Τι αποκαλύπτουν οι αναφορές των εν Αθήναις Ρεπουμπλικάνων για χρηματισμό συγκεκριμένου ομίλου – Ποιος ο ρόλος της USAID και της CIA στις δωροδοκίες
Ποια διαφάνεια; Πληθώρα δημοσιογράφων από μεγάλα ΜΜΕ της Ελλάδας λάμβαναν υψηλούς μισθούς και χρηματικά ποσά κατά τη διάρκεια των προεδριών Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν, μέσω της συνεργασίας τους με οργανισμούς όπως η USAID (Υπηρεσία Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ) και η CIA. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αν και ενήμερο για αυτές τις διαδικασίες, διατηρούσε ρόλο καθαρά παρατηρητή και δεν είχε άμεση εμπλοκή. Ο βασικός στόχος αυτής της χρηματοδότησης ήταν να διαμορφώσουν το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της δημόσιας συζήτησης στην Ελλάδα, να επηρεάσουν την ατζέντα των ΜΜΕ και ενίοτε να δημιουργήσουν «σκιώδεις αφηγήσεις» που θα υποστήριζαν συγκεκριμένα συμφέροντα ή πολιτικές γραμμές.
Οι Έλληνες δημοσιογράφοι, αντί να χρηματοδοτούνται με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή μέσω μισθών από τις εκδοτικές τους εταιρείες, χρηματίζονταν με έμμεσους τρόπους. Συμμετείχαν σε διάφορα projects, τα οποία συνήθως σχετίζονταν με ΜΚΟ ή επιδοτούμενα ταξίδια, και έτσι αυξάνονταν κατακόρυφα οι αποδοχές τους. Από τις αναφορές των Ρεπουμπλικάνων στην Ουάσιγκτον και της νέας πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, προκύπτει ότι η χρηματοδότηση από την USAID και άλλους οργανισμούς ήταν μαζική και εκτεταμένη.
Συνολικά, 550 εκατομμύρια δολάρια από τους Αμερικανούς φορολογούμενους είχαν κατευθυνθεί στην Ελλάδα για τη χρηματοδότηση συγκεκριμένων προγραμμάτων και πρωτοβουλιών, με μόνο για το οικονομικό έτος 2022-2023 να εκταμιεύονται 26 εκατομμύρια δολάρια και για το 2023-2024, 48 εκατομμύρια δολάρια. Η μεταφορά αυτών των χρημάτων είχε σοβαρές συνέπειες, αφού «νοθεύθηκε» το δημοσιογραφικό περιεχόμενο των ΜΜΕ και η υγιής ανταγωνιστικότητα στον τομέα.
Τα χρηματοδοτικά projects και οι ΜΚΟ που αναλάμβαναν τέτοιες πρωτοβουλίες είχαν ως στόχο να ενισχύσουν συγκεκριμένο όμιλο ΜΜΕ και γνωστούς δημοσιογράφους, οι οποίοι, μέσω συμμετοχής σε διάφορες δημοσιογραφικές δράσεις, εξασφάλιζαν εύκολο και υψηλό εισόδημα. Οι συμμετοχές τους σε αυτά τα projects, είτε μέσω ΜΚΟ είτε μέσω επιδοτούμενων ταξιδιών, τους εξασφάλιζαν όχι μόνο σημαντικά χρηματικά ποσά αλλά και μία συνεχιζόμενη προβολή στα ΜΜΕ. Οι δημοσιογράφοι αυτοί ενίσχυαν τη φήμη τους, βραβεύονταν και απολάμβαναν μία άνετη ζωή. Ωστόσο, αυτό είχε το αντίτιμο του να ζουν σε μια «γυάλα», χωρίς περιθώρια για αποκλίσεις από τις κατευθυνόμενες γραμμές που τους δίνονταν. Αυτή η κατάσταση ήταν το λεγόμενο «κόστος ευκαιρίας» της όλης υπόθεσης, δηλαδή η αξία των άλλων επιλογών που εγκαταλείπονταν προς χάρη της συγκεκριμένης κατάστασης.
Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι αρκετοί από αυτούς τους δημοσιογράφους συνεχίζουν να προβάλλονται και να εμφανίζονται ως αριστεροί, παρά τις προφανείς αντιφάσεις στις δραστηριότητές τους και τις πηγές χρηματοδότησης τους. Με την άνοδο της κρυπτονομισματικής αγοράς και τη διάδοση νέων πληροφοριών (όπως αυτές που προέρχονται από το DOGE του Ίλον Μασκ), αναμένεται να αποκαλυφθούν πολλές από αυτές τις συναλλαγές και να εκτεθούν δημόσια άτομα και καταστάσεις. Αξιοσημείωτο είναι ότι μεταξύ των αποδεκτών αυτών των χρηματοδοτήσεων εντοπίζονται και αριστερές ενημερωτικές ιστοσελίδες που συμμετέχουν σε αυτό το σύστημα.
Οι Έλληνες που έλαβαν χρηματοδοτήσεις από τις ΗΠΑ είχαν την «υποχρέωση» να αναπαράγουν και να προβάλλουν ρεπορτάζ από συγκεκριμένα αμερικανικά «προοδευτικά» ΜΜΕ, όπως το CNN, το MSNBC και η εφημερίδα «New York Times». Αυτή η διαδικασία διασφάλιζε ότι τα ρεπορτάζ που παρουσιάζονταν στην ελληνική κοινή γνώμη είχαν ήδη προσαρμοστεί σε συγκεκριμένα πλαίσια και γραμμές, χωρίς να αφήνουν περιθώρια για άλλες ερμηνείες ή αντιφάσεις. Από την άλλη, στα ελληνικά ΜΜΕ δεν βλέπουμε σχεδόν ποτέ αναπαραγωγή υλικού από το πρώτο σε τηλεθέαση αμερικανικό κανάλι, το FOX, το οποίο είναι γνωστό για τις συντηρητικές του θέσεις.
Πώς υλοποιούνταν όμως αυτό το «νταραβέρι»; Ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων που κατευθύνονταν στην Ελλάδα, αλλά και σε άλλες χώρες, προερχόταν από την USAID και διαχειριζόταν μέσω της ΜΚΟ Internews. Η Internews, η οποία έχει ως στόχο να «στηρίξει τα μέσα ενημέρωσης σε πάνω από 100 χώρες», διατηρεί γραφεία σε 30 χώρες παγκοσμίως. Στην ιστοσελίδα της, αναφέρεται ο σαφής στόχος της να ενισχύσει τη λειτουργία των ΜΜΕ και να προωθήσει την ελευθερία του Τύπου. Ωστόσο, αυτή η υποστήριξη δεν ήταν πάντα ουδέτερη, καθώς, όπως φαίνεται, εξυπηρετούσε ευρύτερα πολιτικά συμφέροντα και στρατηγικές της αμερικανικής κυβέρνησης.
«Εκπαιδεύουμε δημοσιογράφους, προάγουμε την ελευθερία του διαδικτύου και βοηθάμε τα μέσα ενημέρωσης να γίνουν οικονομικά βιώσιμα – έτσι ώστε όλοι να έχουν αξιόπιστες πληροφορίες για να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις», αναγράφεται στην ιστοσελίδα της συγκεκριμένης ΜΚΟ.

Στο payroll 4.300 ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο
Μέχρι σήμερα η συγκεκριμένη ΜΚΟ έχει διακινήσει κεφάλαια ύψους 500 εκατ. δολαρίων, φτάνοντας να χρηματοδοτεί μέχρι και τη δημιουργία ραδιοφωνικών σταθμών σε στρατόπεδα προσφύγων. Επικεφαλής (πρόεδρος και CEO) είναι η δημοσιογράφος Τζιν Μπουργκό, ειδική στην «ταχεία πολιτική αλλαγή», με ετήσιες αποδοχές 451.000 δολαρίων.
Χρηματοδοτεί 4.300 μέσα μαζικής επικοινωνίας σε όλο τον κόσμο και συνεργάζεται ανοικτά με το World Economic Forum, τοOpen Society του Τζορτζ Σόρος, το Rockfeller Brothers Fund, το Ford Foundation αλλά και τα Ηνωμένα Έθνη.
Φυσικά, στην Ευρώπη αλλά και αλλού μέσω των χρηματοδοτήσεων μόνο η ελευθερία του διαδικτύου δεν προάγεται. Αντίθετα, προάγεται μια συγκεκριμένη «οπτική» και σε πολλές περιπτώσεις λογοκρισία διά του αποκλεισμού έκφρασης άλλων απόψεων.
