Αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία του Χρηματιστηρίου αποτελεί ο αριθμός των εισηγμένων που έχουν διαγραφεί από την έλευση του millennium, καθώς τα τελευταία 22 χρόνια (Ιανουάριος 2000 – Ιούλιος 2021) συνολικά 294 εταιρίες αποτελούν παρελθόν από το ταμπλό. Πρόκειται για σχεδόν διπλάσιο αριθμό εταιριών που αποχώρησαν, σε σύγκριση με τον σημερινό αριθμό των εισηγμένων (157).
Αξίζει να σημειώσουμε ότι την 11ετία 1990-2000, που κορυφώνεται με τη χρηματιστηριακή φούσκα το καλοκαίρι του 1999, είχαν εισαχθεί συνολικά 268 εταιρίες. Δηλαδή, με απλή στατιστική, χρειάστηκαν σχεδόν τα διπλάσια χρόνια για να διαγραφούν από το Χρηματιστήριο οι εταιρίες που εισήχθησαν τη δεκαετία του 1990.
Ακόμη και σήμερα, με βάση τα τρία κριτήρια (καθαρή θέση 3.000.000 ευρώ – λειτουργική κερδοφορία αθροιστικά άνω των 3.000.000 ευρώ και θετικά λειτουργικά αποτελέσματα τις δύο τελευταίες χρήσεις – ελάχιστη διασπορά 25% ή 15% για εταιρίες που έχουν μεγάλο μέγεθος), είναι απίθανο να πληρούν τα κριτήρια περισσότερες από 70 εισηγμένες, δηλαδή σχεδόν οι μισές!
Αυτή η εικόνα επιδείνωσης, που ασφαλώς επιβαρύνθηκε από την πανδημία και ειδικά το εννεάμηνο lockdown του 2020, δεν δικαιολογεί σε μεγάλο βαθμό αρκετές εταιρίες της μεσαίας και της χαμηλής κεφαλαιοποίησης που παρέμειναν στάσιμες και δεν βελτίωσαν τις οικονομικές επιδόσεις τους. Απόρροια των παραπάνω ήταν να λειτουργήσει ο νόμος της αγοράς, να ανανεωθεί σε μεγάλο βαθμό το ταμπλό και να αποχωρήσει σχεδόν ένα ολόκληρο χρηματιστήριο, αν σκεφτούμε ότι στις καλές εποχές της διετίας 1998-1999 το Χρηματιστήριο φιλοξενούσε πάνω από 300 εισηγμένες εταιρίες.
Δέκα οι φετινές
Αυξάνονται σε 10 οι διαγραφές εισηγμένων από το ξεκίνημα της χρονιάς, καθώς στις διαγραφείσες Κεραμεία Αλλατίνη Α.Ε., Axon Συμμετοχών, Ναυτιλιακή Εταιρεία Λέσβου, Eurobrokers, DIVERSA AEBE, Forthnet, Ναυτεμπορική, Euromedica και Νεώριον, προστέθηκε και η Paperpack Τσουκαρίδης, η οποία διεγράφη την τελευταία εβδομάδα του Ιουλίου.
Ο αριθμός των μετοχών που αποχώρησαν δεν θα σταματήσει εδώ, αφού ακολουθούν η ΓΕΚΕ, που ελέγχει το ξενοδοχείο «President», το Ιασώ και η Newsphone. Η σημαντική υποχώρηση των τιμών των μετοχών στα χρόνια της κρίσης, αλλά και αμέσως μετά τη φούσκα του 1999, ήταν η βασική αιτία να ανθήσει η βιομηχανία των δημόσιων προτάσεων και εξαγορών από offshore εταιρίες και μάλιστα πολλές φορές ιδιοκτησίας των βασικών μετόχων. Οι εξαγορές αυτές και οι δημόσιες προτάσεις έγιναν με ληστρικούς, πολλές φορές, όρους εις βάρος των μικρομετόχων.
