Με τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) όπως είναι γνωστό, παραχωρήθηκαν στην Τουρκία η Ίμβρος, η Τένεδος και οι Λαγούσες Νήσοι. Ο πληθυσμός της Ίμβρου ήταν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου ελληνικός (8.506 κάτοικοι, όλοι Χριστιανοί) ενώ στην Τένεδο υπήρχαν αρκετοί μουσουλμάνοι, ωστόσο υπερτερούσε σαφώς το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο (από τους 5.172 κατοίκους της οι 3.752 ήταν Έλληνες, οι 1.403 Τούρκοι, 10 ήταν Αρμένιοι και 7 Εβραίοι). Σε άρθρο μας στις 9/1/2018 είχαμε αναδείξει τις κατάφωρες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάνης από την Τουρκία που οδήγησαν στον αφελληνισμό των δύο νησιών. Την ίδια ώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις έδειχναν παντελή αδιαφορία για τα τεκταινόμενα στα δύο νησιά ακολουθώντας τη γνωστή, αποτυχημένη πολιτική του κατευνασμού και της μη ενόχλησης της Τουρκίας, Κάποιες χλιαρές διαμαρτυρίες στους διεθνείς οργανισμούς για την τιμή των όπλων δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Τένεδος: Από τα ομηρικά χρόνια ως τις αρχές του 20ου αιώνα
Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο μας στην Ίμβρο παρατηρείται τα τελευταία χρόνια επιστροφή πολλών Ελλήνων με ταυτόχρονο άνοιγμα τριών σχολείων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, όπου φοιτούν 53 Έλληνες μαθητές και μαθήτριες. Πολλά από αυτά τα παιδιά έχουν γεννηθεί στην Ίμβρο.
Στην Ίμβρο σήμερα ζουν περισσότεροι από 600 Έλληνες! Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο και στην Τένεδο. Με το πανέμορφο νησί της Τενέδου θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο. Δυστυχώς τα άρθρα που έχουν γραφτεί αποκλειστικά για την Τένεδο είναι ελάχιστα ή καλύτερα ανύπαρκτα. Το protothema.gr για μία ακόμη φορά αγγίζει ένα ευαίσθητο εθνικό θέμα και αναδεικνύει άγνωστες πτυχές του.
Να σημειώσουμε ότι πολύτιμη βοήθεια για τη συγγραφή του άρθρου αυτού είχαμε από τον πρόεδρο του Συλλόγου Τενεδίων ‘’Ο ΤΕΝΝΗΣ’’ κύριο Χρήστο Κάλφα, ο οποίος με ιδιαίτερη προθυμία μας έδωσε στοιχεία που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας καθώς και αδημοσίευτες φωτογραφίες της Τενέδου που παρουσιάζουμε σήμερα για πρώτη φορά. Ευχαριστούμε θερμότατα και από εδώ τον κύριο Κάλφα για την πολύτιμη βοήθειά του.
Η Τένεδος είναι νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου στην είσοδο του Ελλήσποντου. Έχει έκταση 37,6 τ. χλμ και απέχει 3 μίλια από τις μικρασιατικές ακτές της Τρωάδας. Πρώτοι κάτοικοι της Τενέδου ήταν οι Πελασγοί που εγκαταστάθηκαν στα νησιά του Αιγαίου πριν το 2.000 π.Χ. Αργότερα αυτοί αφομοιώθηκαν από τους Αιολείς οι οποίοι μετά τη Λέσβο αποίκισαν και την Τένεδο. Κατά την παράδοση οικιστής του νησιού ήταν ο Σπαρτιάτης Πείσανδρος που οργάνωσε την εξόρμηση μαζί με τον Ορέστη. Μια άλλη παράδοση θέλει οικιστή του νησιού τον Τέννη, γιο του βασιλιά των Κολωνών Κύκνου, ο οποίος με πολλούς ακόμα εξόρμησε από την τρωική ακτή όπου ζούσε και αποίκισε το έρημο τότε νησί Λεύκοφρυς που μετονομάστηκε σε Τένεδο. Ίσως αυτός είναι ένας μύθος για να ερμηνεύσει τον εποικισμό της Τενέδου από τον Τέννη.
