Τις επιπτώσεις που θα έχει ο κώδικας διευθέτησης οφειλών και παροχής δεύτερης ευκαιρίας στην εξέλιξη των κόκκινων δανείων καλείται να διερευνήσει η Deloitte για λογαριασμό των τραπεζών, στο πλαίσιο της δημόσιας διαβούλευσης του νομοσχεδίου που θα διαρκέσει έως και τις 10 Σεπτεμβρίου. Η Deloitte καλείται να «μετρήσει» τις επιπτώσεις (impact analysis), εξειδικεύοντας τις διατάξεις του νομοσχεδίου σε ό,τι αφορά την εξωδικαστική ρύθμιση οφειλών για τα φυσικά πρόσωπα που προβλέπει ο νέος κώδικας, με δεδομένες τις επιφυλάξεις που διατυπώνουν οι τράπεζες για το θέμα.
Υπενθυμίζεται ότι μέχρι σήμερα η εξωδικαστική ρύθμιση μέσω της πλατφόρμας που λειτουργεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους προβλέπεται μόνο για τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες σε ό,τι αφορά τα χρέη τους προς το Δημόσιο. Η πλατφόρμα θα ανοίξει πλέον και για φυσικά πρόσωπα με στόχο να προσφέρει λύσεις πριν το φυσικό πρόσωπο οδηγηθεί σε πτώχευση μέσω του δικαστηρίου. Προϋπόθεση για να συμβεί αυτό είναι η συνολική οφειλή να υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και να μην υπάρχει συγκέντρωση του χρέους σε ποσοστό μεγαλύτερο του 90% σε έναν μόνο πιστωτή.
Αίτηση για εξωδικαστική ρύθμιση μπορεί να κάνει ακόμη και ένας συνεπής δανειολήπτης, ενώ η διαδικασία είναι εθελοντική, δηλαδή δεν δεσμεύει τους πιστωτές. Οπως προβλέπει ο νόμος, το Δημόσιο μπορεί, στο πλαίσιο της εξωδικαστικής διαδικασίας και εφόσον υπάρξει συμφωνία με τους υπόλοιπους πιστωτές για τη ρύθμιση του χρέους, να διαγράψει μέρος των χρεών του οφειλέτη, διευρύνοντας επιπλέον τον χρόνο αποπληρωμής των διεκδικήσεων που έχει στα 20 χρόνια, θεσμοθετώντας δηλαδή τη δυνατότητα εξόφλησης σε 240 δόσεις αντί των 120 που ισχύουν σήμερα.
Οι τράπεζες θεωρούν ότι η πρόβλεψη αυτή θα ανοίξει τον δρόμο για μαζική προσφυγή στην εξωδικαστική ρύθμιση, ακόμα και από δανειολήπτες που ήταν μέχρι σήμερα συνεπείς στην εξόφληση των τραπεζικών τους υποχρεώσεων, αλλά αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Να σημειωθεί ότι το ιδιωτικό χρέος προς τις φορολογικές αρχές υπερβαίνει το χρέος προς τις τράπεζες, καθώς σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών οι οφειλές προς την εφορία ανέρχονται στα 105,6 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 36,3 δισ. ευρώ είναι οι οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία και αντιπροσωπεύουν το 45,2% και 15,5% αντίστοιχα του συνολικού χρέους των ιδιωτών. Την ίδια στιγμή τα κόκκινα δάνεια προς τις τράπεζες και προς τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό τομέα ανέρχονται σε 91,7 δισ. ευρώ και αντιπροσωπεύουν το 39,3% των συνολικών οφειλών.
Με τον τρόπο αυτό, όπως επισημαίνουν οι τράπεζες, υπάρχει ο κίνδυνος να «μολυνθεί» η κουλτούρα πληρωμών, καθώς ακόμη και οφειλέτες που εξυπηρετούσαν τα δάνειά τους προς τις τράπεζες «παροτρύνονται» εμμέσως να προσφύγουν εξωδικαστικά ή ακόμα και σε αθέτηση των υποχρεώσεών τους προς τις τράπεζες, προκειμένου να διευθετήσουν τις οφειλές τους προς το Δημόσιο.
Από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, επισημαίνεται ότι η δυνατότητα της εξωδικαστικής ρύθμισης συνιστά μια εξ ολοκλήρου εθελοντική διαδικασία για τη διαπραγμάτευση μεταξύ οφειλέτη και πιστωτών και προϋποθέτει τη συναίνεση των ιδιωτών πιστωτών (τραπεζών – διαχειριστών δανείων), τόσο για την αποδοχή της αίτησης και την εκκίνηση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης όσο και για το αν θα χορηγηθεί πρόταση ρύθμισης οφειλών. Δεν επιβάλλει «όρους» στους πιστωτές, όπως αναστολή μέτρων, ούτε συγκεκριμένες δόσεις αποπληρωμή ή «κουρέματα» οφειλής.
Ασφαλιστική δικλίδα για την αποτροπή κάθε καταχρηστικής συμπεριφοράς αποτελεί το γεγονός ότι ο οφειλέτης συναινεί να άρει το φορολογικό και τραπεζικό απόρρητό του, έτσι ώστε να είναι διαθέσιμες στους πιστωτές όλες οι πληροφορίες για την εισοδηματική και περιουσιακή του κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, όπως επισημαίνουν από την πλευρά του υπουργείου Οικονομικών, η διαδικασία είναι πλήρως ηλεκτρονική και σύντομη, καθώς ολοκληρώνεται εντός δύο μηνών, με συνέπεια να αποφεύγονται οι πολυετείς καθυστερήσεις.