Η Συμφωνία των Πρεσπών από πολλές πλευρές και για σειρά λόγων θεωρήθηκε ιστορική και ώριμη απόφαση.
Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος
Και ήταν, αν μη τι άλλο υπό την έννοια ότι έβαλε τέλος σε μια διαμάχη δεκαετιών.
Υπό το πρίσμα των εξελίξεων στη γειτονική χώρα είναι χρήσιμο να θυμηθούμε τι σήμαινε και τι συμβιβασμούς απαιτούσε η συμφωνία αυτή για τους κατοίκους της Βόρειας Μακεδονίας.
Σήμαινε ότι στο όνομα της εισόδου στο ΝΑΤΟ και κυρίως στην ΕΕ υποχρεώθηκαν να αλλάξουν όνομα.
Φανταστείτε το 1979 να μας είχαν υποχρεώσει να ονομαστούμε Νέα Ελλάδα ως όρο για να γίνουμε κράτος – μέλος της ΕΕ.
Μα είναι μύθος ότι είναι απόγονοι των Αρχαίων Μακεδόνων, θα πει κάποιος.
Γιατί είναι οι σύγχρονοι Νεοέλληνες άμεσοι απόγονοι ή αυθεντικοί κληρονόμοι των Αρχαίων Ελλήνων;
Οι εθνικές ταυτότητες, το ξέρουμε και έχει αποδειχθεί πια, στηρίζονται σε εθνικούς μύθους.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι πραγματικές ως βίωμα και υπαρξιακή συνθήκη για τους ανθρώπους αυτών των χωρών.
Και παρότι είναι μεγάλη ταπείνωση να υποχρεώσεις μια χώρα να αλλάξει το όνομά της, το δέχτηκαν στη γειτονική χώρα.
Κατά βάση γιατί πίστεψαν ότι στον ορίζοντα θα γίνονταν μέλος όχι μόνο του ΝΑΤΟ αλλά και της ΕΕ για να έχουν εκτός από ασφάλεια και κάποια ευημερία.
Και τι έλαβαν ως αντάλλαγμα; Στο ΝΑΤΟ μπήκαν, αλλά ξέρουμε ότι αυτό δεν αλλάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Όμως, στην ΕΕ πρακτικά έχουν «φάει πόρτα», με το σύνδρομο της ενταξιακής κόπωσης να πλήττει και αυτή τη χώρα των Δυτικών Βαλκανίων. Τόσο από χώρες όπως η Γαλλία που δεν πολυθέλουν διεύρυνση, όσο και από τη γειτονική Βουλγαρία (που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όπως εμείς έχουμε αυτούς που φώναζαν «η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική», αυτοί έχουν αυτούς που λένε «η Μακεδονία είναι μία και είναι βουλγαρική»).
Ουσιαστικά, αυτό που βιώνουν είναι το «τέλος του ονείρου» ότι η ανεξαρτησία θα άνοιγε τον δρόμο για την πλήρη ένταξη στην Ευρώπη και έναν πακτωλό επενδύσεων. Αντιθέτως, αναμετρώνται με το ότι είναι μια μικρή χώρα, με πληθυσμό λίγο πάνω από τα 2 εκατομμύρια, χαμηλό κατά κεφαλή ΑΕΠ και με μια εθνολογική σύνθεση που αναδεικνύει σε ρυθμιστή των πολιτικών πραγμάτων την ισχυρή αλβανική μειονότητα. Προοπτική που δεν στάθμισαν οι ηγέτες εκείνοι που έσπευσαν προς την ανεξαρτησία.
Την ίδια ώρα η χώρα μας, που βίωσε μια βαθιά πολιτική διαίρεση κατά την ψήφιση της Συμφωνίας, η οποία δεν οφειλόταν τόσο σε πραγματικές διαφορές απόψεων όσο σε προεκλογικούς και μικροπολιτικούς υπολογισμούς, δεν έχει καν εφαρμόσει πλήρως αυτή τη συμφωνία, ούτε συμπεριφέρθηκε με τον τρόπο που αναλογούσε, δηλαδή ως ο καλύτερος σύμμαχος της γειτονικής χώρας.
Ήταν μάλλον αναμενόμενο σε αυτή τη συγκυρία να επανέλθει στη γειτονική χώρα ένα κλίμα εθνικισμού και να κερδίσουν τις εκλογές οι εθνικιστές του VMRO, που για χρόνια την κυβέρνησαν και ευθύνονται για αρκετά από τα προβλήματά της. Ούτε είναι παράλογο αυτό να αποτυπώνεται σε μια ρητορική αμφισβήτηση της συμφωνίας, παρότι, όπως ήδη αρκετοί έχουν σημειώσει, η συμφωνία είναι μη αναστρέψιμη, δηλαδή δεν μπορεί η κυβέρνηση της γειτονικής χώρας να μην την τηρήσει και προφανώς δεν μπορεί να αλλάξει το όνομά της.
Όμως, το ερώτημα είναι τι κάνουμε; Ένας δρόμος είναι να εμπλακούμε και εμείς σε μια ρητορική αντιπαράθεση. Δηλώσεις και κόντρα δηλώσεις κάθε φορά που η νέα κυβέρνηση δεν θα χρησιμοποιεί την σωστή ονομασία. Όξυνση και υψηλοί τόνοι. Και οτιδήποτε άλλο βολεύει ιδίως σε μια προεκλογική περίοδο όπου η πατριδοκάπηλη ακροδεξιά είναι σε άνοδο.
Όμως, υπάρχει και άλλος δρόμος. Και αυτός είναι να καταλάβουμε ότι δίπλα μας είναι μια χώρα, με μεγάλα προβλήματα που χρειάζεται στήριξη και βοήθεια. Μια χώρα που δεν αποτελεί απειλή – εκτός και εάν πιστεύουμε ότι το «Ποντίκι που βρυχάται» είναι μια ταινία που μας βοηθά να καταλάβουμε τις γεωπολιτικές απειλές – αλλά εάν αποσταθεροποιηθεί ξανά (όπως έχει συμβεί στο παρελθόν), τότε τα πράγματα γίνονται πιο προβληματικά. Μια χώρα που έχει ανάγκη από έναν σύμμαχο στην περιοχή και αυτός μπορεί να είναι η Ελλάδα, εξασφαλίζοντας οφέλη και για τις δύο πλευρές.
Αρκεί βεβαίως να θέλουμε να έχουμε πραγματικά σοβαρή και αξιόπιστη εξωτερική πολιτική και όχι απλώς κομματικές «ρητορικές» με κοντόφθαλμη στόχευση, που εγκυμονούν τον κίνδυνο αναζωπύρωσης συγκρούσεων και θεμάτων που θεωρούνταν λήξαντα και οι οποίες σε βάθος χρόνου λειτουργούν κατά του εθνικού συμφέροντος.