Την ώρα που όλα συνηγορούν στο γεγονός ότι η οικονομία της Τουρκίας δέχεται τρομακτικές πιέσεις και βρίσκεται ενώπιον του κινδύνου πλήρους κατάρρευσης, πολλοί διεθνείς αναλυτές επιχειρούν να διαβλέψουν τις επόμενες κινήσεις του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Δεν είναι λίγοι πάντως εκείνοι που εκτιμούν πως ο Τούρκος πρόεδρος, κόντρα στα σενάρια που κυκλοφορούν, πολύ δύσκολα θα «χτυπήσει την πόρτα» του ΔΝΤ, παρά το δυσθεώρητο χρέος της χώρας, την ελεύθερη πτώση της λίρας, αλλά και την επερχόμενη βαθιά ύφεση λόγω της κρίσης του κοροναϊού.
Μια εξήγηση που δίνουν έχει να κάνει με το ότι ο Ερντογάν προτιμά τις γρήγορες διευθετήσεις. Ως παράδειγμα φέρνουν την πρόσφατη συναλλαγματική συμφωνία με το Κατάρ, η οποία αύξησε -στα χαρτιά τουλάχιστον- τα αποθέματα στην Κεντρική Τράπεζα Τουρκίας από 5 σε 15 δισεκατομμύρια δολάρια.
Κάτι τέτοιο φαίνεται να ταιριάζει πολύ περισσότερο στην ιδιοσυγκρασία του Τούρκου προέδρου από μια ατέρμονη διαπραγμάτευση με τους τεχνοκράτες του Ταμείου για ένα πακέτο οικονομικής βοήθειας. Άλλοι πάλι σπεύδουν να αποδώσουν την στάση Ερντογάν απέναντι στο ΔΝΤ σε ένα μείγμα αναφορικά με τις ιδεολογικές του καταβολές αλλά και τον φόβο του για τις επιπτώσεις στη δημοφιλία του, δεδομένων των άκρως επαχθών όρων που επιβάλλει κάθε φορά το Ταμείο.
Σύμφωνα πάντως με το Foreign Policy, οι παραπάνω εκτιμήσεις δεν ανταποκρίνονται απολύτως στην πραγματικότητα. Κι αυτό γιατί, όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος του διαδικτυακού περιοδικού, το βασικό εμπόδιο για τον πρόεδρο της Τουρκίας είναι οι προϋποθέσεις που θέτει ΔΝΤ, οι οποίες πιθανότατα θα έρθουν να υπονομεύσουν το υπερβολικά συγκεντρωτικό στυλ διακυβέρνησής του.
Μέσα στην προηγούμενη δεκαετία ο Ερντογάν έχτισε την δύναμή του πάνω σε μια πολιτική πλατφόρμα βασισμένη σε ανορθόδοξες οικονομικές αντιλήψεις. Τότε όμως οι επενδυτές συνήθιζαν να βλέπουν ως απλά ενοχλητικές τις αντιλήψεις του Τούρκου προέδρου για επιτόκια που οδηγούν σε έκρηξη πληθωρισμού ή για «εβραϊκό λόμπι επιτοκίων», που όμως δεν επηρέαζαν την οικονομική πολιτική της χώρας. Αυτές όμως οι μέρες έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Συγκεκριμένα, από τη στιγμή που η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας έχασε και την τελευταία αίσθηση ανεξαρτησίας, οι λόγω αντιλήψεις έγιναν mainstream. Στην πραγματικότητα καθορίζουν απόλυτα πλέον τη νομισματική πολιτική της χώρας, οδηγώντας στον αποκλεισμό της από τις αγορές αλλά και στη φυγή πολλών επενδυτών.
Την ίδια ώρα, καταστροφική αποδεικνύεται και η ανάθεση από τον Ερντογάν του νευραλγικού υπουργείου Οικονομικών στον γαμπρό του, Μπεράτ Αλμπαϊράκ, η διαχείριση του οποίου οδήγησε σε κατάρρευση των συναλλαγματικών αποθεμάτων στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας.