Σε κάποιες χώρες, κυρίως εκείνες που είναι «αναπτυσσόμενες», βιώνουν «μεταβάσεις» ή τα εκεί διακυβεύματα είναι μεγάλα (βλ. Ουκρανία), η χρηματοδότηση των τοπικών ΜΜΕ καλυπτόταν σε κάποιες περιπτώσεις σε ποσοστό 80%. Μπορείτε να φανταστείτε τώρα πόσοι «ξεβολεύονται» από την παύση των πληρωμών της USAID που επέβαλε ο Ίλον Μασκ.
Στην Ελλάδα, τα χρήματα διοχετεύονταν μέσω τεσσάρων μεγάλων και πασίγνωστων ιδρυμάτων, τα οποία με τη σειρά τους τα μεταβίβαζαν στους αποδέκτες τους, δημιουργώντας ένα σύνολο από ΜΚΟ, μερικές φορές και «media NGO», ακριβώς για τον σκοπό αυτό. Πρόκειται για ένα άριστα οργανωμένο δίκτυο επαγγελματιών που παρεμβαίνουν με επιθετικότητα στον πολιτιστικό τομέα, προωθώντας την ελευθεριακή και κοσμοπολίτικη (woke) ατζέντα. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής ήταν η «κανονικοποίηση» αυτών των ιδεών, δημιουργώντας παράλληλες «πραγματικότητες» στο μυαλό κυρίως των νέων ανθρώπων, οι οποίοι επηρεάζονται από αυτές τις αφηγήσεις και αντιλήψεις.
Ενημερώθηκε η νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ
Το χρήμα στην Ελλάδα περνούσε μέσα από την αμερικανική πρεσβεία, όπου βρίσκονταν στελέχη της USAID, ενώ το προσωπικό της πρεσβείας ήταν γενικά φιλικά προσκείμενο στο Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, κάτι που αποκαλύπτεται και από τους λογαριασμούς που διαχειρίζεται στα κοινωνικά μέσα. Δεν τηρούνταν ούτε τα προσχήματα, με το προσωπικό της πρεσβείας να συμμετέχει σε δημόσιες πολιτικές τοποθετήσεις, όπως η αρνητική και χλευαστική αναφορά στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, κάτι που καταγγέλλουν οι Ρεπουμπλικάνοι στην Αθήνα. Αυτοί οι ίδιοι υποστηρίζουν ότι έχουν ενημερώσει για τα τεκταινόμενα στην Ουάσιγκτον και τη νέα πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Αθήνα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ. Μετά την ήττα των Δημοκρατικών, φαίνεται ότι το σύνολο του στελεχιακού δυναμικού της πρεσβείας στην Αθήνα βρίσκεται σε αβέβαιο μέλλον, με αλλαγές να αναμένονται όταν η νέα πρέσβειρα αναλάβει τα καθήκοντά της.
Η USAID, με πλήρη αυτονομία από τον Λευκό Οίκο και την ομοσπονδιακή διοίκηση, δραστηριοποιούνταν σε όλο τον κόσμο, επηρεάζοντας συνειδήσεις και χρηματοδοτώντας τα «καλά κανάλια» προπαγάνδας της. Η χρήση των 40 δισ. δολαρίων του ετήσιου προϋπολογισμού της γίνεται με περιορισμένη διαφάνεια, μέσω υπόγειων καναλιών που εντάσσονται στο πανίσχυρο σύμπλεγμα των αμερικανικών υπηρεσιών ασφαλείας. Μέρος αυτών των χρημάτων κατευθυνόταν και σε ελληνικά ΜΜΕ, καθώς και σε αριστερές ΜΚΟ που δραστηριοποιούνταν σε δύο βασικές κατευθύνσεις: πρώτον, την προώθηση των θέσεων των Δημοκρατικών για τα διεθνή θέματα, και δεύτερον, την προώθηση της φιλελευθεροποίησης των κοινωνικών σχέσεων (woke ατζέντα).
