρμενίους και μερικές δεκάδες χιλιάδες λοιπών εθνοτήτων. Η δεύτερη ζώνη συγκέντρωσης Ελληνικών πληθυσμών στη Μικρά Ασία -που θα μας απασχολήσει πιο διεξοδικά στη συνέχεια- βρισκόταν στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, στο βορειοανατολικό τμήμα της Μικράς Ασίας. Στην περιφέρεια της Τραπεζούντας καταγράφονταν από την ίδια πηγή 354.000 Έλληνες σε συνολικό πληθυσμό 1.362.000 κατοίκων (οι 958.000 Τούρκοι). Αυτός ήταν ο σημαντικός όγκος του Ελληνισμού του Πόντου.

Στις δύο αυτές ζώνες συγκεντρώνονταν, λοιπόν, οι 1.401.000 από τους 1.783.000 Ελληνορθόδοξους που κατέγραψε το Πατριαρχείο και αποτελούσαν το 27,5% του συνολικού πληθυσμού των αντίστοιχων περιοχών. Στις υπόλοιπες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου επίσης υπήρχαν μικρότεροι θύλακες Ελληνορθοδόξων καταγράφονταν 382.000 Ελληνορθόδοξοι σε συνολικό πληθυσμό 4.602.000, αποτελούσαν δηλαδή μόλις το 8,3% του πληθυσμού. Η σύγκριση των δύο ποσοστών συνηγορεί για τη συγκέντρωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας στις δύο ζώνες που προαναφέραμε, στις δυτικές – βορειοδυτικές ακτές της Μικρασιατικής χερσονήσου και τον Πόντο.

Οι δύο μεγάλες ενότητες Ελληνορθόδοξης παρουσίας στην Οθωμανική Μικρά Ασία δεν φαίνεται να έχουν παράλληλη ιστορία ως προς το σχηματισμό και την άνθησή τους. Η δημιουργία τους, μέσα στον Οθωμανικό κόσμο, ανάγεται σε διαφορετικές εποχές και οφείλεται σε διαφορετικούς λόγους. Στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας η παρουσία συμπαγών Ελληνορθόδοξων πληθυσμών εμφανίζεται το 19ο κυρίως αιώνα με αναντίστοιχες, σε μέγεθος και ποιότητα, ρίζες στους προηγούμενους. Όπως συμβαίνει σε κάθε εποχή μετάβασης και αλλαγών, οι μετακινήσεις πληθυσμών, η μετανάστευση, βρίσκονταν στην αφετηρία των δημογραφικών εξελίξεων.

Η ανάπτυξη των εμπορευματικών δραστηριοτήτων και η προοδευτική είσοδος της γεωγραφικής αυτής ζώνης στον καπιταλιστικό κόσμο έφεραν προς τα εκεί μετανάστες από κάθε γωνιά της Αυτοκρατορίας ή και από το απέναντι μικρό Ελληνικό κράτος. Η Ελληνική παρουσία άρχισε να γίνεται συμπαγής και διακριτή στο δεύτερο κυρίως μισό του 19ου αιώνα, οπότε και διαμορφώθηκαν σχεδόν αποκλειστικά Ελληνικές πόλεις (Κυδωνίες) ή πολυεθνικές περιφερειακές πρωτεύουσες με σημαντική Ελληνική παρουσία όπως η Σμύρνη. Στην περιοχή του Πόντου, αντίθετα, η παρουσία Ελληνορθοδόξων ανάγεται σε προγενέστερες εποχές.

Η δημιουργία και η ανάπτυξη σημαντικών Ελληνορθόδοξων θυλάκων ήρθαν σχεδόν παράλληλα με την ολοκλήρωση του κύκλου των εξισλαμισμών που πρακτικά περιόρισε στο ελάχιστο τη Χριστιανική παρουσία στο Μικρασιατικό χώρο. Παραγωγικοί, οικονομικοί λόγοι συνέβαλαν ώστε σε αυτήν την περιοχή να ευνοείται η παρουσία σημαντικών αριθμών Χριστιανών. Στη βάση αυτών των προδιαγραφών βρίσκοταν η ανακάλυψη πλούσιων κοιτασμάτων ασημιού στην πρώτη Οθωμανική περίοδο και οι οικονομικές λειτουργίες που χτίστηκαν γύρω από αυτήν. Θα επανέλθουμε πιο αναλυτικά στον τρόπο που χτίστηκαν οι ισχυρές Ελληνορθόδοξες κοινότητες του Πόντου.

Ας αρκεστούμε σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε ότι η συσπείρωση – συγκέντρωση Χριστιανικών πληθυσμών, που παρουσιάστηκε ως φαινόμενο του 19ου αιώνα στη δυτική παράλια Μικρά Ασία, στον Πόντο ανάγεται στο 16ο – 17ο αιώνα. Και προϊδεάζοντας, να σημειώσουμε επίσης ότι, ενώ στην πρώτη περίπτωση έχουμε απορρόφηση των Χριστιανικών πληθυσμών και σταθερή τους εγκατάσταση -για λίγες έστω δεκαετίες- στην περιοχή στο πλαίσιο των νέων καπιταλιστικών λειτουργιών, στην περίπτωση του Πόντου, η κινητικότητα των πληθυσμών, συνδεδεμένη με το προκαπιταλιστικό πλαίσιο λειτουργίας στην εποχή της, είναι συνεχής. Ο Πόντος, εκτός από κέντρο συσπείρωσης για τον Ελληνορθόδοξο κόσμο, ήταν ταυτόχρονα και βάση για την επέκτασή του.

Ήταν δηλαδή και τόπος υποδοχής μεταναστών αλλά και αφετηρία άλλων εποικισμών μέσα και γύρω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με λίγα λόγια, οι Ελληνορθόδοξοι του Πόντου είχαν διαφορετικό «χρονισμό» από αντίστοιχα κέντρα παρουσίας ομόδοξων στη Μικρά Ασία. ως εκ τούτου, είχαν και διαφορετικά χαρακτηριστικά και ιδιαίτερη τοπική Ιστορία. Πριν όμως επικεντρωθούμε στην ιστορική πορεία του Ποντιακού Ελληνισμού ας επιστρέψουμε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία των μεγάλων αλλαγών, των μεταβολών δηλαδή που συνόδεψαν την είσοδο αυτού του μεγάλου κράτους στο σύγχρονο κόσμο.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Από το 1876 έως το 1908 στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κυριάρχησε μια μυθιστορηματική προσωπικότητα, ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμήτ ο Β’. Αμφιλεγόμενος μονάρχης, αντάξιος μιας αμφιλεγόμενης εποχής. Πολλοί ήταν οι σύγχρονοί του που στοιχημάτιζαν ότι ο μονάρχης αυτός θα είναι ο τελευταίος της μεγάλης σειράς των σουλτάνων που βασίλεψαν στις ακτές του Βοσπόρου. Σχεδόν δικαιώθηκαν με το κίνημα των Νεότουρκων το 1908 και την εκθρόνισή του το 1909. Δεν ήταν όμως έτσι.

Ο Αβδούλ Χαμήτ Β’ δεν ήταν ο τελευταίος των σουλτάνων και η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν έπεσε από μόνη της: χρειάστηκαν γι’ αυτό ο Α’ Π. Π., η ανατροπή όλων των σταθερών του Ευρωπαϊκού κόσμου, μια επαναστατική περίοδος που περιέλαβε και την Τουρκία, καθώς και ένας «Πόλεμος της Ανεξαρτησίας», στα 1919 – 1922. Μετά τη διαδοχή αυτών των τεράστιων ιστορικών γεγονότων ο κόσμος δεν ήταν πλέον ο ίδιος και κανείς δεν θα περίμενε από την αρχαία Αυτοκρατορία να παραμείνει αυτή μόνη στη παλιά θέση της. Η βασιλεία του Αβδούλ Χαμήτ του Β’ ήταν μια αλληλοδιαδοχή επιτυχιών και αποτυχιών, ένας αγώνας δρόμου ενάντια στον ιστορικό χρόνο και τις αλλαγές που ο καπιταλισμός επέβαλε στο παγκόσμιο στερέωμα, θα πρόσθεταν ορισμένοι.

Με τα μέτρα και τα σταθμά της εποχής, η Αυτοκρατορία δεν ήταν ακριβώς ένα αποτυχημένο κράτος. Τα κυβερνητικά έσοδα αυξήθηκαν εντυπωσιακά στα τελευταία χρόνια του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, οι συνεχείς διοικητικές μεταρρυθμίσεις ενίσχυαν τον κεντρικό κρατικό μηχανισμό και προοδευτικά αντιμετώπισαν και περιόρισαν τις εσωτερικές «αυτονομήσεις» που μάστιζαν στα προηγούμενα χρόνια την Αυτοκρατορία, οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση κυριολεκτικά άλλαξαν την Οθωμανική κοινωνία και την έκαναν να διαφέρει από Μουσουλμανικές κοινωνίες και πολιτικές οντότητες ακόμα και μεταγενέστερων εποχών. Επιπλέον η συνολική οικονομική ανάπτυξη στα ίδια αυτά χρόνια υπήρξε εμφανής.

Ενίοτε μάλιστα με ποσοτικές επιδόσεις που δεν υστερούσαν από τις αντίστοιχες άλλων Ευρωπαϊκών κρατών την επαύριο της καπιταλιστικής κρίσης του 1873. Η γεωργία στράφηκε σε εμπορευματικές καλλιέργειες και η ασθμαίνουσα βιομηχανία απέκτησαν ένα στοιχειώδες υπόβαθρο. Τέλος, ο βαρύτατος κρατικός δανεισμός που είχε δημιουργηθεί στα χρόνια του Αβδούλ Αζίζ -εξαιτίας σύντονων όσο και άτεχνων προσπαθειών «εκσυγχρονισμού»- αντιμετωπίστηκε σε κάποιο βαθμό και τα κρατικά δανειακά βάρη παρέμειναν σταθερά ή και μειώθηκαν στα χρόνια αυτά της οικονομικής επιτάχυνσης. Από την άλλη πλευρά, η Αυτοκρατορία, ανεξάρτητα από τις γενικές επιδόσεις της, περνούσε την πλέον ταπεινωτική φάση της ως τότε Ιστορίας της.

Το 1881, την επαύριο του τελευταίου έως τότε Ρωσοτουρκικού πολέμου και των συνεπακόλουθων διπλωματικών εξειδικεύσεων της Συνθήκης του Βερολίνου, στην Κωνσταντινούπολη εγκαταστάθηκε η Επιτροπή διαχείρισης του δημόσιου Χρέους, ένας διεθνής οργανισμός τον οποίο διοικούσαν οι εκπρόσωποι των δανειστών της χώρας. Ο οργανισμός αυτός κρατούσε στα χέρια του -και στα αντίστοιχα των μεγάλων κεφαλαιούχων της δυτικής Ευρώπης- βασικά οικονομικά στοιχεία του Οθωμανικού κράτους ασκώντας, με τον τρόπο αυτό, ένα είδος ιμπεριαλιστικής κηδεμονίας στην Αυτοκρατορία.

Το μονοπώλιο του αλατιού, ο φόρος του χαρτοσήμου, οι ειδικοί φόροι στο οινόπνευμα, στην αλιεία, στο μετάξι και, κυρίως, ο φόρος του καπνού πήγαιναν απευθείας στα ταμεία των δανειστών. Το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν, ο καπνός, βρισκόταν μάλιστα κάτω από τον έλεγχο της Ρεζί (Regie des Tabacs), οργανισμός πανίσχυρος που αποτελούσε ένα αυτόνομο κράτος από μόνος του. Το 1907 το 30% της συνολικής αξίας των εξαγωγών της Αυτοκρατορίας ελεγχόταν από τη διεθνή Επιτροπή και τα παραρτήματά της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν ήταν παράξενο το γεγονός ότι ακόμα και στην πλέον απόμακρη γωνιά του Οθωμανικού κόσμου υπήρχαν στο γύρισμα του αιώνα δύο πραγματικές εξουσίες.

Εκείνη της οθωμανικής κυβέρνησης της Πόλης και η αντίστοιχη των πρεσβευτών και προξένων των δυνάμεων. Οι τελευταίοι, πανταχού παρόντες, επενέβαιναν σε κάθε πτυχή της οικονομικής, της κοινωνικής, της πολιτικής ζωής της χώρας. Η πλέον αγαπημένη από τις ασχολίες τους ήταν να «διαμεσολαβούν» ανάμεσα στις επιμέρους εθνικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές ομάδες της Αυτοκρατορίας, εκβιάζοντας την κεντρική κυβέρνηση, προωθώντας τα επιμέρους συμφέροντα των χωρών τους, υπονομεύοντας τη συνοχή της και προετοιμάζοντας τη διάδοχη εποχή: την αποικιοποίηση του χώρου με τη μορφή «προτεκτοράτου» όπως είχε συμβεί στην πάλαι ποτέ Οθωμανική Αίγυπτο.

