Ενώ υποσχέθηκε αύξηση κατά 50% της εξόρυξης, χθες «σφράγισε» με νόμο το «λουκέτο» όλων των μονάδων «έως το 2028»
Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη οι πράσινες μπίζνες είναι πάνω κι από τον αυτοδιασυρμό της. Η κυβέρνηση κατέθεσε χθες στη Βουλή νομοσχέδιο, στο οποίο «προβλέπεται η διακοπή λειτουργίας όλων των λιγνιτικών μονάδων το αργότερο έως τις 31 Δεκεμβρίου 2028, με ρήτρα επανεξέτασης το 2023, με προϋπόθεση τη διασφάλιση της επάρκειας ισχύος και την ασφάλεια εφοδιασμού».
- του Βασίλη Γαλούπη
Σε μια στιγμή ενεργειακού κραχ για την Ευρώπη, με όλο και περισσότερες χώρες να στρέφονται στον λιγνίτη και την Κομισιόν να αφήνει πλέον όλο και περισσότερα παραθυράκια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη σφραγίζει την επίσπευση της απολιγνιτοποίησης. Και το βασικότερο; Χωρίς να υπάρχει κανένα άλλοθι πίεσης από την Ε.Ε…
Η υποκριτική στάση και τα ψέματα της κυβέρνησης για τον λιγνίτη επιβεβαιώνονται και από το γεγονός ότι η παραγωγή λιγνίτη στο ενεργειακό μείγμα δεν έχει αυξηθεί από τις εξαγγελίες του Μητσοτάκη και μετά. Ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε δεσμευτεί από τις 6 Απριλίου ότι «για την επόμενη διετία σίγουρα θα αυξήσουμε την παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη, αυξάνοντας κατά 50% την εξόρυξή του, ώστε να μειώσουμε βραχυπρόθεσμα την εξάρτησή μας από το φυσικό αέριο».
Στην πράξη, όμως, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η χώρα, παρά τις όποιες εξελίξεις και πρωτοβουλίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξακολουθεί να εξαρτάται από το φυσικό αέριο, δίχως εναλλακτικές λύσεις αν κλείσει η στρόφιγγα από την Ρωσία. Με τον λιγνίτη που υπάρχει σε αφθονία στο υπέδαφος να μην αξιοποιείται, έτσι ώστε να παράγεται από τη ΔΕΗ φτηνότερο ρεύμα.
Η αβάσιμη θεωρία της κυβέρνησης είναι ότι το ρεύμα από λιγνίτη κοστίζει ακριβότερα από το φυσικό αέριο, διότι υπάρχουν και τα δικαιώματα ρύπων. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει εδώ και αρκετό καιρό. Ακόμα και με την αύξηση των τιμών ρύπων, το ρεύμα από λιγνίτη είναι εδώ και μήνες σημαντικά φτηνότερο.
Κάτι που επιβεβαίωνε και ο υπουργός Ενέργειας κ. Σκρέκας, όταν δήλωνε στις 14 Σεπτεμβρίου 2021, πριν από τη μεγάλη έκρηξη τιμών, ότι «θέλουμε για μια ηλεκτρική μεγαβατώρα 150 ευρώ κόστος φυσικού αερίου. Για τη λιγνιτική μεγαβατώρα, μιλάμε για 80 ευρώ μόνο το κόστος του διοξειδίου άνθρακα συν περίπου 40-45 ευρώ το μεταβλητό κόστος της μονάδας. Πάμε πάνω από 110-115 ευρώ».
Οι στρεβλώσεις στην αγορά άνθρακα της Ε.Ε. τροφοδοτούν μια βτων τιμών της ενέργειας. Οι αλλαγές υπέρ της «πράσινης ανάπτυξης» δημιούργησαν «φούσκες» που προσελκύουν κερδοσκόπους, με αποτέλεσμα να εκτοξεύονται οι λογαριασμοί ρεύματος.
Το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών είναι η ναυαρχίδα της ευρωπαϊκής πολιτικής για το κλίμα. Εχει σχεδιαστεί για να ορίζει μια τιμή για τους ρύπους, με σκοπό να προωθήσει την απανθρακοποίηση. Ομως τον Φεβρουάριο, λόγω των στόχων της Ε.Ε. για μείωση των εκπομπών στο μισό έως το 2030 και της κρίσης με τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας, οι τιμές άνθρακα έφθασαν σε υψηλό όλων των εποχών, ξεπερνώντας τα 100 ευρώ, δηλαδή αύξηση κατά 150%.