Παράλληλα, αρκετές εισηγμένες διαγράφηκαν από το Χρηματιστήριο Αθηνών λόγω ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζαν. Πολλά χρόνια η χρηματιστηριακή αγορά βιώνει αυτό το μαρτύριο με τις «εταιρίες – ζόμπι» που παρέμειναν στο ταμπλό και χιλιάδες επενδυτές είδαν να απαξιώνονται τα χαρτοφυλάκιά τους.
Εξαγορές θυγατρικών
Ειδική κατηγορία αποτελούσαν επίσης οι εξαγορές των θυγατρικών πολυεθνικών εταιριών, καθώς η πολιτική αυτή των ομίλων είναι να παραμένει η μητρική εταιρία στις βασικές μεγάλες αγορές και να αποχωρούν οι θυγατρικές από τα περιφερειακά χρηματιστήρια, όπως είναι και η Αθήνα.
Αξίζει να θυμηθούμε μεγάλες εταιρίες που αποχώρησαν από το 2000 και μετά: Η Ελαΐς, η Παυλίδης, η Δέλτα τροφίμων, η Interamerican, η Εθνική Ασφαλιστική, η Crown Hellas, η ΑΒ Βασιλόπουλος, ο Κωτσόβολος, η τσιμεντοβιομηχανία Ηρακλής, οι Μινωικές Γραμμές, η Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης, η Rilken και η Παπαστράτος.
Είναι πασιφανές ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών, που παραμένει υποβαθμισμένο από το 2013, δεν μπορεί να συνεχίσει να στηρίζεται από τις 17 εταιρίες της υψηλής κεφαλαιοποίησης που έχουν κεφαλαιοποίηση άνω του 1 δισ. ευρώ και μία δεκάδα μετοχών της υψηλής κεφαλαιοποίησης. Η πλειονότητα των εισηγμένων παραμένει αδρανής με ανύπαρκτες επιχειρηματικές εξελίξεις, με αποτέλεσμα χιλιάδες κωδικοί επενδυτών να παραμένουν απενεργοποιημένοι.
Τρεις οι λόγοι που διώχνουν τους επενδυτές
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τρεις είναι οι λόγοι που οδηγούν τις εταιρίες σε διαγραφή των μετοχών τους από το χρηματιστηριακό ταμπλό. Πρώτος λόγος είναι η εξοικονόμηση κεφαλαίων, αφού έρευνα έχει δείξει ότι για εταιρίες μικρής και μεσαίας κεφαλαιοποίησης το κόστος συμμετοχής μπορεί να φτάσει το 1%-3% του κύκλου εργασιών. Δεύτερος, σε περίπτωση χαμηλής τιμής, ότι η έξοδος έχει πλεονεκτήματα για τους μετόχους που αγοράζουν μετοχές σε φθηνές τιμές – βραχυπρόθεσμο όφελος. Τρίτος, η νομοθεσία που απαλλάσσει την πολυεθνική από την υποχρέωση περιοδικής δημοσιοποίησης στοιχείων, αγοράς ιδίων μετοχών ή αύξησης κεφαλαίου.
Από κει και πέρα το ζητούμενο για τη χρηματιστηριακή αγορά και ειδικότερα για τη διοίκηση του Χρηματιστηρίου Αθηνών είναι να προσελκυσθούν μεγάλες εταιρίες σε κεφαλαιοποίηση, δηλαδή από 300.000.000 ευρώ και πάνω. Καλές είναι οι προσπάθειες για μικρές εταιρίες να εκκολαφθούν και να μεγαλώσουν, αλλά η αγορά έχει ανάγκη από ισχυρές εταιρίες με διεθνή αναγνώριση που θα δυναμώσουν και τη χρηματιστηριακή αξία της αγοράς.
Το υψηλό κόστος παραμονής στο Χρηματιστήριο συνιστά βασικό λόγο για να αποθαρρύνονται όσες σοβαρές εταιρίες θα επιθυμούσαν να εισέλθουν στην αγορά, αλλά και αντίστροφα να παραμείνουν και οι λίγες και καλές που έχει σήμερα η αγορά.