Πάντως οι Τενέδιοι αποίκισαν μια εκτεταμένη περιοχή στην απέναντι μικρασιατική ακτή, την ‘’Τενεδίων Περαία’’ κατά τον Στράβωνα που περιλάμβανε τις πόλεις Αχαίιον, Λάρισα και Κολωναί.
Όταν οι Έλληνες κατέλαβαν την Τένεδο κατά τον Τρωικό Πόλεμο ο Αγαμέμνονας αιχμαλώτισε κατοίκους της, οι οποίοι αποίκισαν την Τενέα της Κορίνθου.
Το 493 π.Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν το νησί κι αιχμαλώτισαν όλα τα όμορφα νεαρά παιδιά. Ευνούχισαν τα αγόρια ενώ τα κορίτσια τα οδήγησαν στο παλάτι του βασιλιά. Τέλος πυρπόλησαν την πόλη και τα ιερά της. Αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε το νησί.
Στους ελληνιστικούς χρόνους η Τένεδος είχε παρακμάσει και αναγκάστηκε να προσχωρήσει στην Αλεξάνδρεια Τρωάδα που είχε ιδρυθεί από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο γύρω στο 310 π.Χ.
Στα ρωμαϊκά χρόνια η Τένεδος υπέφερε από τις επιδρομές του Ουέρρη ο οποίος το 80 π.Χ. ήταν αξιωματούχος του διοικητή της Κιλικίας και αργότερα το 74 π.Χ. έγινε πραίτορας. Ο Ουέρρης εκτός από χρήματα, έκλεψε το άγαλμα του Τέννη το οποίο μετέφερε στη Ρώμη. Κατά τη βυζαντινή περίοδο ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος γράφει ότι το 768/9 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) απελευθέρωσε 2.500 Χριστιανούς από την Ίμβρο, την Τένεδο και τη Σαμοθράκη που είχαν αιχμαλωτίσει οι Σλάβοι δίνοντάς τους ως αντάλλαγμα μεταξωτά υφάσματα. Το 1261 με τη Συμφωνία του Νυμφαίου μεταξύ Βυζαντίου και Γένουας έγινε περιορισμένος οικισμός του νησιού από τους Γενουάτες. Τον 14ο αιώνα η Τένεδος δοκιμάστηκε από επιδρομές Γενουατών και Τούρκων πειρατών ενώ το 1376 παραχωρήθηκε στους Βενετούς.
Η ερήμωση της Τενέδου
Η πρώτη πλήρης εκκένωση του νησιού έγινε μετά τη διαμάχη και τον πόλεμο Βενετίας-Γένοβας (πόλεμος Chioggia1377-1381) για την κατάληψή του. Με τη λήξη του πολέμου υπογράφτηκε συνθήκηειρήνης μεταξύ των εμπολέμων στο Τορίνο (8 Αυγούστου 1381) υπό τη διαιτησία του κόμη της Σαβοΐας Αμεδαίου σύμφωνα με την οποία η Τένεδος έπρεπε μέσα σε δύο μήνες να παραδοθεί σε ουδέτερη ιταλική δύναμη, στον κόμη της Σαβοΐας και να καταστραφούν ολοσχερώς τα πάντα, κάστρα, κτίρια, οικίες και κατοικίες ώστε να μην μπορεί ποτέ να ξανακτισθεί και να κατοικηθεί αυτός ο τόπος. Η Τένεδος είχε τότε 4.000 κατοίκους. Η καταστροφή των οχυρώσεων και η εκκένωση της πόλης θα γινόταν με ευθύνη της Βενετίας και της Γένοβας. Η Βενετία υποχρεωνόταν να καταβάλει το ποσό των 150.000 φλορινίων σε κοσμήματα για την εκτέλεση των όρων της Συνθήκης ενώ εγγυητής ανέλαβε η Φλωρεντία. Τελικά μετά από πολλές περιπέτειες τον χειμώνα του 1383 άρχισε η μεταφορά των 4.000 περίπου Τενεδίων στην Κρήτη και στην Εύβοια (Χαλκίδα και Κάρυστο) που βρίσκονταν υπό βενετική κατοχή. Ορισμένοι, ιδιαίτερα αυτοί που εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο,ήταν έντονα δυσαρεστημένοι. Υπήρξε μάλιστα φυγή πολλών προς την Αθήνα. Κάποιοι Τενέδιοι εγκαταστάθηκαν στα ακατοίκητα Κύθηρα αλλά και αυτοί ζήτησαν να εγκατασταθούν στην Κρήτη. Στις 14 Απριλίου 1384 η Τένεδος ήταν έρημη. Αρχικά κατεδαφίστηκε το κάστρο του νησιού και στη συνέχεια τα υπόλοιπα κτίρια. Το Βυζάντιο παρέμεινε απαθής παρατηρητής της καταστροφής και στις 2 Ιουνίου 1390 με συμφωνία μεταξύ Ιωάννη Ζ’ Παλαιολόγου δόθηκε άφεση αμαρτιών στους Βενετούς για την καταστροφή του νησιού.
