Ελληνικός διαφωτισμός, αναγέννηση η παλιγγενεσία…

ΑΡΘΡΟ του Δρ. Πάνου Νοτόπουλου
Αν. Καθηγητή, ΤΕΙ Σερρών.
[Ετελείωσε ήδη και η ελληνική της Ελλάδος δωδεκάφυλος Χάρτα του κυρ Ρήγα και πωλείται δημοσίως, τόσον εδώ, εις Βιέναν, όσον και εις άλλας πόλεις, όπου ο ίδιος εφρόντισεν να σταλή. Όθεν, δίδεται είδησις περί τούτου εις τους προσφιλείς της Ελλάδος εραστάς. Η δε τιμή είναι προς τρία γρόσια έκαστον φύλλον.]
Με αυτό το απόσπασμα, από την ελληνική εφημερίδα της Βιέννης Εφημερίς, της 2ας Μαίου 1797, αναγγελόταν η έκδοση της περίφημης Χάρτας του Ρήγα. Από την Γεωγραφία του Μελετίου που
τυπώθηκε στη Βενετία στα 1729, στο ιστορικό τυπογραφείο του Νικολάου Γλυκύ του ‘εξ Ιωαννίνων’, μέχρι τη Νεωτερική Γεωγραφία των Κωνσταντά–Φιλιππίδη, που τυπώθηκε στα 1791 –ένα από τα κορυφαία έργα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού- η πατριδογνωσία θ’ αποτελέσει κατά τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού και των Εθνικών κινημάτων, ένα βασικό εργαλείο για την συγκρότηση της εθνικής συνείδησης.
Διότι η εποχή των Φώτων συνέδεσε οργανικά την συνταγματική οργάνωση με την εθνική πραγματικότητα, μετασχηματίζοντας έτσι την εθνική συνείδηση σε πολιτικό αίτημα συγκρότησης Κράτους.
Στις μέρες μας μια γενικευμένη σύγχυση σχετικά με τις έννοιες ‘έθνος’ και ‘Διαφωτισμός’ καταδυναστεύει την ελληνική ιστοριογραφία, μία σύγχυση η οποία πηγάζει από συνεχείς παραναγνώσεις του Κάντ και του Μάρξ, της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και της φιλολογίας περί Κράτους και Έθνους, δημιουργώντας ελλείψεις σε συστηματική σκέψη και κριτική και αφήνοντας το πεδίο ανοιχτό σε κάθε είδους πολιτική και ιδεολογική χρήση της επιστήμης…
Για παράδειγμα, οι ιδεολογικές χρήσεις της ιστορίας της Νεοελληνικής Αναγέννησης (1700-1922) είναι αναρίθμητες:
Α) Στην πρώτη μετεπαναστατική περίοδο μέχρι το 1880, το βάρος θα πέσει στην περιγραφή των ιστορικών γεγονότων, στους πρόκριτους, τους Φαναριώτες, τους κληρικούς, τους μεγαλέμπορους ευεργέτες …
Β) Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος στην πρώτη επίτομη μορφή της Ιστορίας του, το 1853, δεν πραγματεύεται καθόλου την οικονομική και κοινωνική κατάσταση, αφιερώνει τρεις(3) σελίδες στην πνευματική κίνηση της εποχής του Διαφωτισμού και 66 σελίδες στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της Επαναστάσεως …
Γ) Ο Αναστάσιος Γούδας, στο χαρακτηριστικότερο έργο της περιόδου 1872-1876 θα γράψει στους Παράλληλους Βίους, οκτώ τόμους που θεματικά ρίχνουν το βάρος στους εμπόρους, τον κλήρο και τους πολιτικούς και πολύ λιγότερο στους αγωνιστές του 21…