Οι «διομολογήσεις», τα πλούσια «ειδικά προνόμια» που απολάμβαναν οι υπήκοοι -και τα κεφάλαια- των ισχυρών Ευρωπαϊκών δυνάμεων στον Οθωμανικό χώρο, βρίσκονταν σε πλήρη ισχύ. Μέσα σε αυτό το αντιφατικό κλίμα οι παλαιές σταθερές που κρατούσαν τη συνοχή της Αυτοκρατορίας κατέρρεαν, οι θεσμοί ατονούσαν και η κοινωνική ρευστότητα υπαγόρευε νέες ισορροπίες. Καθώς η εποχή ήταν ταυτόχρονα εποχή καπιταλιστικής ανάπτυξης και δημοσιονομικής δυσπραγίας, νέα κέντρα ισχύος αναδεικνύονταν και αμφισβητούσαν ευθέως την κεντρική πολιτική εξουσία. Ο παρονομαστής αυτών των αντιθέσεων υπήρχε. Ο οθωμανικός κόσμος ήταν πολυπολιτισμικός, πολυεθνικός, πολυθρησκευτικός και, με λίγα λόγια, εξαιρετικά εύθραυστος.

Αρκούσαν ελάχιστα για να καταρρεύσει. Οι ανταγωνισμοί των ισχυρών κηδεμόνων αρθρώνονταν πάνω στις εσωτερικές αντιθέσεις και την εκρηκτική ρευστότητα. Σχεδόν τα πάντα προμήνυαν την καταλυτική έκρηξη. Το κόστος της έκρηξης θα το πλήρωναν οι λαοί της Αυτοκρατορίας, είτε οι «ευνοημένοι» είτε οι «καταδικασμένοι» από τις δυνάμεις. Οι τελευταίες σκέφτονταν τις δικές τους αποκλειστικά υποθέσεις – οι αντίστοιχες των κατοίκων της διαλυόμενης χώρας ελάχιστα τις ενδιέφεραν.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Οι παλαιές ισορροπίες είχαν για πολλούς αιώνες ευνοήσει μια Οθωμανική επαρχία στις βορειοανατολικές ακτές της Μικράς Ασίας, στη Μαύρη Θάλασσα. Ο Πόντος αντίκριζε το πέλαγος και ταυτόχρονα σκιαζόταν από ψηλά βουνά και δυσπρόσιτες οροσειρές. Σε γενικές γραμμές, η περιοχή ταυτιζόταν με την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, όπου κυριαρχούσαν άρχοντες Κομνηνοί, γόνοι μίας από τις πλέον επιφανείς οικογένειες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μακριά από τη Βασιλεύουσα, σε συνεχή διαμάχη με τη Μουσουλμανική ενδοχώρα και σε στενή σχέση με τα Χριστιανικά βασίλεια του Καυκάσου, τη Γεωργία ιδιαίτερα, το κράτος των Κομνηνών γνώρισε άλλοτε ημέρες δόξας και σχετικού πλούτου.

Παρ’ όλα αυτά, η κυριαρχία του δεν κράτησε παρά οκτώ μόλις χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το 1461, η Τραπεζούντα έγινε με τη σειρά της μέρος του αχανούς Οθωμανικού χώρου. Όπως συνήθιζε η εξουσία των σουλτάνων η περιοχή οργανώθηκε σε νέες βάσεις, πολλοί κάτοικοί της μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες λιγότερο πυκνοκατοικημένες περιοχές για να κλείσουν τα δημογραφικά κενά, ένα τμήμα αλλαξοπίστησε για να αναλάβει τις αναλογούσες στους πιστούς του Προφήτη κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες, η καλλιεργήσιμη γη στις παράλιες πεδιάδες και τις κοιλάδες μοιράστηκε σε τιμάρια και η ζωή άλλαξε τρόπους και ρυθμούς.

Συνηθισμένα πράγματα για εκείνους τους Υστερομεσαιωνικούς καιρούς. Ο πλούτος όμως της περιοχής βρισκόταν κάτω από τη γη και, κατά συνέπεια, έξω από τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των φεουδαρχών τιμαριούχων. Στα νότια της Τραπεζούντας, στα βουνά, υπήρχαν κοιτάσματα αργύρου (ασημιού) γνωστά από παλαιότερους χρόνους. Το κράτος των σουλτάνων, όπως και κάθε άλλο ισχυρό κράτος εκείνου του καιρού, διψούσε για πολύτιμα μέταλλα που θα μπορούσαν να κοπούν σε νόμισμα και να κινήσουν τη δημόσια και την ιδιωτική οικονομία. Το ασήμι ήταν υπερπολύτιμο αγαθό, ειδικά το 16ο αιώνα όπου οι σουλτάνοι είχαν απέναντί τους τους Αψβούργους που πλήρωναν τους στρατούς και τους στόλους τους με το άφθονο ασήμι της Αμερικής.

Η εντατική εκμετάλλευση των μεταλλείων του Πόντου ήταν ζωτική ανάγκη για την Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, διέθετε μόνο περιορισμένες πηγές αυτού του σπάνιου μετάλλου. Στον οθωμανικό όμως κόσμο οι πιστοί, οι Μουσουλμάνοι, ήταν δεμένοι με την καλλιεργήσιμη γη. Με τα «τιμάρια», τα κτήματα, που τους παραχωρούσε, σύμφωνα με το φεουδαλικό σύστημα, ο σουλτάνος για να τα καλλιεργήσουν σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών -στρατιωτικών κυρίως- που θα πρόσφεραν, όταν ερχόταν η ώρα, στον ηγεμόνα τους. Πέρα από την εκμετάλλευση της γης, τίποτε άλλο δεν άρμοζε στο δεμένο με τη σουλτανική εξουσία πιστό του Θεού.

Κατά συνέπεια, όλα τα υπόλοιπα έπρεπε να τα υλοποιήσουν οι άπιστοι, οι «ραγιάδες», εκείνοι που δεν είχαν προνομιακές σχέσεις με τον Θεό και, κατά συνέπεια, με το σουλτάνο. δεν πήγαιναν στον πόλεμο δηλαδή. Οι Χριστιανοί, λοιπόν, του Πόντου και της Μικράς Ασίας ήταν εκείνοι που θα αναλάμβαναν να βγάλουν το ασήμι από τα έγκατα της γης και να το μετατρέψουν σε νόμισμα και πλούτο για τη λειτουργία και τη δόξα της Αυτοκρατορίας. Με τα τεχνικά μέσα της εποχής η εξόρυξη του μεταλλεύματος, ο εμπλουτισμός και η επεξεργασία του, μέχρι του σημείου να αποκτηθεί καθαρό ασήμι, ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία που απαιτούσε πλήθος εργατικών χεριών και επαρκείς δεξιότητες για να πραγματοποιηθεί.

Φαίνεται πως οι σουλτάνοι επιχείρησαν σε μια πρώτη φάση να χρησιμοποιήσουν παραδοσιακές σχέσεις εργασίας για να εξασφαλίσουν το εργατικό δυναμικό των μεταλλείων. Πάροικοι των ισχυρών τιμαριούχων της παραλίας ή, το κυριότερο, πάροικοι των ισχυρών μοναστηριών στα ορεινά (η Μονή της Παναγίας Σουμελά πρωτοστάτησε σε αυτήν την πρώτη σταδιοδρομία των μεταλλείων) «εκμισθώθηκαν» από τους αφέντες τους για να δουλέψουν στα μεταλλεία. Αυτού του τύπου όμως το εργατικό δυναμικό διατίθετο σε περιορισμένους αριθμούς, ενώ το χαρακτήριζε και έντονη εποχικότητα: πολύ συχνά ο τιμαριούχος ή η μονή θεωρούσαν ότι τα εργατικά χέρια θα τους ήταν πιο χρήσιμα σε δικές τους αγροτικές ή κατασκευαστικές εργασίες.

Καθώς όμως στην αυγή του 16ου αιώνα οι λαμπροί σουλτάνοι της Κωνσταντινούπολης διψούσαν για ασημένια νομίσματα -που θα πλήρωναν τους στρατούς, τους στόλους και τα λαμπρά τους παλάτια- η αξιοποίηση των κοιτασμάτων του Πόντου ανατέθηκε προοδευτικά σε πλέον ειδικευμένο και αφιερωμένο στο στόχο του εργατικό δυναμικό. Χριστιανικοί πληθυσμοί κλήθηκαν να μετοικήσουν στην πλουτοφόρα περιοχή και να μετατραπούν σε επαγγελματίες μεταλλωρύχους. Το δέλεαρ ήταν σημαντικά προνόμια εγγυημένα από το σουλτάνο και τους τοπικούς εκπροσώπους του. Οι έποικοι πήραν τον τίτλο του «μπεϊλικτσή». Δεν ήταν δούλοι ή πάροικοι κανενός και θεωρούνταν άνθρωποι που εργάζονταν απευθείας για λογαριασμό του σουλτάνου.

Οπωσδήποτε ήταν Χριστιανοί καθώς στο θρησκευτικοκοινωνικό καταμερισμό των εργασιών στην Αυτοκρατορία οι Μουσουλμάνοι είχαν, όπως είδαμε, άλλα καθήκοντα. Και καθώς χρειάζονταν πλήθη από αυτούς η περιοχή έγινε προορισμός ευρύτατων μεταναστευτικών ρευμάτων: Χριστιανοί από τα πλησίον παράλια της Μαύρης Θάλασσας αλλά και από όλη σχεδόν τη Μικρά Ασία έσπευδαν στα όρη του Πόντου για να εργαστούν στα μεταλλεία. Τα προνόμια και οι απολαβές πολλαπλασιάζονταν και τροφοδοτούσαν με επιχειρήματα τη μετανάστευση. Η εργασία στα μεταλλεία, στα «πλυντήρια» του μεταλλεύματος ή στους φούρνους της εκκαμίνευσης κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν.

Καθώς όμως οι εγκαταστάσεις των μεταλλουργών βρίσκονταν σε μεγάλο υψόμετρο οι επιδημίες και οι πυρετοί των πεδινών και των παράλιων έπλητταν λιγότερο αυτόν το χώρο και ισοσκέλιζαν τη δημογραφική ισορροπία. Οι μεταλλουργοί, οι «μπεϊλικτσήδες» ήταν απαλλαγμένοι από τον «κεφαλικό» φόρο που πλήρωναν οι υπόλοιποι Χριστιανοί και απαλλάσσονταν από τις ευκαιριακές «αγγαρείες» και τις άλλες επιπρόσθετες επιβαρύνσεις των «ραγιά». Καθώς μάλιστα μπορούσαν, με την απόδοσή τους, να αποκτήσουν πρόσθετες αμοιβές ή προνόμια πολύ γρήγορα έγιναν ένα είδος «εκλεκτών» στον Οθωμανικό κόσμο.

Προοδευτικά, η εργασία τους απέδιδε ολοένα και περισσότερα στο Αυτοκρατορικό ταμείο και, συνακόλουθα, βελτίωνε τη δική τους θέση και ζωή στο δύσκολο Οθωμανικό στερέωμα. Το 1546 στην Τζάντζα φαίνεται πως ιδρύθηκε νομισματοκοπείο για την επιτόπια παραγωγή αργυρών νομισμάτων και στις επόμενες δεκαετίες το θησαυροφυλάκιο της Κωνσταντινούπολης έκανε τακτική μνεία στα έσοδα που πρόσφερε η περιοχή. Οι οικισμοί των «μπεϊλικτσήδων» βελτιώθηκαν και προοδευτικά, μέσα στο 16ο αιώνα, στο χώρο των εργασιών δημιουργήθηκε μια ολόκληρη πολιτεία, η Γκιουμούζ Χανέ – το σπίτι του ασημιού. Εξυπακούεται ότι, παρά το Τουρκικο-Περσικό όνομά της, η νέα αυτή πόλη ήταν Χριστιανική.

