Του Γ. Λακόπουλου
Πολιτική που οδηγεί σε αλλαγή βασικών αρχών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ακολουθεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Χωρίς καν συζήτηση με την αντιπολίτευση και διατύπωση της στρατηγικής της στην εθνική αντιπροσωπεία, ο Πρωθυπουργός διαχειρίζεται την ελληνοτουρκική κρίση με προσωπικά κριτήρια.
Για την ακρίβεια δείχνει ότι μεταφέρει την περίεργη θεωρία «επανασύστασης της Ελλάδας» στο διεθνή χώρο και στα ελληνοτουρκικά, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες τουλάχιστον ελλιπούς προετοιμασίας – αλλά εμφανούς διάθεσης για προσωπική προβολή.
Αυτό εκδηλώθηκε χαρακτηριστικά με τον ατομικής έμπνευσης και εκτέλεσης διάλογο 90 λεπτών με τον Τούρκο πρόεδρο στο Λονδίνο -χωρίς δίχτυ ασφαλείας .
Το αποτέλεσμα ήταν η κατηφής -και απίστευτη- δήλωσή του για μηδενική σύγκλιση, αλλά για «καλή θέληση και από τις δυο πλευρές», που συνέχισε την πολιτική κατευνασμού που είχε υιοθετήσει στην πρώτη συνάντηση του με τον Ερντογάν στις ΗΠΑ.
Έκτοτε η- καθυστερημένη -διπλωματική κινητικότητα της χώρας συνοδεύεται με ερασιτεχνισμούς χωρίς πυξίδα -όπως η αβασάνιστη ανάμειξη στον εμφύλιο της Λιβύης. Σε συνδυασμό με την -σκόπιμη κατά την παραδοχή υπουργού- εγκατάλειψη της πολιτικής των κυρώσεων κατά της Τουρκίας από την Ευρώπη -στην οποία η ελληνική παρουσία είναι αναιμική.
Με την εμπλοκή στη Λιβύη η χώρα κινδυνεύει να ακολουθεί τον Ερντογάν και στη στρατιωτική συνδρομή της επίσημης κυβέρνησης, με την οποία απειλεί, και τελικά να παίξει το παιχνίδι του -εφόσον επιδιώκει διαπραγμάτευση επί τετελεσμένων. Άλλωστε πρόκειται για ρήξη με κυβέρνηση που αναγνωρίζει ο ΟΗΕ
Αυτή η εμπλοκή αποπνέει υπόδειξη της Γαλλίας, που έχει ειδικά συμφέροντα στην περιοχή. Και εν μέρει εντάσσεται στην εναπόθεση των ελληνικών ελπίδων για εκτόνωση με τους Τούρκους στον Μακρόν και τον Τραμπ. Παρότι και οι δυο μάλλον τροφοδοτούν την ένταση για τους δικούς τους λόγους- τους οποίους θα έχει την ευκαιρία να αναζητήσει ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στις συναντήσεις μαζί τους τον Ιανουάριο.
Σε κάθε περίπτωση όπως έχουν επισημάνει ήδη ο Κ. Καραμανλής και η Ντόρα Μπακογιάννη -αν έλθουν τα δύσκολα η Ελλάδα πρέπει να υπερασπιστεί τον εαυτό της μόνη της.
Από αυτήν άποψη έχει σημασία η επισήμανση του Αλέξη Τσίπρα, που χειρίσθηκε τα ελληνοτουρκικά, ότι «η Τουρκία του Ελσίνκι δεν υπάρχει πια» και η ανησυχία του για την κυβερνητική λειτουργία: «Είναι εικόνα αυτή σοβαρής κυβέρνησης που χειρίζεται εθνικά θέματα; Έχουν τη στοιχειώδη γνώση για τον χειρισμό αυτών των ζητημάτων;»
Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη εγκαταλείπει σιωπηλά – και πάντως δεν εντάσσει στη ρητορική της- την πάγια ελληνική στρατηγική που αποδείχθηκε αποτελεσματική σε περιόδους κρίσης. Όπως π.χ. το 1976 και το 1987, με πρωθυπουργούς το Κωνσταντίνο Καραμανλή και τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εν αντιθέσει με την περίοδο Σημίτη που συνοδεύθηκε από τα Ίμια και τη συμφωνία της Μαδρίτης που «γκριζοποίησαν» περιοχές στο Αιγαίο.