Ένα ακόμα δείγμα παρακμής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, που δεν μπορούσε πλέον να ελέγξει ούτε ένα νησί δίπλα στις μικρασιατικές ακτές.
Η Τένεδος παρέμεινε ακατοίκητη ως την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς, το 1455. Αυτό διαπίστωσαν και ξένοι ταξιδιώτες που την επισκέφτηκαν: ο Clavijo το 1403, ο Ch. Buondelmonti το 1418, ο P. Tafur το 1437 και ο Cyriac of Ancona (Κυριακός ο Αγκωνίτης), το 1445 και επιβεβαιώνει ο βυζαντινός ιστορικός Δούκας.
Η οθωμανική κυριαρχία στην Τένεδο
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, ο οθωμανικός στόλος βγήκε στο Αιγαίο, για να καταλάβει τα νησιά. Ο Κριτόβουλος, όπως αναφέρει, έφτασε στην Τένεδο το 1454, έμεινε εκεί για δύο μέρες και συγκέντρωσε κωπηλάτες από την παραλία. Προφανώς στην μέχρι τότε ερημωμένη Τένεδο, είχαν εγκατασταθεί ναυτικοί και άλλοι κάτοικοι. Ο Δούκας το 1455, χωρίς να κάνει αναφορά στην Τένεδο, γράφει ότι η Χίος, η Λήμνος, η Λέσβος και η Ίμβρος, εντάχθηκαν στο οθωμανικό κράτος. Προφανώς, η σχεδόν ακατοίκητη Τένεδος, θα είχε την ίδια μοίρα. Το 1479, έγινε οργανωμένος εποικισμός του νησιού, μετά την ανοικοδόμηση του κατεστραμμένου κάστρου, με κατοίκους από τη Μ. Ασία, στους οποίους δόθηκαν φορολογικά κίνητρα για να εγκατασταθούν στην Τένεδο. Έτσι το 1530, υπήρχαν στο νησί 63 χριστιανικές και 18 μουσουλμανικές οικογένειες, το 1569 126 χριστιανικές και 39 μουσουλμανικές, καθώς και 25 έφεδροι στρατιώτες, ενώ το 1601, ζούσαν στην Τένεδο 242 χριστιανικές οικογένειες, 20 μουσουλμανικές, 5 άγαμοι μουσουλμάνοι, καθώς και 37 Οθωμανοί έφεδροι στρατιώτες με τις οικογένειές τους. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Βενετού ναυτικού ακολούθου στην Κωνσταντινούπολη Silvestro Querini, το 1604 οι Έλληνες της Τενέδου έφταναν τις 4.000. Λίγο πριν το 1801, εγκαταστάθηκε στην Τένεδο το μεγαλύτερο μέρος από τις 150 οικογένειες που διέμεναν στο χωριό της Ανατολίας Geyikli, ύστερα από απαίτηση του αγά τους.
Τον 15ο αιώνα, η Τένεδος υπέφερε από πειρατικές επιδρομές. Από τις 22 Ιουλίου 1656 ως τις 31 Αυγούστου 1657, οι Βενετοί κατέλαβαν το νησί, αναγκάστηκαν όμως να το εγκαταλείψουν, αφού πρώτα ανατίναξαν τις οχυρώσεις της.