Εκκλησίες χτίστηκαν, ενορίες οργανώθηκαν και, το 1617, επανασυστάθηκε η Επισκοπή της Χαλδίας, η οποία είχε χάσει τον τίτλο και την υπόστασή της από τον καιρό που αποσαρθρώθηκε η Βυζαντινή κυριαρχία στο χώρο. Η οργάνωση των εκκλησιαστικών αρχών περιόρισε -σε δημοκρατικότερη βάση- την επικυριαρχία των μοναστηριών και η εκκλησιαστική δομή άρχισε να εκπροσωπεί συμφέροντα των μεταλλουργών και της κοινωνίας παρά τα στενά -φεουδαλικά- συμφέροντα των μοναστηριακών ηγουμένων. Η προνομιακή θέση των μεταλλουργών δεν αποκτήθηκε χωρίς προστριβές, στο τοπικό επίπεδο.

Οι τοπικοί άρχοντες -οι μεγάλοι τιμαριούχοι των παραλιακών πεδιάδων του Πόντου, οι μπέηδες- αντιδρούσαν στους νέους ισχυρούς της μεταλλευτικής δραστηριότητας που, επιπλέον, ετύγχανε να είναι «άπιστοι». Μερικές φορές η σύγκρουση έπαιρνε αιματηρό χαρακτήρα, όπως το 1722 όταν δολοφονήθηκε ο Ουστάμπασης Ιωάννης Σαρακίτης. Η κεντρική διοίκηση της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε να επέμβει πολλές φορές για να αποκαταστήσει την τάξη και τις ισορροπίες, συνήθως σε όφελος των μεταλλουργών. Προοδευτικά δημιουργήθηκε ένα ειδικό καθεστώς διοίκησης στην περιοχή όπου ο εκπρόσωπος του σουλτάνου, ο Maden Emini (τοποτηρητής των μεταλλείων), ήταν ο ουσιαστικός κυβερνήτης της αργυροφόρου ζώνης.

Γύρω από αυτόν δημιουργήθηκε ένα άτυπο συμβούλιο ισχυρών αρχόντων, οι Madenci Usta Basi (οι Ουσταμπασήδες στη Ελληνική απόδοση του όρου). Επρόκειτο για τους αρχιμεταλλουργούς, οι οποίοι διηύθυναν είτε τις εργασίες της εξόρυξης του μεταλλεύματος είτε τις αντίστοιχες της επεξεργασίας και του καθαρισμού του. Στο σύνολό τους οι τελευταίοι ήταν Χριστιανοί. Το 16ο, το 17ο και το 18ο αιώνα αυτοί έγιναν οι πλέον σημαντικοί άρχοντες του Πόντου καθώς δεν στερούνταν ούτε πλούτου ούτε πολιτικής ισχύος. Οι αντιπροσωπείες που έστελναν ενίοτε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσουν είτε προστασία είτε πρόσθετα προνόμια πετύχαιναν, κατά κανόνα, τους στόχους τους – το ασήμι ήταν ακαταμάχητο επιχείρημα.

Το συμβούλιο των Ουσταμπασί θύμιζε στη λειτουργία και την ισχύ του τις σύγχρονες με αυτό Ιταλικές «δημοκρατίες», τη Βενετία για παράδειγμα, όπου οι πλούσιοι έμποροι μοιράζονταν τις ευθύνες της διακυβέρνησης της πόλης τους. Πραγματικά, οι εξουσίες τους δεν περιορίζονταν στα τεχνικά ζητήματα που σχετίζονταν με την εξόρυξη και την επεξεργασία του μεταλλεύματος. Συντόνιζαν καταρχήν έναν ευρύτερο οικονομικό χώρο από όπου και αντλούσαν ξυλεία για τις κατασκευές, καύσιμη ύλη, εργατικά χέρια για τις βοηθητικές εργασίες και τις μεταφορές, υποζύγια και άμαξες, υλικά οικοδόμησης, τρόφιμα για τις πολυάνθρωπες κοινότητες των μεταλλουργών και όλα όσα ήταν αναγκαία.

Επιπλέον, πέρα από τις μεταφορές, ήταν υποχρεωμένοι να συντονίζουν εκτεταμένα δίκτυα εμπορίου, είτε για το ίδιο το προϊόν των μεταλλείων τους είτε για όλα όσα ήταν απαραίτητα για τη ζωή της πόλης και της επαρχίας τους. Η πρωτεύουσα των Ουσταμπασήδων και ισχυρό κέντρο της τεχνικής και της οικονομικής εξουσίας τους ήταν η Γκιουμούζ Χανέ, «το σπίτι του ασημιού», η Αργυρούπολη. Για την ακρίβεια, το τελευταίο της όνομα, με το οποίο και καταγράφηκε στην Ιστορία του Ελληνισμού του Πόντου, ήταν μια πολύ καθυστερημένη κατασκευή. Πρωτοακούστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, ίσως γύρω στο 1850, όταν η πνευματική ζωή των Ελλήνων κατοίκων της αναπτύχθηκε σε σημείο ώστε να βρίσκει ενοχλητικές τις προηγούμενες ονομασίες της πόλης.

Προγενέστερα οι Χριστιανοί Ελληνόφωνοι κάτοικοί της την ονόμαζαν απλώς Καν και τους κατοίκους της Κανέτες. Η πόλη βρισκόταν στο κέντρο της μεταλλευτικής περιοχής, ψηλά πάνω στα βουνά του Πόντου, σε υψόμετρο περίπου 1.500 μέτρων. Από τη θέση της δέσποζε της πεδιάδας της Τραπεζούντας και των παραλίων που βρίσκονταν σε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα απόσταση. Η πόλη πολύ γρήγορα γιγαντώθηκε για τα μέτρα του τόπου και της εποχής. Ξεπέρασε γρήγορα τις 30.000 και στη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα λέγεται ότι έφθασε τις 60.000.

Συγκριτικά οι μεγαλύτερες πόλεις της εποχής αυτής αριθμούσαν μόλις 5.000 έως 15.000 κατοίκους (π.χ. Πάτρα 15.000, Αθήνα 10.000 κ.λπ.) και μόνο πρωτεύουσες όπως η Κωνσταντινούπολη ή περιφερειακές μητροπόλεις όπως η Θεσσαλονίκη έφθαναν ή ξεπερνούσαν τέτοιους αριθμούς κατοίκων. Η ιδιαιτερότητα της Γκιουμούζ Χανέ (Αργυρούπολης) ήταν ο «βιομηχανικός» χαρακτήρας της. Πέρα από τους ασχολουμένους με την εξόρυξη και τις υποστηρικτικές σε αυτήν εργασίες δραστηριοποιούνταν εδώ τεχνίτες αργυροχοΐας και νομισματοκόποι με υψηλές προδιαγραφές στην τέχνη τους και ιδιαίτερα προχωρημένες δεξιότητες.

Η παραδοσιακή πρωτεύουσα του Πόντου, η Τραπεζούντα, επωφελήθηκε έμμεσα από τη μεταλλευτική δραστηριότητα των ορεινών. Πόλη εξαιρετικά πλούσια και ισχυρή στο παρελθόν, πρωτεύουσα της ομώνυμης Αυτοκρατορίας των Κομνηνών (1204 – 1461), σταθμός στο «δρόμο του μεταξιού», εμπορικό κέντρο των Ιταλικών πόλεων Γένοβας και Βενετίας με οικονομικά πλέγματα που απλώνονταν στον Καύκασο, στην Κεντρική Ασία αλλά και την Κιλικία, πνευματικό κέντρο, η πόλη είχε βαρύ παρελθόν έτσι ώστε να μην κινδυνέψει να επισκιαστεί από τη νεόκοπη δραστηριότητα των ορεινών. Σε τελευταία ανάλυση η Τραπεζούντα ήταν λιμάνι και διοικητικό κέντρο.

Και τα δύο αυτά ήταν απαραίτητα στην επικοινωνία της ορεινής Γκιουμούζ Χανέ με τον έξω κόσμο. Έχοντας διατηρήσει σε μεγάλο ποσοστό το χριστιανικό χαρακτήρα της, εξαιτίας των ναυτικών και εμπορικών της δραστηριοτήτων, υπήρξε ταυτόχρονα κέντρο ισχυρών μπεηρλεμπέηδων (Beylerbey), τοπικών Οθωμανών αξιωματούχων σε στενή σύνδεση με την Κωνσταντινούπολη και τα ανάκτορα των σουλτάνων. Ήταν η γενέτειρα πόλη του Σουλεϊμάν του Α’ του Μεγαλοπρεπή (1495). Καθώς ο Πόντος ήταν πολυάνθρωπη επαρχία και στην Τραπεζούντα συγκεντρώνονταν οι πολεμικές φυλές των ορεινών και του εσωτερικού, η πόλη υπήρξε σημαντικό στρατολογικό κέντρο -όπως και στη Βυζαντινή εποχή- και τροφοδοτούσε με αξιόμαχους στρατιώτες την Υψηλή Πύλη.

Σε αυτές τις δύο πόλεις, την Γκιουμούζ Χανέ και την Τραπεζούντα, οι άρχοντες του ασημιού εγκατέστησαν τη δύναμή τους. Η τελευταία αποτυπώθηκε στην πνευματική ζωή των δύο αστικών κέντρων. Το 1682 κιόλας ο Σεβαστός Κομινήτης ίδρυσε το «Φροντιστήριο Τραπεζούντος», σημαντικό εκπαιδευτικό ίδρυμα που μετεξελίχθηκε σε ονομαστό γυμνάσιο στους μετέπειτα αιώνες. Λίγα χρόνια αργότερα, η Γκιουμούζ Χανέ – Αργυρούπολη απέκτησε και αυτή ισάξιο, ως προς την ποιότητα και τη δόξα, εκπαιδευτήριο, το «Φροντιστήριον Αργυρουπόλεως» όπως αργότερα ονομάστηκε.

Η εξέλιξη των δύο ιδρυμάτων μέχρι τον καταιγιστικό σε αλλαγές 19ο αιώνα δεν υπήρξε φυσικά γραμμική και συνεχώς προοδευτική. Ισχυρές διαμάχες, ανάμεσα κυρίως σε εκκλησιαστικούς κύκλους, προκάλεσαν κραδασμούς στη λειτουργία τους χωρίς όμως να διακόψουν τη συνέχειά της. Στον εκκλησιαστικό τομέα, μέσα από τον οποίο, όπως είδαμε, εκφραζόταν και η πολιτική ισχύς των πλούσιων μεταλλουργών – Ουσταμπασί, οι εξελίξεις υπήρξαν επίσης σημαντικές. Όσο η γη του Πόντου έδινε το κλεισμένο στα σπλάχνα της ασήμι, ετούτοι οι «άπιστοι» -για το Οθωμανικό καθεστώς- ισχυροί όμως άρχοντες επένδυαν την πολιτική και την κοινωνική τους προβολή μέσα από την Εκκλησία.

Τα μοναστήρια του Πόντου απέκτησαν ασύγκριτη ακτινοβολία, οικονομική και πνευματική επιφάνεια μέσα από αυτήν τη μακρόχρονη και πλουτοφόρα σχέση. Η Εκκλησία της Χαλδίας -όπως ονομαζόταν στη Βυζαντινή περίοδο το Θέμα της περιοχής του Πόντου- γνώρισε εξαιρετικά γρήγορη ανάπτυξη και ουσιαστικά κυριάρχησε στην εκκλησιαστική ιεραρχία στο Μικρασιατικό χώρο, επηρεάζοντας σε σημαντικό βαθμό το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Η ισχυρή δυναμική προκάλεσε ενδοεκκλησιαστικές συγκρούσεις, ειδικά όταν ομάδες μεταλλουργών εγκαθίσταντο σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής ενδοχώρας για να αξιοποιήσουν νέα κοιτάσματα μεταλλευμάτων.

Οι εποικισμοί αυτοί κρατούσαν τους στενούς δεσμούς τους με τη Μητρόπολη της Χαλδίας αγνοώντας τις τοπικές αντίστοιχες. Αυτός ο εκκλησιαστικός «ιμπεριαλισμός» -εάν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι- προκάλεσε διαδοχικές συγκρούσεις με άλλες Μητροπόλεις, της Θεοδοσιούπολης (Ερζουρούμ), της Νεοκαισάρειας (Νικσάρ) ή του Ντιγιαρμπεκίρ. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης χρειάστηκε να παρέμβει και αυτό με τη σειρά του για να περιορίσει τις προστριβές ανάμεσα στους άρχοντες της Εκκλησίας. Η τελευταία είχε και αυτή ανάγκη το ασήμι του Πόντου.

