Τα αίτια μαρασμού της ελληνικής βιομηχανίας (Μέρος Α)

Οικονομική Επιθεώρηση, Σεπτέμβριος 2021, τ. 1010

Βιομηχανία του Γιώργου Τσάτσου (Μέρος Α)

Σήμερα, πολλοί ασχολούνται πάλι με τη βιομηχανία/μεταποίηση και την επαναφορά της

στην πρώτη γραμμή για το μέλλον. Επίσης, διερευνάται από επιστήμονες το τι συνέβη μετά τη δεκαετία του 1970 και μαράθηκε τόσο πολύ αυτός ο κλάδος. Με την ευκαιρία λοιπόν αυτής της συζήτησης, θεώρησα ότι οι σκέψεις αυτές που διατυπώνω θα μπορούσαν να βοηθήσουν όποιον θέλει να έχει μια εικόνα που να ενσωματώνει και την εμπειρία που έχω ζήσει προσωπικά. Η σκοπιμότητά μας σήμερα δεν είναι τόσο να αναλύσουμε γεγονότα και καταστάσεις του παρελθόντος, αλλά να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση για να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον.

 

Πρόσφατα, σε συζήτηση με έναν διακεκριμένο επιστήμονα που ερευνά τη σύγχρονη οικονομική ιστορία της Ελλάδος, μου επισημάνθηκε ότι είναι εξαιρετικά μικρός ο αριθμός των μεγάλων ελληνικών οικογενειακών επιχειρήσεων, οι οποίες μεσουρανούσαν την περίοδο 1950-80, που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα. Η συζήτηση αυτή προκάλεσε διάφορες σκέψεις στο θέμα αυτό, που είχαν σαν αποτέλεσμα να γραφεί το παρόν κείμενο.

Το κείμενο θέλει να τονίσει πόσο «κλειστή» ήταν τότε η ελληνική οικονομία και πόσο μεγάλος ήταν ο παρεμβατισμός του ελληνικού κράτους στον οικονομικό τομέα. Οι πολιτικές που ακολουθήθηκαν την περίοδο εκείνη είχαν και πολλά αρνητικά αποτελέσματα και ήταν μία από τις αιτίες για την πρόωρη εξαφάνιση πολλών επιχειρήσεων ή επιχειρηματιών. Επίσης, βέβαια, η τότε επικρατούσα αντίληψη περί «μεικτής οικονομίας» οδήγησε στην κρατικοποίηση, άμεσα ή έμμεσα, μεγάλου αριθμού τραπεζών, επιχειρήσεων ή κλάδων, πράγμα που σήμερα θεωρείται ζημιογόνο και οικονομικό σφάλμα.

Σκοπός του παρόντος είναι να διατυπωθούν απόψεις για μερικούς από τους λόγους που δεν επέτρεψαν στους Έλληνες επιχειρηματίες να γιγαντωθούν και να γίνουν διεθνείς παίχτες. Δεύτερος λόγος του κειμένου αυτού είναι να υπενθυμίσει στους ανθρώπους που ζουν στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 2020, μερικές από τις συνθήκες που επικράτησαν στη μεταπολεμική Ελλάδα του 1950-90, οι οποίες είναι τελείως διαφορετικές από τις σημερινές. Σε άλλο κόσμο έδρασαν οι βιομήχανοι του 1950-90 και σε τελείως άλλο κόσμο καλούνται να επιτύχουν οι σημερινοί επιχειρηματίες. Για την ιστορία, είναι χρήσιμο να περιγραφούν οι καταστάσεις που επικρατούσαν τότε και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν όσοι διηύθυναν επιχειρήσεις. Πολλά απ’ αυτά είχαν και τότε επισημανθεί. Η οργάνωση όμως της ελληνικής κοινωνίας τότε και οι επικρατούσες αντιλήψεις δεν επέτρεψαν να γίνουν αυτά που τότε μπορούσαν να είχαν γίνει. Τα πράγματα άλλαξαν μόνο μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΕ.

Κατά την περίοδο 1967-83 υπήρξα μέλος της διοίκησης της ΑΓΕΤ Ηρακλής και μεταξύ 1970-78 ενεργό μέλος του διοικητικού συμβουλίου του ΣΕΒ. Μέσα από αυτές τις δύο θέσεις έζησα τη διαδρομή και την περιπέτεια της βιομηχανίας, αλλά και τα χρόνια μεταξύ 1950-67 είχα άμεση επαφή με τα βιομηχανικά θέματα από τις συνεχείς συζητήσεις και διδασκαλία από τον πατέρα μου Αλέξανδρο Τσάτσο, ο οποίος διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Θα ήθελα τέλος να τονίσω ότι μεταφέροντας αυτές τις βιωματικές εμπειρίες συνειδητά προσπάθησα το προσωπικό μου στοιχείο να μην εκτοπίσει την ψύχραιμη, κατά το δυνατόν, θεώρηση των καταστάσεων αυτής της περιόδου.

