Ο βασικός ρόλος του κυκλοφορικού συστήματος είναι η μεταφορά οξυγόνου και θρεπτικών ουσιών στα κύτταρα και η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα και των άχρηστων μεταβολικών προϊόντων από αυτά.
«Για να διατηρήσουν τα κύτταρα επαρκή ποσότητα ενέργειας, πρέπει μέσω της αερόβιας αναπνοής να παράγουν επαρκή ποσότητα ΑΤΡ, που λειτουργεί ως ενεργειακό νόμισμα για το κύτταρο», εξηγεί η ειδική παθολόγος Αναστασία Μοσχοβάκη. «Για την αερόβια αναπνοή τα κύτταρα χρησιμοποιούν το οξυγόνο που το σώμα προσλαμβάνει από την ατμόσφαιρα μέσω των πνευμόνων. Το οξυγόνο αυτό στο αίμα μεταφέρεται διαλυμένο ή συνδεδεμένο με μία πρωτεΐνη που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια και καλείται αιμοσφαιρίνη.
Το σύμπλοκο αιμοσφαιρίνη-οξυγόνο ευθύνεται για τη μεταφορά της συντριπτικής πλειοψηφίας του οξυγόνου που εισέρχεται στο σώμα (πάνω από 98% ). Όταν η προσφορά οξυγόνου είναι ανεπαρκής, το σώμα δεν μπορεί να επιτελέσει με επάρκεια τις μεταβολικές του αντιδράσεις.
Το χαμηλό οξυγόνο οδηγεί σε υποξία
Το χαμηλό οξυγόνο στο αίμα ή η χαμηλή προσφορά οξυγόνου στα κύτταρα καλείται ιατρικώς υποξία. Βέβαια ο οργανισμός διαθέτει μηχανισμούς προσαρμογής στην υποξία (π.χ. αύξηση της παραγωγής αιμοσφαιρίνης που μεταφέρει οξυγόνο, προσαρμογή διαμέτρου τριχοειδών, αύξηση αναπνοών). Ωστόσο, αν η υποξία είναι έντονη και παρατεινόμενη, οι μηχανισμοί αυτοί δεν επαρκούν με αποτέλεσμα να προκαλείται προοδευτικά κυτταρικό οίδημα, κυτταρική νέκρωση και θάνατος του κυττάρου.
Η γενικευμένη υποξία προκαλεί συμπτώματα από το Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ), όπως διαταραχή στην ικανότητα κρίσης και συγκέντρωσης, κεφαλαλγία, ζάλη, κόπωση, διαταραχές ύπνου. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί μελανό χρώμα στα χείλη και στο δέρμα λόγω του χαμηλού οξυγόνου και της αύξησης της ανηγμένης αιμοσφαιρίνης, που είναι το μεταφορικό όχημα του οξυγόνου στο αίμα.
Τι προκαλεί υποξία
H ελαττωμένη προσφορά οξυγόνου στα κύτταρα του σώματος προκύπτει κυρίως όταν:
Το αναπνευστικό σύστημα δεν λειτουργεί φυσιολογικά, με αποτέλεσμα το οξυγόνο να μην προσλαμβάνεται και το διοξείδιο του άνθρακα να μην αποβάλλεται στην εντέλεια. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της κατηγορίας είναι το χρόνιο κάπνισμα και η χρόνια αναπνευστική πνευμονοπάθεια.
Η ποσότητα του αίματος ή η δύναμη με την οποία η καρδιά εξωθεί το αίμα στην περιφέρεια είναι ανεπαρκής, με αποτέλεσμα η αιμάτωση και η παροχή οξυγόνου στην περιφέρεια να είναι ελαττωμένη. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της κατηγορίας είναι η καρδιακή ανεπάρκεια και η αφανής ή εμφανής (εσωτερική ή εξωτερική) αιμορραγία.
Η αιμοσφαιρίνη, η ουσία που μεταφέρει το οξυγόνο, είναι ελαττωμένη ή διαταραγμένη. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της κατηγορίας είναι η αναιμία και η δηλητηρίαση με μονοξείδιο του άνθρακα.
Τα αγγεία δεν είναι βατά και ελαστικά, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία του αίματος να συναντά εσωτερικά κωλύματα. Η παροχή αίματος και οξυγόνου ελαττώνεται σε διάφορα όργανα.
Στις περιπτώσεις αυτής της κατηγορίας πρόκειται συνήθως για εντοπισμένη ιστική υποξία οργάνων και όχι για γενικευμένη υποξία. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της κατηγορίας είναι οι αγγειίτιδες και η αθηροσκλήρυνση.
Η σωστή παθολογική εξέταση έχει κομβική σημασία στη σωστή διαφορική διάγνωση και θεραπεία, σε κάθε περίπτωση.
Οξύμετρο στο σπίτι
Η χρήση των οξύμετρων στο σπίτι είναι αυξανόμενη σήμερα. Τα οξύμετρα βασίζονται στην παλμική οξυμετρία, που αναπτύχθηκε το 1972 από τους Takuo Aoyagi και Michio Kishi, χρησιμοποιώντας το κόκκινο υπέρυθρο φως στο σημείο μέτρησης. Είναι μία ιδιαίτερα βολική, μη επεμβατική μέθοδος μέτρησης.
Τα οξύμετρα εκτιμούν τον κορεσμό της αιμοσφαιρίνης, δηλαδή το ποσοστό του οξυγόνου που είναι συνδεδεμένο με την αιμοσφαιρίνη στο αίμα. Για τον σκοπό αυτό το οξύμετρο φέρει ειδικό αισθητήρα και μικροεπεξεργαστή.
Το ποσοστό του κορεσμού του οξυγόνου αναφέρεται ως το ποσοστό % SpO2. Τα περισσότερα οξύμετρα εμφανίζουν επίσης τον αριθμό των καρδιακών παλμών.
Εφόσον το οξύμετρο έχει κατασκευαστεί με τις ενδεικνυόμενες προδιαγραφές, αποτελεί αδρό δείκτη καλής κεντρικής παροχής οξυγόνου. Τιμές κάτω του 96% χρήζουν ιατρικής διερευνήσεως.
Η σωστή χρήση του οξύμετρου προϋποθέτει την καλή εφαρμογή στο δάκτυλο, όπου γίνεται η μέτρηση. Πρέπει να τοποθετείται σε ζεστά και όχι παγωμένα άκρα και σε άβαφα νύχια».