Η πάγια ελληνική θέση- που δεν άλλαξε από τις ενδιάμεσες υποχωρητικές διαθέσεις- ήταν ότι η «η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτε και δεν διαπραγματεύεται και τίποτε». Ως μόνο θέμα συζήτησης με την Τουρκία – πέρα από τα θέματα χαμηλής πολιτικής- ορίζεται παγίως η προσφυγή στη Χάγη. Για την οριοθέτηση -και όχι τη διανομή- της υφαλοκρηπίδας. Προφανώς πέραν διαπραγμάτευσης είναι και η ανακήρυξη της ελληνικής ΑΟΖ.
Η πολιτική των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων Καραμανλή-Ράλλη -Παπανδρέου, που διαχειρίστηκαν κρίσεις με αυτή τη γραμμή το μέχρι τότε ελληνικό δόγμα στα ελληνοτουρκικά, διατυπώθηκε ευκρινώς και το 1992 από τον Ανδρέα Παπανδρέου- με κυβέρνηση του πατρός Μητσοτάκη:
»Το απευκταίον είναι να καθίσουμε στο τραπέζι για να λύσουμε ποια προβλήματα; Το «μολών λαβέ» είναι μια φράση που λέει κάτι πολύ απλό: δεν πάμε σε διάλογο αν αυτό έχει ως αποτέλεσμα μόνο τη παράδοση κυριαρχικών δικαιωμάτων.» .
Μόλις πρόσφερα ο Κώστας Καραμανλής επιχείρησε να διαμορφώσει πολιτική για την κυβερνητική παράταξη με την αντίστοιχη διακήρυξη ότι «η Ελλάδα δεν πρέπει να συρθεί ούτε να παρασυρθεί από τις μεθοδεύσεις της Τουρκίας και δεν πρέπει να επιτρέψει τη δημιουργία τετελεσμένων σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της… Απορρίπτει συστάσεις και προτροπές που μας καλούν τάχα να «λογικευτούμε και να τα βρούμε», πολύ δε περισσότερο πιέσεις φίλων, συμμάχων ή εταίρων, δεν γίνονται δεκτές, αν προσκρούουν στο εθνικό συμφέρον».
Αυτές οι σαφείς διακηρύξεις από εμβληματικά πρόσωπα των δυο παρατάξεων που χειρίσθηκαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, απουσιάζουν από το δημόσιο λόγο της σημερινής κυβέρνησης.
Ο σημερινός Πρωθυπουργός λέει ότι «η Ελλάδα επιδιώκει πάντα την ειρηνική επίλυση των διαφορών της με τη γειτονική χώρα» χωρίς να αναφέρει ρητά ποιες είναι αυτές οι «διαφορές» – κινούμενος με την λογική των κυβερνήσεων Σημίτη.
Ανήμερα τα Χριστούγεννα είπε από τη Κάσο: «Πιστεύω ακράδαντα ότι με τον διάλογο μπορούμε να βρούμε λύσεις σε προβλήματα τα οποία χρονίζουν εδώ και δεκαετίες». Χωρίς να διευκρινίζει σε ποια προβλήματα και σε ποιες λύσεις αναφέρεται.
Η πρώτη δυσάρεστη συνέπεια αυτών των προσεγγίσεων είναι η απουσία κυβερνητικής προσπάθειας για δημιουργία αρραγούς εθνικού μετώπου. Ο Πρωθυπουργός δείχνει να υποτιμά την ανάγκη του, παρότι στην τελευταία εμφάνισή του στη Βουλή έδειξε διάθεση να μιλήσει με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και προκάτοχό του λέγοντας ότι «η πόρτα του είναι ανοιχτή».
Για πεπειραμένους διπλωμάτες η σύνδεση της κυβερνητικής πολιτικής με την πάγια ελληνική στρατηγική έναντι της Άγκυρας αποτελεί προϋπόθεση των δύσκολων χειρισμών που επωμίζεται η ελληνική διπλωματία- την οποία παραδόξως επιχειρούν να υποκαταστήσουν κάποιοι μετακλητοί υπάλληλοι στο Μέγαρο Μαξίμου και ενίοτε ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.
Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, φαίνεται να έχει αφαιρέσει το Κυπριακό από τις εξισώσεις που καλείται να λύσει.
Σύμφωνα με τους ίδιους σε κάθε περίπτωση επειδή η περίοδος που ακολουθεί προβλέπεται έως και δραματική η κυβέρνηση οφείλει να διαμορφώσει διακριτή και αδιαπραγμάτευτη εθνική στρατηγική και σ’ αυτή τη βάση να αναλάβει πρωτοβουλίες εθνικής ομοψυχίας και εκστρατείας ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης. Για να μην εξελιχθεί η ελληνοτουρκική κρίση όπως εξελίχθηκε το Μακεδονικό με ευθύνη της κυβέρνησης ενός άλλου Μητσοτάκη.