Ο ΜΑΚΡΥΣ 19ος ΑΙΩΝΑΣ 

Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, καθώς διαμορφωνόταν ο σύγχρονος κόσμος, μια σειρά από γεγονότα ανέτρεψαν τις σταθερές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και ταυτόχρονα μετέβαλαν τους όρους ζωής των Ελληνο-ορθόδοξων κατοίκων του Πόντου. Η πρώτη εξέλιξη που θα αποδεικνυόταν καταλυτική στο μέλλον, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, δεν προκάλεσε, στον καιρό της, ιδιαίτερη κινητικότητα στην περιοχή. Επρόκειτο φυσικά για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, τον μακρόχρονο Αγώνα της Ανεξαρτησίας και, τελικά, τη συγκρότηση του μικρού Ελληνικού κράτους στα 1830. Εκείνο που φαίνεται ότι επηρέασε περισσότερο τη ζωή των Χριστιανών του Πόντου ήταν η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με τη Ρωσία στα 1828 – 1829.

Η οποία προσέδωσε κύρος στη βόρεια ομόδοξη δύναμη και νέες δυνατότητες μετανάστευσης στους πάντοτε έτοιμους για μισεμό Χριστιανούς του Πόντου. Άλλα λιγότερο επιφανή γεγονότα επρόκειτο να αλλάξουν, επίσης, την τύχη των Ελλήνων του Πόντου. Με βασανιστικό και απροσδιόριστο τρόπο η Οθωμανική εξουσία άλλαζε εποχή. Στα 1793, στον απόηχο της Γαλλικής Επανάστασης, η γοητευμένη από τις εξελίξεις στην Ευρώπη Αυτοκρατορική ελίτ της Πόλης κήρυξε τη Nizam-i cedid, τη Νέα Τάξη, στη θέση της παλαιάς, της Nizam-i Alem. Στο νόημα η διακήρυξη ήταν απόλυτα αντίστοιχη με το Nouveau Regime (Νέο Καθεστώς) των επαναστατών του Παρισιού, στη θέση του Ancien Regime (Παλαιό Καθεστώς) που πέθαινε – ενίοτε στη λαιμητόμο.

Η Κωνσταντινούπολη, όμως, δεν ήταν Παρίσι και οι ομόηχες διακηρύξεις έπαιρναν εδώ περίπλοκα νοήματα και σημασίες. Γεγονός πάντως ήταν ότι μεγάλοι σουλτάνοι, όπως ο Σελίμ ο Γ’ ή ο Μαχμούτ ο Β’, έδειχναν να θέλουν να αλλάξουν πολλά πράγματα στο κράτος τους – όπως νωρίτερα ο Μεγάλος Πέτρος στη γειτονική και απειλητική Ρωσία. Στο 19ο αιώνα οι προθέσεις των ηγεμόνων και της «φωτισμένης» ελίτ που τους περιέβαλε κατέληξαν σε ένα κύμα αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που ονομάστηκε Τανζιμάτ (Αναδιοργάνωση). Με γενικά παραδεκτή ως εναρκτήρια ημερομηνία το διάταγμα της 2ας Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπτούλ Μεσίντ Α’.

Οι μεταρρυθμίσεις μετέβαλαν το πλέγμα των σχέσεων -δικαιωμάτων και υποχρεώσεων- που ως τότε χώριζαν τους λαούς της Αυτοκρατορίας σε κατηγορίες καθηκόντων και ταυτόχρονα κρατούσαν -με τον τρόπο που κρατούσαν- το οικοδόμημα στη θέση του. Ένα δεύτερο σουλτανικό διάταγμα, στα 1856, γνωστό ως Χατί Χουμαγιούν, συμπλήρωσε το πρώτο και αποτέλεσε το συνταγματικό χάρτη πάνω στον οποίο θα εγγράφονταν οι νέες σχέσεις μεταξύ της Αυτοκρατορικής εξουσίας και των υπηκόων της, όλων μαζί, με μικρές διακρίσεις πλέον αναμεταξύ τους. Συνοπτικά το περιεχόμενο των διαταγμάτων που επιχείρησαν να αλλάξουν το χρονισμό του Οθωμανικού κόσμου.

Ήταν πολύ απλό και απόλυτα αντίστοιχο με παρόμοια κείμενα που προηγήθηκαν σε όλα σχεδόν τα κράτη της δυτικής Ευρώπης στην αυγή της καπιταλιστικής λειτουργίας του κόσμου. Δικαίωμα στην ιδιωτική περιουσία και ισότητα, απέναντι στην πολιτική εξουσία και το νόμο, όλων των κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ανεξάρτητα από τη φυλή και τη θρησκεία στην οποία ανήκαν και τη γλώσσα την οποία μιλούσαν. Η εφαρμογή, όμως, αυτών των πολύ απλών πραγμάτων συνάντησε την ίδια αντίφαση στην οποία σκοντάφτουν όλες οι «από τα πάνω» επαναστάσεις. Η υλοποίηση των όσων αποφάσισε η κεντρική διοίκηση μεταφερόταν στους επιμέρους αυτόνομους χώρους που η ίδια αυτή διοίκηση δημιουργούσε με τις μεταρρυθμιστικές αποφάσεις της.

Δεν ήταν οπωσδήποτε αυτονόητο ότι η επιθυμίες της πρώτης ήταν ταυτόχρονα και ταυτόσημα οι επιθυμίες των δεύτερων. Για την ακρίβεια, συνήθως, μεγάλη απόσταση χώριζε τις μεν από τις δε. Για τους Ελληνορθόδοξους κατοίκους του Πόντου, αυτά τα μεγάλα γεγονότα εξελίχθηκαν σε μια κρίσιμη γι’ αυτούς εποχή. Σε ένα πρώτο επίπεδο, το αγαθό που τους είχε στο παρελθόν εξασφαλίσει πλούτο και προνόμια έκλεινε τον κύκλο του. Οι 7 τόνοι ασημιού που στέλνονταν, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Εβλιγιά Τσελεμπή, κάθε χρόνο στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο γύρω στο 1644 ανήκαν στο παρελθόν, όπως και οι μικρότερες ποσότητες των 4 – 5 τόνων που παράγονταν στο 18ο ή ακόμα και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Το πολύτιμο μέταλλο εξαντλούνταν στην περιοχή του Πόντου και συνεπακόλουθα το κόστος της εξόρυξής του γινόταν απαγορευτικό και τα κέρδη εκμηδενίζονταν. Στα 1890 περίπου η εξόρυξη μεταλλευμάτων αργύρου διακόπηκε εντελώς και παρόμοια τύχη είχαν οι γειτονικές εκμεταλλεύσεις αλκούχων κοιτασμάτων. Τη φθίνουσα πορεία της πρώτης ύλης ακολούθησαν όλες οι δραστηριότητες επεξεργασίας και μεταποίησης που είχαν οικοδομηθεί γύρω από αυτήν. Την εποχή εκείνη το κόστος των μεταφορών ήταν υπερβολικά μεγάλο και ήταν αδύνατο να τροφοδοτηθούν τα κέντρα επεξεργασίας με πρώτη ύλη που θα ερχόταν από απόσταση μεγαλύτερη των λίγων δεκάδων χιλιομέτρων.

Η προοδευτική μείωση της παραγωγής και της συνακόλουθης επεξεργασίας ενίσχυσε την κινητικότητα των Χριστιανών κατοίκων του Πόντου. Η μετοίκησή τους σε άλλες περιοχές δεν ήταν κάτι το καινούργιο ούτε το κάτι το ασυνήθιστο για την ειδικότητά τους. Πραγματικά οι μεταλλωρύχοι καλούνταν σε οποιοδήποτε σημείο ανακαλύπτονταν κοιτάσματα, είτε ασημιού είτε άλλων μετάλλων. Εκεί έστηναν νέους συνοικισμούς, εργοτάξια και εργαστήρια, μικρές αναπαραγωγές της αρχικής Αργυρούπολης. Ο χαλκός και η στύψη βρέθηκαν επίσης μέσα στα ενδιαφέροντα των ειδικευμένων αυτών εργατών. Η Τοκάτη του Πόντου αποτέλεσε για ένα διάστημα το κέντρο της εξόρυξης και επεξεργασίας χαλκού, περίπου με τον τρόπο που η Αργυρούπολη κτίστηκε στο ασήμι.

Ήταν και εδώ μια βραχύβια δόξα. Γύρω στα 1870 ο χαλκός τελείωσε και οι φημισμένοι χαλκουργοί έφυγαν για την Κωνσταντινούπολη, όπου τα εργαστήριά τους δημιούργησαν μια μικρή συνοικία. Σε πολλά ορυχεία, στο Ακντάγ, στο Σιμ, στο Κεσκίν, δημιουργήθηκαν αληθινές αποικίες από εργάτες και τεχνίτες από τον Πόντο. Όπως νωρίτερα είδαμε, αυτές οι «μεταλλουργικές» εποικίσεις προκαλούσαν εκκλησιαστικά προβλήματα, καθώς οι έποικοι διατηρούσαν την υπαγωγή τους στη μητρική εκκλησία του Πόντου – της Χαλδίας- δημιουργώντας γύρω της ένα πλέγμα που απλωνόταν σε ζώνες που δεν της ανήκαν διοικητικά.

Δεν ήταν το μοναδικό πρόβλημα που γεννιόταν από αυτούς τους εποικισμούς. ως την εποχή του Χατί Χουμαγιούν, οι έποικοι μετέφεραν μαζί τους και διατηρούσαν τα προνόμια με τα οποία τους είχε ευνοήσει η Αυτοκρατορική εξουσία. Αυτό δεν ήταν το καλύτερο διαβατήριο για τις τοπικές ισορροπίες στις περιοχές της εγκατάστασής τους. Οι προστριβές με τους γύρω πληθυσμούς ή με τους προγενέστερους εκμεταλλευτές των κοιτασμάτων που εργάζονταν με διαφορετικούς τρόπους και μεθόδους -ενοικίαση δουλοπάροικων ή εργολαβικές εκμεταλλεύσεις, για παράδειγμα- ήταν φυσιολογικές, αν και ενίοτε εξαιρετικά βίαιες.

Στην περίπτωση, μάλιστα, που οι αντίζηλοι τύγχαναν να είναι Μουσουλμάνοι, όπως Κούρδοι στην περιοχή του Ντιγιαρμπεκίρ, όπου επίσης μετανάστευσαν Πόντιοι Χριστιανοί τεχνίτες, οι διαμάχες εύκολα έπαιρναν τη μορφή σύρραξης. Για την οικονομική ελίτ της Χαλδίας -του Πόντου-, καθώς επίσης για τα εκκλησιαστικά ή κοινοτικά ιδρύματα που έκφραζαν πολιτικά και πνευματικά την ισχύ της, οι κοινότητες των εποίκων ήταν μια νέα και πλούσια πηγή εσόδων που ισοσκέλιζε με το παραπάνω τις απώλειες που προκαλούσε η εξάντληση των μεταλλείων της Αργυρούπολης. Με τη σειρά της αυτή η επιτυχία οδήγησε σε πιο περίπλοκες καταστάσεις.

Στο πρώτο τουλάχιστον μισό του 19ου αιώνα οι μεταλλωρύχοι και μεταλλουργοί του Πόντου σχεδόν αναζητούσαν -με τη θέρμη των εξερευνητών κοιτασμάτων χρυσού την ίδια πάνω-κάτω εποχή στις μακρινές ΗΠΑ- νέα κοιτάσματα για εκμετάλλευση. Η δίψα τους για νέες πηγές μετάλλων, στη θέση αυτών που εξαντλούνταν στην ιδιαιτερή τους πατρίδα, τους οδήγησε ακόμα και έξω από τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Μετά το Ρωσοθωμανικό Πόλεμο του 1828 – 1829, η μετανάστευση των Ελλήνων του Πόντου απλώθηκε στη νότια Ρωσία, αρχικά με τις ίδιες δεξιότητες και ασχολίες που είχαν εξασφαλίσει την επιτυχία τους στο Οθωμανικό περιβάλλον.

Μέσα σε λίγα χρόνια πολλές δεκάδες χιλιάδες Χριστιανοί του Πόντου πήραν το δρόμο της Ρωσίας δημιουργώντας εμπορικές, πολιτιστικές, οικονομικές και πολιτικές γέφυρες ανάμεσα στις όχθες της Μαύρης Θάλασσας. Προοδευτικά και γρήγορα, εξαιτίας ακριβώς αυτών των εξελίξεων, το φάσμα των δραστηριοτήτων άλλαζε στη νέα εποχή. Το εμπόριο, η ναυτιλία, οι βιομηχανικές δραστηριότητες και οι νέες τραπεζικές λειτουργίες που έφερνε σιγά σιγά η νέα εποχή βρήκαν τους Χριστιανούς του Πόντου σε φάση κινητικότητας και αναζήτησης. Σχεδόν αυτονόητα ρίχθηκαν στα νέα πεδία επένδυσης και απασχόλησης.

