Πότε θα ισχύουν τα πρόστιμα για τις e-αποδείξεις

Με απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή, εξαιρούνται πολλές κατηγορίες φορολογουμένων λόγω των ειδικών συνθηκών στην αγορά από την πανδημία

Νέες διευκρινίσεις για το μέτρο των ηλεκτρονικών αποδείξεων που θα πρέπει να έχουν συγκεντρώσει οι φορολογούμενοι δίνει απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ Γιώργου Πιτσιλή λίγο πριν ανοίξει η εφαρμογή για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων για τα εισοδήματα του 2020.

Με τις διατάξεις της απόφασης ρυθμίζονται ζητήματα που αφορούν την υποχρέωση πραγματοποίησης δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ανερχόμενων σε ποσοστό 30% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα.

Συγκεκριμένα, προστίθεται νέα περίπτωση, ώστε εισοδήματα που αποκτώνται και δαπάνες που πραγματοποιούνται από την Πρωτοχρονιά του 2020 και έπειτα να μην περιλαμβάνονται στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, επί του οποίου υπολογίζονται οι απαιτούμενες δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, όπως και εισοδήματα με έκτακτο χαρακτήρα, καθώς και έκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών εξάπλωσης της πανδημίας.

Τα εισοδήματα έκτακτου χαρακτήρα που περιλαμβάνονται είναι τα ακόλουθα:

• Οι εφάπαξ αποζημιώσεις λόγω διακοπής σύμβασης εργασίας ή άλλης σύμβασης και το καταβαλλόμενο ασφάλισμα στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συνταξιοδοτικών συμβολαίων.

• Το επίδομα εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης ανέργων καθώς και το επίδομα αναζήτησης εργασίας στο πλαίσιο δράσεων συμβουλευτικής.

• Η αγροτική επιδότηση πρόωρης συνταξιοδότησης.

• Η είσπραξη ασφαλιστικής αποζημίωσης ή οικονομικής ενίσχυσης λόγω διάλυσης αλιευτικού σκάφους.

• Εκτακτες αποζημιώσεις, αμοιβές, επιχορηγήσεις και οικονομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορονοϊού CoviD-19 και αποτελούν εισόδημα.

Σε περίπτωση που ένας φορολογούμενος δεν κατάφερε να δαπανήσει το 30% του εισοδήματός του με ηλεκτρονικό τρόπο, αλλά πλήρωσε με κάρτα ή διατραπεζικά πάνω από 20% του πραγματικού εισοδήματός του, ο φόρος που προκύπτει προσαυξάνεται κατά 11% επί της διαφοράς (αντί για 22%, που προβλέπει ο νόμος) μεταξύ απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών που πραγματοποιήθηκαν με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.

Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα ίσο με 15.000 ευρώ απαιτείται να δηλώσει δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ποσού τουλάχιστον 4.500 ευρώ. Εάν δηλώσει δαπάνες για το 25% του εισοδήματός του, θα κληθεί να πληρώσει φόρο 11% για τις e-αποδείξεις που του λείπουν, δηλαδή 82,5 ευρώ. Με βάση τον νόμο, θα έπρεπε να καταβάλει διπλάσιο φόρο, δηλαδή 165 ευρώ.

Η φορολογική διοίκηση εισάγει και ένα πιο… περίπλοκο σύστημα υπολογισμού του φόρου για όσους φορολογουμένους ξόδεψαν με ηλεκτρονικά μέσα κάτω από το 20% του εισοδήματός τους. Η προσαύξηση του φόρου που προκύπτει αποτελείται από το άθροισμα δύο επιμέρους ποσών και υπολογίζεται:

α) Ως το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή 22% και, επιπροσθέτως,

β) από το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή 11%.

Για παράδειγμα, φορολογούμενος με πραγματικό εισόδημα ίσο με 19.000 ευρώ θα έπρεπε να δαπανήσει σε e-αποδείξεις 5.700 ευρώ. Ωστόσο κατάφερε να πραγματοποιήσει ηλεκτρονικές δαπάνες ύψους 1.850 ευρώ. Ο φορολογούμενος θα επιβαρυνθεί με προσαύξηση του φόρου που προκύπτει ίση με 638 ευρώ (429 ευρώ+209 ευρώ). Το πρώτο μέρος της προσαύξησης, των 429 ευρώ, αντιστοιχεί στο 22% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του 20% του πραγματικού εισοδήματος και του δηλωθέντος ποσού δαπανών. Το δεύτερο μέρος της προσαύξησης, των 209, ευρώ αντιστοιχεί στο 11% της διαφοράς που προκύπτει μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του 20% του πραγματικού εισοδήματος.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.