Το καλοκαίρι του 1771, οι Ρώσοι αποβίβασαν στρατό στην Τένεδο και σε άλλα νησιά («Ορλοφικά»). Σύντομα όμως εγκατέλειψαν το νησί, αφήνοντας τους Έλληνες στις εκδικητικές διαθέσεις των Τούρκων.
Το 1807, ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν κατέλαβε την Τένεδο.
Οι Τούρκοι με επικεφαλής τον διοικητή του Αιγαίου Σεΐντ Αλή (Seyid Ali Pasa) πολιόρκησαν το κάστρο του νησιού, καθώς ο Σενιάβιν απουσίαζε. Έκαναν απόβαση στην Τένεδο και έσφαξαν όλους τους Έλληνες κατοίκους του νησιού που δεν μπήκαν στο κάστρο όπου βρίσκονταν οι Ρώσοι. Τελικά, όταν επέστρεψε ο Σενιάβιν, ο τουρκικός στόλος εγκατέλειψε την πολιορκία και έφυγε προς το Άγιο Όρος. Το 1810, επισκέφτηκε το νησί ο λόρδος Βύρωνας.
Στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, η Τένεδος απομονωμένη από την υπόλοιπη Ελλάδα και με ισχυρή τουρκική φρουρά στο κάστρο, δεν ξεσηκώθηκε.
Η Τένεδος περνά σε ελληνικά χέρια
Στις 24 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στόλος βρισκόταν έξω από τα Δαρδανέλια. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης, στέλνει άγημα να καταλάβει την Τένεδο. Λίγο πριν κόψει το καλώδιο που ένωνε το νησί με τη μικρασιατική ακτή, στέλνει τηλεγράφημα στο τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, όπου γράφει: «Σας περιμένουμε. Ελάτε επιτέλους…»: Φυσικά, οι Τούρκοι δεν πήγαν ποτέ…» (Δ. Κόκκινος, «Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος», Αθήνα 1970, τ. Β’ σελ 960). Για το περιστατικό αυτό, έχουμε γράψει ξανά, αλλά το αναφέρουμε και σήμερα, για να δείξουμε το μεγαλείο, το θάρρος και την αποφασιστικότητα του Παύλου Κουντουριώτη.
Με το άρθρο 5 της Συνθήκης του Λονδίνου (30/5/1913), μετά το τέλος του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και με το άρθρο 15 της Συνθήκης των Αθηνών, που υπογράφτηκε στις 14/11/1913 μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η ελληνική κυβέρνηση ανέθεσε στις Μεγάλες Δυνάμεις να αποφασίσουν για την τύχη της Ίμβρου, της Τενέδου και του Καστελλόριζου. Τελικά η Πρεσβευτική Διάσκεψη, αποφάσισε στις 13/2/1914 την επιστροφή Ίμβρου, Τενέδου και Καστελλόριζου στην Τουρκία, η οποία όμως δεν τα κατέλαβε. Έτσι, η Ελλάδα ασκούσε de facto κυριαρχία σε Ίμβρο και Τένεδο. Με τη Συνθήκη των Σεβρών (10/8/1920), τα δύο νησιά παραχωρήθηκαν και τυπικά στην Ελλάδα.
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, οι Τενέδιοι πληροφορούμενοι ότι το νησί τους και η Ίμβρος θα δοθούν στην Τουρκία, οργάνωσαν δυο συλλαλητήρια στο νησί και έκαναν τεράστιες προσπάθειες για να αποτρέψουν την παραχώρηση του νησιού τους στην Τουρκία.
Ακόμα και ειδική αντιπροσωπεία από την Ίμβρο (Π. Δημητριάδης) και την Τένεδο (Α. Αντύπα), πήγε στη Λωζάνη για να προλάβει τις δυσάρεστες εξελίξεις, ωστόσο δεν κατάφερε τίποτα. Οι αποφάσεις ήταν ειλημμένες.