Οι δραστηριότητες αυτές ήταν «αστικές», προαπαιτούσαν δηλαδή γραμματικές γνώσεις και συνακόλουθα εκπαιδευτικό σύστημα, πολύ πιο προχωρημένο σε σχέση με ό,τι προϋπήρχε στο παρελθόν. Προς τα μέσα του 19ου αιώνα στον τομέα αυτό μπορούμε να μιλήσουμε για έκρηξη στις ελληνορθόδοξες κοινότητες του Πόντου. Οικονομική έκρηξη, εκπαιδευτική έκρηξη, πνευματική έκρηξη. Ήδη οι παλιές δεξιότητες της μεταλλουργίας φαίνονταν μακρινές και αναντίστοιχες με τις ευκαιρίες που δημιουργούσε η νέα εποχή. Η συγκυρία αποδείχθηκε απίστευτα ευνοϊκή. Ακριβώς τον καιρό που οι ελληνορθόδοξες κοινότητες του Πόντου διεύρυναν δυναμικά το φάσμα των δραστηριοτήτων τους, το Τανζιμάτ και το Χατί Χουμαγιούν τούς έδωσε νέες δυνατότητες.

Στην ουσία, οι μεταβολές δεν ήταν κάτι το πολύ απλό. Η νέα συνταγματική τάξη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έδωσε το τελικό χτύπημα στα παλαιά προνόμια τα οποία απολάμβαναν οι «ουσταμπασί» και οι «μπεϊλικτσή» με βάση την πολύτιμη εργασία που πρόσφεραν. Αυτό όμως δεν είχε πλέον καμία σημασία – έτσι κι αλλιώς η εποχή του ασημιού είχε τελειώσει για τον Πόντο. Αντίθετα, το δικαίωμα στην περιουσία, στη συσσώρευση και την ελεύθερη επένδυση του κεφαλαίου, όπως και το δικαίωμα των κοινοτήτων να καθορίζουν αυτόνομα την εκπαιδευτική και κοινωνική πολιτική τους, ήταν ακριβώς αυτά που χρειαζόταν πλέον η Χριστιανική κοινωνία της περιοχής.

Με τον τρόπο αυτό στην περιοχή του Πόντου επικράτησε το παράδοξο. Την εποχή που στέρευαν τα πλουτοφόρα κοιτάσματα των πολύτιμων μετάλλων, που παρήκμαζαν οι παλαιές δεξιότητες και απασχολήσεις και που ακυρώνονταν τα προνόμια, στη βάση των οποίων ο Ποντιακός Ελληνισμός είχε οικοδομήσει την ισχύ του, τότε ξεκίνησε στην ουσία η ξέφρενη ανάπτυξη των Χριστιανικών κοινοτήτων της περιοχής. Οι νέες πολιτείες δεν είχαν πλέον τη θέση τους στα βουνά, η θάλασσα, οι παραλίες ήταν πλέον το γεωγραφικό πλαίσιο των νέων αναζητήσεων. Η Σινώπη, η Οινόη, η Κερασούντα, τα Σούρμενα και φυσικά η πάντοτε σπουδαία Τραπεζούντα πήραν τη σκυτάλη από την ορεινή Αργυρούπολη, που σιγά σιγά έχανε ταυτόχρονα τον πληθυσμό και την Ελληνική της εικόνα.

Οι ευκαιρίες προκάλεσαν δημογραφικές εξελίξεις. Ας μην ξεχνούμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή των μεγάλων εποικισμών και των πρωτοφανών μετακινήσεων πληθυσμών. Από την ύπαιθρο στις πόλεις, από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, από την Ελλάδα σε κάθε σημείο του ορίζοντα – ιδιαίτερα του ανατολικού. Οι ναυτιλιακές δραστηριότητες, οι ναυπηγήσεις και η αρματωσιά των πλοίων προσείλκυσαν στις ακτές του Πόντου ειδικευμένους ναυτικούς και ναυπηγούς από τα νησιά του Αιγαίου. Τα μέγαρα των αρχόντων του ασημιού τα διαδέχθηκαν τα ακόμα πιο λαμπρά των πλούσιων εμπόρων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών που χρηματοδοτούσαν τις νέες πρωτοβουλίες.

Με άξονα τις παραλιακές πόλεις, ο πληθυσμός του Πόντου αυξήθηκε κατακόρυφα και η περιοχή έγινε μια από τις πλέον πυκνοκατοικημένες της Μικρασιατικής χερσονήσου. Στον τομέα αυτό η σύγκριση μπορούσε να γίνει μόνο με τις βορειοδυτικές ζώνες της ίδιας περιοχής. Εάν θεωρήσουμε τον Πόντο σε μια ευρύτερη της διοικητικής έκτασή του, τότε υπολογίζουμε ότι περιλάμβανε ίσως δύο εκατομμύρια κατοίκους στην πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα. Από αυτούς οι 450.000 ήσαν Ελληνορθόδοξοι ή Έλληνες (η μόνη διαφορά βρισκόταν πλέον στο βαθμό πολιτικής – εθνικής συνείδησης) -ποσοστό 22%- και οι 150.000 Αρμένιοι- ποσοστό 7% περίπου.

Οι μετακινήσεις πληθυσμού ήταν συνεχείς και γενικεύθηκαν μετά το νέο Ρωσοθωμανικό Πόλεμο του 1877 – 1878. Η Ρωσία πλέον «άγγιζε» την περιοχή του Πόντου και καθώς σε αυτήν υπήρχαν ήδη από το παρελθόν ισχυρές κοινότητες Ελληνορθόδοξων Ποντίων, οι σχέσεις, τα δίκτυα συναλλαγών γνώρισαν νέα άνθηση. Στο κάτω κάτω η ευρύτερη ζώνη του Καυκάσου ήταν ένα πεδίο ευκαιριών. Οι γύρω από το πετρέλαιο δραστηριότητες, την ίδια αυτή περίοδο, προσείλκυσαν μεγάλους αριθμούς νέων εποίκων. Ανάμεσα στους τελευταίους, οι Έλληνες του Πόντου αποτέλεσαν πρωταγωνιστική ομάδα.

Μερικοί Τούρκοι ιστορικοί συνέκριναν τα όσα συνέβησαν μετά τον πόλεμο του 1877 – 1878 και την ανάδειξη της Ρωσίας σε κυρίαρχη δύναμη στη Μαύρη Θάλασσα, με την επαύριο της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή στα 1774 που έδωσε το Ρωσικό εμπόριο στα χέρια των Χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου. Ίσως και να έχουν δίκιο. Όπως σε άλλες περιοχές οι Έλληνες μέτοικοι χρησιμοποίησαν την εξάπλωση του δυτικοευρωπαϊκού -και κυρίως Βρετανικού κεφαλαίου- για την προώθηση των δικών τους οικονομικών δραστηριοτήτων, έτσι και στις ακτές του Πόντου η Ρωσική παρουσία και διείσδυση ωφέλησε ποικιλότροπα τους Χριστιανικούς πληθυσμούς, Έλληνες και Αρμένιους, σε αυτή τη γωνιά της Αυτοκρατορίας.

Οι Ρώσοι εξάλλου επένδυαν οικονομικά και πολιτικά στον Καύκασο. Η σιδηροδρομική γραμμή από το Πότι στην Τιφλίδα άνοιξε το δρόμο για εμπόριο και δραστηριότητες με τον αχανή χώρο της κεντρικής Ασίας. Οι Χριστιανοί του Πόντου βρίσκονταν εκεί για να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες. Η μεγάλη αδυναμία των Χριστιανικών πληθυσμών του Πόντου ήσαν οι σχέσεις τους με τους Μουσουλμάνους συντοπίτες τους. Η ρήξη άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα ορατή από τον τελευταίο Ρωσοθωμανικό Πόλεμο και μετά. Για ένα μεγάλο μέρος του Μουσουλμανικού πληθυσμού, τα φτωχά αγροτικά στρώματα αλλά και για σημαντικό μέρος των Οθωμανικών ελίτ, οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ και η πορεία των πραγμάτων στο 19ο αιώνα ευνοούσαν οποιονδήποτε άλλον εκτός από τους Τούρκους της Αυτοκρατορίας.

Η περίπτωση του Πόντου μπορεί ίσως να μας εξηγήσει το πώς δημιουργήθηκε αυτό το αίσθημα το οποίο, μέσα από τη βαθιά πικρία, προοδευτικά έχτιζε τις προϋποθέσεις για έναν Τουρκικό εθνικισμό. Οι Μουσουλμάνοι, αγρότες στη συντριπτική τους πλειονότητα, διατήρησαν, ακόμα και σε αυτή τη φάση του Τανζιμάτ, ένα αμφιλεγόμενο «προνόμιο». Στρατεύονταν και πήγαιναν στον πόλεμο. Έτσι έγινε και στα 1877 – 1878. Οι Μουσουλμάνοι αγρότες της Ανατολίας πολέμησαν σκληρά στα Βαλκάνια, στις διαβάσεις του Καυκάσου, στα όρη και τις πεδιάδες της Ανατολίας. Πέθαναν εκεί κατά δεκάδες χιλιάδες. Ο Οθωμανικός στρατός αυτής της περιόδου -ως και τον Α’ Π. Π.- ήταν διάσημος για τις απώλειες που είχε έξω και μακριά από τα πεδία των μαχών.

Η ανύπαρκτη επιμελητεία, η επίσης ανύπαρκτη υγειονομική υπηρεσία, η κακή διατροφή, οι άθλιες συνθήκες στρατοπεδείας προκαλούσαν εκατόμβες θυμάτων ερήμην του εχθρού σε πόλεμο, αλλά και σε ειρήνη. Η στράτευση θεωρείτο ένα είδος θανατικής καταδίκης και μόνο πολύ γεροί οργανισμοί ζούσαν αρκετά ώστε να επιστρέψουν στα χωριά και τις αγροτικές εργασίες τους. Όσοι όμως επέστρεφαν από την κόλαση του στρατού και του πολέμου ανακάλυπταν, προφανώς με κάποια δόση απογοήτευσης, ότι, ανεξάρτητα από τις δικές τους θυσίες και την όποια έκβαση του πολέμου, άλλοι είχαν επωφεληθεί από αυτόν.

Οι Χριστιανοί, Ελληνορθόδοξοι ή Αρμένιοι, αφενός δεν είχαν πάει να πολεμήσουν για την κοινή -στο πλαίσιο του Τανζιμάτ- πατρίδα, αλλά και εκμεταλλεύονταν τις νέες ευκαιρίες σε συνεργασία με τον εχθρό – τους Ρώσους στην εδώ περίπτωση. Εργάζονταν στις εταιρίες των τελευταίων, έκαναν εμπόριο μαζί τους, χρηματοδοτούσαν τις εξορμήσεις τους στις παραγωγικές πηγές της ενδοχώρας. Είχαν φυσικά χάσει τα παλαιά τους προνόμια, όπως τα εκχωρούσε άλλοτε η Πύλη, αλλά απολάμβαναν την προστασία των προξένων, που όπως είδαμε στις προηγούμενες σελίδες αποτελούσαν αληθινή παράλληλη εξουσία σε αυτήν την τελευταία φάση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Πολλές φορές τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ήταν άνισα διαμοιρασμένες: Οι διομολογήσεις περιλάμβαναν συχνά και όσους εργάζονταν για λογαριασμό των ισχυρών Ευρωπαϊκών δυνάμεων και αυτοί ήσαν βασικά Χριστιανοί της Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμιοί και οι Αρμένιοι ενίσχυαν τη θέση τους παρά τους μικρούς αριθμούς τους. Οι οικονομικές και πνευματικές ελίτ που δημιουργούσαν τα σχολεία τους ενισχύονταν ακόμα περισσότερο με την ίδρυση ξένων σχολείων, όπου διδάσκονταν ξένες γλώσσες και στην ουσία προετοιμάζονταν στελέχη για τις αυριανές καπιταλιστικές επιχειρήσεις του Οθωμανικού χώρου. Μεγαλοπρεπή εκπαιδευτικά ιδρύματα ξεπηδούσαν από το πουθενά στο πουθενά.