Δ) Ο Κ. Σάθας, και ο Βλαχογιάννης θα επιμείνουν στην ένοπλη ‘προετοιμασία’ της Επανάστασης, από τα Ορλωφικά, τους Σουλιώτες, τον Νικοτσάρα, τους Κολοκοτρωναίους, τον Βλαχάβα, τον Ζαχαρία ενώ ο Ν. Πολίτης θ’ αναφερθεί στην λαϊκή και την δημοτική παράδοση …
Ε) Οι μαρξιστές με πρωτοπόρους τους Γ. Σκληρό, Σ. Μάξιμο, Γ. Κορδάτο και όσους ακολούθησαν, το Γ. Ζεύγο, τον Γ. Βαλέτα και τον Ν. Σβορώνο, θα επιμείνουν στις οικονομικές και τις κοινωνικές διαστάσεις των φαινομένων, υποτιμώντας τόσο την πνευματική κίνηση όσο και τον ρόλο της Εκκλησίας και τις πολιτικές διεργασίες…
ΣΤ) Ακόμα, και ο όρος ‘νέος ελληνικός διαφωτισμός’, όπως τον εννοούν και τον οριοθετούν ο Δημαράς, η Κυριακίδου-Νέστορος, κ.ά., δεν αποδίδει την πραγματικότητα …
Στο πλαίσιο της περιοδολόγησης της πορείας αλλοτρίωσης του Ελληνισμού και της ιχνηλάτησης των κύριων θεωρητικών ρευμάτων που χαρακτήρισαν την διαδικασία της βαθμιαίας ενσωμάτωσής του στο πρότυπο του Δυτικού πολιτισμού, θα παρουσιάσουμε τον αφετηριακούς πνευματικούς οδοδείκτες τούτης της πορείας αποσύνθεσης του ιστορικού  ‘Συνειδέναι’ του.
Α) Το ελληνικό πνευματικό κίνημα επειδή είναι ένα κίνημα εθνικής αναγέννησης και όχι κοινωνικής αντιπαράθεσης δεν αναφέρεται στο άτομο αλλά κατ’ εξοχήν σε συλλογικά υποκείμενα και μάλιστα όχι σε μία τάξη ή τάξεις αλλά τα ευρύτερα δυνατά, το έθνος, το γένος.
Ανατρέχει στο παρελθόν, την αρχαία Ελλάδα (κυρίως οι λόγιοι) ή στο Βυζάντιο (οι εκκλησιαστικοί και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα), ή και στα δύο μαζί, είναι δηλαδή κατ’ εξοχήν ‘ρομαντικό’ και εθνικο-απελευθερωτικό.
Β) Στην ελληνική πραγματικότητα δεν θα πάψει η ελληνική Εκκλησία να συμμετέχει ως ο ουσιαστικότερος παράγων στην εκπαιδευτική κίνηση παρά την αυξανόμενη παρουσία των εμπόρων, των Φαναριωτών και των κοσμικών λογίων.
Ο Κοσμάς ο Αιτωλός θα ιδρύσει τα περισσότερα σχολεία από κάθε άλλον έλληνα ενώ δεν θα πάψει η πλειοψηφία των λογίων να φέρει το ιερατικό σχήμα (όχι μόνον ο Ευγένιος Βούλγαρις και ο Νικηφόρος Θεοτόκης αλλά και αρχηγέτες του ‘νεωτερικού‘ πνεύματος όπως ο Φιλιππίδης, ο Κωνσταντάς, ο Γαζής, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καίρης, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης ακόμα και ο ‘άθεος’ Παμπλέκης).
Γ) Το αντιδιαφωτιστικό ρεύμα που θα αναπτυχτεί σε σύγκρουση με την ιδεολογία της Γαλλικής Επανάστασης θα οδηγήσει σ’ ένα πνευματικό κίνημα ανανέωσης της ορθόδοξης σκέψης με επίκεντρο το Άγιο Όρος και ισχυρότατη επίδραση σε όλα τα Βαλκάνια και την Ρωσία, στην λεγόμενη ‘Φιλοκαλική Αναγέννηση’, ανανεώνοντας με σύγχρονους όρους την αντιπαράθεση Δύσης-Ανατολής στην ελληνική πραγματικότητα.
