Μύθοι και αλήθειες για την ανταγωνιστικότητα

Κώστας Μελάς

Διαβάζοντας στην πρόσφατη Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τραπέζης της Ελλάδος (Δεκέμβριος 2019) το κεφάλαιο για τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, βλέπουμε να παρουσιάζονται ενδιαφέροντα στοιχεία που αξίζουν να αναφερθούν.

Συγκεκριμένα:

Εκτιμάται ότι το 2019 η ανταγωνιστικότητα τόσο του κόστους εργασίας όσο και των τιμών έχουν ενισχυθεί. Σε αυτό συνέβαλαν:

α) Οτι ανακόπηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2019 η επί τριετία ανατίμηση της ονομαστικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας, λόγω της ανοδικής πορείας του ευρώ, η οποία είχε επηρεάσει δυσμενώς τους εθνικούς δείκτες ανταγωνιστικότητας την αντίστοιχη περίοδο. Σύμφωνα με τους δείκτες σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας που υπολογίζει για την Ελλάδα η Τράπεζα της Ελλάδος, η ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία εκτιμάται ότι υποχώρησε οριακά κατά 0,2% το 2019, έναντι αύξησης 2,1% το 2018 (μέσα επίπεδα έτους). Η ελαφρά υποχώρηση του δείκτη για το 2019 αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την υποτίμηση σε σχέση με το 2018, ως αποτέλεσμα της μεταβολής των διμερών συναλλαγματικών ισοτιμιών έναντι του ευρώ.

β) Οι σχετικές τιμές εκτιμάται ότι συνέχισαν να υποχωρούν και το 2019, εξουδετερώνοντας εν μέρει τις συνέπειες της προηγούμενης ανατίμησης. Συγκεκριμένα, ο εγχώριος πληθωρισμός τιμών εκτιμάται ότι παρέμεινε χαμηλότερος από εκείνον των κυριότερων εμπορικών εταίρων (0,5%, έναντι 1,8%). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (μέτρο διεθνούς ανταγωνιστικότητας), με βάση τις σχετικές τιμές καταναλωτή, να υποχωρήσει (δηλαδή βελτιώθηκε) αισθητά, κατά 1,5% το 2019, καθώς ο εγχώριος πληθωρισμός τιμών συνέχισε να υπολείπεται σημαντικά εκείνου των εμπορικών εταίρων.

γ) Ομοίως, ο ρυθμός ανόδου του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιβραδύνθηκε το 2019 στην Ελλάδα (0,7% από 1,0% το 2018) και παρέμεινε χαμηλότερος από τον αντίστοιχο αυξημένο ρυθμό στους κυριότερους εμπορικούς εταίρους της (2,8% έναντι 2,9% το 2018), εξουδετερώνοντας και αυτός, εν μέρει, τις συνέπειες της προηγούμενης ανατίμησης. Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (μέτρο ανταγωνιστικότητας), με βάση το σχετικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στο σύνολο της οικονομίας, εκτιμάται ότι υποχώρησε (δηλαδή βελτιώθηκε) κατά 2,3% το 2019, καθώς η άνοδος του εγχώριου κόστους εργασίας υπήρξε βραδύτερη σε σχέση με εκείνη των κυριότερων εμπορικών εταίρων.

Συμπερασματικά:

Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας σε όρους σχετικών τιμών και σχετικού κόστους εργασίας βελτιώθηκε το 2019 και λόγω της διατήρησης της ευνοϊκής διαφοράς πληθωρισμού τιμών και κόστους εργασίας σε σχέση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους. Παράλληλα, εξέλιπε το β’ εξάμηνο του 2019 η σημαντική αρνητική επίδραση της ανατίμησης του ευρώ στην εξέλιξη της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας της Ελλάδας, γεγονός που επιβάρυνε αρνητικά τον δείκτη τα προηγούμενα τρία χρόνια.

Η εκτεταμένη προσαρμογή της ανταγωνιστικότητας τιμών και κόστους εργασίας τα προηγούμενα έτη οφείλεται αφενός στην πολυετή και μεγάλη ύφεση (αποτέλεσμα των μνημονιακών πολιτικών), η οποία είχε ως συνέπεια την αύξηση της ανεργίας σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, γεγονός που άσκησε πτωτικές πιέσεις στις μέσες αποδοχές των εργαζομένων, αφετέρου όμως υπήρξε το αποτέλεσμα της υλοποίησης μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ευελιξίας συμβάλλοντας περαιτέρω στις πτωτικές πιέσεις στις μέσες αποδοχές των εργαζομένων. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος «Εργάνη», για το 2019 ο μέσος μισθός μειώθηκε σε 1.046,2 ευρώ μεικτά, έναντι 1.071,9 ευρώ το 2018, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού στις αρχές του 2019.

Η σημαντική αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και το κόστος, η οποία έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα, αναμφίβολα έχει συμβάλει στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών στο ΑΕΠ, από 22,8% τη διετία 2007-2008 σε 37,7% το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αλλά δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί καθόλου η τεράστια μείωση της εγχώριας ζήτησης.

Σε όρους όμως διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, παρά τη βελτίωση η οποία παρατηρείται σε ορισμένους επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα φαίνεται ότι συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τις περισσότερες προηγμένες χώρες, αλλά και την Ε.Ε. των «28». Το εγχώριο επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον εξακολουθεί να είναι δυσμενέστερο σε σύγκριση με τις ανταγωνίστριες χώρες, κυρίως σε όρους σχετικής φορολογίας, σχετικού μη μισθολογικού κόστους, κόστους ενέργειας, κόστους χρηματοδότησης, αλλά και σε όρους θεσμικού πλαισίου που αφορά τη γενικότερη λειτουργία του Δημοσίου αλλά και τη νοοτροπία των Ελλήνων επιχειρηματιών.

Αυτό δείχνει ότι η συγκράτηση των μισθολογικών αποδοχών των εργαζομένων, που έχει αντικαταστήσει τη διολίσθηση του νομίσματος όταν υπήρχε εθνικό νόμισμα, είναι ένα συγκυριακό μέτρο και δεν έχει θετικές επιδράσεις στην αύξηση της μακροχρόνιας ανταγωνιστικότητας που έχει ανάγκη η οικονομία της χώρας.

*Καθηγητής Διεθνούς Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.