Το λαμπρό συγκρότημα του Κολεγίου «Ανατόλια» στη Μερζιφούντα του Πόντου (πρόγονος του σημερινού «Ανατόλια» της Θεσσαλονίκης) αποτελεί ίσως το πλέον εύγλωττο παράδειγμα για το τι σήμαινε εκπαίδευση για τους Χριστιανούς αστούς του Πόντου και το πόσα επένδυαν οι δυτικοί -ακόμα και οι Αμερικανοί- πάνω σε αυτούς. Η κατάσταση που διαμορφωνόταν στο περιθώριο των μεταρρυθμίσεων είχε αναστατώσει τους ντόποιους Μουσουλμανικούς πληθυσμούς και είχε ανησυχήσει την Οθωμανική κυβέρνηση. Οι προσπάθειες της τελευταίας να αντιμετωπίσει αυτά τα διαλυτικά φαινόμενα αποτυπώθηκαν στην πολιτική του Αβδούλ Χαμήτ του Β’, που πολλοί είδαν ως αναστολή του Τανζιμάτ και αναζήτηση άλλων, λιγότερο επώδυνων για την Τουρκική κοινωνία, τρόπων ανάπτυξης.

Οι προσπάθειες ανάσχεσης των ισχυρότατων ρευμάτων που παρέσυραν τον Οθωμανικό κόσμο εκδηλώθηκε κυρίως στον καταμερισμό εξουσιών και ευθυνών στην ίδια την πρωτεύουσα και ελάχιστα επηρέασε τις επαρχίες όπου οι μεταρρυθμίσεις και η εισβολή του Ευρωπαϊκού κεφαλαίου είχαν δημιουργήσει τη δική τους δυναμική. Πολλά από τα μέτρα έφερναν εξάλλου το ακριβώς αντίθετο από το προσδοκώμενο αποτέλεσμα. Μετά την ταπείνωση της Αυτοκρατορίας στις Συνθήκες του Αγίου Στεφάνου και του Βερολίνου, ο σουλτάνος κατήργησε το Σύνταγμα και ανέστειλε όλα τα μεταρρυθμιστικά μέτρα του Τανζιμάτ. Οι αποφασιστικές αυτές κινήσεις απλά έδειξαν το ποιος πραγματικά κυβερνούσε πλέον αυτή τη χώρα.

Η Επιτροπή του Χρέους και ο διεθνής Οικονομικός Έλεγχος υπαγόρευαν την οικονομική πολιτική, οι Ευρωπαϊκές στρατιωτικές αποστολές συνέχισαν να εκπαιδεύουν στρατιώτες και αξιωματικούς και να τους εφοδιάζουν με ό,τι όπλα περίσσευαν στην Ευρώπη, οι πρόξενοι συνέχισαν να προστατεύουν τους Οθωμανούς υπηκόους που εργάζονταν για τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών κρατών και ιεραποστολές ή λαϊκές εκπαιδευτικές εταιρίες συνέχισαν να μορφώνουν μια Χριστιανική κυρίως ελίτ για να προωθήσουν τις επιχειρήσεις των χωρών τους στη χώρα. Όλα αυτά ήταν αρκούντως εκρηκτικά. Η χρυσή -για τους Έλληνες- εποχή της Ιωνίας και του Πόντου είχε θεμελιωθεί πάνω σε μια αληθινή πυριτιδαποθήκη.

Οι προειδοποιήσεις, τα πρόδρομα σημάδια της μεγάλης έκρηξης, δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Μετά το 1878 και τη Συνθήκη του Βερολίνου μεγάλοι αριθμοί Μουσουλμάνων προσφύγων έφθασαν στην Αυτοκρατορία προερχόμενοι από τις περιοχές που χάθηκαν, τον Καύκασο, το Καρς, τη Βοσνία, τη Βουλγαρία κ.λπ. Σημαντικό ποσοστό από αυτούς εγκαταστάθηκε στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, στην Ανατολία και τον Πόντο. Όπως και οι στρατιώτες του ηττημένου Οθωμανικού στρατού, οι πρόσφυγες έβλεπαν με αυξανόμενη καχυποψία και εχθρότητα τους Χριστιανούς συμπατριώτες τους που επωφελούνταν από τη συμφορά των άλλων. Ο Αβδούλ Χαμήτ και η ανακτορική ελίτ της Κων/πολης θέλησαν να μετατρέψουν αυτή τη δυσαρέσκεια των Μουσουλμάνων σε ενοποιητικό στοιχείο της Αυτοκρατορίας.

Προώθησαν την ιδεολογία του Πανισλαμισμού, που απαντούσε στη Χριστιανική πρόκληση -στην αποικιοκρατική εισβολή δηλαδή- και εξασφάλιζε έστω και προσωρινά τη συστράτευση των μη Τούρκων Μουσουλμάνων της χώρας – των Κούρδων, των Αράβων, των Ιρακινών. Στα 1894 – 1896 τα πρώτα θύματα αυτής της πολιτικής ήσαν οι Αρμένιοι. Οι σχέσεις τους με τη Ρωσία τους τοποθετούσαν στην κορυφή των κινδύνων. Υπήρχαν όμως και περισσότερα:.Το εθνικό κίνημα των Αρμενίων είχε εκδηλωθεί πρώιμα, πολύ πριν εκδηλωθούν ανάλογα κινήματα από τις άλλες εθνότητες.

Ο Ελληνισμός, λόγου χάρη, δεν είχε επιδείξει τάσεις απόσχισης, ίσως επειδή το μικρό και χωρίς δυνατότητες ελληνικό κράτος ελάχιστα ενέπνεε ως στήριγμα και αρωγός, ίσως επειδή η ιδέα της Ελληνορθοδοξίας ως βασικής συνιστώσας μιας αναγεννημένης Αυτοκρατορίας συγκινούσε και την Ελληνική ελίτ του πλούτου -τους τραπεζίτες και μεγαλέμπορους της Κωνσταντινούπολης- και το Πατριαρχείο. Αντίθετα, οι Αρμένιοι εκδήλωσαν τις μαχητικές τους διαθέσεις υιοθετώντας ριζοσπαστικές ιδεολογίες και πολιτικές – ενίοτε στα όρια του αναρχισμού.

Αυτό τους οδήγησε σε άμεση και μετωπική σύγκρουση τόσο με την Οθωμανική εξουσία όσο και με τα πλήθη των δυσαρεστημένων Μουσουλμάνων που έβλεπαν σε αυτούς όλη την κακοδαιμονία της χώρας τους και του εαυτού τους. Οι διετία των διωγμών και των ακροτήτων κόστισε τη ζωή σε 100.000 Αρμένιους και αποτέλεσε το προοίμιο της πολύ μεγαλύτερης τραγωδίας του 1915.

ΟΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΟΙ 

Στη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, οι σύνδεσμοι, οι ενώσεις και οι εταιρίες που συσπείρωναν τους δυσαρεστημένους από την πολιτική και τη διακυβέρνηση του Αβδούλ Χαμήτ Β’ συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και διαμόρφωσαν ένα κίνημα το οποίο καταγράφηκε στην Ιστορία ως οι «Νεότουρκοι». Στις τάξεις τους υπήρχαν κάθε είδους διανοούμενοι και στελέχη του κρατικού μηχανισμού ή της άρχουσας τάξης. Υπήρχαν όμως και πάρα πολλοί αξιωματικοί, ιδιαίτερα του στρατού που βρισκόταν στα Βαλκάνια, γεγονός που έδινε στην κίνηση ισχυρό κύρος και πραγματική πολιτική δύναμη.

Πραγματικά, τον Ιούλιο του 1908, όταν κινήθηκαν στρατιωτικές μονάδες κάτω από το συντονισμό επιφανών αξιωματικών όπως ο Ενβέρ και ο Νιαζί, ο σουλτάνος έσπευσε να ενδώσει σε όλες σχεδόν τις απαιτήσεις τους. Το Σύνταγμα που είχε καταργηθεί εδώ και τριάντα χρόνια επανήλθε σε ισχύ και προκηρύχθηκαν εκλογές στις οποίες όλοι, ανεξάρτητα από φυλή, γλώσσα, θρησκεία και έθνος, μπορούσαν να πάρουν μέρος. Πριν τελειώσει ο Ιούλιος, όλες οι πολυεθνικές πόλεις και επαρχίες της Αυτοκρατορίας πανηγύριζαν για το τέλος της απολυταρχίας στο όνομα «της ελευθερίας, της ισότητας, της αδελφοσύνης και της δικαιοσύνης». Θα νόμιζε κανείς ότι ζούσε ημέρες της Γαλλικής Επανάστασης του 1789.

Στην πραγματικότητα, η θεαματική αυτή μεταστροφή των όρων του πολιτικού συστήματος δρομολόγησε βαθιά ανατρεπτικές διεργασίες σε ολόκληρο το Οθωμανικό κράτος. Η διαδικασία ήταν απλή και την έχουμε συναντήσει πολλές φορές στην Ιστορία κάθε φορά που ένα πολυεθνικό κρατικό μόρφωμα επιχειρεί να διασφαλίσει τη συνοχή του μέσα από κοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι επιμέρους πολιτιστικές, θρησκευτικές, κοινωνικές σε τελευταία ανάλυση ηγεσίες μετατρέπονται σε πολιτική εκπροσώπηση των «δικών τους ανθρώπων», του δικού τους έθνους. Οι «κοινοτικές» ηγεσίες γίνονται εθνικές, αν θέλουμε να το εκφράσουμε αλλιώς.

Με τον τρόπο αυτό, αντί να διασφαλιστεί η ενότητα του πολυεθνικού μορφώματος, διαμορφώνονται τα εργαλεία της διάλυσής του. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το τοπίο άλλαζε ριζικά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Έλληνες, Αρμένιοι, Βούλγαροι, Κούρδοι, Άραβες, Αλβανοί απέκτησαν εθνικούς εκπροσώπους, οι οποίοι σχεδόν αμέσως προώθησαν αιτήματα που μάλλον «εθνικά» ήσαν. Οι πληθυσμοί που ως τότε θεωρούνταν «αλύτρωτοι» από τις εθνικές τους κοιτίδες και πρωτεύουσες είχαν πλέον επίσημους εκπροσώπους που το δήλωναν κιόλας. Ήταν η μεγάλη ευκαιρία για τους Προξένους των δυνάμεων, οι οποίοι αμέσως ανέλαβαν έργο «διαμεσολαβητή», παρεμβαίνοντας με τρόπο προκλητικό σε υποθέσεις που θεωρητικά αφορούσαν μόνο το οθωμανικό κράτος.

Ακόμα και οι Πρόξενοι των «μικρών» δημιουργούσαν τη δική τους επικράτεια στον Οθωμανικό χώρο. Τα Προξενεία της Βουλγαρίας ή της Ελλάδας έγιναν κέντρα «συγκυβέρνησης», καθώς πλέον σε αυτά αναφέρονταν οι νεόκοποι «εθνικοί εκπρόσωποι». Όλες οι εκκρεμότητες από τον καιρό της Συνθήκης του Βερολίνου και μετά λύθηκαν μονομιάς σε βάρος της Κωνσταντινούπολης. Η Βουλγαρία έγινε ανεξάρτητη, η Κρήτη έφθασε ένα βήμα πριν από την ένωση με την Ελλάδα, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη προσαρτήθηκε στην Αυστρο-ουγγαρία. Τα χειρότερα ήταν μπροστά. Η Επιτροπή Ένωσης και Προόδου -το Νεοτουρκικό κίνημα- προσπάθησε να ελιχθεί μέσα σε αυτό το εχθρικό και, σε μεγάλο βαθμό απρόσμενο για τους ίδιους, περιβάλλον.

Πολύ γρήγορα οι εκκλήσεις για «τάξη» και για «πάταξη της αναρχίας» αντικατέστησαν τις φιλελεύθερες αρχικές διακηρύξεις. Τα γεγονότα του Μαρτίου – Απριλίου 1909 ριζοσπαστικοποίησαν τις θέσεις των επαναστατών. Στρατιωτικά και πολιτικά στελέχη του παλαιού καθεστώτος επιχείρησαν αντεπανάσταση στην Κωνσταντινούπολη, έδιωξαν τους «Νεότουρκους» στην ισχυρή τους βάση, τη Θεσσαλονίκη, και επιχείρησαν με αιματηρό τρόπο να επαναφέρουν τα πράγματα εκεί όπου βρίσκονταν μερικούς μήνες νωρίτερα. Ο στρατός της Μακεδονίας και της Θράκης παρέμεινε πιστός στο Νεοτουρκικό Κομιτάτο και ανακατέλαβε την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό του.