Παραμορφώσεις στην οικονομία της Μεταπολεμικής Περιόδου 1950-1990

Εδώ καταγράφονται μερικές από τις διαστρεβλώσεις ή απαγορεύσεις που ήταν μέρος της ζωής του εκάστοτε διευθύνοντος μιας επιχείρησης στην Ελλάδα του 1950-90.

  • Η ΤτΕ καθόριζε:
  • Ποιοι μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν και υπό ποιους όρους
  • Το ύψος των επιτοκίων των τραπεζών για δανεισμό και καταθέσεις
  • Τη μετατρεψιμότητα της δραχμής σε ξένο νόμισμα (δηλαδή την απαγόρευε)
  • Την ισοτιμία των ξένων νομισμάτων προς τη δραχμή
  • Τα επίπεδα επιτρεπόμενου δανεισμού για επιχειρήσεις
  • Το Υπουργείο Εμπορίου καθόριζε τις τιμές πώλησης πάρα πολλών προϊόντων (όπως του τσιμέντου).
  • Οι τιμές ενέργειες (δηλαδή πετρελαίου, βενζίνης, αερίου) καθορίζονταν από το Υπουργείο, όχι την αγορά.
  • Το συνάλλαγμα ελεγχόταν. Δεν υπήρχε δυνατότητα π.χ. να αγοράσει μόνος του κανείς ξένο νόμισμα ή να επενδύσει σε ξένους τίτλους. Για επενδύσεις, εκτός Ελλάδος, υπήρχε διαδικασία μέσω της ΤτΕ που ήταν απαγορευτική. Ούτε χορηγούσαν, παρά ελάχιστο, ταξιδιωτικό συνάλλαγμα.
  • Υπήρχαν υψηλοί δασμοί εισαγωγής για την «προστασία» της εγχώριας παραγωγής. Αυτό όμως έπληττε και τις πρώτες ύλες ή άλλα απαραίτητα προϊόντα. Για εισαγωγές χρειάζονταν διάφορες άδειες.
  • Τα ασφαλιστικά ταμεία δεν είχαν δικαίωμα να διαχειρίζονται τα χρηματικά τους αποθέματα και άλλα περιουσιακά τους στοιχεία. Υποχρεωτικά, τα διαχειριζόταν η ΤτΕ. Το ΝΑΤ, π.χ., υποχρεώθηκε να δραχμοποιήσει τα αποθέματά του σε λίρες Αγγλίας και να χάσει σχεδόν όλη την περιουσία του. Παρόμοια τύχη είχαν σχεδόν όλα τα ασφαλιστικά ταμεία. Το καθεστώς αυτό έχει διαιωνιστεί μέχρι σήμερα.
  • Επιβάλλονταν στους καταναλωτές υποχρεωτικοί «κοινωνικοί πόροι» υπέρ λίγων, προνομιούχων (τραπεζοϋπαλλήλων, δικηγόρων, συμβολαιογράφων, τσιμεντοϋπαλλήλων κ.τ.λ.) (έμμεσος φορολογία).
  • Απαγορεύονταν οι ομαδικές απολύσεις (μέγιστο 2%). Ακόμη και εάν η επιχείρηση είχε προβλήματα, ήταν υποχρεωμένη να μισθοδοτεί το προσωπικό και δεν μπορούσε να μειώσει τον αριθμό του. Αυτό οδηγούσε σε αδιέξοδα.
  • Φυλάκιση των διοικούντων για χρέη προς το Δημόσιο ή χρέη προς τα Ταμεία. Ως εκ τούτου, σχεδόν αδύνατον να τεθεί μια επιχείρηση σε χρεοκοπία, γιατί οι ιθύνοντες θα πήγαιναν φυλακή. Έτσι, με διάφορα ανορθόδοξα μέσα, συνέχιζαν να λειτουργούν προβληματικές επιχειρήσεις που θα έπρεπε να είχαν κλείσει.
  • Περιοριστικοί κανόνες για την απασχόληση και υποχρεωτικές προσλήψεις παλαιών πολεμιστών κ.τ.λ. Υψηλό κόστος υποχρεωτικής ασφάλισης (60%). Δεν επιτρεπόταν η αμοιβή με την ώρα ή ελαστικά ωράρια.

Ασφαλώς, υπήρχαν και άλλες σημαντικές παραμορφώσεις ή απαγορεύσεις, οι οποίες δεν έχουν περιληφθεί στον κατάλογο.

Όλοι αυτοί οι περιορισμοί και οι τεχνητές διαστρεβλώσεις ανάγκαζαν τον εκάστοτε επιχειρηματία, ήθελε δεν ήθελε, να προσαρμόζεται σε μια ανορθολογική κατάσταση, στην οποία πολλοί νόμοι της αγοράς είχαν αντικατασταθεί με νόμους, διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις. Ή λειτουργούσε κανείς μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ή δεν λειτουργούσε καθόλου.