Στις 27 Μαρτίου 1923, ο Ελευθέριος Βενιζέλος τηλεγράφησε προς την Επιτροπή Λαού Τενέδου: «Μετά βαθυτάτης λύπης σας πληροφορώ ότι οι απόφασις περί Τενέδου αμετάκλητος. Βενιζέλος». Ωστόσο Ίμβριοι και Τενέδιοι, συνέχισαν τον Μάιο και τον Ιούνιο του 1923 τις ενέργειές τους για ένα σαφή και ακριβή προσδιορισμό ενός «αυτόνομου καθεστώτος των νησιών», δυσπιστώντας για την ειλικρινή διάθεση της Τουρκίας να εφαρμόσει ένα τέτοιο καθεστώς.
Ίμβρος και Τένεδος παραχωρούνται στην Τουρκία με τη Συνθήκη της Λωζάνης
Όπως είναι γνωστό, Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες Νήσοι, παραχωρήθηκαν στην Τουρκία, με τον όρο να υπάρχει σε Ίμβρο και Τένεδο, ένα τοπικό διοικητικό καθεστώς (Άρθρο 14).
Η Τουρκία, πριν ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες για την παράδοση της Τενέδου, την κατέλαβε βίαια στις 20 Σεπτεμβρίου με δύο αντιτορπιλικά, ενώ την επόμενη κατέπλευσε στο λιμάνι του νησιού το τουρκικό πολεμικό πλοίο «Hizir Reis”, στο οποίο επέβαινε ο διευθυντής εσωτερικών υποθέσεων Sukru Bey για την παραλαβή του νησιού. Το πρωτόκολλο παράδοσης υπογράφτηκε στο πλοίο. Αυτή ήταν η πρώτη παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης, καθώς το νησί έπρεπε να παραδοθεί στους τοπικούς άρχοντες. Ποτέ δεν υπήρξε Αστυνομία από Τενέδιους, όπως προβλεπόταν από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Μετά την ανακατάληψη του νησιού από τους Τούρκους, λεηλατήθηκαν τα εγκαταλειμμένα σπίτια Ελλήνων και τα οικιακά σκεύη πουλήθηκαν ή μοιράστηκαν στους Μουσουλμάνους. Ακόμα και πόρτες και παράθυρα ξηλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν από αυτούς. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν και τα κτίριά τους δημεύτηκαν, ενώ η διδασκαλία γινόταν αποκλειστικά στην τουρκική γλώσσα. Πολλοί Τενέδιοι, εγκατέλειψαν το νησί τους και εγκαταστάθηκαν κυρίως σε Λήμνο, Λέσβο και Χαλκιδική. Έτσι, από τον Αύγουστο του 1924, οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν την πλειοψηφία στο νησί, αφού τα ¾ των Ελλήνων είχαν φύγει.
Από 3.500 Έλληνες το 1923, σε ένα χρόνο έμειναν μόνο 700! Η ελληνική κυβέρνηση άρχισε κάποιες προσπάθειες για επιστροφή των Τενεδίων στο νησί. Οι Τούρκοι όμως με συνεχή εμπόδια (βαριά φορολογία, στράτευση, κλείσιμο σχολείων, δυσκολίες στην επιστροφή των κτημάτων κλπ), δημιουργούσαν προσκόμματα.
Η Επιτροπή Τενεδίων Λήμνου στις 19/12/1927, περιγράφει την κατάσταση στην Τένεδο ως εξής:
Απαγορεύεται στους Έλληνες ψαράδες να ψαρεύουν πριν την ανατολή και μετά τη δύση του ήλιου
Απαγορεύεται η μετάβαση οποιουδήποτε. Χριστιανού στην Κων/πολη και στα Δαρδανέλια, ακόμα για λόγους υγείας
Τα μεταφερόμενα είδη από παλιννοστούντες Τενέδιους, φορολογούνται βαρύτατα. Τενέδιοι βοσκοί που επέστρεψαν στο νησί με τα κοπάδια τους, πλήρωσαν 2.000 τουρκικές λίρες ως προκαταβολή, μέχρι να διαπιστωθεί αν τα ποίμνιά τους είναι αναπαραγωγά. Αν και αυτό επιβεβαιώθηκε από τον κτηνίατρο Δαρδανελίων, οι προκαταβολές δεν επιστράφηκαν!