Όσο όμως κι αν ο Τούρκος πρόεδρος θεωρείται κατά κοινή ομολογία πραγματιστής, όπως απέδειξε αρκετές φορές στο παρελθόν, αλλάζοντας για παράδειγμα εν μια νυκτί στάση αναφορικά με τις σχέσεις του με την Ρωσία, μοιάζει απίθανο να συμβεί και σε αυτή την περίπτωση.
Άλλωστε, ελάχιστα στοιχεία αναφορικά με την πορεία της τούρκικης οικονομίας μπορούν να θεωρηθούν πραγματικά αξιόπιστα. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να το δικαιολογήσει εύκολα σε εξωτερικούς κριτές όπως αυτοί του ΔΝΤ, εφόσον τους «δώσει τα κλειδιά», όσο κι αν έχουν αποδειχτεί και οι ίδιοι στο παρελθόν ιδιαίτερα αναξιόπιστοι.
Από την άλλη, ένα μεγάλο μέρος των «θριάμβων» του καθεστώτος Ερντογάν βασίζεται οικονομικές διευθετήσεις με επιχειρηματίες φίλα προσκείμενους στο κυβερνών κόμμα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το αεροδρόμιο Ζάφερ στην επαρχία της Κουτάγια, το οποίο εγκαινιάστηκε το 2012 με κατασκευαστή αλλά και διαχειριστή φίλο του Ερντογάν. Η κυβέρνηση είχε προβλέψει πως το αεροδρόμιο θα υποδεχόταν περίπου 7,5 εκατομμύρια επιβάτες μέσα στα πρώτα επτά χρόνια της λειτουργίας του. Μέχρι σήμερα αυτοί δεν ξεπέρασαν τους 300.000.
Την ίδια στιγμή, όμως η συμφωνία παραμένει σε ισχύ και προβλέπει ότι εταιρεία θα λάβει πάνω 228 εκατομμύρια δολάρια μέχρι το 2044 από το δημόσιο πορτοφόλι για την εξυπηρέτηση ανύπαρκτων πτήσεων σε ένα αεροδρόμιο που κόστισε πάνω από 55 εκατομμύρια δολάρια. Κάτι τέτοιο πιθανότατα θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να επαναληφθεί σε ένα πρόγραμμα υπό το ΔΝΤ.
Μέσα σε όλα αυτά υπάρχει κι ένας ακόμης παράγοντας, πολιτικών προεκτάσεων, ο οποίος κατά διαβολική συμπτωσή «συνδέει» τη συμερινή συγκυρία με την προηγούμενη παρουσία του ΔΝΤ στην Τουρκία στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Κι αυτός δεν είναι άλλος τον ακροδεξιό κυβερνητικό εταίρο του Ερντογάν, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, ο οποίος δεν είναι κι ο πλέον ένθερμος υποστηρικτής του ΔΝΤ. Ήταν ο ίδιος που το 2002, με φόντο τους σκληρούς όρους που είχε επιβάλει το Ταμείο, είχε προκαλέσει πρόωρες εκλογές στη χώρα, ανοίγοντας την «πόρτα της εξουσίας» στον ανερχόμενο τότε πρώην δήμαρχο Κωνσταντινούπολης, Ερντογάν.
Ο Τούρκος πρόεδρος δε θα ήθελε σε καμία περίπτωση να μετατραπεί από θύτης το 2002 σε θύμα το 2020. Ιδιαίτερα σήμερα που φαίνεται πια να έχει βρει έναν ικανότατο αντίπαλο στο πρόσωπο του νυν δημάρχου Κωνσταντινούπολης, Εκρέμ Ιμάμογλου. Αν πάλι καταφέρει να αποφύγει το ΔΝΤ και τις πολιτικές αναταράξεις που αυτό θα προκαλέσει, οι επόμενες εκλογές θα είναι σε τρία χρόνια. Για πολλούς ίσως να μη μοιάζει αρκετό για ανατροπή των δεδομένων, αλλά για τον Ερντογάν ίσως να φαντάζει κάτι παραπάνω από μια ολόκληρη ζωή..