Μοιραίο αποτέλεσμα αυτής της νοσηρής (για κάποιον που είχε συνηθίσει στους νόμους της αγοράς) κατάστασης ήταν ότι οι επιχειρηματίες είχαν προσαρμοστεί και λειτουργούσαν υποχρεωτικά μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια. Δυστυχώς όμως, αυτό ήταν κακό για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, γιατί πολλά από τα κριτήρια επιτυχίας τους ήταν τεχνητά. Όταν αργότερα, με την ΕΕ, οι αγορές απελευθερώθηκαν, φάνηκαν οι αδυναμίες που είχαν προκληθεί από τις παραμορφώσεις.

Με όλους αυτούς τους περιορισμούς δεν μπορούσε μία ελληνική επιχείρηση να αναπτυχθεί σε μεγάλο μέγεθος και να διεθνοποιηθεί. Ο εγκλεισμός στη μικρή και φτωχή, σε σύγκριση με άλλες, ελληνική αγορά περιόριζε τις προοπτικές της για ανάπτυξη.

 

Χρηματιστήριο – ΧΑ

Ο θεσμός του χρηματιστηρίου είναι απαραίτητος για τις επιχειρήσεις, ώστε να αντλούν απ’ αυτό κεφάλαια, δεν είναι όμως ένα καζίνο, όπου διάφοροι καιροσκόποι «παίζουν». Δυστυχώς όμως, το ΧΑ για πολλά χρόνια ήταν το δεύτερο χωρίς να είναι το πρώτο.

Για να λειτουργήσει σωστά ένα χρηματιστήριο, χρειάζονται προϋποθέσεις που να προστατεύουν τον επενδυτή. Μερικές απ’ αυτές είναι:

  • Εξασφάλιση χρηστής διαχείρισης των εισηγμένων επιχειρήσεων και αυστηρός έλεγχος από λογιστικά γραφεία της διαχείρισης
  • Εξασφάλιση ότι όλοι έχουν την ίδια πληροφόρηση, ώστε να μην επωφελούνται οι γνώστες μυστικών πληροφοριών εις βάρος αυτών που δεν γνωρίζουν
  • Εξασφάλιση ότι οι εισηγμένες επιχειρήσεις δεν είναι σε κατάσταση χρεοκοπίας
  • Ελάχιστος όγκος συναλλαγών, που να δίνει στις εισηγμένες μετοχές κάποια εμπορευσιμότητα
  • Ελάχιστο ποσοστό μετοχών ανά επιχείρηση, ώστε να εξασφαλίζεται η άνετη διαπραγμάτευση (δηλαδή ρευστότητα των τίτλων)

Δυστυχώς, ο οποιοσδήποτε γνωρίζει για το ΧΑ θα διαπιστώσει ότι σχεδόν όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν υπήρχαν τότε· αλλά και σήμερα, δεν μπορεί κανείς να πει ότι το επίπεδο είναι ικανοποιητικό. Στην υπόθεση Folli Follie υπήρξε αμέλεια, σε τεράστιο βαθμό, στις ελεγκτικές διαδικασίες και έλλειψη αντίδρασης όταν έγιναν γνωστές ορισμένες ανωμαλίες.

Στο παρελθόν υπήρχαν εταιρείες (π.χ. Τσιμέντα Χαλκίδος) που είχαν απολέσει όλα τους τα κεφάλαια, η καθαρά θέση των οποίων ήταν πολλές φορές αρνητική και των οποίων οι τίτλοι συνέχιζαν να διαπραγματεύονται στο ΧΑ. Αυτό σε άλλες χώρες είναι ποινικό αδίκημα.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ΧΑ δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον βασικό λόγο ύπαρξής του, δηλαδή να παρέχει κεφάλαια στις αναπτυσσόμενες επιχειρήσεις, και ήταν μόνο ένας χώρος όπου διάφοροι παίκτες, σπεκουλάροντας, προσπαθούσαν να κερδίσουν χρήματα.

 

Ως προς το Insider Trading, δεν έχω ακούσει κανείς να έχει καταδικαστεί, ενώ είναι προφανές ότι οι συνθήκες μυστικότητας δεν τηρούνται, όπως συμβαίνει στα πιο σοβαρά χρηματιστήρια.

Μόλις δε το ΧΑ απέκτησε την ικανότητα να χρηματοδοτεί επιχειρήσεις (1999), έγιναν τόσες υπερβολές και σκάνδαλα που έχασε πάλι ό,τι κύρος μπορούσε να είχε.

Αυτά όλα αναφέρονται γιατί η έλλειψη χρηματιστηρίου είναι κι αυτός ένας απ’ τους λόγους που δεν αναπτύχθηκαν υγιείς επιχειρήσεις, με καλή διαχείριση και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα. Δεν ήταν δηλαδή ρεαλιστικό τότε μια επιχείρηση να αντλήσει κεφάλαια από το ΧΑ.

economia.gr

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.