Χώρες όπως η Ισπανία και η Πολωνία άρχισαν να ζητάνε επιτακτικά να τεθούν όρια συναλλαγών στο σύστημα, έτσι ώστε να πάψει η αύξηση στις τιμές του άνθρακα να αυξάνει το κόστος της ενέργειας. «Το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών δεν θα έπρεπε να είναι διαθέσιμο σε κερδοσκόπους» έγραψε η Ισπανία σε non paper που έστειλε στην Κομισιόν από τον Σεπτέμβριο. Παρόμοια στάση έχει και η Πολωνία, η οποία είπε ότι η αύξηση των τιμών που παρατηρείται «οδηγείται από κερδοσκοπία και όχι από θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς».
Εκτός από την Ισπανία, ένας συνασπισμός χωρών που αποτελείται από Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία και Σλοβακία ζητάνε να μεταρρυθμιστεί το σύστημα ώστε να έχουν οι πολίτες σταθερή και προσιτή ενέργεια.
Η πρόταση της Γερμανίας εκθέτει την ελληνική κυβέρνηση
Θέση για το Σύστημα Εμπορίας Εκπομπών πήρε πρόσφατα και η Γερμανία, που θέλει να διατηρήσει αρκετά υψηλά τις τιμές, ώστε να στηριχθούν και οι επενδύσεις σε πράσινες ενεργειακές τεχνολογίες.
Ωστόσο, ακόμα και η Γερμανία δείχνει υποχωρητική πλέον. Θέλοντας να βρει μια χρυσή τομή, που να μη σκοντάφτει στην κοινωνική κατακραυγή, το Βερολίνο ανακοίνωσε στις 16 Μαΐου ότι τάσσεται υπέρ μιας ελάχιστης τιμής στα 60 ευρώ ανά τόνο για τα δικαιώματα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τονίζοντας ότι θα την εξασφαλίσει μέσω εθνικών μέτρων, αν η Ε.Ε. δεν αναλάβει δράση.
Η Γερμανία ενδιαφέρεται να διασφαλίσει μια ισορροπία. Δηλαδή, οι τιμές να διατηρηθούν σε ένα επίπεδο ώστε να μην αποθαρρυνθούν οι επενδύσεις σε πράσινες μπίζνες. Με το να θέσει την τιμή στα 60 ευρώ ανά τόνο η Γερμανία επιχειρεί μια βολική μέση λύση μεταξύ των πράσινων επενδύσεων και του ράλι στις τιμές του ηλεκτρικού.
Το γερμανικό υπουργείο Οικονομίας και Δράσης για το Κλίμα δήλωσε τη συνεχή υποστήριξη της Γερμανίας για «μια φιλόδοξη μεταρρύθμιση, συμπεριλαμβανομένης μιας ελάχιστης τιμής», για τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων.
Με τα σημερινά δεδομένα του ενεργειακού κραχ, μια τιμή στα 60 ευρώ για τα δικαιώματα ρύπων κάνει ακόμα πιο φτηνό τον λιγνίτη. Τον Φεβρουάριο οι ρύποι ξεπέρασαν τα 100 ευρώ, όταν το 2020 είχαν μόλις 20 ευρώ/τόνο. Ακόμα και τα 60 ευρώ ακούγονται πια ως λογική τιμή.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ωστόσο, δείχνει ουσιαστικά απρόθυμη να παρέμβει στην αγορά και να διορθώσει στρεβλώσεις. Η Ισπανία, η Πολωνία και η Ουγγαρία ζητούν ακόμα πιο δραστικά μέτρα, με ισχυρούς μηχανισμούς ελέγχου στην ευρωπαϊκή αγορά άνθρακα, για να περιοριστεί η συμμετοχή χρηματοοικονομικών κερδοσκόπων. Η Γερμανία, όμως, δεν θέλει να τα σκαλίζει περισσότερο, προτείνοντας μια μεσοβέζικη λύση που στην παρούσα φάση συμφέρει την Ελλάδα, αφού το συνολικό κόστος για τον λιγνίτη θα πέσει ακόμα και κάτω από 100 ευρώ.