ΑΝ ΗΤΑΝ ΤΟ δικό μας παιδί;

Συντάκτης:  Κυριακή Μπεϊόγλου

Περνώντας χθες τη νύχτα έξω από ένα μπαρ είδα μια παρέα νεαρών να βγαίνει με γέλια και φωνές. Θα ‘ταν δε θα ‘ταν 17-18. Με κοίταξαν μ’ αυτό το μοναδικό θρασύ βλέμμα της νεότητας που δηλώνει πως η ζωή μάς ανήκει και είναι μπροστά μας. Σκέφτηκα αμέσως την καταπληκτική παράσταση «Το δείπνο», που είχα δει πριν από λίγες μέρες στο Σύγχρονο Θέατρο. Τρεις νεαροί -ξαδέρφια- θέλουν να μπουν και να πιουν ένα ποτό σε ένα παρόμοιο μπαρ. Δεν έχουν χρήματα όμως, έτσι αποφασίζουν να βγάλουν από ένα κοντινό ΑΤΜ.

Το συγκεκριμένο ΑΤΜ ήταν μέσα σε ένα γυάλινο κουβούκλιο. Οταν ανοίγουν την πόρτα ανακαλύπτουν ότι κοιμάται εκεί μια άστεγη γυναίκα. Το θεωρούν απαράδεκτο να τους εμποδίζει. Τη βρίζουν, την κλοτσούν. Ο ένας αδερφός -ο υιοθετημένος- φεύγει όταν κρίνει πως χάνουν τον έλεγχο. Οι άλλοι δύο μένουν και αποτελειώνουν τη γυναίκα, πετώντας της σκουπίδια και βάζοντάς της φωτιά.

Η κοινή γνώμη σοκάρεται την επόμενη μέρα όταν από τις κάμερες ασφαλείας βλέπει τα γεγονότα -αλλά όχι τα πρόσωπα των νεαρών- στις ειδήσεις. Μόνο οι γονείς τους γνωρίζουν την αλήθεια. Σε ένα δείπνο, τα δύο ζευγάρια των γονέων προσπαθούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν. Θα παραδώσουν τα παιδιά τους ή θα τα καλύψουν; Και η μία και η άλλη πλευρά είχε πειστικά επιχειρήματα. Δύσκολη η απόφαση.

Είμαι σίγουρη πως όσοι γονείς ήμασταν εκεί σκεφτόμασταν το μεγάλο αυτό δίλημμα. Οπως είμαι σίγουρη πως κάθε γονιός φοβήθηκε για το τι μπορεί να συμβαίνει στη ζωή ή τον ψυχισμό του παιδιού του που εκείνος αγνοεί. Τα τραγικά γεγονότα της υπόθεσης Τοπαλούδη αλλά και άλλων υποθέσεων βίας που έρχονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας ενισχύουν την αγωνία μας αυτή.

Ολοι μας ίσως σκεφτήκαμε «το δικό μου παιδί αποκλείεται να έκανε κάτι τέτοιο, αποκλείεται να έμπλεκε». Φαντάζομαι πως και οι γονείς των εμπλεκόμενων παιδιών θα σκέφτονταν κάπως έτσι. Μόνο που εξετάζουμε τα γεγονότα με τις προσλαμβάνουσες μιας γενιάς που μεγάλωσε σε ένα εντελώς διαφορετικό τοπίο.

Ο φόνος κάποτε ήταν κάτι το ξένο και το υπερφυσικό. Ακόμα κι όταν παίζαμε πόλεμο στη γειτονιά μας με εχθρούς να μας κυνηγούν στα σκοτεινά, αυτό συνοδευόταν από γέλια και πειράγματα. Τα παιδιά μας, πωρωμένα πίσω από οθόνες, κρατώντας game control στα χέρια αγωνιούν να σκοτώσουν όλους τους εχθρούς, να κερδίσουν. Το παιχνίδι με τη βία είναι η εκτόνωσή τους όταν γυρίζουν από το «ανιαρό» σχολείο. Και μάλιστα με τις ευλογίες μας.

Παρατηρώντας λοιπόν τη χαρούμενη παρέα που έβγαινε από το μπαρ, μέσα στη χριστουγεννιάτικα στολισμένη πόλη, ευχήθηκα αυτή η γενιά να βγαίνει περισσότερο έξω, να μιλά και να γελά δίχως σκοτεινές σκέψεις, να ερωτεύεται πολύ και να αγαπά αληθινά και πάνω από όλα… να μη χάσει την αλήθεια και την αθωότητα της νιότης.

 

(Πηγή)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.