Η ύφεση του lockdown και του κορονοϊού καταγράφεται ως το απόλυτο αρνητικό ρεκόρ στην μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Στο δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 15,2%, κατανάλωση και επενδύσεις κατέρρευσαν και, σε απόλυτους αριθμούς το εγχώριο προϊόν μειώθηκε μόνον μέσα στο δεύτερο τρίμηνο 7,5 δις ευρώ. Τούτων δοθέντων, και με επίσης δεδομένη την παράλληλη κατάρρευση του τουρισμού στο τρίτο τρίμηνο, το κλείσιμο της χρονιάς φαίνεται πως θα βρει την οικονομία πίσω στα επίπεδα του 2016. ‘Η άλλως, στο τέλος του 2020 θα έχει χαθεί εθνικός πλούτος τεσσάρων χρόνων.
Κατά τον υπουργό Οικονομίας Χρήστο Σταϊκούρα το σοκ αυτό είναι διαχειρίσιμο. Το ποσοστό της ύφεσης του δεύτερου τριμήνου που ανακοινώθηκε χθες από την ΕΛΣΤΑΤ ήταν αναμενόμενο όπως είπε, δεν συντρέχει λόγος να αλλάξει – επί του παρόντος τουλάχιστον – η πρόβλεψη για ετήσια ύφεση 8% και, συν τοις άλλοις, η Ελλάδα κινήθηκε στον μέσο όρο της ύφεσης στην ευρωζώνη (15%).
Κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα η Ελλάδα είχε καλύτερη επίδοση από μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες στο ίδιο διάστημα όπως η Ισπανία (22%) και η Ιταλία (17,3%), και κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος να αλλάξει και ο ισχύον οικονομικός σχεδιασμός της κυβέρνησης για τις επιπτώσεις της πανδημίας σε εργαζομένους και επιχειρήσεις
Εκείνο που δεν είπαν ούτε ο υπουργός Οικονομικών, ούτε ο κυβερνητκός εκπρόσωπος είναι πως, με δεδομένη την συρρίκνωση κατά 7,9% στο πρώτο εξάμηνο του χρόνου, το σενάριο για ετήσια ύφεση 8% προϋποθέτει ελεγχόμενες απώλειες στον τουρισμό και ισχυρή ανάκαμψη από το τέταρτο κιόλας τρίμηνο του 2020 – μια προοπτική που, με βάση την έως τώρα πορεία των τουριστικών εσόδων και της πανδημίας μοιάζει τουλάχιστον too good to be true.
Το δεύτερο που δεν είπαν οι δύο υπουργοί είναι πως ακόμη και στο ήπιο σενάριο μιας ετήσιας ύφεσης 8% έως 10%, εκείνο που τίθεται πλήρως πια σε αμφισβήτηση είναι η δυνατότητα ουσιαστικής ανάκαμψης το 2021 και ο επίσης αμετάβλητος στόχος του οικονομικού επιτελείου για θετικό ρυθμό ανάπτυξης 4%. Διότι η Ισπανία και η Ιταλία, για παράδειγμα, δεν βγήκαν μόλις από τρία Μνημόνια και δεν στηρίζουν τις οικονομίες τους στην κατανάλωση και τον τουρισμό αλλά στην βιομηχανία και τις εξαγωγές. Διότι ακόμη και στην Γερμανία, με ύφεση 11,7% στο δεύτερο τρίμηνο του 2020 και με ένα πακέτο άμεσης στήριξης εργαζομένων και επιχειρήσεων ύψους 130 δις ευρώ, το ινστιτούτο DIW προειδοποιεί ότι θα χρειαστούν τουλάχιστον δύο χρόνια για να επιστρέψει η οικονομία στα προ κορονοϊού επίπεδα. Και διότι, ακόμη, η Ελλάδα εξέρχεται από μια δεκαετία που ήδη έχει σφραγιστεί από μια ιστορική οικονομική συρρίκνωση της τάξης του 25%, το λίπος είναι ελάχιστο και το αναπτυξιακό καύσιμο μοιάζει ανύπαρκτο.
Ακριβώς στην εποχή της εξόδου από το τρίτο Μνημόνιο, μελέτη της PriceWaterhouseCoopers υπολόγιζε ότι για να μπει η Ελλάδα σε τροχιά ταχείας οικονομικής μεγέθυνσης χρειαζόταν έως το 2022, επενδυτικές δαπάνες ύψους 270 δις ευρώ. Εάν το νούμερο έμοιαζε ήδη, από τότε, αστρονομικό, στη μετά κορονοϊού εποχή είναι αμετάκλητα ανύπαρκτο. Πόσο μάλλον, αφού η απάντηση «αναπτυξιακό σοκ απέναντι στο υφεσιακό σοκ» έχει αποκλειστεί από την κυβέρνηση – ήτοι, έχει απορριφθεί η πολιτική μιας επιθετικής δημοσιονομικής επέκτασης που, ιστορικά, έχει αποδειχθεί και ως το μοναδικό αποτελεσματικό εργαλείο ταχείας ανάκαμψης.
Το τρίτο που δεν είπαν οι κύριοι Σταϊκούρας και Πέτσας είναι πως ακριβώς αυτή η συντηρητική διαχείριση της ύφεσης, επιδεινώνει αντί να βελτιώνει την σχέση χρέους – ΑΕΠ. Και απειλεί να φέρει τη χώρα ενώπιον νέας κρίσης χρέους.
Με τα ισχύοντα δεδομένα, το καλύτερο σενάριο είναι εκείνο της ανάπτυξης κατά 1% με 2% το 2021. Με το χρέος να τρέχει ήδη πάνω από το 200% του ΑΕΠ πρόκειται για ποσοστό που δεν μπορεί, σε καμία περίπτωση, να μεταβάλει θετικά την αναλογία. Και με το ετήσιο έλλειμμα να υπολογίζεται ήδη στα 16 δις ευρώ – αντί αρχικού στόχου για πλεόνασμα 7 δις – , ο φαύλος κύκλος είναι κάτι περισσότερο από ορατός: Αντί να χρησιμοποιηθεί το πλεόνασμα για την αποπληρωμή του χρέους, θα πρέπει να υπάρξει νέος δανεισμός για την κάλυψη των δόσεων. Και ο νέος δανεισμός δεν θα αυξήσει μόνον τον χρέος, αλλά θα θέσει υπό αίρεση και τη βιωσιμότητά του η οποία έχει βασιστεί στην παραδοχή ότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας δεν θα ξεπερνούν ετησίως το 15% του ΑΕΠ της.
Κοινώς, το πρώτο οξύ σοκ στην οικονομία από την πανδημία αποτυπώθηκε στην ύφεση του δεύτερου τριμήνου. Το εάν θα πάρει ιστορική διάσταση εξαρτάται πλέον από τους χειρισμούς – ή τους… μη χειρισμούς – της κυβέρνησης…