Του Μανώλη Κοττάκη
Το επιχείρημα που χρησιμοποίησε ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Δημήτρης Κουτσούμπας για να χτυπήσει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ήταν ατυχές. Χωρίς να το καταλάβει χτύπησε φλέβα, όμως.
Γιατί η κοινωνία δεν ασχολείται με το αν οι φοιτήτριες θα χρηματοδοτούν στο μέλλον τις σπουδές τους με το μοντέλο που επικαλέστηκε ο γραμματέας. Η κοινωνία κατάλαβε ότι για πρώτη φορά πολιτικός αρχηγός μίλησε τολμηρά από θεσμικό βήμα για την εκτεταμένη πορνεία που υπάρχει στην Ελλάδα.
Τυχαίο που όλοι ήξεραν -και δεν χρειάζονταν μετάφραση- τι σημαίνει η φράση «sugar daddy»; Ήταν θέμα συζήτησης παντού το Σαββατοκύριακο – σε καφέ, ρεστοράν, κομμωτήρια, γήπεδα, μετρό, ταξί, λεωφορεία. Και, σε συνδυασμό με τη στάση του στον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, το Κομμουνιστικό Κόμμα εκλαμβάνεται πλέον ως ένας συντηρητικός σχηματισμός, ο οποίος αλιεύει ψήφους και από τα δεξιά του εκλογικού σώματος. Γι’ αυτό άλλωστε ο γραμματέας χαρακτήρισε «τιμή» του να το αποκαλεί ο κύριος Μητσοτάκης «αναχρονιστικό». Το επιδιώκει.
Η φλέβα που χτύπησε στο εκλογικό σώμα ο κύριος Κουτσούμπας μού θύμισε ένα κείμενο που έγραψα στις 5 Σεπτεμβρίου 2022, σχεδόν δύο χρόνια πριν, με το ίδιο περίπου θέμα, αμέσως μετά τις θερινές διακοπές. Όταν, ως συνήθως, διέκρινα τα πρόδρομα φαινόμενα στην κοινωνία, χωρίς τη βοήθεια δημοσκόπου. Πολύ πριν γίνουν τάση.
Παραθέτω εκτεταμένα αποσπάσματά του σήμερα, με δυο τρεις επίκαιρες λέξεις ως προσθήκες, όχι γιατί εξακολουθούν να είναι απολύτως επίκαιρα, αλλά γιατί εκτιμώ ότι εκεί κρύβεται η ουσία του εκμαυλισμού μέρους της ελληνικής νεολαίας αλλά και συνολικά της ελληνικής κοινωνίας.
Και, κατά τούτο, πιστεύω ότι θα βοηθήσει να κατανοηθεί καλύτερα το μέγεθος της κρίσης που επ’ ευκαιρία και κατά λάθος έθιξε ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Έγραφα, λοιπόν, τον Σεπτέμβριο του 2022: «Συζητώ όλο το καλοκαίρι με νέα παιδιά, τα οποία διαπιστώνουν ότι είναι η πρώτη γενιά μετά τους γονείς τους που θα περάσουν χειρότερα από την προηγούμενη.
Ο παρονομαστής των ονείρων τους είναι κοινός: ονομάζεται “κυνισμός”. Επιζητούν το χρήμα με συνοπτικές διαδικασίες, ηθικές στην πλειονότητά τους (π.χ., influence), αλλά και ανήθικες. Χωρίς πολύ κόπο, πάντως. Χωρίς ιδρώτα. Δεν έχουν καιρό για αξιοκρατία.
Αναζητούν την αναψυχή και τη χαρά, επίσης (όχι όλοι, εννοείται), με συνοπτικές διαδικασίες, στις ουσίες. Έτσι διαγράφουν τη δύσκολη καθημερινότητά τους και ξεχνιούνται. Έτσι “λύνουν” τα προβλήματά τους. Κάθε αντίθετη εισήγηση απορρίπτεται. Κάθε σκέψη για επιτυχία με τον σταυρό στο χέρι, επίσης.
Για πολλές νέες κοπέλες (όχι στην πλειονότητα, πάντως), το σύστημα “sugar daddy” είναι ο καλύτερος τρόπος για γρήγορο πλουτισμό. Για μεγάλη ζωή. Για ένα Ντουμπάι. Για ένα ακριβό εστιατόριο. Για πολλά νέα αγόρια (όχι όλα), η ένταξη στη θηλυπρεπή… κοινότητα εξασφαλίζει το διαβατήριο στήριξης για την επαγγελματική προώθηση και επιτυχία.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, μοιάζει (σε ορισμένα τμήματα της κοινωνίας της) ολοένα περισσότερο με την Ουκρανία, που νομίζει ότι είναι Ιταλία. Το βλέπω στις παραλίες, στα μπαρ, στα πολυτελή σκάφη που δένουν στα λιμάνια. Παντού, όπου οι νέοι ψάχνουν τη μεγάλη ζωή. Με την Ουκρανία μετά την πτώση του 1989 μοιάζουμε, καθώς τότε, εκτός από τη χώρα, είχε βγει στο σφυρί και ο λαός της! Απλώς ακόμη δεν έχουμε την τόλμη να το ομολογήσουμε στους εαυτούς μας. Καμωνόμαστε πως είμαστε Ιταλία!
