Έτσι γλίτωσε από τους ναζί όλος ο χρυσός της Ελλάδας (εκτός από μία λίρα)

Η επίσημη ανατριχιαστική καταγραφή των γεγονότων και οι μαρτυρίες για τη φυγάδευση σε ασφαλές μέρος, μακριά από την Αθήνα, μέσα από το βιβλίο «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος» του σπουδαίου Ηλία Βενέζη

Οι εκδοχές για τη φυγάδευση του ελληνικού χρυσού στην Κατοχή είναι πολλές. Τα πραγματικά περιστατικά, όμως, περιγράφονται μόνο σε ένα ντοκουμέντο, ιστορικό όσο και σπάνιο στις μέρες μας. Δύσκολα και με αρκετή δόση τύχης καταφέραμε να εντοπίσουμε το ξεχασμένο αριστούργημα «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος», στο οποίο αναφέρεται η μοναδική επίσημη εκδοχή για την περιπέτεια του χρυσού της χώρας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

  • Από τον Βασίλη Γαλούπη

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η πρώτη επίσημη καταγραφή της ιστορίας της ΤτΕ και εκδόθηκε το 1955, με συγγραφέα τον σπουδαίο Ηλία Βενέζη. Προλογίζει ο τότε διοικητής της τράπεζας και πολύ αργότερα πρωθυπουργός Ξενοφώντας Ζολώτας. Το περιεχόμενο του συγκεκριμένου «διαμαντιού» με την εξιστόρηση για τον χρυσό αποκτά μεγαλύτερη σημασία, λόγω και της χθεσινής επετείου της 28ης Οκτωβρίου.

Από τη σελίδα 242 του ογκώδους βιβλίου περιγράφεται ένα σκηνικό τρόμου διαρκείας. Η Γερμανοί ήταν έτοιμοι να βάλουν την μπότα τους στη χώρα, με τον βασιλιά και την κυβέρνηση να αποφασίζουν την αναχώρησή τους από την Ελλάδα. Πριν φύγουν έκαναν αίτημα προς τον τότε διοικητή της ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσο αλλά και τον υποδιοικητή Γεώργιο Μαντζαβίνο να τους ακολουθήσουν. Κάτι που πράγματι έγινε. Μαζί τους πήγαν και ανώτατα στελέχη της τράπεζας, όπως οι Αριστείδης Λαζαρίδης, Μίνως Λεβής και Σωκράτης Κοσμίδης.

Σε πρώτη φάση ο χρυσός που κατείχε η Τράπεζα της Ελλάδας φυγαδεύτηκε στην Κρήτη. Οπως αφηγήθηκε στον Ηλία Βενέζη ο Γεώργιος Μαντζαβίνος: «Αμέσως μόλις έγινε κατάδηλη η πρόθεση της Γερμανίας να βοηθήσει την Ιταλία στον αγώνα της ενάντια στην Ελλάδα λάβαμε μέτρα για να μεταφερθεί ο χρυσός από τα θησαυροφυλάκια της τράπεζας σε ασφαλές μέρος έξω από την Αθήνα. Προκρίθηκε η Κρήτη, το υποκατάστημά μας Ηρακλείου, όπου είχαμε αρκετά ασφαλή χρηματοκιβώτια. Ο χρυσός, που ανερχόταν σε ουγγιές καθαρού καθ’ υπολογισμό βάρους 610.796, έπρεπε πρώτα να τοποθετηθεί σε ασφαλή κιβώτια».

Την προπαρασκευαστική εργασία γνώριζαν μόνο τρεις ή τέσσερις στην τράπεζα. Ζητήθηκε συνδρομή από το Ναυτικό Επιτελείο, το οποίο έθεσε στη διάθεση της ΤτΕ δύο αντιτορπιλικά, τον «Βασιλέα Γεώργιο» και τη «Βασίλισσα Ολγα», τα οποία μετέφεραν τον χρυσό στο Ηράκλειο στις αρχές Φεβρουαρίου, Καθαρά Δευτέρα.

Σύμφωνα με την κατάθεση των γεγονότων, η αναχώρηση της διοίκησης της Τραπέζης της Ελλάδος από την Αθήνα έγινε στις 22 Απριλίου 1941. Οι ανώτεροι υπάλληλοι της τράπεζας πήραν εντολή να μεταβούν στον Μαραθώνα κι εκεί να επιβιβαστούν σε ένα πλοίο που είχε επιταχθεί. Το ατμόπλοιο, όμως, στο οποίο επρόκειτο να επιβιβαστούν βυθίστηκε από τα γερμανικά Στούκας. Τα στελέχη επέστρεψαν στην Αθήνα και στη συνέχεια το ίδιο βράδυ αναχώρησαν από τον Πειραιά με άλλο οπλιταγωγό.