Ο Αβδούλ Χαμήτ Β’ εκθρονίστηκε, οι πρωτεργάτες της αντεπανάστασης απαγχονίστηκαν δημόσια και η «Ένωση και Πρόοδος» μπήκε στην πλέον ριζοσπαστική της φάση. Μέσα σε κλίμα σφοδρών συγκρούσεων στην κορυφή, προωθήθηκαν εκρηκτικές μεταρρυθμίσεις στη βάση. Η πλέον καταλυτική από αυτές ήταν η -αυτονόητη στις νέες συνταγματικές συνθήκες- στράτευση των Χριστιανών, των Εβραίων και άλλων αλλόθρησκων ή αλλοεθνών υπηκόων της Αυτοκρατορίας στον Οθωμανικό στρατό. Η άρνηση του μέτρου και η αντίδραση σε αυτό υπήρξαν σχεδόν καθολικές. Όσοι ως τότε εξαιρούνταν της στρατιωτικής θητείας έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να αποτρέψουν αυτή την εξέλιξη.

Όταν οι μηχανισμοί του στρατού επιχείρησαν να την επιβάλουν, τότε η επικράτεια γέμισε ανυπότακτους και, ενίοτε, όταν τα μέτρα έγιναν υπερβολικά πιεστικά, ένοπλους αντάρτες στα βουνά. Όσοι τελικά στρατεύονταν, μη μπορώντας να κάνουν αλλιώς, ήσαν στρατιώτες απόλυτα αναξιόπιστοι, τελείως ακατάλληλοι για μάχιμες μονάδες. Έτσι γεννήθηκαν τα Τάγματα Εργασίας, τα «Αμελέ Ταμπουρού» τα οποία θα γίνονταν διάσημα στη διάρκεια του επόμενου Παγκόσμιου Πολέμου. Στα 1911, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του μέτρου της στρατολογίας, η Αλβανία αποστάτησε ζητώντας την ανεξαρτησία της.

Μέσα στη γενικευμένη κρίση η Ιταλία επιτέθηκε στη Λιβύη και ξεκίνησε ένας μακρόχρονος πόλεμος που κράτησε ένα χρόνο (Οκτώβριος 1911 – 1912) και που οδήγησε τον Ιταλικό στρατό στα Δωδεκάννησα και τον Ιταλικό στόλο στις πύλες των Δαρδανελίων. Τον Οκτώβριο του 1912 τα μικρά βαλκανικά κράτη συνασπίστηκαν και σε δύο Βαλκανικούς Πολέμους -ενάντια στην Υψηλή Πύλη από κοινού και κατόπιν ενάντια στους προηγούμενους συμμάχους τους- αναδιαμόρφωσαν τα Βαλκάνια μακριά πλέον από την εξουσία του όποιου σουλτάνου. Οι πόλεμοι προκάλεσαν νέα μεγάλα κύματα προσφύγων ενώ, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, συνοδεύτηκαν από αμέτρητες πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες σφαγών, βασάνων και εξευτελισμών σε βάρος των Μουσουλμανικών πληθυσμών.

Το κλίμα που δημιουργήθηκε, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πάλι οι Μουσουλμάνοι επίστρατοι -βασικά οι μονάδες των κληρωτών που συγκρότησαν οι αγρότες της Ανατολίας- ματώθηκαν στα αμέτρητα πεδία των μαχών ή πέθαναν από τις στερήσεις και τις αρρώστιες -τη χολέρα και τον τύφο – σε απερίγραπτα στρατόπεδα αιχμαλώτων, οδήγησε σε σκλήρυνση την Οθωμανική κοινωνία, που πλέον γινόταν με ταχείς ρυθμούς Τουρκική κοινωνία. Οι πολιτικές και στρατιωτικές αποτυχίες οδήγησαν ταυτόχρονα σε σκλήρυνση στην κορυφή της πολιτικής ιεραρχίας και σε διαδοχικές αιματηρές εκκαθαρίσεις κυβερνητικών αξιωματούχων και κρατικών στελεχών.

Τελικά μια τριανδρία, προερχόμενη από την ηγεσία των Νεοτούρκων, οι Εμβέρ, Τζεμάλ και Ταλάτ, σταθεροποίησε την πολιτική της θέση τον Μάιο του 1914, πατώντας, κυριολεκτικά, πάνω στα πτώματα των εχθρών της. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πλέον έτοιμη να πεθάνει για ν’ αναγεννηθεί ως Τουρκία. Στις 24 Νοεμβρίου 1914 ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Ε’ -που παρεμπιπτόντως κρατούσε και τον τίτλο του Χαλίφη -ηγέτη των Πιστών- κήρυξε «Ιερό Πόλεμο» ενάντια στις δυνάμεις της Αντάντ και η Τουρκία μπήκε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός, με όσα προηγήθηκαν και όσα τον ακολούθησαν -μέσα στην τρομερή δωδεκαετία 1911 – 1923-, αποτέλεσε τη γενέθλια πράξη της Τουρκίας.

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΗ ΤΟΥΡΚΙΚΟΙ ΠΛΗΘΥΣΜΟΙ

Ο τελευταίος πόλεμος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε ένα θέατρο ισχυρών αντιφάσεων που διαδέχονταν η μία την άλλη με ρυθμούς ικανούς να ξεθεμελιώσουν κράτη πολύ πιο σταθερά από εκείνο της Κωνσταντινούπολης. Σε πολλά μέτωπα ο Τουρκικός στρατός υπερέβαλε εαυτόν και πέτυχε απρόσμενες -σε σύγκριση με προηγούμενες επιδόσεις του- στρατιωτικές νίκες. Η άμυνα των Δαρδανελίων, οι νίκες στο Ιράκ, οι αρχικές επιτυχίες στο Σινά, η αναχαίτιση των πρώτων Ρωσικών επιθέσεων στον Καύκασο. Οι νίκες αυτές όμως κτίσθηκαν πάνω σε εκατόμβες θυμάτων – πάνω στο πραγματικό ξεκλήρισμα των στρατεύσιμων ηλικιών της Τουρκίας.

Όπως έγινε και στους Βαλκανικούς Πολέμους, η τρομερή αυτή φθορά ανθρώπων οφειλόταν στην ανεπάρκεια του Οθωμανικού κρατικού μηχανισμού, που έριχνε στα μέτωπα δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες που δεν μπορούσε να εφοδιάσει, να προστατέψει από τις αρρώστιες, να συντηρήσει με κάθε σημασία της λέξης. Οι Τούρκοι στρατιώτες κυριολεκτικά λιμοκτονούσαν και πλήρωναν τις νίκες του 1914 – 1916 με κόστος δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με εκείνο που προκαλούσε ο εχθρός. Για τους «σκληρούς» της Κωνσταντινούπολης ο πόλεμος είχε δύο άξονες. Ο πρώτος ήταν η συμμετοχή στη συμμαχία των αναμενόμενων νικητών -των Κεντρικών δυνάμεων- που θα επέλυε, πίστευαν, τα διεθνή προβλήματα της Τουρκίας.

Πραγματικά τα ξένα κεφάλαια, οι διομολογήσεις και οι επαχθείς δανειακές συμβάσεις της Αυτοκρατορίας αφορούσαν κυρίως τις δυνάμεις της «Εγκάρδιας Συνεννόησης» (Αντάντ). Ο δεύτερος ήταν ο εκτουρκισμός της Αυτοκρατορίας. Οι εθνότητες, οι ομάδες, οι συνιστώσες του Οθωμανικού χώρου που θα συντάσσονταν ή θα ευνοούσαν τον εχθρό δεν θα είχαν πλέον θέση στο κράτος που θα προέκυπτε από τον πόλεμο. Στα 1916 η στροφή των Αραβικών φυλών προς τη Βρετανία χαρακτηρίστηκε ως προδοσία στην Πόλη και έγινε προσπάθεια να τιμωρηθούν με την τακτική της «καμένης γης». Στα 1915, όμως, η προδιάθεση των Αρμενίων να συνταχθούν με τους Ρώσους οδήγησε στην πρώτη μεγάλη τραγωδία του 20ού αιώνα: στην εξόντωσή τους.

Πίσω από τις αποφάσεις για τη γιγαντιαία επιχείρηση εκτόπισης του Αρμενικών πληθυσμών της Ανατολίας κρύβονται στρατιωτικοί λόγοι αλλά και ριζοσπαστικές ανομολόγητες προθέσεις εθνοκάθαρσης. Ήταν μάλλον απίθανο να εκτιμούσαν οι Οθωμανοί ιθύνοντες ότι η εκτόπιση των Αρμενίων μπορούσε να γίνει με κάποιον οργανωμένο τρόπο που θα απέτρεπε τη μαζική τους εξόντωση. Σε αυτή τη φάση ήδη του πολέμου ολόκληρες οθωμανικές στρατιές είχαν αποδεκατιστεί εξαιτίας της αδυναμίας του Οθωμανικού κράτους να τις εφοδιάσει με τα στοιχειωδώς απαραίτητα. Θα ήταν απίθανο το ίδιο αυτό κράτος να μπορέσει να συνδράμει το βάρος εκατοντάδων χιλιάδων ξεριζωμένων ανθρώπων.

Οι 600.000 ή ίσως 800.000 νεκροί αυτής της τρομερής ιστορίας ήταν το φυσικό αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών – επιτελικών αποφάσεων. Δεν ήταν «ατύχημα» – εμπεριείχε την προμελέτη και το σχεδιασμό. Παραδόξως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρουσίασε σημάδια κάμψης και κατάρρευσης μόλις στα 1917, την τρίτη χρονιά του πολέμου. Μέχρι τότε με εκατόμβες στρατιωτών, με την εξάντληση όλων των αποθεμάτων και εφεδρειών της χώρας, οι Οθωμανικές δυνάμεις κρατούσαν αξιοπρεπώς τη θέση τους στα μέτωπα. Ήταν μια επίδοση αντίστοιχη με εκείνη της Τσαρικής Ρωσίας ή και της Γαλλίας, που, τον ίδιο αυτό χρόνο, κράτησε τη συνοχή του στρατού της με βίαια ως και βάρβαρα μέσα και χάρη στην Αμερικανική βοήθεια σε χρήματα και υλικά.

Η τελευταία αναλαμπή της Οθωμανικής ισχύος -που σχετίζεται μάλιστα με τον Πόντο- οφειλόταν στην κατάρρευση της Τσαρικής Ρωσίας. Ο Τουρκικός στρατός ανακατέλαβε τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και προχώρησε μάλιστα μέσα στα Ρωσικά εδάφη του Καυκάσου εγκαθιστώντας μια σύντομη Τουρκική κυριαρχία στα πετρελαιοφόρα πεδία του Μπακού. Στις 30 Οκτωβρίου του 1918 η εφήμερη τελευταία δόξα κατέρρευσε, καθώς η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης συνθηκολόγησε στον Μούδρο.

Λίγο αργότερα και οι τρεις πρωτεργάτες της Νεοτουρκικής πολιτικής σκοτώθηκαν. Ο Ενβέρ εκτελέστηκε από τον Κόκκινο Στρατό στην Κεντρική Ασία, ο Ταλάτ δολοφονήθηκε στο Βερολίνο και ο Τζεμάλ δολοφονήθηκε στην Τιφλίδα. Ο κύκλος των Νεοτούρκων είχε κλείσει. Ο κύκλος της επανάστασης και του Αγώνα της Ανεξαρτησίας μόλις άρχιζε.

ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΙ 

Η πρώτη φάση της συγκρότησης του Τουρκικού έθνους – κράτους περνούσε μέσα από τις σχέσεις του με τους Έλληνες. Πραγματικά μετά την εξολόθρευση των Αρμενίων και τον προσεταιρισμό των Κούρδων -μέσα και από τη μεταφορά Αρμενικών περιουσιών σε ισχυρούς παράγοντες των Κούρδων- το μόνο εμπόδιο για τον εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας ήσαν οι Ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Οι δημογραφικοί συσχετισμοί ήσαν, σε αυτήν την περίπτωση, πιο ισορροπημένοι, σε σχέση με την Αρμενική περίπτωση, παρέμεναν όμως εξαιρετικά δυσμενείς για το Ελληνικό στοιχείο.

Το τελευταίο είχε σημαντικά συρρικνωθεί στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς πλήθη προσφύγων είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους για να αποφύγουν τις ελλείψεις, την πείνα, την ανασφάλεια και, προπαντός, τη στράτευση των ανδρών, στις βοηθητικές μονάδες του Οθωμανικού στρατού – στα Τάγματα Εργασίας. Κάτι ανάλογο όμως είχε συμβεί και με τους Τουρκικούς πληθυσμούς, οι οποίοι όμως κάλυπταν σε κάποιο ποσοστό τις χαοτικές απώλειες που είχαν προκαλέσει ο πόλεμος και οι στερήσεις -ίσως περισσότεροι από 2.000.000 Τούρκοι να είχαν σκοτωθεί ή πεθάνει από το 1911 ως το 1918- με την έλευση προσφύγων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα.