Το κιβώτιο τιμαλφών της Εκκλησίας Τενέδου, επιστράφηκε απ’ τη Λήμνο πριν 10 μήνες, παραμένει στις αποθήκες του τελωνείου για εκτελωνισμό
Τα σχολεία παραμένουν κλειστά λόγω έλλειψης δασκάλων από την Τένεδο
64 «ανεπιθύμητοι» (από το 1924) Τενέδιοι, μαζί με τις οικογένειές τους, δεν μπορούν να επιστρέψουν στο νησί.
Πλοίαρχοι ιστιοφόρων ανταλλάξιμοι, προσεγγίζοντας το λιμάνι της Τενέδου για οποιοδήποτε λόγο, εκδιώκονται βίαια από τον λιμενάρχη με τη φράση «Να φύγετε έστω κι αν πρόκειται να πνιγείτε»
Το 1927, ψηφίστηκε από την Τουρκία, ο νόμος 1151/1927 «Περί τοπικής διοικήσεως των επαρχιών Τενέδου και Ίμβρου», ο οποίος ουσιαστικά επιδίωκε την κατάργηση του άρθρου 14 της Συνθήκης της Λωζάνης!
Πολλοί Τενέδιοι εγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό (Η.Π.Α., Αυστραλία, ακόμα και στην Αφρική), ενώ αρκετοί στην Ελλάδα, κυρίως στη Νέα Τένεδο (πρώην Καράτεπε).
Η ανοχή της Ελλάδας στα Σεπτεμβριανά (1955), έκανε τους Τούρκους ασύδοτους. Κατέστρωσαν το πρόγραμμα διάλυσης (eritme programi) για να διώξουν τους Έλληνες-Ίμβρου και Τενέδου από τα νησιά. Και η ελληνική κυβέρνηση όμως, δια του ΥΠΕΞ το 1957 Ευάγγελου Αβέρωφ, πρότεινε στον Τούρκο πρέσβη την αποδοχή της ελληνικής επιχειρηματολογίας για την Κύπρο, με αντάλλαγμα την αποχώρηση των Ελλήνων της Τενέδου από το νησί! Το 1964, με τον νόμο 502/1964, καταργήθηκε η ελληνική εκπαίδευση στο νησί και κατασχέθηκαν τα σχολικά κτίρια. Αυτή ήταν η χαριστική βολή για τον ελληνικό πληθυσμό του νησιού. Οι τελευταίοι Έλληνες αποχώρησαν από την Τένεδο το 1974-75, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Η Τένεδος σήμερα – Τι μας είπε ο Χρήστος Κάλφας, πρόεδρος του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΕΝΕΔΙΩΝ «Ο ΤΕΝΝΗΣ»
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, για να γράψουμε το άρθρο αυτό επιδιώξαμε και είχαμε μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον πρόεδρο του ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΕΝΕΔΙΩΝ «Ο ΤΕΝΝΗΣ», με έδρα τη Νέα Σμύρνη. Υπάρχουν επίσης ο «Σύλλογος Απανταχού Τενεδίων», της Νέας Τενέδου Χαλκιδικής και η «Αδελφότητα Τενεδίων» στην Αυστραλία, που συνεργάζονται με σκοπό κάθε δυνατή βοήθεια στην Τένεδο και στους Τενεδιούς.
Σήμερα στο νησί, ζουν μόνιμα ελάχιστοι Έλληνες. Περίπου 10-12 άτομα. 4 άτομα μέσης ηλικίας, επέστρεψαν τα τελευταία χρόνια. Οι Τενεδιοί, έχοντας πουλήσει τις περιουσίες τους στο παρελθόν, δεν έχουν πλέον οικήματα για να μείνουν. Από την αρχαιότητα, η Τένεδος φημιζόταν για τα αμπέλια και το κρασί της.
Όταν έφυγαν οι Έλληνες, οι Τούρκοι μην μπορώντας να συνεχίσουν την παραγωγή κρασιού, στράφηκαν στον τουρισμό. Έτσι, σήμερα το νησί αποτελεί τουριστικό προορισμό για την αφρόκρεμα της Τουρκίας. Οι τιμές των οικημάτων, είναι απλησίαστες. Ένα μισογκρεμισμένο κτίσμα στο κέντρο της Τενέδου, πουλιέται μέχρι και 300.000Ε! «Μύκονος της Τουρκίας», αποκαλείται συχνά η Τένεδος.