Λέει ο Γεώργιος Μαντζαβίνος: «Το ίδιο επίσης βράδυ φεύγαμε κι εμείς με την κυβέρνηση, με το αντιτορπιλικό “Βασίλισσα Ολγα”. Η επιβίβασή μας έγινε υπό τραγικές συνθήκες σε μια παραλία των Μεγάρων. Πικρά συναισθήματα μας συνέθλιβαν. Φεύγαμε για ένα ταξίδι αγνώστου χρόνου και κανείς μας δεν γνώριζε αν επρόκειτο να επιστρέψουμε ζωντανοί. Φθάσαμε το πρωί της 23ης Απριλίου 1941 στη Σούδα. Ο βασιλιάς είχε μόλις φθάσει με αεροπλάνο, συνοδευόμενος μόνο από τον πρωθυπουργό, τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Εμμανουήλ Τσουδερό. Δεν είχαμε προλάβει να αποβιβαστούμε στη Σούδα, όταν μια επιδρομή Στούκας μάς ανάγκασε να καλυφθούμε μέσα σε έναν ελαιώνα. Από τη Σούδα πήγαμε στα Χανιά και εγκατασταθήκαμε στο υποκατάστημα της τράπεζάς μας».

Οι μέρες εκείνες στα Χανιά ήταν πολύ δύσκολες, γιατί αμέσως μόλις οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αθήνα και απέκτησαν αεροπορική βάση άρχισαν τις επιδρομές, δυο και τρεις φορές την ημέρα, στην Κρήτη. Η διοίκηση της τράπεζας, εργαζόμενη υπό άγριες συνθήκες στα Χανιά, άρχισε να αντιμετωπίζει προβλήματα επισιτισμού, πιστώσεων, αλλά και νέα ζητήματα που δημιουργούσε η εγκατάσταση ελληνικών Αρχών εκτός της ελληνικής επικράτειας.

Το καταστατικό της τράπεζας τροποποιήθηκε με τον νόμο 3004/1941, που όριζε ότι κατά τη διάρκεια της εχθρικής Κατοχής η τράπεζα θα εγκαθίστατο στο εξωτερικό, στην έδρα της νόμιμης ελληνικής κυβέρνησης, και θα ασκούσε τις αρμοδιότητές της σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νόμου.

Όταν άρχισε να διαγράφεται ως επικείμενη η κατάληψη της Κρήτης από τους Γερμανούς, αφηγείται ο Γεώργιος Μαντζαβίνος, αρχίσαμε να προνοούμε και για τη μετακίνησή μας έξω από την Ελλάδα. Θέμα κύριο ήταν για εμάς πάλι να περισώσουμε τον χρυσό του αποθέματος και να τον μεταφέρουμε σε ασφαλή χώρα. Τέτοια χώρα ήταν η Νότια Αφρική. Ο χρυσός θα έπρεπε να μεταφερθεί από το Ηράκλειο στην Πρετόρια, έδρα της Κεντρικής Τράπεζας της Ν. Αφρικής. Αποφασίστηκε να μεταφερθεί ο χρυσός πρώτα στη Σούδα, και από εκεί να φορτωθεί σε άλλο πλοίο για το μακρινό του ταξίδι.

Βομβαρδισμοί του αγγλικού ρυμουλκού από στούκας κατά τη μεταφορά στο Ηράκλειο

Η μεταφορά του χρυσού από το Ηράκλειο στη Σούδα έγινε με ένα μικρό αγγλικό ρυμουλκό, που λεγόταν «Σάλβια» και κυβερνιόταν από έναν έφεδρο αξιωματικό του αγγλικού εμπορικού στόλου. Υπό διαρκείς επιθέσεις στούκας ο χρυσός μεταφέρθηκε από το υποκατάστημα Ηρακλείου στο λιμάνι του Ηρακλείου και από εκεί φορτώθηκε στο ρυμουλκό, στο μικρό πλήρωμα του οποίου προστέθηκαν, ως συνοδοί του χρυσού, οι υπάλληλοι της Τράπεζας Αριστείδης Λαζαρίδης και Μίνως Λεβής.

Οταν ξεκίνησε το «Σάλβια», τα στούκας, που το παρακολουθούσαν, του επιτέθηκαν. Ο κυβερνήτης του ρυμουλκού κατόρθωσε τότε με τα μικρά του αντιαεροπορικά πολυβόλα να καταρρίψει δύο από τα γερμανικά αεροπλάνα. Υπό συνεχή συναγερμό, και με όλον τον χρυσό στο κατάστρωμα του ρυμουλκού, το «Σάλβια» έφτασε τελικά στη Σούδα.