Από τη νέα γενιά, λοιπόν, σε γενικές γραμμές αυτά. Ψάχνει να βρει γρήγορα εκείνα που θεωρεί ότι της πήραν οι πανδημίες και οι χρεοκοπίες. “Κότερα και ελικόπτερα”, που λέει το άσμα του συχωρεμένου Μad Clip. Το δόγμα της είναι “θα κάνω οτιδήποτε περνά από το χέρι μου για να…”. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και χιλιάδες λαμπρές και ωραίες εξαιρέσεις. Η γενιά που είναι στα πράγματα και απέρχεται έχει άλλες αγωνίες – πώς θα διατηρήσει τα κεκτημένα της. Όσα κέρδισε στα χρόνια της ευημερίας πριν από την κρίση.
Το κυρίαρχο συναίσθημα και εδώ είναι ο κυνισμός – τα καλά και συμφέροντα τας ψυχάς ημών. Δεν πάει να γκρεμίζεται ο κόσμος! Αν οι νέοι αναζητούν με ταχύτητα αυτά που έχασαν, οι πολύ μεγαλύτεροι επιχειρούν να διαφυλάξουν (σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένα) αυτά που με τον ιδρώτα τους, κατά βάση, κέρδισαν. Μεγάλα περιθώρια για αξίες δεν υπάρχουν ούτε εδώ. Ούτε πολύς χώρος για πολιτική. Στην πλειονότητά τους και οι νεότεροι και οι μεγαλύτεροι (εννοείται και πάλι, όχι όλοι) ασχολούνται με την πολιτική μόνο όταν αισθανθούν ότι τους φράζει τον δρόμο ή ότι απειλεί τα συμφέροντά τους.
Και όπου υπάρχει ενδιαφέρον για την πολιτική υπάρχουν μόνο διαμορφωμένες και εμπεδωμένες απόψεις. Σταθερές. Αμετακίνητες. Οι οποίες δεν ανατρέπονται, ακόμα κι αν ο κόσμος φωνάζει ότι είναι λάθος και αναποδογυρίζει κάθε μέρα. Διότι κάποιοι δεν θέλουν να ανατρέψουν τον κόσμο τους.
Έχουν γίνει φίλοι με αυτόν, τον συνήθισαν, τους ενοχλεί η παραμικρή αμφισβήτησή του. Ανάμεσα σε αυτές τις δύο γενιές, σε αυτήν που έρχεται και σε αυτήν που απέρχεται, στέκεται, τέλος, η ενδιάμεση, την οποία χαρακτηρίζει περισσότερο ο ρεαλισμός. Όχι απαραιτήτως ο κυνισμός.
Οι σαραντάρηδες, που επιμένουν με τον σταυρό στο χέρι, μας ζητούν να πούμε κάτι στους πολιτικούς γιατί “με μισθό 800 ευρώ και νοίκι 300 ευρώ, πώς να παντρευτώ και να φτιάξω οικογένεια; Ούτε να κεράσω έναν καφέ το κορίτσι μου στην καφετέρια δεν έχω! Αυτά που παίρνω δεν φτάνουν ούτε για ‘ζήτω’”. (…)
Η γενική ιδέα είναι ότι ο κυνισμός θριαμβεύει και ότι οι αξίες υποχωρούν. (…)
Έχει αλλάξει η εποχή. Και όσοι μιλούν για τέτοιες αξίες είναι ντεμοντέ. Εδώ που φτάσαμε, αν σήμερα δεν πειράζει που μας ακούνε με υποκλοπές, αύριο δεν θα μας πειράζει που μας κλέβουν μπροστά στα μάτια μας! Μπορεί να έρθει αύριο η ώρα που θα συλληφθεί πολιτικός να δωροδοκείται επ’ αυτοφώρω και η κοινή κυνική πεποίθηση να είναι “δεν πειράζει, αφού τα λέει καλά στην τηλεόραση”. (…)
Για να παραμείνει μια πολιτική δύναμη στην εξουσία στο μέλλον, προϋπόθεση θα είναι να είναι λίγο καλύτερη από το χειρότερο. Θα φτάνει! (…) Εάν “οι άριστοι είναι λίγο καλύτεροι από τους χείριστους”, όλα ΟΚ. (…) Αυτή η εποχή δεν αγαπά την αλήθεια. Είναι ερωτευμένη με τον κυνισμό της και με τη βολή της».
Αυτά έγραφα σχεδόν δύο χρόνια πριν! Ο τρόπος που αντέδρασε το πολιτικό σύστημα, με τα τσιτάτα περί σεξισμού, στην παρέμβαση Κουτσούμπα στη Βουλή (η δικτατορία της ορθότητας απαγορεύει τον διάλογο για τη σήψη – αυτός είναι ο σκοπός της εγκαθίδρυσής της άλλωστε, η συσκότιση) δείχνει ότι η κατάσταση, παρά το 41%, παραμένει ίδια και απαράλλαχτη: αυτή η εποχή αγαπά τον κυνισμό. Δεν αγαπά την αλήθεια. Η αλήθεια είναι στην παρανομία, και όσοι τη λέμε είμαστε παράνομοι. Ο Κουτσούμπας ξέρει από παρανομία. Πρέπει σιγά σιγά να αρχίσουμε να τη συνηθίζουμε κι εμείς!