Υπάρχουν αρκετοί Τενεδιοί που θέλουν να επιστρέψουν στο νησί. Αν και επιστράφηκαν αρκετά ακίνητα από το τουρκικό κράτος, οι νησιώτες ζητούν από την ελληνική Πολιτεία ηθική στήριξη, ακτοπλοϊκή σύνδεση με Λήμνο ή Λέσβο και βοήθεια στη δημιουργία τελωνείου στο νησί, κάτι που η Τουρκία δέχεται. Στο νησί, δεν υπάρχει ιερέας από το 2005.
Στις 26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής, κάθε χρόνο εκατοντάδες Τενεδιοί επιστρέφουν στο νησί, σε ένα μοναδικό αντάμωμα. Ξεχωριστά είναι και τα Θεοφάνεια στην Τένεδο, οπότε επίσης πολλοί Έλληνες μεταβαίνουν στο νησί.
Η ελληνική Πολιτεία απούσα και πάλι…
Το επίσημο ελληνικό Κράτος, εκτός από κάποιες χλιαρές διαμαρτυρίες σε διεθνείς οργανισμούς, δεν έκανε τίποτα για να εμποδίσει τον αφελληνισμό Τενέδου και Ίμβρου. Πόσοι Έλληνες πρωθυπουργοί ή υπουργοί μίλησαν σε Τούρκους ομολόγους τους, για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στα δύο νησιά; Από το 1930 κανένας Έλληνες επίσημος δεν επισκέφθηκε την Τένεδο.
Μόλις το 2017, ο Τέρενς Κουίκ, προς τιμήν του, πήγε στο μαρτυρικό νησί. Και μόλις τα Θεοφάνια του 2018, ο Έλληνες πρεσβευτής στην Άγκυρα, ο κύριος Μαυροειδής, ήταν ο πρώτος Έλληνες πρέσβης που επισκέφθηκε την Τένεδο.
Το 1801, ανεγέρθηκε στην Τένεδο η Εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου. Μεταξύ 1895-1900, χτίστηκε το επιβλητικό καμπαναριό της. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης, δώρισε στον ναό μια καμπάνα 700 κιλών.
Το καμπαναριό λόγω σεισμών κλπ, παρουσίασε τα τελευταία χρόνια προβλήματα. Το 2007, ο τότε πρωθυπουργός Ερντογάν, που επισκέφθηκε το νησί, έδωσε εντολή να επισκευαστεί. Αυτό έγινε, αλλά και το νέο καμπαναριό ήταν κακοφτιαγμένο. Μετά από επίμονες προσπάθειες και ενέργειες των απόδημων Τενεδιών, ο εφοπλιστής κύριος Ανδρέας Μαρτίνος, δέχτηκε να καταβάλει εξ ολοκλήρου τα χρήματα για επισκευές στην εκκλησία και ανέγερση νέου καμπαναριού.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, στις αρχές του 21ου αιώνα, φάνηκε ότι βοηθά την επιστροφή Τενεδιών στο νησί τους. Δυστυχώς, η σημερινή κατάσταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, είναι αποτρεπτική για κάτι τέτοια. Και να αναφέρουμε τη μεγάλη συμβολή του Ελβετού βουλευτή Andreas Gross, ο οποίος επισκέφτηκε Ίμβρο και Τένεδο το 2008 και με μία έκθεση καταπέλτη που παρουσίασε στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατέδειξε τα εγκλήματα της Τουρκίας σε βάρος Ιμβρίων και Τενεδιών. Κάτι που δεν έκανε καμία ελληνική κυβέρνηση. Κλείνουμε με μία φράση του μακαριστού Πατριάρχη Κων/πόλεως Δημητρίου:
«Η χριστιανοσύνη πρέπει να κρατάει τα πόστα ανεξάρτητα από το πόσοι απέμειναν γιατί οι συνθήκες και οι καταστάσεις μπορεί ν’ αλλάξουν…».
Πηγή: protothema.gr – Μιχάλης Στούκας