Από εκεί άρχιζε το νέο δύσκολο εγχείρημα. Τα κιβώτια του χρυσού έπρεπε να μεταφορτωθούν από το «Σάλβια» στο πλοίο που είχε ορίσει ο Αγγλος ναύαρχος για να παραλάβει τον χρυσό και να τον μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια, πρώτο σταθμό του ταξιδιού. Ο Αγγλος ναύαρχος της Μεσογείου, παρότι μαινόταν η ναυμαχία το προηγούμενο βράδυ και εκείνη την ημέρα στο Κρητικό Πέλαγος, είχε δεχτεί να αποσπάσει από τη μοίρα του μια αξιόμαχη μονάδα, το καταδρομικό «Διδώ», και να το θέση στη διάθεση της Τραπέζης της Ελλάδος για την μεταφορά του χρυσού.

Οπως αναφέρεται στο «Χρονικό», πάλι υπό συνεχή συναγερμό και βομβαρδισμό των στούκας ο χρυσός μεταφορτώθηκε στο καταδρομικό με τη βοήθεια και των Αγγλων ναυτών. Δίπλα στο «Διδώ», που τα πυροβόλα του διαρκώς έβαλλαν, άρχισε, έχοντας χτυπηθεί, να καίγεται ένα πλοίο από τη Δανία. Ολη αυτή η δουλειά γινόταν με απίστευτα νευρικό ρυθμό, επειδή ο Αγγλος κυβερνήτης, φοβούμενος για το πλοίο του, βιαζόταν να το θέσει σε κίνηση και υπήρχε κίνδυνος ένα μέρος του πολύτιμου φορτίου, καθώς μεταφορτωνόταν, να πέσει στη θάλασσα.

«Ευτυχώς η μεταφορά έγινε στο κάτω μέρος του πλοίου χωρίς καμιά ζημιά. Μόνο ένα κιβώτιο, ενώ μεταφερόταν, έσπασε και το μέρος γέμισε από χρυσές λίρες. Ολες οι χρυσές λίρες του κιβωτίου που είχαν σκορπίσει βρέθηκαν. Εκτός από μία» αποκάλυψε με συγκλονιστικό τρόπο ο Μαντζαβίνος.

Οταν οι Αιγύπτιοι αρνήθηκαν να μας τον παραδώσουν

Επειτα από λίγες μέρες η διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος χωρίστηκε στα δύο, αφηγήθηκε ο Γεώργιος Μαντζαβίνος στον Ηλία Βενέζη. «Ο πρωθυπουργός και ο διοικητής της τράπεζας Κυριάκος Βαρβαρέσος αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν σε ένα χωριό που απείχε από το υποκατάστημα Χανίων περίπου μία ώρα. Εκεί αποκλείστηκαν, γιατί στο μεταξύ άρχισαν να πέφτουν Γερμανοί αλεξιπτωτιστές. Εγώ έμεινα στα Χανιά για να προνοήσω για τη μεταφορά όλων στην Αίγυπτο, όπου αποφασίστηκε να καταφύγουμε».

Ο βασιλιάς, ο πρόεδρος της κυβερνήσεως Εμμανουήλ Τσουδερός και ο διοικητής της τράπεζας αναγκάστηκαν να φτάσουν με τα πόδια στην άλλη άκρη του νησιού, δηλαδή από την πλευρά της Μεσογείου προς την πλευρά του Λιβυκού Πελάγους, όπου θα επιβιβάζονταν σε αντιτορπιλικό για να φτάσουν στην Αλεξάνδρεια. Οι υπόλοιποι επιβιβάστηκαν σε οπλιταγωγό -στις 22 ή 23 Μαΐου- και αναχώρησαν από τα Χανιά με κατεύθυνση προς την Αλεξάνδρεια. Οταν έφτασαν στην Αλεξάνδρεια, είχαν ήδη μεταφερθεί εκεί τα κιβώτια του χρυσού, που αποθηκεύτηκε προσωρινά στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας της Αιγύπτου.

Η κυβέρνηση και η διοίκηση της τράπεζας εγκαταστάθηκαν τότε στην Αλεξάνδρεια. Εκεί έπρεπε να αντιμετωπίσουν σοβαρά ζητήματα, τα οποία εκκρεμούσαν μεταξύ της Ελλάδας και των Συμμάχων της, ιδίως προβλήματα φορτίων τροφίμων που βρίσκονταν καθ’ οδόν για την Ελλάδα πριν από την κατάληψή της. Επρεπε επίσης να φροντίσουν για την περαιτέρω τύχη του χρυσού.