Οι ζώνες μάλιστα υποδοχής των Μουσουλμάνων προσφύγων ήσαν ακριβώς εκείνες όπου το Ελληνικό στοιχείο παρουσίαζε τις ευνοϊκότερες αριθμητικές αναλογίες – βορειοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας και Πόντος. Παρά τις αυξομειώσεις των πληθυσμών, η αριθμητική αναλογία ήταν καταθλιπτικά σε βάρος των Ελλήνων, τους οποίους γενικότερα δεν ευνοούσαν ούτε οι ευρύτερες ανθρωπογεωγραφικές παράμετροι. Τα κύματα της μετανάστευσης προς τις Μικρασιατικές ακτές -του Αιγαίου ή της Μαύρης Θάλασσας- είχαν αντιστραφεί από το 1911 τουλάχιστον και η γενική τάση βρισκόταν στην επιστροφή προς τη διευρυμένη εξάλλου Ελλάδα, παρά η αναζήτηση τύχης στην εχθρική Ανατολή.

Τυχόν επιτυχία των Ελληνικών σχεδίων για πρόσκτηση μέρους της Μικράς Ασίας θα έπρεπε να στηρίζεται είτε σε καταλυτική παρέμβαση του ξένου παράγοντα -των δυνάμεων- είτε σε ισχυρό αίτημα της Ελληνικής κοινωνίας για υπέρ πάντων αγώνα στη διεκδίκηση αυτή. Η πρώτη παράμετρος εξαντλήθηκε στις «Εντολές» των Συμμάχων για Ελληνική στρατιωτική κατοχή στην Ανατολική Θράκη, στη Σμύρνη και την ενδοχώρα της και, τέλος, στη Συνθήκη των Σεβρών. Τα υπόλοιπα θα έπρεπε να τα διεκδικήσουν οι Έλληνες μόνοι τους. Η δεύτερη παράμετρος υπήρξε ακόμα πιο ασθενής από την πρώτη. Με κάθε σχεδόν τρόπο η Ελληνική κοινωνία του 1919 – 1922 έδειχνε ότι ελάχιστα τη συγκινούσε το Μικρασιατικό όραμα.

Από την εκλογική ήττα του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920 ως τη γενίκευση των φαινομένων ανυποταξίας και λιποταξίας που τελικά παρέλυσαν τον Ελληνικό στρατό, τίποτε δεν θύμιζε και δεν συγκρινόταν με εθνικούς ενθουσιασμούς όπως εκείνοι του 1912. Αντίθετα, η Τουρκική πλευρά είχε ξεκαθαρίσει τις προθέσεις και τις συνεπακόλουθες πολιτικές με τις οποίες θα πορευόταν. Η άρνηση των συμφωνιών που υπέγραφε η «αιχμάλωτη» στην Κωνσταντινούπολη σουλτανική κυβέρνηση, η προάσπιση του εθνικού στοιχείου πλέον -όχι πια Αυτοκρατορικού- που είχε απομείνει (δηλαδή της Μικράς Ασίας και της Ανατολίας), η μη συμμόρφωση με τις εντολές των νικητών και η ανασύνταξη ενός Τουρκικού πλέον έθνους – κράτους ήταν οι επαναστατικοί, για την εποχή τους, άξονες, πάνω στους οποίους θεμελιώθηκε το κίνημα του Κεμάλ Ατατούρκ.

Η Ελλάδα, ο Ελληνικός στρατός και μαζί τους οι Ελληνικοί πληθυσμοί της Μικράς Ασίας θα πλήρωναν το λογαριασμό αυτής της ανατροπής. Ο σχεδιασμός της Ελληνικής πολιτικής, όπως τη διατύπωσε η κυβέρνηση Βενιζέλου, επικέντρωσε την προσοχή της στη βορειοδυτική Μικρά Ασία – από τη Σμύρνη ως τη θάλασσα του Μαρμαρά-, καθώς ήταν ιδιαίτερα δύσκολη η διεκδίκηση και των δύο ισχυρών κέντρων του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Αυτό σήμαινε ουσιαστικά εγκατάλειψη του Πόντου ή τη χρησιμοποίηση της εκεί έκρυθμης κατάστασης ως αντιπερισπασμού.

Ίσως γι’ αυτό ο Γερμανός Καραβαγγέλης (γνωστός από τη δράση του στον Μακεδονικό Αγώνα), από τους πλέον σημαντικούς παράγοντες για την εφαρμογή της Ελληνικής πολιτικής, βρέθηκε στη θέση του μητροπολίτη Αμάσειας για να οργανώσει τα Ελληνικά συμφέροντα στην περιοχή της Σαμψούντας. Ανάμεσα στα άλλα που οργάνωσε ήταν και Χριστιανικά ένοπλα σώματα. Τα τελευταία προϋπήρχαν στην περιοχή του Πόντου από τον καιρό της επιστράτευσης των Χριστιανών στον Οθωμανικό στρατό. Όπως σε πολλές περιπτώσεις στην ευρύτερη ζώνη της Εγγύς Ανατολής, ο συνδυασμός ανυποταξίας και λιποταξίας τροφοδοτούσε ομάδες φυγόδικων που κινούνταν στις παρυφές του αδύναμου κράτους.

Και συνήθως συντηρούνταν σε βάρος του τοπικού πληθυσμού, ανεξάρτητα από τα θρησκευτικά ή εθνικά χαρακτηριστικά του. Πάνω σε τέτοιου είδους σώματα -που συχνά γεννιούνταν απευθείας από την εξέγερση των μονάδων «σκαπανέων» (Αμελέ Ταμπουρού), όπου τοποθετούνταν οι ύποπτοι Χριστιανοί – επένδυσαν και οι Ρώσοι στη διάρκεια του πολέμου. Εξυπακούεται ότι οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν ρήξη και εντάσεις ανάμεσα στις θρησκευτικές κοινότητες της περιοχής. Στην Τραπεζούντα, ο επικεφαλής της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας Χρύσανθος Φιλιππίδης -συνεχίζοντας την παράδοση των παλαιών Κομνηνών βασιλέων- εφάρμοσε μια πολύ πιο σύνθετη πολιτική, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία του Ελληνικού κράτους να συνδράμει αποφασιστικά την υπόθεση του Ελληνισμού του Πόντου.

Στη Ρωσο-Οθωμανική διαμάχη στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Τραπεζούντα και η περιοχή του Πόντου βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου, ο Χρύσανθος ανέλαβε ένα είδος «τρίτης εξουσίας» στο όνομα της προστασίας των τοπικών πληθυσμών. Η επίσημη παράδοση των πολιτικών εξουσιών σε αυτόν από την Οθωμανική στρατιωτική διοίκηση που εγκατέλειπε την πόλη μπροστά στον προελαύνοντα Ρωσικό στρατό παρέμεινε έκτοτε ως συμβολική αναγέννηση της παλαιάς Χριστιανικής κυριαρχίας.

Ο Χρύσανθος, ο οποίος, ας σημειωθεί, είχε εναντιωθεί στη συμμετοχή της Ελλάδας στη Βαλκανική συμμαχία του 1912 -καθότι θεωρούσε ότι αυτή θα έκλεινε το δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη-, εκμεταλλεύτηκε την ισχυρή πολιτική του θέση για να διαπραγματευθεί με όλες τις πλευρές -Τούρκους, Ρώσους, Αρμένιους, συμμάχους-, στην κατεύθυνση της όσο το δυνατό μεγαλύτερης αυτονόμησης του Πόντου ή και ανεξαρτοποίησής του. Οι διάφορες εκδοχές του σχεδίου αυτού αποδείχθηκαν χωρίς εξαίρεση εφήμερες και ουτοπικές. Οι τοπικοί συσχετισμοί καθώς και το ευρύτερο στρατηγικό πλαίσιο της περιοχής άφηναν ελάχιστες δυνατότητες για την υλοποίηση χιμαιρικών σχεδίων.

Τον Μάιο του 1919, τις ίδιες σχεδόν ημέρες που τα Ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη και ξεκινούσε ο Ελληνο-Τουρκικός Πόλεμος, ο Μουσταφά Κεμάλ έφθασε στη Σαμψούντα για να επιθεωρήσει τη συμμόρφωση του Τουρκικού στρατού στους όρους της ανακωχής με τους νικητές συμμάχους. Στην πράξη, άρχισε την αναδιοργάνωση του κράτους και του στρατού και την αντίσταση στις επιταγές των νικητών. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που εξέτασε ήταν η κατάσταση στην περιοχή του Πόντου. Οι κινήσεις των Ρωμιών στην περιοχή και οι γύρω από αυτές σχεδιασμοί της Ελλάδας ή των νικητών συμμάχων έπρεπε να αντιμετωπιστούν με τον πλέον ριζικό τρόπο.

Λίγο αργότερα ο Τοπάλ Οσμάν, πολιτευτής και οπλαρχηγός της περιοχής, άρχισε τον αγώνα του ενάντια στους Έλληνες του Πόντου. Ακολούθησε μια περίοδος μακρόχρονης αναμέτρησης, άλλοτε ανοιχτής, άλλοτε υπόγειας, ανάμεσα στα δύο θρησκευτικά στοιχεία της περιοχής, που πλέον χρειάστηκε να αναμετρηθούν στο χώρο της πολιτικής και του πολέμου. Η αποκοπή των Χριστιανών του Πόντου από τη Σοβιετική πλέον Ρωσία, η απόσυρση του Βρετανικού ενδιαφέροντος για τα πετρέλαια του Καυκάσου, οι παλινωδίες της Ελληνικής κυβέρνησης που άλλοτε έστελνε τα Ελληνικά πολεμικά πλοία να βομβαρδίσουν τις ακτές της περιοχής -χωρίς κανένα πρακτικό αποτέλεσμα- και άλλοτε αδιαφορούσε πλήρως για τα εκεί συμβαίνοντα, σφράγισαν την τύχη του όποιου Ποντιακού Ελληνισμού είχε απομείνει.

Την άνοιξη του 1922 η 10η Μεραρχία του Τουρκικού στρατού καταδίωξε και περιόρισε τα ένοπλα σώματα των Χριστιανών της περιοχής, επαναφέροντας πλήρως την Τουρκική κυριαρχία στη ζώνη αυτή. Εξυπακούεται ότι η «ειρήνευση» της περιοχής έγινε με τη γνωστή μέθοδο με την οποία πετυχαίνουν οι ειρηνεύσεις. Με εκτοπίσεις, εκτελέσεις, φυλακίσεις, δημεύσεις, βασανιστήρια, σκοτωμούς δικαίων και αδίκων, πυρπολήσεις περιουσιών και όλα τα συναφή. Όσο για τους αριθμούς των θυμάτων, φαίνεται πως ο προσδιορισμός των μεγεθών έχει πλέον ανατεθεί στα Κοινοβούλια και ότι οι ιστορικοί είναι αναρμόδιοι να τα εκτιμήσουν.

Ο Τουρκικός στρατός πάντως αναφέρει ότι 1.800 περίπου στρατιώτες του σκοτώθηκαν στις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών του Πόντου την περίοδο αυτή. Για τους αμάχους οι αριθμοί δυσκολεύουν: Η πρώην Προσωρινή Κυβέρνηση του Πόντου έδωσε στον Βενιζέλο -εν όψει των διαπραγματεύσεων ειρήνης- το φθινόπωρο του 1922 (sic) τον αριθμό των 303.000 θυμάτων (Χριστιανών), που διορθώθηκαν λίγες εβδομάδες μετά σε 353.000. Ένας Ρωμιός ιστορικός, ο Στέφανος Γεράσιμος, υπολογίζει τα θύματα σε 65.000 με 70.000. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν αριθμοί για κάθε άποψη και θέση.

Το γεγονός πάντως είναι ότι ο πληθυσμός της επικράτειας που αποτέλεσε την Τουρκία στα 1922 μειώθηκε από 14.100.000 σε 11.600.000 κατοίκους ανάμεσα στα 1911 και στα 1922. Δηλαδή συρρικνώθηκε κατά 2.500.000 ανθρώπους, παρά την έλευση πολύ μεγάλου αριθμού προσφύγων (Μουσουλμάνων των Βαλκανίων, της Συρίας, της Αραβίας, της Ρωσίας κ.λπ.) και παρά τη φυσική δημογραφική ανάπτυξη του πληθυσμού. Ο προσδιορισμός της θρησκείας και της εθνότητας των θυμάτων είναι δευτερεύον ζήτημα. Η Τουρκική εθνογένεση θεμελιώθηκε και αυτή σε ποταμούς αίματος, όπως συνήθως συμβαίνει στις εθνογενέσεις.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.