Και όμως αυτή η πρωτοφανής στην απήχησή της έξω από τα ελληνικά σύνορα ανατολική ‘ρομαντική’ συντηρητική σκέψη, θα παραμείνει στην αφάνεια και θα αποσιωπάται κυριολεκτικά από τους ακαδημαϊκούς κύκλους, οι οποίοι θα την αποκλείουν αυθαίρετα από την ένταξή της στην πνευματική κίνηση της χώρας.
Δηλαδή, στην ελληνική περίπτωση παράλληλα με τα ‘διαφωτιστικά’ ιδεολογικά ρεύματα θα εμφανιστούν και γηγενή συντηρητικά ρομαντικά ρεύματα που απέναντι στη πνευματική ηγεμονία της Δύσης επιχειρούν να αντιτάξουν την εγχώρια ανατολική ορθόδοξη παράδοση…
Δ) Τέλος, η εκτεταμένη πνευματική κίνηση της περιόδου δεν περιορίζεται στους λογίους, την ίδρυση σχολείων και την θρησκευτική δραστηριότητα. Αγκαλιάζει ευρύτατα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, γεγονός το οποίο μαρτυρεί η ποιότητα, το περιεχόμενο και ο τρόπος παραγωγής του δημοτικού τραγουδιού, οι δεκάδες εκδόσεις και επανεκδόσεις της Φυλλάδας του Μεγαλέξανδρου, του Ερωτόκριτου, των μύθων του Αισώπου, θρησκευτικών διηγήσεων και ιστορημάτων, τα οποία τροφοδοτούν την λαϊκή γνώση με ένα κράμα σεβασμού προς τους αρχαίους και τους Βυζαντινούς προγόνους, την ορθόδοξη πίστη και την επιστημονική γνώση που διαμορφώνει την λαϊκή ιδεολογία σε μία εθνικοαπελευθερωτική, ελληνοκεντρική ορθόδοξη κατεύθυνση.
Αγωνιστές και πρωτεργάτες της Επανάστασης, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Μακρυγιάννης, ο Μπότσαρης, εξέφραζαν αυτήν ακριβώς την κυρίαρχη ιδεολογία.
Γι αυτό θα έπρεπε να μιλάμε για Ελληνική Αναγέννηση. Η επανανακάλυψη των αρχαίων, η αξιοδότηση του λαϊκού πολιτισμού και της γλώσσας, η εμμονή στην ουμανιστική παιδεία και όχι τόσο σ’ ένα μηχανοκρατικό καρτεσιανό μοντέλο, η σύγκραση γνώσης και πίστης, φύσης και πολιτισμού, η σχετική θρησκευτική ανοχή και, πάνω απ’ όλα η αναγέννηση μίας εθνικής ταυτότητας, μαρτυρούν για την εγκυρότητα του παραλληλισμού.
Ωστόσο, το κύριο στοιχείο δεν είναι η ‘αναγέννηση’ αλλά η ‘αντίσταση’, η άμυνα του ελληνισμού απέναντι στις δυνάμεις που τον απειλούν με εξόντωση, τόσο, και κυρίως, τους Οθωμανούς όσο και την αποικιοκρατική Δύση. Και αυτή η αντίσταση συνδέεται με την εμμονή στην Ορθοδοξία ως του αποφασιστικού στοιχείου της ελληνικής ιδιοπροσωπίας.