Κατόπιν παραμονής ενός μήνα στην Αλεξάνδρεια, το κεντρικό υποκατάστημα της τράπεζας μεταφέρθηκε στο Κάιρο, τρίτη κατά σειρά έδρα της διοίκησης της τράπεζας. Η μεταφορά έγινε σε συμφωνία με τις Συμμαχικές Αρχές, μέσω του Σουέζ, στην Πρετόρια. Παρ’ ολίγον, όμως, να υπάρξει σοβαρό κώλυμα. Οταν η διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος ζήτησε από την Εθνική Τράπεζα της Αιγύπτου να της παραδώσει τον χρυσό που είχε εναποθηκευτεί στο υποκατάστημα της Αλεξάνδρειας, βρέθηκε προ της έντονης αντίρρησης της αιγυπτιακής τράπεζας. «Εμείς ξέρουμε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είναι στην Αθήνα» έλεγαν οι Αιγύπτιοι, προφανώς υποκινούμενοι από άλλους. Χρειάστηκαν πολλά και έντονα διαβήματα για να παραδοθεί τελικά ο χρυσός.

Η τήξη στη Ν. Αφρική και η νέα (έκτη) έδρα της Τράπεζας στο Λονδίνο

Η μαρτυρία του υποδιοικητή της ΤτΕ καταλήγει ως εξής: «Τοποθετήσαμε τον χρυσό σε φορτηγά αυτοκίνητα και με τη συνοδεία τανκς τον μεταφέραμε μέσω της ερήμου στο Σουέζ. Εκεί φορτώθηκε σε εμπορικό πλοίο που είχε επιταχθεί, στο οποίο επιβιβάστηκε και ο διευθυντής Αριστείδης Λαζαρίδης μαζί με ακόμη έναν υπάλληλο. Ετσι, ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου στο μεταξύ φτάσαμε κι εμείς. Εκεί φορτώθηκε σε ειδική αμαξοστοιχία, την οποία είχε την καλοσύνη να θέσει στη διάθεσή μας ο στρατάρχης Σματς. Και με τη συνοδεία πάντοτε του διευθυντή Αριστείδη Λαζαρίδη, ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής όπου ελέγχθηκε».

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το επίσημο βιβλίο της ΤτΕ του 1955, ο χρυσός αποτελούνταν από διάφορα χρυσά νομίσματα, μέχρι και από ράβδους που είχαν προέλθει από τήξη χρυσών αντικειμένων στην Ελλάδα. Ετσι, ήταν ανάγκη να μετατραπεί σε ομοειδείς ράβδους που να περιέχουν τον καθορισμένο βαθμό καθαρότητας.

Από τη νέα τήξη του χρυσού, η οποία εκτελέστηκε υπό την επίβλεψη της South African Reserve Bank, εκδοτικής τράπεζας της Ν. Αφρικής, στο Τζέρμιστον της Ν. Αφρικής προέκυψε χρυσός της κεκανονισμένης καθαρότητας βάρους ουγγιών 608.350.

Ο χρυσός αυτός σε ράβδους μεταφέρθηκε στην Πραιτόρια, όπου και εναποτέθηκε για φύλαξη στα θησαυροφυλάκια της South African Reserve Bank. Τα έξοδα της μεταφοράς και της ανατήξεως του χρυσού ήταν ελάχιστα, γιατί λόγω των ειδικών μέτρων ασφαλείας που είχαν ληφθεί η Ελλάδα απέφυγε να πληρώσει ασφάλιστρα, τα οποία θα ανέρχονταν, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς, σε 500.000 λίρες.

Η Ελλάδα ήταν η μόνη από τις χώρες που κατέλαβαν οι ναζί, της οποίας ο χρυσός μεταφέρθηκε εξ ολοκλήρου στο εξωτερικό και διέφυγε από τη γερμανική αρπαγή.

Υστερα από όλη αυτή τη δραματική διάσωση του χρυσού, όλη η ελληνική αντιπροσωπία αναχώρησε για την προσωρινή έδρα στο Λονδίνο, που είχε οριστεί ως έδρα και των λοιπών εν εξορία ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Εφτασε, μάλιστα, μέσω… Τρινιντάντ ύστερα από περιπετειώδες και επικίνδυνο για τις ζωές των επιβατών ταξίδι 28 ημερών, στις 22 Σεπτεμβρίου 1941. Εκεί εγκαταστάθηκε και το κεντρικό κατάστημα του ιδρύματος, που ήταν η έκτη κατά σειρά προσωρινή έδρα της Τραπέζης της Ελλάδος εκτός των Αθηνών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ενώ η διοίκηση του ιδρύματος ήταν πλέον εγκατεστημένη στο εξωτερικό για να διασώσει τα αποθέματα του χρυσού, «ελπίδας των Ελλήνων για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση της χώρας», όλο το άλλο σώμα της τράπεζας παρέμεινε στην Ελλάδα «διά να μαρτυρήσει, καθώς εμαρτύρησε όλον τον έθνος τους χρόνους που διήρκεσε η δουλεία του».

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.