Η «woke» ατζέντα περιλάμβανε τη διάδοση πολιτικών για τη διαφορετικότητα, την ισότητα και τη συμπερίληψη (DEI – diversity, equity, inclusion), που αποτελούσαν τα θεμελιώδη στοιχεία της πολιτικής γραμμής του «μεταλλαγμένου» Δημοκρατικού Κόμματος και έναν από τους κύριους λόγους για τη βαριά ήττα του στις εκλογές του 2024. Αυτές οι πολιτικές περιλάμβαναν δράσεις για την ενσωμάτωση μεταναστών και προσφύγων, υποστήριξη των ΛΟΑΤΚΙ, καθώς και καμπάνιες ευαισθητοποίησης για την κλιματική αλλαγή, που συνοδευόταν από την έννοια της «κλιματικής δικαιοσύνης».
Χάθηκε η μπάλα
Κάπου όμως, μέσα στις προσπάθειες προώθησης της ελευθεριακής και κοσμοπολίτικης ατζέντας, χάθηκε η μπάλα. Στους κόλπους των ΜΚΟ, ο αριστερισμός «ανθεί» και μερικοί από τους εμπλεκόμενους στην προώθηση αυτής της ατζέντας προχώρησαν σε δράσεις και τοποθετήσεις υπέρ της Χαμάς. Αυτό το γεγονός προκαλεί αναταράξεις, και η CIA, η οποία επίσης χρηματοδοτεί «ειδικές» δραστηριότητες μέσω του Τύπου μέσω τρίτων χωρών όπως το Λιχτενστάιν και η Ισλανδία, παρακολουθεί τις εξελίξεις και αποφασίζει να παρέμβει. Η CIA ενημέρωσε σχετικά και ζήτησε να επανεξεταστούν οι χρηματοδοτήσεις σε ορισμένους αποδέκτες, με σκοπό να αναθεωρηθούν οι προτεραιότητες και οι πολιτικές χρηματοδότησης. Πλέον, φαίνεται ότι η χρηματοδότηση εχθρών των ΗΠΑ από την αμερικανική κυβέρνηση θα σταματήσει.
Παρά τις αλλαγές, όμως, τα χρήματα συνεχίζουν να ρέουν. Στο πλαίσιο αυτό, μία ημέρα πριν από τις αμερικανικές εκλογές του 2024, η Internews ανακοίνωσε τη νέα της πρωτοβουλία μέσω της ευρωπαϊκής θυγατρικής της, Internews Europe. Πρόκειται για το έργο με τίτλο «Advancing Global Innovation and Learning Effectively to Build Resilience in Independent Media», ή «AGILE», που στοχεύει στην προώθηση της παγκόσμιας καινοτομίας και της αποτελεσματικής μάθησης για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης. Η Internews Europe παρουσίασε το AGILE ως τη πρώτη μεγάλη επιχορήγηση που χορηγείται βάσει της νέας Συμφωνίας Θεματικού Πλαισίου Συνεργασίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και τη Δημοκρατία, μια συνεργασία μεταξύ της Internews Europe και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η χρηματοδότηση για αυτό το έργο ανέρχεται σε 10,5 εκατομμύρια ευρώ, και, όπως υποστηρίζει η Internews Europe, τα χρήματα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για τη «διατήρηση υγιών οικοσυστημάτων πληροφοριών». Ποιος πληρώνει όμως αυτή τη χρηματοδότηση; Οι Ευρωπαίοι, φυσικά. Και έτσι, το έργο αυτό καταλήγει να αποτελεί μια μορφή «πλύσης εγκεφάλου» που χρηματοδοτείται με τα ίδια τα χρήματα των Ευρωπαίων πολιτών. Η διαδρομή αυτών των χρημάτων είναι αβέβαιη, και παραμένει να δούμε πόσα από αυτά θα καταλήξουν στην Ελλάδα και σε ποιους θα κατευθυνθούν.
Εν τω μεταξύ, η USAID, επί των ημερών των προεδριών Μπαράκ Ομπάμα και Τζο Μπάιντεν, είχε ξοδέψει τεράστια ποσά για κρυφή λογοκρισία και έλεγχο των μέσων ενημέρωσης σε διάφορες χώρες. Τώρα, με την απόφαση να κλείσει η USAID και να μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις σε διάφορους «ακτιβιστές» και «επικίνδυνους» τύπους που είχαν σχέσεις με αμερικανικές πρεσβείες σε όλο τον κόσμο, φαίνεται ότι οι αλλαγές είναι καθοριστικές. Κάποιοι, ακόμη και στην Ελλάδα, είναι πανικόβλητοι λόγω αυτών των εξελίξεων.