Απέναντι στους αλλόθρησκους Οθωμανούς και τον επιθετικό καθολικισμό της Δύσης, το κομβικό ιδεολογικό στοιχείο της Αντίστασης είναι η Ορθοδοξία. Γι αυτό ορθοδοξία και ελληνισμός θα συνδεθούν αποφασιστικά και αδιαμφισβήτητα κατά την διάρκεια αυτών των αιώνων. Οι αμφισβητήσεις τούτης της ταύτισης από τον Πλήθωνα ή τον Βησσαρίωνα θα παραμείνουν εντελώς περιθωριακές. Και η μεγάλη ησυχαστική ‘επανάσταση’ στα μέσα του 14ου αιώνα, θα αποτελέσει την βάση για την αντίσταση του Ελληνισμού, ακριβώς διότι αναδείκνυε την ιδιαιτερότητα της Ορθοδοξίας, έναντι όχι μόνον των μουσουλμάνων Οθωμανών αλλά και των ‘θεωρητικά’ ομοδόξων Λατίνων.
Ο Ελληνισμός δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει την Αναγέννησή του στην ύστερη βυζαντινή εποχή, κάτω από τα διπλά κτυπήματα Ανατολής και Δύσης, Τούρκων και Φράγκων και για τον λόγο αυτό τρείς ή τέσσερεις αιώνες αργότερα, θα επιχειρήσει μία πρωτότυπη Αναγέννηση, όπου η προσέγγιση ιστορικών και πολιτισμικών σταδίων θα συνδυάζεται με μια ιδιαίτερη γηγενή παράδοση, θέλοντας έτσι, να ‘πιάσει’ το επίπεδο του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου ‘κόβοντας δρόμο’ ενώ ταυτόχρονα θα διατηρούσε την ιδιοπροσωπία του.
Ήταν η μόνη στιγμή, κατά την οποία ο Ελληνισμός επιχείρησε σοβαρά να ‘κόψει δρόμο’ και να ‘πιάσει’ το επίπεδο των δυτικών χωρών, όχι μέσα από μια απλή μίμηση αλλά μια δημιουργική ανασύνθεση σύγχρονου και παραδοσιακού, εγχώριου και αλλότριου…
Τότε πραγματικά ο ελληνισμός δοκίμασε να ‘κόψει’ δρόμο’ και βρέθηκε κοντά στην επιτυχία.
Από την εποχή της αρχαιότητας, του Βυζαντίου και φθάνοντας στην εποχή του Διαφωτισμού και της ελληνικής επανάστασης του 1821, δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τα οποία ‘διατρέχουν’ την ιστορικότητα του Ελληνισμού:
α) μία διαρκής αντίσταση απέναντι σε κάθε απόπειρα καθυπόταξης, αλλοίωσης, διαστροφής και εξοβελισμού του ‘κοινωνικώς αληθεύειν’ σε όλες του τις εκφάνσεις και εκφορές, και,
β) η διαρκής και επίμονη προσπάθεια νοηματοδότησης και αναστοχασμού του ανθρώπινου βίου, σε μία πορεία ανίχνευσης, ψηλάφησης  των καίριων, των ουσιωδών και των μειζόνων παραμέτρων της συγκρότησης του ανθρωπολογικού υποδείγματος.
Το γεγονός ότι αυτές οι μάλλον προφανείς διαπιστώσεις αποσιωπήθηκαν, όχι μόνον από του Λατίνους ιστορικούς και διανοούμενους αλλά και από ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων κατά τα τελευταία 50 με 60 χρόνια, δεν μπορεί να αποδοθεί στην ασύγγνωστη πλάνη, για την οποία μίλησε ο Ε. Παπανούτσος αλλά στην οδυνηρή και τραυματική ήττα που χώρισε πράγματι την ελληνική ιστορία στα δύο: την καταστροφή του 22…
Η κυρίαρχη οπτική στην αντίληψή μου είναι η σκοπιά της Παλιγγενεσίας. Ο ελληνικός φωτισμός, όπως τον ορίζει ο Κοραής και τον κάνουν πράξη, ο Ρήγας και η Φιλική Εταιρία, αποτελεί, εν κατακλείδι, τον Φωτισμό της Παλιγγενεσίας…

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.